Ο Κένεθ Γκέργκεν είναι κοινωνικός ψυχολόγος το όνομα του οποίου είναι ταυτισμένο με το ρεύμα σκέψης του κοινωνικού κονστρουξιονισμού. Ο Γκέργκεν διαμορφώνεται επιστημονικά την εποχή που κυρίαρχη τάση στην κοινωνική ψυχολογία ήταν η αμερικανική εκδοχή της πειραματικής προσέγγισης, με ρίζες στη θετικιστική και την ατομικιστική παράδοση. Η κοινωνική ψυχολογία ήταν περισσότερο ψυχολογική και λιγότερο κοινωνιολογική. Συνέβαλαν σ’ αυτό τα ριζοσπαστικά κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας 1960-70, μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια, που έφθασαν ώς την κοινωνική ψυχολογία στρέφοντας και τον Gergen σε ένα καινούργιο παράδειγμα.
Κοινωνικός κονστρουξιονισμός
Είναι πασίγνωστο το άρθρο του, του 1973, “Social psychology as history”, στο οποίο εισηγείται ότι η κοινωνική ψυχολογία δεν μπορεί να διατυπώνει ανιστορικές κανονικότητες και ότι οι νόμοι που εισηγείται δεν έχουν καμία απολύτως εγκυρότητα εκτός ιστορικού πλαισίου. Η επιστημονική γνώση που παράγεται από τους κοινωνικούς ψυχολόγους δεν μπορεί παρά να επηρεάζει τα φαινόμενα τα οποία υποτίθεται ότι περιγράφει «αντικειμενικά». Ας κρατήσουμε το ότι η μετα-νευτώνεια φυσική είχε ήδη διατυπώσει αντίστοιχες θέσεις πολύ νωρίτερα, αλλά οι κοινωνικές επιστήμες, αντιγράφοντας τις θετικές επιστήμες, υπηρετούσαν ακόμη το προηγούμενο επιστημονικό παράδειγμα. Το άρθρο αυτό ξεσήκωσε θύελλα αμφισβητήσεων, χτυπήθηκε λυσσαλέα, είχε όμως και φανατικούς υποστηρικτές. Σε αυτή τη γραμμή, και άλλες φωνές στον ευρωπαϊκό χώρο υποστήριξαν ότι υποκείμενα και αντικείμενα κάθε ερευνητικής δραστηριότητας είναι προϊόντα κοινωνικο-πολιτισμικών συνθηκών, ανέδειξαν τον αποκλεισμό του κοινωνικού από την κοινωνική ψυχολογία και τη θεωρητική της ένδεια και έκαναν έκκληση για διάλογο με θεωρητικές πειθαρχίες εκτός ψυχολογίας. Χωρίς να είναι εύκολο να κλονιστεί το κυρίαρχο ώς εκείνη τη στιγμή επιστημονικό παράδειγμα, αποτέλεσμα αυτών των αμφισβητήσεων ήταν το ρεύμα του κοινωνικού κονστρουξιονισμού –δηλαδή ότι η «πραγματικότητα» δεν είναι κάτι που απλώς υπάρχει κάπου έξω από εμάς, αλλά δομείται από τα συλλογικά υποκείμενα και κυρίαρχα μέσα από το λόγο.
Το όνομα του Γκέργκεν, ειδικότερα, συνδέθηκε με την κριτική απέναντι σε έναν οριοθετημένο, ατομικό εαυτό, που σκέφτεται, αισθάνεται και αυτενεργεί έξω από μια σχεσιακά προσανατολισμένη προοπτική. Όλα γεννιούνται, συντηρούνται και πεθαίνουν μέσα σε μια συνεχή σχεσιακή διαδικασία. Το πώς νοηματοδοτούμε τον κόσμο είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες μετέχουμε, κατασκευάζοντας από κοινού τις «πραγματικότητές» μας. Οι «αλήθειες» μας είναι σχεσιακές και ορίζονται στο πλαίσιο των κοινωνικών πρακτικών και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Η Σχεσιακή ύπαρξη είναι βιβλίο της ωριμότητας του Γκέργκεν. Παρότι βρίσκεται σε ρήξη με το παρελθόν, «ανεβαίνει στους ώμους» κοινωνιολόγων, ψυχολόγων, πολιτικών επιστημόνων, φιλοσόφων και κοινωνικά προσανατολισμένων ψυχιάτρων οι οποίοι προπορεύθηκαν στη διατύπωση του «κοινωνικού εαυτού» και της αξίας της κοινότητας έναντι της ατομικής ευημερίας, για να δει μακρύτερα.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με τρόπο απλό, κατανοητό και πάντα στο πρώτο πρόσωπο. Αντλεί από πλήθος εννοιών, συναφών (αλλά όχι μόνο) θεωρητικών καταβολών και επιστημών. Αντλεί ακόμα από την τέχνη, από την παγκόσμια λογοτεχνία, απ’ την επικαιρότητα, απ’ την καθημερινότητα, από την ακαδημαϊκή και την προσωπική του ζωή. Οι πιο πολύπλοκες έννοιες γίνονται οικείες και ξεδιπλώνονται σαν μια γοητευτική αφήγηση. Αρχίζει εισάγοντας την άποψη ότι η παράδοση του ατομικού εαυτού έχει τεράστιο κόστος, διότι ενθαρρύνει τον ναρκισσισμό σε βάρος των σχέσεων, αλλοτριώνει, καλλιεργεί τη δυσπιστία προς τον «άλλο», μετασχηματίζει την ύπαρξη σε εμπορευματικό προϊόν και κάνει τις σχέσεις κίβδηλες και απειλητικές. Αυτή την άποψη ο Γκέργκεν την είχε διατυπώσει ήδη από το 1991, στο βιβλίο του Ο κορεσμένος εαυτός.[1]
Η παράδοση του ατομικού εαυτού, λέει ο Γκέργκεν, έχει γίνει τόσο κοινότοπη που ξεχνάμε ότι αποτελεί ανθρώπινη κατασκευή. Και επειδή το έργο του διαπνέεται από την αισιόδοξη πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί να υπηρετήσουν το «κοινό καλό», μας διαβεβαιώνει ότι, όταν συνειδητοποιήσουμε πως πρόκειται για ανθρώπινη κατασκευή, έχουμε τη δύναμη να την αλλάξουμε.
Υιοθετεί τη συστημική σκέψη όπου ο άνθρωπος και οι σχέσεις του είναι ενταγμένες σε ένα μεσο-σύστημα, το οποίο στη συνέχεια εντάσσεται σε ένα μεγαλύτερο σύστημα, οπότε οι απόψεις του για την ανάγκη μετασχηματισμού της ατομικιστικής παράδοσης και, κατά συνέπεια, του τρόπου ζωής μας εκτείνεται από τον σχεσιακό εαυτό στους θεσμούς, στα έθνη, έως και στο παγκόσμιο επίπεδο.
Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος, ο Γκέργκεν εισάγει την έννοια της σχεσιακής ύπαρξης και επικεντρώνεται στην κομβική έννοια τής από κοινού συνεργατικής δράσης, η οποία νοηματοδοτεί τις πραγματικότητές μας, τη λογική και την ηθική μας. Οι σκέψεις, οι αναμνήσεις, τα βιώματα, τα συναισθήματα, ακόμη και η δημιουργικότητα δεν ειναι ιδιωτικά γεγονότα. Είναι αποτέλεσμα συντονισμένης δράσης στο πλαίσιο των σχέσεων. Αν σκεφτούμε με όρους σχέσης τότε καταρρίπτεται η γραμμική εξήγηση αιτίου–αποτελέσματος καθώς και η έννοια της αυτενέργειας, και στη θέση τους μπαίνει η έννοια της σχεσιακής ροής μέσα από την οποία παράγουμε ένα από κοινού νόημα. Μια τέτοια μετατόπιση κλονίζει και την υπόσχεση της επιστημονικής βεβαιότητας που, όπως ξέρουμε, στις κοινωνικές επιστήμες είναι παραπλανητική.
Εφόσον το νόημα πηγάζει από τη σχέση, έτσι και η ψυχική μας ζωή προσδιορίζεται με όρους σχεσιακούς. Δανείζομαι τα λόγια του:
Δεν έχουμε λέξεις όπως «αγάπη», «θυμός», «χαρά», «πόνος», επειδή απλά πρέπει να δώσουμε όνομα σε κάποια πράγματα [...]. Αντίθετα, έχουμε σχέσεις μέσα από τις οποίες δημιουργήσαμε τις λέξεις ως πραγματικότητες και από αυτές πηγάζει η σημασία τους για τη ζωή μας.
Και δεν είναι τόσο ότι «νιώθουμε τα συναισθήματα» όσο ότι τα πράττουμε και η συναισθηματική πραγμάτωση είναι ένα από κοινού διαμορφωμένο επίτευγμα πάντα πολιτισμικά προσδιορισμένο. Ακόμη και ο τρόπος που εκφράζουμε τον σωματικό πόνο, ένα τόσο βιολογικό γεγονός είναι συνάρτηση μιας πολιτισμικά προσδιορισμένης πραγμάτωσης.
Το «εμείς» αντί του «εγώ»
Στο δεύτερο μέρος, ο Γκέργκεν μετακινείται από τη θεωρία στην πρακτική, ασχολούμενος με θέματα της καθημερινότητας και με την έννοια της πολλαπλής ύπαρξης, δηλαδή με τις αμέτρητες δυνατότητες για από κοινού δράση σε ένα ευρύ πεδίο σχέσεων. Η παραδοσιακη αντίληψη του εαυτού τον θέλει ενιαίο, αρμονικό και συνεκτικό και το ζητούμενο είναι ένας πειθαρχημένος νους. Μήπως όμως πίσω από αυτή την αρραγή πρόσοψη κρύβεται ένας εαυτός αντιφατικός, αποσπασματικός και απείθαρχος, μήπως τελικά ο σταθερός κόσμος είναι εύθραυστος; Εμπλεγμένοι στην κοινωνική ροή των σχέσεων, φέρουμε μαζί μας πολλαπλές και αντικρουόμενες δυνατότητες και ανοίγονται πολλοί δυνητικοί τρόποι ύπαρξης. Η αλληλοσυγκρουόμενη δυναμική στον ψυχισμό δεν είναι νέα υπόθεση. Για τη συνεχή διαπάλη μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου πρωτομίλησε ο Φρόυντ. Για τον Γκέργκεν, όμως, αυτή η διαπάλη αφενός δεν έχει βιολογική βάση, αφετέρου δεν εμπλέκονται σ’ αυτήν ασυνείδητες ψυχικές άμυνες. Απλώς, αντιστεκόμαστε στις αντικρουόμενες ενορμήσεις και αναζητούμε τη συνοχή μέσα από τις σχέσεις μας.
Ας μη θεωρηθεί ότι, μιλώντας για τη δύναμη των πολλαπλών σχέσεων, ο αισιόδοξος Γκέργκεν υπονοεί ότι ο δρόμος είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα και ότι οι πραγματικότητες, οι αξίες και οι ταυτότητές μας βρίσκονται πάντα σε ισορροπία. «Η δυσαρμονία καιροφυλακτεί κάθε στιγμή», λέει. Ωστόσο οι σχέσεις εμπεριέχουν ένα τεράστιο δυνάμει. Είναι μια περιπέτεια με παραλλαγές, συνδυασμούς, υποσχέσεις, κλυδωνισμούς και διαπραγμάτευση, πλήρης δυνατοτήτων για έκφραση, καινοτομία, στρατηγικές, αλλά και για σύγκρουση. Μέσα από τη συντονισμένη, συγχρονική συνάντηση με τον «άλλον», όπου η ενεργητική διερεύνηση της πραγματικότητάς του και όπου η διαδικασία έχει προτεραιότητα έναντι του περιεχομένου, τίθενται τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός μετασχηματιστικού διαλόγου, δηλαδή για τη δημιουργία και την παγίωση δεσμών. Ο επιτυχημένος δεσμός προϋποθέτει μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίον αφηγούμαστε τον κόσμο και αντικατάσταση του «εγώ», που βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης, από το «εμείς». Προϋποθέτει επίσης ότι η μετατόπιση αυτή βιώνεται στην πράξη, συνοδευόμενη από την αντίστοιχη επιτέλεση. Ωστόσο, προειδοποιεί ο Γκέργκεν, σε αυτό το καινούργιο «εμείς» ελλοχεύει ο κίνδυνος του διαχωρισμού από τους «άλλους», τους διαφορετικούς, τους «κακούς», και η κυριαρχία της ενόρμησης του αμοιβαίου αφανισμού.
Εδώ. ο Γκέργκεν φεύγει πάλι από το επίπεδο των σχέσεων στο μικροσύστημα και μεταφέρεται στις υπερσυστημικές αγωνίες και στις μετασχηματιστικές διαλογικές πρακτικές που απαιτούνται για να μειωθούν οι συγκρούσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία, η διαπραγμάτευση, το παζάρι που ενίοτε περιλαμβάνεται, η διαμεσολάβηση είναι πρακτικές προτιμότερες από τον καταστροφικό πόλεμο. Και πάλι, όμως, ο κίνδυνος είναι να μετατραπούν σε πόλεμο με άλλα μέσα, συντηρώντας το διαχωρισμό και την έσχατη σύγκρουση. Καλεί λοιπόν σε μορφές ενός μετασχηματιστικού διαλόγου που στοχεύουν στην αποκατάσταση της σχεσιακής ροής και εισηγείται συγκεκριμένα καινοτόμα παραδείγματα για την επίλυση δημόσιων αντιπαραθέσεων, συγκρούσεων και αποκατάστασης της δικαιοσύνης. Αποτελούν πιστεύω πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις και δείχνουν το ευρύ φάσμα στο οποίο κινείται ο Γκέργκεν υποστηρίζοντας τη δύναμη της σχεσιακής ύπαρξης.
Συνεργατικές σχέσεις
Το τρίτο μέρος γίνεται ακόμη πιο συγκεκριμένο και εισηγείται εκδοχές μετατόπισης από το μεμονωμένο άτομο σε αποτελεσματικές σχέσεις στους χώρους της παραγωγής της γνώσης, της εκπαίδευσης, της ψυχοθεραπείας και των οργανισμών. Τελικά, αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι ο μετασχηματισμός των πρακτικών μορφών της ζωής μας σε συνεργατικές. Η κατάτμηση της γνώσης εξαλείφει όλες τις φωνές εκτός από μία, συμβάλλοντας έτσι στον ανταγωνισμό και στην απώλεια της ροής των σχέσεων στο συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο και στην αναστολή της δυναμικής της ίδιας της επιστήμης. Η γνώση είναι σχεσιακό επίτευγμα και αποτελεί συν-δημιουργία. Η επιστημονική καινοτομία απορρέει από την υβριδικότητα, τον συγκερασμό και την άμβλυνση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στις διαφορετικές σφαίρες. Είναι ακόμα ουσιαστικό να σκεφτούμε κατά πόσο οι κοινότητες που δημιουργούν γνώση συνεισφέρουν έξω από τα όριά τους και πώς θα αμβλυνθούν τα όρια ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Ελπιδοφόρα είναι για τον Γκέργκεν τα αυξανόμενα πολυεπιστημονικά και διεπιστημονικά προγράμματα σπουδών και η ανάδυση μιας αναστοχαστικής κριτικής.
Ο αυστηρός διαχωρισμός ανάμεσα στον επιστήμονα και στο αντικείμενο της μελέτης του καθώς και η διχαστική αντίληψη μεταξύ θεωρίας και πρακτικής έχουν τη ρίζα τους στην ατομικιστική παράδοση έρευνας. Ο Γκέργκεν, αντιθέτως, εξαίρει τη σχεσιακή προσέγγιση στην κοινωνιοψυχολογική έρευνα, όπως την εφαρμόζει η αυτο-εθνογραφία, η φεμινιστική έρευνα και η μεθοδολογία της έρευνας-δράσης. «Η γνώση αποκτά υπόσταση μόνο μέσα από την κοινωνική συμμετοχή», λέει. Αλλά και η επιστημονική γραφή αλλάζει νόημα όταν τίθεται στην υπηρεσία της σχέσης προσπαθώντας να είναι «απόλυτα εκεί» για τον αναγνώστη. Διαβάζοντας αυτές τις θέσεις δεν μπορεί ο αναγνώστης παρά να σκεφτεί ότι, όταν ο Γκέργκεν έγραφε τη Σχεσιακή ύπαρξη, δεν είχε διανοηθεί την ακύρωση της διανόησης ως επιτέλεσης από τις πρόσφατες εξελίξεις στη συγγραφή κειμένων από το ChatBox.
Η σχεσιακά προσανατολισμένη εκπαίδευση έχει ζωτική σημασία για το μέλλον του κόσμου διότι παντού υπάρχει ανάγκη για συνεργασία, για ομαδική δουλειά, για δικτύωση. Οι περισσότερες εκπαιδευτικές πρακτικές είναι ατομικιστικές και τα νέα προτάγματα απαιτούν μια τελείως διαφορετική προετοιμασία. Ο Γκέργκεν εισηγείται παιδαγωγικές πρακτικές οι οποίες φεύγουν από τον μεμονωμένο μαθητή και εστιάζουν στο πλέγμα των σχέσεων που περιλαμβάνει η εκπαίδευση σε τέσσερα επίπεδα: μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή/τριας, μεταξύ των ίδιων των μαθητών και μαθητριών, μεταξύ της σχολικής τάξης και της κοινότητας και μεταξύ της σχολικής τάξης και της παγκόσμιας κοινότητας. Η γόνιμη παιδαγωγική στηρίζεται στο διάλογο, στη συμμετοχή, στη συλλογική δράση και δημιουργία, όπου ο/η εκπαιδευτικός διευκολύνει, κτίζει πάνω στη σχέση με τον/ην εκπαιδευόμενο/η, και ενισχύει τον κριτικό στοχασμό. Η συνεργατική τάξη καλλεργεί συνεργατικές δεξιότητες απαραίτητες για τον κόσμο του μέλλοντος και επιτρέπει στα παιδιά να αναπτύξουν βαθιές φιλίες. Το σχολείο είναι ενταγμένο σε ένα ευρύτερο σύστημα, αυτό της κοινότητας, και συνέργειες μεταξύ μαθητών, δασκάλων και οικογένειας συμβάλλουν στη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η σημερινή τεχνολογία φέρνει κοντά ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο και μπορούμε πια να μαθαίνουμε μαζί με τους άλλους σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μήκος και πλάτος, σε κύκλους που ανοίγονται αέναα. Έτσι, η εκπαίδευση μετατοπίζεται – από αυτό που συμβαίνει μέσα στο νου σε αυτό που είναι η κοινή μας ζωή.
Από την εκπαίδευση ο συγγραφέας περνάει στην ψυχοθεραπεία ως σχεσιακή διαδικασία.[2] Κατά πόσο μια συμπεριφορά εκλαμβάνεται ως προβληματική προκαλώντας ψυχικό πόνο ή, αντίθετα, θεωρείται ορθή και ανεκτή, εξαρτάται από τις σχέσεις μας, από το πολιτισμικό συγκείμενο αλλά και από τον τρόπο που ταξινομείται από τα επαγγέλματα ψυχικής υγείας. Όπως, για παράδειγμα, στις αρχές του 20ού αιώνα, η κατάθλιψη απουσίαζε από το προσκήνιο. Κάνοντας μια σύντομη περιδιάβαση στα διάφορα θεραπευτικά μοντέλα και αρνούμενος την κατάταξη των συμπεριφορών σε νοσολογικές κατηγορίες (θυμίζοντας με έναν τρόπο το κίνημα της αντιψυχιατρικής), ο Γκέργκεν υιοθετεί τη θέση της Χάρλεν Άντερσον (Harlene Anderson), καλώντας να βάλουμε σε δεύτερη μοίρα τις απαιτήσεις της θεωρίας με την υιοθέτηση μιας μορφή διερευνητικής ακρόασης της αφήγησης του θεραπευόμενου, αποδεχόμενοι τη γλώσσα της, το λεξιλόγιό της και τις μεταφορές της. Έτσι, η θεραπεία καθίσταται συνεργατική σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, όπου το νόημα διαπλάθεται εντός της.
Μια ακόμη πιο διευρυμένη σχεσιακή συνθήκη είναι αυτή των διαλογικών συναντήσεων[3] όπου η θεραπεία εμπλουτίζεται με περισσότερες φωνές του περιβάλλοντος του θεραπευόμενου αλλά και με περισσότερες φωνές επαγγελματιών. Τελικά, το θεραπευτικό ρεπερτόριο έχει ανάγκη από διεύρυνση, υποστηρίζει ο Γκέργκεν. Μια διεύρυνση που θα τη χαρακτηρίζει η πολλαπλότητα των αφηγήσεων, η μετακίνηση από την αμετάβλητη πραγματικότητα σε σχεσιακή ροή και από το λόγο στην επιτέλεση.
Διάλογος και ανταλλαγή
Το τρίτο μέρος κλείνει με τις αρχές της σχεσιακής ύπαρξης στην οργανωσιακή διαδικασία. Ο Γκέργκεν προσεγγίζει τον τρόπο λήψης αποφάσεων, την άσκηση εξουσίας, την αξιολόγηση και τη σχέση του οργανισμού με το περιβάλλον του, μέσα από την ενεργό συμμετοχή, την αμοιβαία επιβεβαίωση, την ανάδειξη των πολλαπλών, διαφορετικών φωνών, από τον σχεσιακό συντονισμό μέσω του διαλόγου, από την εποικοδομητική ανταλλαγή, την από κοινού δράση και το κοινό όφελος. Αυτή τη σχεσιακή προσέγγιση των οργανισμών την οραματίζεται να μεταφέρεται στο επίπεδο της κοινότητας, της περιφέρειας, του κόσμου και να συμβάλει στην καθολική βελτίωση των συνθηκών.
Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος ανοίγεται μια συζήτηση για την ηθική και την πνευματική διάσταση της σχεσιακής ύπαρξης. Εδώ ο συγγραφέας αναπτύσσει έναν φιλοσοφικό στοχασμό περί του καλού και του κακού. Το καλό δημιουργεί τις προϋποθέσεις για το «μη καλό», για το κακό. Και είναι ηθικής τάξεως η ευθύνη μας να υιοθετήσουμε πρακτικές που αποτρέπουν την ολοκληρωτική καταστροφή του νοήματος την οποία επιφέρουν διαφορές απόψεων και συμφερόντων. Είναι καθήκον μας να αντιμετωπίσουμε τις αναπόφευκτες συγκρούσεις και να ενώσουμε τις κατακερματισμένες κοινότητες. Και πάλι, η σχεσιακή προσέγγιση είναι αυτή που συμβάλλει σε πρακτικές διαλόγου οι οποίες οδηγούν στη συνεργασία και τη γένεση του καλού.
O Γκέργκεν δεν είναι αφελής. Είναι οραματιστής και η αισιοδοξία του ότι υπάρχει τεράστια δεξαμενή συνεργατικού δυνάμει υπερνικά την απαισιοδοξία. Για εκείνον, το σχεσιακό όλον περιλαμβάνει τη φύση στο σύνολό της και έχει μια πνευματική διάσταση, όπου το θείο και η αίσθηση του ιερού είναι συνώνυμα με τη σχεσιακή ενότητα και όχι με την απόλυτη αλήθεια που κατά κανόνα κηρύσσουν οι θρησκείες.
Η ακροτελεύτια φράση συμπυκνώνει το πυκνό αυτό κείμενο και την πίστη του συγγραφέα στις σχέσεις σε όλες τους τις εκφάνσεις: «Ας αντικαταστήσουμε τη δυστοπία “όλοι εναντίον όλων” του Χομπς με την προοπτική “όλοι με όλους”».
Ευχαριστούμε τον μεταφραστή, τις επιμελήτριες και τις εκδόσεις Πεδίο για την πολύτιμη απόδοση της Σχεσιακής ύπαρξης στα ελληνικά. Η μετάφραση και η επιμέλεια του ογκώδους αυτού βιβλίου των 525 σελίδων πρέπει να ήταν δύσκολο εγχείρημα, διότι ο συγγραφέας κινείται σε πολλά πεδία και γράφει με ένα προσωπικό ύφος για πολύπλοκα επιστημονικά θέματα, κάτι που δεν είναι πάντα εύκολο να αποδοθεί, καλώντας σε δημιουργία νεολογισμών.
Αυτό που μου έλειψε ήταν το ευρετήριο και θα συνιστούσα να προστεθεί στην επόμενη έκδοση.
[1] Ο κορεσμένος εαυτός, μετάφραση: Α. Ζώτος, Εργαστήριο Διερεύνησης Ανθρωπίνων Σχέσεων, Ελληνικά Γράμματα, 1997.
[2] Βλέπε: Θεραπευτικές πραγματικότητες: Συνεργασία, καταπίεση και σχεσιακή ροή, μετάφραση: Κατερίνα Παγκάλου, Πεδίο, 2016.
[3] Οι διαλογικές συναντήσεις αναπτύχθηκαν από τον Φινλανδό Jaakko Seikkula και τους συνεργάτες του (βλ. J. Seikkula και Τ. Arnkil, Dialogic meetings in social networks, Karnac, 2006.