Η ισχύς «του ανήκειν» είναι πολύσημη ανάλογα με την επιστημονική πειθαρχία μέσα από την οποία εξετάζεται. Μπορεί να εδράζεται στην ψυχική σφαίρα αλλά είναι αδύνατον να μείνει έξω από το πολιτικό. Η ψυχολογία μάς λέει ότι ο άνθρωπος έχει μια βαθιά ψυχολογική ανάγκη να ανήκει. Το ανήκειν είναι σύμφυτο με την ψυχική υγεία. Από την πρώτη παιδική ηλικία φτιάχνεται ένα εμείς που καθορίζει την έννοια της ταυτότητας στην οποία αναμφισβήτητα συμπεριλαμβάνεται και η εθνική ταυτότητα. Η εθνική υπερηφάνεια είναι συγκρίσιμη με την καλή ναρκισσιστική εικόνα που καθρεπτίζεται στα μάτια της μητέρας και μέσα από τη διαδικασία της ταύτισης κτίζεται το ιδεώδες του εγώ, αναγκαίο για τη δόμηση του ψυχισμού.
Σε αυτή την ταυτοτική διεργασία ενυπάρχει μια επιθυμία για συνέχεια μέσα από μια οικογενειακή γραμμή, μια κουλτούρα, μια πατρίδα. Η διεργασία πολιτισμικής ταύτισης επιτρέπει την καλή λειτουργία του εγώ μέσα από την εγγραφή σε ένα συμβολικό σώμα που φαντάζει αιώνιο, όπως είναι το έθνος, η θρησκευτική κοινότητα, η εθνοτική ομάδα. Αυτή η ανάγκη μπορεί να λειτουργεί σε σχέση με μια ομάδα που έχει πραγματική/υλική υπόσταση αλλά ακόμη και φαντασιακή. Ας θυμηθούμε το βιβλίο του Μπένεντικτ Άντερσον, Φαντασιακές Κοινότητες[1], όπου το έθνος περιγράφεται ως μια βαθιά, οριζόντια αδελφοσύνη, της οποίας τα μέλη δεν γνωρίζονται αλλά παρ’ όλα αυτά αισθάνονται ότι συνδέονται μεταξύ τους μέσα από μια συλλογική μοίρα. Τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά αυτής της κοινότητας είναι λιγότερο σημαντικά απ’ ό,τι τα φαντασιακά.
«ΕΜΕΙΣ» ΚΑΙ «ΟΧΙ ΕΜΕΙΣ»
Ωστόσο το ανήκειν χαρακτηρίζεται από το εξής παράδοξο: το να ανήκει κάποιος σε οποιαδήποτε ομάδα σημαίνει ότι από κάπου αλλού αποκλείεται και παράλληλα κάποιοι άλλοι αποκλείονται από τη δική του ομάδα. Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση η έννοια του ανήκειν θα ήταν άνευ νοήματος. Με άλλα λόγια, η συμπερίληψη προϋποθέτει τον αποκλεισμό. Το «εμείς» αυτόματα κατασκευάζει ένα «όχι εμείς».
Μια ψυχοδυναμική ανάλυση της έννοιας του ανήκειν τείνει να παραγνωρίζει τον ιδεολογικό χαρακτήρα αυτής της συμπερίληψης ή του αποκλεισμού, που σε καμία περίπτωση δεν είναι αθώοι. Είναι αποτέλεσμα συσχετισμού δύναμης και εξουσίας. Γι’ αυτό και η κοινωνιο-ψυχολογική προσέγγιση καταδεικνύει ότι υπάρχουν διαφορετικές ταυτοτικές στρατηγικές με τις οποίες υπερασπιζόμαστε την ύπαρξή μας, την κοινωνική μας ορατότητα, την ένταξή μας στην κοινότητα και έτσι πασχίζουμε να δώσουμε αξία στον εαυτό μας και να κατακτήσουμε την προσωπική μας συνοχή.
Η ψυχοδυναμική προσέγγιση έχει δεχτεί πυρά για το ότι, όταν μιλάει για ένα εμείς που καθορίζει την εθνική ταυτότητα, αποδίδει στην έννοια της ταυτότητας τέτοια πολυμορφία και πλαστικότητα ώστε εύκολα η πατρίδα να εξομοιώνεται με άλλες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι για παράδειγμα η οικογένεια. Επιπλέον αφήνει απ’ έξω τον χρόνο αλλά και την ιδεολογία. Έτσι το έθνος κινδυνεύει να θεωρηθεί έννοια αυθυπόστατη, φυσική, πρωτογενής, υπεριστορική και απόλυτη. Απουσιάζει η ασυνέχεια, παραγνωρίζεται η τομή, και ο χρόνος παρουσιάζεται ως ομοιογενής και κενός, συσκοτίζοντας έτσι την ιστορικότητα του ίδιου του φαινομένου. Αρνείται, με άλλα λόγια, το πολιτικό.
Όταν η Κασσέν μιλάει για την απελευθέρωση από την αίσθηση του ανήκειν προβάλλει αντίστοιχες ενστάσεις. Ανθίσταται, και δικαίως, στον αυθυπόστατο, φυσικό και υπεριστορικό δεσμό με την πατρίδα. «Αυτό το ασφυκτικό και γλυκό συναίσθημα» λέει η Κασσέν «είναι όπως και η καταγωγή, μια επιλεγμένη μυθοπλασία [...], μια μυθοπλασία αξιολάτρευτη, ανθρώπινη, μια πολιτισμική κατασκευή» (σελ. 25). Και μοιάζει να ταυτίζεται με την Άρεντ όταν ανατρέχει στα λόγια της σε συνέντευξη που έδωσε η τελευταία προς τον Γκύντερ Γκρας:
Δεν αγάπησα ποτέ σε όλη μου τη ζωή οποιονδήποτε λαό ή οποιαδήποτε συλλογικότητα – ούτε τον γερμανικό λαό ούτε τον γαλλικό λαό ούτε τον αμερικανικό λαό ούτε την εργατική τάξη ούτε οτιδήποτε άλλο αυτού του τύπου. Δεν αγαπώ, πράγματι, παρά μόνο του φίλους μου και είμαι απολύτως ανίκανη για οποιαδήποτε άλλη αγάπη (σελ. 86).
Στο σημείο αυτό δεν μπορώ να αντισταθώ στο να σχολιάσω την ασυνέπεια της Άρεντ η οποία ενώ διαχωρίζει εύστοχα την αγάπη από το πολιτικό, όταν μιλάει για τη γυναικεία και την εβραϊκή της ταυτότητα τις θεωρεί «αδιαμφισβήτητα δεδομένα της ζωής της, φύσει και όχι νόμω, κάτι που δόθηκε και δεν έγινε» (σελ. 86). Πού είναι εδώ η έννοια της κοινωνικής κατασκευής; «Γυναίκα γίνεσαι, δεν γεννιέσαι» είναι η εμβληματική φράση της Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την εβραϊκή ταυτότητα.
ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΚΑΙ ΒΙΑΙΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ
Ας ξαναγυρίσουμε όμως σε έννοιες δάνειες από την ψυχολογία για να εξηγήσουμε την κακή λειτουργία της σχέσης με την πατρίδα. Η Κασσέν αναφέρεται σε τρομακτικές εκδοχές σαν και αυτές που διακίνησε ο φασισμός και ο ναζισμός. Ήδη έθιξα το «εμείς» που αποκλείει. Όταν το 1919 ο Φρόυντ μιλάει για το «ανοίκειο»[2], λέει πως ο αρχαϊκός, ναρκισσιστικός εαυτός προβάλλει εκτός του ό,τι βιώνεται εντός του ως επικίνδυνο ή δυσάρεστο. Με αυτή τη λογική, η ύπαρξη των εχθρών είναι αναγκαία για τον αυτοπροσδιορισμό μας. Είναι αναγκαία για να διατηρήσουμε τον πολύτιμο και εξιδανικευμένο εαυτό μας αλώβητο. Έτσι οι εχθροί καθίστανται απαραίτητοι. Η απώλειά τους είναι απειλή. Πόσo γρήγορα ακολούθησε την πτώση του Τείχους ένα κύμα εθνοτικών και εθνικών συγκρούσεων με τη χειρότερη εκδοχή ενός πολέμου ταυτοτήτων και εθνοκάθαρσης, όπως στην πρώην Γιουγκοσλαβία; Τραγική εξέλιξη αλλά αναμενόμενη, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει. Η απώλεια του εχθρού με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησε αποσταθεροποίηση. Το ότι ο αντισημιτισμός αναβίωσε παρά την απουσία Εβραίων αποδεικνύει την ισχύ της παρανοειδούς δυναμικής που σχετίζεται με την ανάγκη εχθρών. Όταν ο ένας εχθρός εκλείπει, η ανάγκη για τον καινούργιο αναζωπυρώνεται. Οι πολλαπλασιαζόμενες εκδηλώσεις μίσους απέναντι στους πρόσφυγες σε όλη σχεδόν την Ευρώπη από ακροδεξιά μορφώματα είναι ενδεικτικές.
Στη διαδικασία της προβολής, ό,τι προσλαμβάνεται ως ανοίκειο ή ξένο στον άλλον είναι δυσάρεστα οικείο για τον εαυτό, διότι έχει απωθηθεί από τον ίδιο. Ωστόσο, επειδή αυτά επιτελούνται στη σφαίρα του ασυνειδήτου, το υποκείμενο δεν αναγνωρίζει αυτή τη διαδικασία στη σχέση του με τον άλλον. «Κατά παράδοξο τρόπο ο ξένος ζει εντός μας», λέει η Κρίστεβα, «είναι το κρυμμένο μας πρόσωπο, ο τόπος όπου καταστρέφεται το καταφύγιο μας, ο χρόνος όπου η αγάπη και η κατανόηση καταποντίζονται.» (σελ. 1)[3].
Το θέμα της ταυτότητας είναι κατ’ εξοχήν θέμα ορίων, τόσο ενδοψυχικών όσο και εξωτερικών, ανάμεσα στο όμοιο και στο διαφορετικό, ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους, ανάμεσα στο οικείο και το ξένο, το γνωστό και το άγνωστο, και κατ’ επέκταση απειλητικό. Με αυτή την έννοια της διαλεκτικής του ίδιου και του άλλου, είναι αδύνατον να διαχωρίσουμε την ταυτότητα από την ετερότητα. Η Κασσέν αρέσκεται να αναδεικνύει τις αντιθέσεις, τις διπλές αναγνώσεις, την αμφισημαντότητα και το παράδοξο: «Καμία πρόσληψη της ετερότητας δίχως αναγωγή στο ίδιο και καμία βεβαιότητα για το αλλού δίχως συνείδηση της απώλειας που επιφέρει η αφομοίωση», γράφει (σελ. 57).
Αν αναγνωρίσουμε τον άλλον μέσα μας, τότε μπορούμε να γλιτώσουμε από τον μισήσουμε, υποστηρίζει η Κρίστεβα. Ο «άλλος», ο ξένος, ο ανοίκειος παίρνει υπόσταση όταν αναδύεται η συνείδηση της διαφοράς μας και εξαφανίζεται όταν όλοι αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας ως δομικά ξένους. Αυτή η συνθήκη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις προκλήσεις της μετανεωτερικότητας. Μόνο σε μια μεταθρησκευτική και μεταεθνική εκδοχή όπου ο καθένας κατασκευάζει τη δική του ιεραρχία αξιών, το σύνορο, αντί να χωρίζει, μπορεί να γίνει γέφυρα που επιτρέπει διαμεσολαβήσεις και διασυνδέσεις. Έτσι είναι κανείς στο σπίτι του παντού αλλού εκτός από αυτό το αμφίβολο αλλού.
Για άλλη μια φορά η Κασσέν εντοπίζει τη διπλή εκδοχή των πραγμάτων. Μιλάει για τη διπλή νοσταλγία. Μια νοσταλγία κλειστή, η οποία εκφράζεται με την επιστροφή στον τόπο καταγωγής και που η Κασσέν εικονογραφεί παραδειγματικά με τον ιδιοφυή πίνακα του Ντε Κίρικο ή με την επιστροφή του Οδυσσέα στην Πηνελόπη, που ξεϋφαίνει και ξαναϋφαίνει το ίδιο. Και μια άλλη νοσταλγία, ανοιχτή, που δεν επανέρχεται ποτέ στον εαυτό της. Εδώ βρίσκεται το άλλο πρόσωπο του Οδυσσέα, «του τυχοδιώκτη, του νομά, του κατοίκου του κόσμου έως τα πέρατα της γης, σπίτι του παντού και πουθενά» (σελ. 63). Είναι αυτή η αντίφαση ανάμεσα στο ρίζωμα και στον ξεριζωμό, στο ανήκειν και στην αυτονόμηση που χαρακτηρίζει την περιπέτεια του βίου μας. Σε αυτό το σημείο, σκέφτομαι συνειρμικά τη Μάργκαρετ Μάλερ και τη θεωρία της για τον αποχωρισμό/ατομικοποίηση, μια διαδικασία που η Μάλερ τοποθετεί στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής, η οποία όμως δεν τελειώνει ποτέ. Ένα σενάριο απομάκρυνσης και επαναπροσέγγισης, που παίζεται και ξαναπαίζεται μέχρι το τέλος της ζωής. Γιατί για να μπορέσει κανείς να ανήκει (σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε), με όρους όμως ελευθερίας, προϋποτίθεται η αυτονόμηση. Η επαγρύπνηση του Οδυσσέα, λέει η Κασσέν, ώστε να διαφυλάξει ο ήρωας την Ιθάκη στην καρδιά του, αλλά και να μη χάσει το όραμα των περιπλανήσεών του. Αυτή η δύσκολη ισορροπία είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για το σύγχρονο υποκείμενο, διασπασμένο, σε σχέση με την παρελθοντική εκδοχή του, αντιφατικό και καλειδοσκοπικό, αλλά και με πολύ περισσότερες ευκαιρίες να ζήσει σε έναν κόσμο που δεν είναι κλειστός και μονόχρωμος αλλά γεμάτος διαφορετικούς «ομοίους» σαν εμάς και όχι σαν εμάς.