Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νίκος Σιδέρης μιλάει για το παιδί και τον/την έφηβο αποτεινόμενος στους γονείς ή/και στους παιδαγωγούς: Και όμως μιλάνε: Έφηβος λόγος (1999), Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν (2009), Δεν παίζεις μόνο εσύ. Υπάρχουν κι άλλοι (2010), Μιλώ για την κρίση στο παιδί: Εμπιστευτική επιστολή σε μεγάλους που σκέφτονται (2013), Bullying: Και όμως νικιέται (2015).
Ο Σιδέρης επιλέγει να μιλήσει με μια γλώσσα προσιτή προς τον μη ειδήμονα, να τον εμπλέξει στην ανάγνωση, να τον κινητοποιήσει, να τον συγκινήσει. Μετακινείται, όχι για πρώτη φορά, από το ψυχαναλυτικό πλαίσιο το οποίο έχει αποτελέσει τον κατεξοχήν χώρο απασχόλησής του και γίνεται καθημερινός. Η εμβληματική μορφή αυτή της μετακίνησης υπήρξε η Φρανσουάζ Ντολτό (Francoise Dolto), που μέσα από τη ραδιοφωνική εκπομπή της μπήκε στο κάθε γαλλικό σπίτι και έγινε η «αγαπημένη του γιαγιά».
Ο Σιδέρης απευθύνεται στους γονείς και παιδαγωγούς, όπως εξάλλου έκανε και η Ντολτό, αποφεύγοντας τη δραματοποίηση και, κυρίως, τον κανονιστικό λόγο. Μπορεί να προσφέρει παραδείγματα και βιωματικές ασκήσεις, να υπόσχεται εφαρμόσιμες μεθόδους διαπαιδαγώγησης που να φαίνονται καθοδηγητικές, μπορεί ακόμη να μιλάει για User’s Manual, αλλά στ’ αλήθεια δεν προσφέρει συνταγές για τη συμπεριφορά που ο γονιός ή ο παιδαγωγός οφείλει να ακολουθήσει. Τα ερωτήματα του βιβλίου συνοψίζονται στο «πώς θα κατακτήσει το παιδί την τέχνη του καλώς ζητείν;» και «πώς θα κατορθώσει να διατυπώνει έντεχνο αίτημα;». Η πορεία αυτής της κατάκτησης περιλαμβάνει, για τον Σιδέρη, συναισθηματική ευθύνη, ενσυναίσθηση, αυτονομία, εναρμόνιση. Θα συμφωνήσετε ότι δύσκολα αυτές οι διεργασίες θα μπορούσαν να αποτελούν κεφάλαια σε ένα User’s Manual. Εξάλλου, κομβική κατάκτηση εκ μέρους των γονιών είναι να συνειδητοποιήσουν ότι τα αιτήματα των παιδιών για υλικά αντικείμενα είναι προσχηματικά. Είναι μασκαρεμένα αιτήματα για συναισθηματική διαθεσιμότητα και αγάπη. Άρα, και εδώ, δύσκολα η αγάπη θα μπορούσε να έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Ο Σιδέρης σε όλα τα βιβλία, δοκιμιακά ή λογοτεχνικά, μιλάει ευθέως και κλείνει το μάτι. Διατυπώνει με τρόπο ρητό και παραπέμπει σε μηνύματα υπόρρητα. Καλεί σε αποκρυπτογράφηση. Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι είναι και ποιητής.
Παιδαγωγική και ψυχανάλυση
Αν αφήσουμε την πολιτική απ’ έξω, τόσο η Ντολτό όσο και ο Σιδέρης (μια και επέλεξα να αναδείξω τις συγγένειές τους) προσπαθούν να γεφυρώσουν τα δύο από τα τρία, κατά Φρόυντ, αδύνατα επαγγέλματα – αυτό της ψυχανάλυσης με αυτό της παιδαγωγικής. Το τι καθιστά τα δύο αυτά επαγγέλματα αδύνατα έχει υπάρξει αντικείμενο εκτενούς συζήτησης. Όπως ωραία το περιγράφει ο Καστοριάδης στο κείμενό του «Η Ψυχανάλυση και το πρόταγμα της αυτονομίας»[1], αδύνατα τα καθιστά ο σχεδόν ανέφικτος στόχος τους. Το φροϋδικό ζητούμενο της ανάλυσης, αλλά και της παιδαγωγικής, είναι «το Αυτό να κατακτηθεί από το Εγώ». Ωστόσο, δεν υπάρχει ον το ασυνείδητο του οποίου να έχει κατακτηθεί εντελώς από το συνειδητό. Δεν υπάρχει ον που παύει να φαντασιώνεται και να ονειρεύεται. Και γι’ αυτό ο Καστοριάδης συμπληρώνει: «εκεί που είμαι Εγώ πρέπει και Αυτό να αναδυθεί». Ένα Εγώ δηλαδή που θα ανακαλεί και θα αναστοχάζεται πάνω στα περιεχόμενα του ασυνείδητου, καθιστάμενο ικανό να επιλέξει ανάμεσα στις ενορμήσεις και τις ιδέες για να μπορέσει να αποφασίσει ποιες (ενορμήσεις και ιδέες) θα προσπαθήσει να πραγματοποιήσει. Να γίνει, με άλλα λόγια, μια αυτοανακλαστική και αυτοστοχαστική υποκειμενικότητα ικανή για στοχασμό και διαβούλευση.
Αυτό μας λέει, με άλλα λόγια, ο Σιδέρης όταν υποστηρίζει ότι ψυχοπαιδαγωγικό ζητούμενο της οικογένειας και του σχολείου είναι η κατάκτηση του ιδεώδους όπου το παιδί θα μπορέσει, ως ανθρώπινο πλάσμα εν ποιήσει, να συγκροτηθεί ως «αυτόνομο, επιθυμούν και ηθικό υποκείμενο». Να εκτεθεί δηλαδή το παιδί σε μια ανατροφή που θα επιτύχει την ελάχιστη αναστολή της ριζικής φαντασίας του (ως επιθυμούν υποκείμενο, όπως το αποκαλεί ο συγγραφέας), και τη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη της αναστοχαστικότητάς του, παραιτούμενο της παντοδυναμίας του, ελέγχοντας τον ναρκισσισμό του, αποδεχόμενο την επάρκεια του μερικού και παραδεχόμενο τους περιορισμούς που του έχουν επιβληθεί εξωτερικά (τους κανόνες με τους οποίους παίζεται το παιχνίδι, όπως επιμένει ο Σιδέρης). Εξάλλου, για την ψυχανάλυση και για όλους τους σημαντικούς στοχαστές από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έως τον Ρουσσώ και τον Ντιντερό, κατ’ ανάγκην εσωτερικεύουμε έναν τεράστιο αριθμό περιορισμών που επιβάλλονται εξωτερικά και που αποτελούν εφεξής αναπόσπαστο τμήμα της ψυχής μας. Εφόσον όλα αυτά αποτελέσουν αναπόσπαστο τμήμα του ψυχισμού, το παιδί θα εξανθρωπιστεί με τη σημασία του αυτόνομου όντος. Ας μη θεωρήσουμε βέβαια ότι αυτό αποτελεί μια κατάκτηση που τελειώνει. Είναι ένα ζητούμενο που μας ακολουθεί όλους μας και μια διαδικασία που μας εμπλέκει σε ολόκληρη τη ζωή μας.
Θέλω όμως να σταθώ σε κάτι άλλο που είναι, θεωρώ, το νήμα το οποίο διατρέχει το συνολικό επιχείρημα του Σιδέρη. Και αυτό είναι ο σχεσιακός εαυτός. Μας επισημαίνει ότι η οικογένεια είναι ομάδα, ότι ο γονιός και ο παιδαγωγός είναι ένας συνεργικός άλλος, και ότι τα πάντα συντελούνται μέσα σε μια συνθήκη διαλόγου. Για να θυμηθούμε τον Μπαχτίν,
[η] ζωή είναι από τη φύση της διαλογική. Το να ζεις σημαίνει να συμμετέχεις στο διάλογο [...] σε όλη τη διάρκεια της ζωής με τα μάτια, τα χείλη, τα χέρια, την ψυχή, το πνεύμα, με όλο το σώμα και τις πράξεις. Το υποκείμενο επενδύει όλη του τη ζωή στο λόγο, και αυτός ο λόγος διεισδύει στη διαλογική δομή της ανθρώπινης ζωής...[2]
Η σημασία του λόγου (των σημείων, των λέξεων, των κωδίκων, της γλώσσας μέσα από τη λεκτική και εξωλεκτική μορφή) είναι αδιαμφισβήτητη. Είναι η πιο βασική και διεισδυτική μορφή αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων. Με αδιόρατους τρόπους συντάσσει την αντίληψή μας και κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν. Για γλωσσικές πράξεις μιλάει ο φιλόσοφος Τζον Όστιν (John Austin). Ο λόγος χρησιμοποιείται μέσα από πλήθος επιδέξιους τρόπους για να κατασκευάσει και να δημιουργήσει κοινωνική αλληλεπίδραση και διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους.
Στο ίδιο πνεύμα, παραπέμποντας στον Λεβ Βιγκότσκι, ο Σιδέρης υπογραμμίζει ότι
η παρουσία του συνεργικού άλλου καθιστά το παιδί όχι απλώς δέκτη του λόγου και των λεκτικών και εξωλεκτικών μηνυμάτων του άλλου, αλλά και παραγωγό σκέψης και πομπό λόγου, αφού η οργανική συνέργεια του άλλου επαναπροσδιορίζει την κατάσταση ως συνθήκη διαλόγου. Είναι πασίγνωστο ότι, στην επίλυση προβλημάτων, ο λόγος (ο μέγιστος προγραμματιστής της σκέψης και της πράξης) και ο διάλογος (ως, εκτός των άλλων, ενεργοποιητής του λόγου και της σκέψης) είναι ασύγκριτα πιο παραγωγικός από το μονόλογο, τον εσωτερικό μόνο διάλογο ή τη σιωπή.
Με την επίκληση του Βιγκότσκι, ο ψυχαναλυτής Σιδέρης απομακρύνεται από την κλασική, καταγωγική ψυχαναλυτική παράδοση η οποία, ενώ ασχολήθηκε έντονα με την υποκειμενική εμπειρία δεν έκανε το ίδιο με τη διϋποκειμενική εμπειρία στο πλαίσιο της δυάδας (με την εξαίρεση βέβαια της διαδικασίας της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης στο θεραπευτικό πλαίσιο).
Εάν σκεφτούμε με βάση αυτά που τώρα γνωρίζουμε για την αρχή της ζωής (αλλά και ακόμη πιο πίσω, για την ενδομήτρια εμπειρία), κυρίως μέσα από τους αναπτυξιακούς ψυχολόγους, και όχι μόνο, βλέπουμε ότι η διαπροσωπική σχέση μένει απ’ έξω αν υιοθετήσουμε την κλασική άποψη ότι το βρέφος, από τους επτά ώς τους εννιά μήνες, περνάει από τη συγχώνευση και την αδιαφοροποίητη συνθήκη σε έναν ξεχωριστό εαυτό. Ενώ, αντίθετα, πλέον ξέρουμε ότι είναι αυτό το διαπροσωπικό σχετίζεσθαι που επιτρέπει τη δημιουργία αμοιβαίων ψυχικών καταστάσεων οι οποίες οδηγούν στη δόμηση της εσωτερικής εμπειρίας με βάση την πραγματικότητα. Η σύνδεση της αίσθησης του εαυτού και του άλλου καθίσταται δυνατή μέσα από την αναγνώριση της διϋποκειμενικότητας.
Ο Βιγκότσκι (αλλά και άλλοι που έχουν επιχειρήσει μια σύνθεση αναπτυξιακής ψυχολογίας, έρευνας για τη βρεφική ηλικία και ψυχαναλυτικής σκέψης) αναλύει πώς το βρέφος ανακαλύπτει διεργασίες συναλλαγής που οδηγούν στη διϋποκειμενικότητα ως αποτέλεσμα ενός «νοηματοδοτημένου» πάρε-δώσε που ξεκινάει από τη μητέρα τη στιγμή της γέννησης του βρέφους. Η μητέρα ερμηνεύει όλες του τις συμπεριφορές αποδίδοντάς τους σημασίες και, μέσα από το λόγο (καθώς και από όλη την γκάμα της εξωλεκτικής επικοινωνίας), καλεί το βρέφος να ενταχθεί στο πλαίσιο των σημασιών που έχει εκείνη κατασκευάσει. Σταδιακά, το βρέφος συμμετέχει και έτσι μετασχηματίζεται στο πλαίσιο αμοιβαίας κατασκευής σημασιών.[3]
Ο Lebovici, ο Cramer και άλλοι, που εκπροσωπούν τη γαλλική και την ελβετική σχολή, υποστηρίζουν ότι τα νοήματα της μητέρας αντανακλούν όχι μόνο αυτά που παρατηρεί στη συμπεριφορά του βρέφους αλλά και τις δικές της φαντασιώσεις για το πώς επιθυμεί να δει το βρέφος στο μέλλον, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία των φαντασιώσεων του ίδιου του βρέφους[4]. Με άλλα λόγια, η διϋποκειμενικότητα περιλαμβάνει και τη διϋφαντασία (αν μου επιτρέπετε τον όρο). Αυτή η αμοιβαία φαντασιακή συναλλαγή είναι μια μορφή διϋποκειμενικής σημασίας που επιτελείται σε ένα λιγότερο φανερό, βαθύτερο επίπεδο: «interactions fantasmatiques» όπως τις ονομάζουν[5].
Κανείς δεν παίζει μόνος του
Θέλω όμως να γυρίσω στο αίτημα που είναι και το αντικείμενο/όχημα όλων των παραπάνω σκέψεων. Το κάθε αίτημα εντάσσεται στο «παιχνίδι», όπως λέει ο Σιδέρης, μιας ανθρώπινης σχέσης όπου κανένα παιδί, αλλά και κανείς, ποτέ δεν παίζει μόνος του – ακόμη και αν θα το επιθυμούσε. Μαγική λέξη και έννοια το «μπορείς;» Ο άλλος άλλοτε μπορεί και άλλοτε δεν μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημα του παιδιού. Η παραγνώριση του θεμελιώδους θεωρήματος της ανθρώπινης σχέσης επισείει κόστος βαρύτατο (το λιγότερο θα είναι να χάσεις τον άλλον). Το παιδί που παίρνει υπόψη του το μπορώ του άλλου λαμβάνει υπόψη του τον άλλον και αντέχει να ακούσει το «δεν μπορώ». Το «καταλαβαίνω» και «αναγνωρίζω» γίνεται πιο δυνατό και υπερβαίνει τη δυσαρέσκεια. Άρα, για να αποφευχθεί το κόστος, η σχέση είναι αυτή που θα μεταβολίσει τη ματαίωση του αιτήματος. Τονίζεται από τον Σιδέρη η σημασία να έχει ανατραφεί το παιδί σε ένα περιβάλλον όπου το παράδειγμα και η γλώσσα των γονιών εμπεριέχουν το έντεχνο αίτημα και τη λογική του «μπορείς;». Η βιωμένη εμπειρία του παιδιού έχει τεράστια δύναμη.
Για να μπορέσουν, λοιπόν, να γίνουν όλα αυτά και να καταφέρει το παιδί να διατυπώνει έντεχνα τα αίτημα χρειάζεται να συγκροτηθεί ως «αυτόνομο, επιθυμούν και ηθικό υποκείμενο». Πρόκειται για το επιχείρημα που στηρίζει όλο το βιβλίο και με το οποίο αρχίσαμε. Η μεγάλη δυσκολία όμως έγκειται στο ότι η προσπάθεια να συγκροτηθεί το παιδί σε αυτόνομο και σχεσιακό υποκείμενο (αλλά θα έλεγα και ο ενήλικας, μια και η διαδικασία συγκρότησης είναι συνεχής), η προσπάθεια αυτή επιτελείται στο πλαίσιο μιας ετερόνομης κοινωνίας. Η επίλυση αυτής της αντινομίας, αυτού του τρομερού αινίγματος, μας γυρίζει στο τρίτο αδύνατο επάγγελμα—αυτό της πολιτικής. Ακόμη πιο αδύνατο αφού και η ίδια η πολιτική πρέπει να στηριχθεί στην αυτονομία των κοινωνικών υποκειμένων προκειμένου να δημιουργήσει την αυτονομία. Το πλέον αδύνατο κυκλικό καθήκον. Αυτό θα μπορούσε να είναι το επόμενο βιβλίο που θα γράψει ο Νίκος Σιδέρης.
[1] Καστοριάδης Κορνήλιος, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, ύψιλον/βιβλία, 2000.
[2] Bakhtin Mikhail, The Dialogic Imagination: Four Essays, επιμ. και μτφ. C. Emerson και M. Holquist, University of Texas Press, 1981.
[3] Vygotsky Lev, Thought and Language, επιμ. και μτφ. E. Haufmann και G. Vakar, Μ.Ι.Τ. Press, 1962.
[4] Lebovici Serge, Le nourrisson, la mère et le psychanalyste: Les interactions précoces. Editions Du Centurion, 1983.
[5] Cramer Bertrand, Interaction réelle, interaction fantasmatique : réfections au sujet des thérapies et des observations de nourrissons, Psychothérapies, no 1, 1982.