Σύνδεση συνδρομητών

Ο χρόνος, το παρελθόν, η πραγματικότητα, η γλώσσα…

Σάββατο, 20 Νοεμβρίου 2021 00:07
O φιλόσοφος των επιστημών Thomas Kuhn (1922-1996). Υποστήριξε ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους του παρόντος και του παρελθόντος για να μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στον κόσμο και στην ιστορία τους, διότι οι έννοιες είναι ρευστές.
Johns Hopkins University graphic and pictorial collection
O φιλόσοφος των επιστημών Thomas Kuhn (1922-1996). Υποστήριξε ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους του παρόντος και του παρελθόντος για να μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στον κόσμο και στην ιστορία τους, διότι οι έννοιες είναι ρευστές.

Βάσω Κιντή, Φιλοσοφία της ιστορίας, Πόλις, Αθήνα 2021, 512 σελ.

Η φιλοσοφία της ιστορίας δεν είναι ένα αντικείμενο που ασχολείται απλώς με την έννοια της ιστορίας, με τις αρχές της ιστοριογραφίας και τις διάφορες μεθόδους ιστορικής συγγραφής και κριτικής. Είναι ένα αντικείμενο που για να το φέρεις σε πέρας πρέπει να αναμετρηθείς με έννοιες όπως ο χρόνος, το παρελθόν, η αντικειμενικότητα, η πραγματικότητα, η γλώσσα, το αφήγημα, το γεγονός, το συμβάν, η επιστήμη –έννοιες περίπλοκες και απαιτητικές. Η Κιντή νομίζω ότι σε αυτή την αναμέτρηση τα κατάφερε.

Με τη Βάσω Κιντή γνωριστήκαμε τον Οκτώβριο του 2013. Την είχα προσκαλέσει ως εισηγήτρια σε ένα διήμερο διεθνές και διεπιστημονικό συνέδριο που είχα διοργανώσει τότε με την παρέα μου, ως μεταπτυχιακός φοιτητής, στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και το οποίο συνέδριο σχετιζόταν με ζητήματα ακαδημαϊκής ηθικής. Ο τίτλος της εισήγησής της ήταν: «Η ηθική στον ακαδημαϊκό χώρο δεν είναι απλώς ένα μάθημα» (υπάρχει δημοσιευμένη στα πρακτικά του συνεδρίου από τις Εκδόσεις Οκτώ). Εκείνη την περίοδο η επαφή μου με τη φιλοσοφία ήταν ακόμη φρέσκια και περιορισμένη στο χώρο της λεγόμενης «ηπειρωτικής» φιλοσοφίας, οπότε δεν γνώριζα ούτε την Κιντή ούτε τις μελέτες της. Πληροφορήθηκα γι’ αυτήν από έναν καθηγητή μου που ήταν και μέλος της επιστημονικής επιτροπής του συνεδρίου και έτσι αποφασίσαμε να την προσκαλέσουμε. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα και στις συζητήσεις που ακολούθησαν εκτίμησα ακόμη περισσότερο τη σκέψη της, τις γνώσεις της και την προσήλωσή της στο προς μελέτη αντικείμενο. Συναντηθήκαμε ξανά σε επόμενο συνέδριο που είχα διοργανώσει τον Οκτώβριο του 2014 υπό την αιγίδα του Α.Π.Θ., με θέμα τη διεπιστημονικότητα, όπου το θέμα της ήταν: «Εξειδίκευση και Διεπιστημονικότητα: Μια διελκυστίνδα για την πρόοδο της επιστήμης».

Όταν πληροφορήθηκα ότι εκδόθηκε το καινούργιο βιβλίο της με θέμα τη «φιλοσοφία της ιστορίας» έσπευσα να το αγοράσω όχι μόνο επειδή την εμπιστευόμουν ως ερευνήτρια αλλά και γιατί οι θεματικές του βιβλίου της άγγιζαν ορισμένα σημεία που μπορούσαν να βοηθήσουν και δικές μου –άσχετες με τη φιλοσοφία– έρευνες. Ολοκληρώνοντας τη μελέτη του, δεν μπορώ να συλλάβω πώς η συγγραφέας κατάφερε και έβαλε σε τάξη τόσο πολύπλοκο και δύσκολο υλικό, ώστε να το παρουσιάσει με τόσο απλό τρόπο, χωρίς να του στερήσει την αίγλη.

Η φιλοσοφία της ιστορίας δεν είναι ένα αντικείμενο που ασχολείται απλώς με την έννοια της ιστορίας, με τις αρχές της ιστοριογραφίας και τις διάφορες μεθόδους ιστορικής συγγραφής και κριτικής. Είναι ένα αντικείμενο που για να το φέρεις σε πέρας πρέπει να αναμετρηθείς με έννοιες όπως ο χρόνος, το παρελθόν, η αντικειμενικότητα, η πραγματικότητα, η γλώσσα, το αφήγημα, το γεγονός, το συμβάν, η επιστήμη –έννοιες περίπλοκες και απαιτητικές. Η Κιντή νομίζω ότι τα κατάφερε σε αυτή την αναμέτρηση. Στο βιβλίο της βρίσκει κανείς πολύ σημαντικές παρατηρήσεις από την ιστορία όλων των παραπάνω εννοιών, την οποία η συγγραφέας προσπαθεί να ακολουθήσει.

Καθώς διάβαζα το βιβλίο, κρατούσα και σημειώσεις, οι οποίες γέμισαν εντέλει ένα μικρό τετράδιο 50 σελίδων, οπότε πολύ περισσότερο απ’ τους επαίνους προς τη συγγραφέα, και καθώς η φιλοσοφία απαιτεί ζώσα συζήτηση και όχι να παραμένει σε βιβλία, θα ήθελα να καταθέσω ορισμένες σκέψεις που έκανα ή να αναδείξω ορισμένα σημεία που μου άρεσαν, φροντίζοντας ωστόσο, να μη χαλάσω την έκπληξη των μελλοντικών αναγνωστών.

 

Ο χρόνος και η ιστορία

Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της πραγματεύεται το ζήτημα του παρελθόντος –άρα του χρόνου εν γένει– σε συσχέτιση με την ιστορία. Η συγγραφέας, σε μια εκτεταμένη και απολαυστική ανάλυση των τριών διαστάσεων του χρόνου (παρελθόν - παρόν - μέλλον) παρουσιάζει μια σειρά από διαφορετικές θεωρίες, όπως αυτή σχετικά με το ανύπαρκτο ή μη μετρήσιμο του χρόνου (Wittgenstein), αυτή που θέλει το χρόνο ερμηνευόμενο ως ένα διαρκές παρόν (Oakeshott), αυτή που παρουσιάζει το παρόν ως το διάλειμμα ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον (Arendt) ή ακόμη και αυτή του Αυγουστίνου όπου το παρόν ενυπάρχει και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Αυτή την τελευταία ερμηνεία τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα, διότι η παραδοσιακή διάκριση του χρόνου σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, ως αυτόνομες σφαίρες, καθώς και η αντίληψη ότι το παρελθόν είναι κάτι που έφυγε και δεν μπορούμε να έχουμε πλέον πρόσβαση σε αυτό, πέρα απ’ το ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα από πλευράς φυσικών επιστημών, αντιμετωπίζουν και προβλήματα ιστορικής εμπειρίας. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα εισόδου ή εισβολής της μιας σφαίρας στην άλλη, π.χ. του παρόντος στο παρελθόν, οπότε διερωτάται εύλογα κανείς: «αν το παρελθόν ήταν κάτι που έφυγε και στο οποίο δεν έχουμε πλέον πρόσβαση, τότε πώς μπορούμε να εισέλθουμε σε αυτό ή και να το τροποποιήσουμε;». Δεν αναφέρομαι μόνο στην περίπτωση του αναχρονισμού και του να αποδίδεις ιδέες και αξίες του παρόντος στο παρελθόν (αυτό μπορούμε να το αιτιολογήσουμε και ως προβολή μας σε ένα φανταστικό και κατασκευασμένο από μας παρελθόν, οπότε δεν χρειάζεται να υπάρχει πραγματική σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν). Έχω κατά νου περιπτώσεις όπως αυτές που η οπτική και τα εργαλεία του παρόντος –τα οποία δεν υπήρχαν στο παρελθόν– μας βοηθούν να φωτίσουμε πτυχές του παρελθόντος, οι οποίες μπορούν να πιστοποιηθούν και από άλλες πηγές. Μιλώ για ανακαλύψεις πραγμάτων του παρελθόντος που συνέβησαν στο παρόν ενώ το παρελθόν φαινομενικά είχε «φύγει». Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσα πράγματα ανακαλύψαμε ότι είχαν συμβεί στο παρελθόν, χωρίς να έχουμε διαθέσιμες γραπτές πηγές που να μας ενημερώνουν περί αυτών, π.χ. μέσω της αρχαιολογίας ή της αρχαιοβοτανικής. Αν το παρελθόν απλώς «έφυγε» οριστικά, τότε πώς καταφέραμε να βρούμε περισσότερα πράγματα γι’ αυτό; Μερικές φορές μάλιστα βλέπουμε το αντίστροφο, το παρελθόν να επηρεάζει ακόμη το παρόν, και κάτι τέτοιο δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει ακόμη κάποιου είδους πρόσβαση της μιας σφαίρας στην άλλη. Ωσάν το παρελθόν, παρότι φαινομενικά έχει φύγει, να βρίσκεται ακόμη στο παρόν μας. Το συμπέρασμα που μάλλον εξάγεται είναι ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την παραδοσιακή ερμηνεία του παρελθόντος ως πεπερασμένου, συντελεσμένου και κλειστού.

Επιπροσθέτως, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα από γλωσσικής απόψεως και την παρατήρηση του Fasolt (σ. 76) σχετικά με το ότι φαίνεται πως δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή του παρόντος από το μέλλον, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που υπάρχει έντονα ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Όταν διάβασα αυτή την παρατήρηση, το μυαλό μου πήγε αμέσως στη σουμεριακή γλώσσα (την αρχαιότερη γλώσσα που γνωρίζουμε) αλλά και στην ακκαδική. Στα σουμεριακά παρατηρούμε ότι υπάρχουν μόνο δυο χρόνοι, ο παρελθοντικός (Past/Preterite) και ο παροντικός-μελλοντικός (Present-Future). Η ίδια ακριβώς ρηματική μορφή μπορεί να μεταφραστεί ως παρόν και ως μέλλον. Με άλλα λόγια, στην αρχαιότερη γλώσσα που γνωρίζουμε, το παρόν και το μέλλον ταυτίζονται ή έστω δεν διαφοροποιούνται. Η κατανόηση του χρόνου που είχαν, δηλαδή, οι άνθρωποι οι οποίοι αποκαλούνται από μας Σουμέριοι, τουλάχιστον όπως αποτυπώνεται στη γλώσσα τους, δεν διαφοροποιεί το παρόν απ' το μέλλον, άρα αυτή η απουσία διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε αυτές τις δύο διαστάσεις του χρόνου φαίνεται να ήταν και η πιο αρχαία καταγεγραμμένη αντίληψη περί χρόνου που διαθέτουμε. Το ίδιο φαινόμενο βρίσκουμε και στην ακκαδική γλώσσα –μόνο που εκεί συναντάμε και τον Perfect– ενώ το ίδιο μοτίβο υπάρχει και σε πολλές άλλες νεότερες γλώσσες. Ακόμη και στα αγγλικά ή στα ελληνικά όπου υπάρχει διάκριση των χρόνων, πολλές φορές ένα ρήμα στην ενεστωτική του μορφή χρησιμοποιείται για να δηλώσει μέλλον (“I'm playing football tomorrow”, “το τρένο φεύγει σε τρεις ώρες”). Θα είχε ενδιαφέρον να πραγματοποιηθεί μια μελέτη του χρόνου που να συνδυάζει τη φιλοσοφία (ίσως και τη φυσική) με τις αντιλήψεις περί χρόνου που συναντάμε στους αρχαίους πολιτισμούς.

 

Γλώσσα και ιστορία

Το δεύτερο κεφάλαιο, αφιερωμένο κυρίως στις έννοιες του «γεγονότος» και του «συμβάντος», εμπεριέχει πάρα πολύ χρήσιμες διακρίσεις εννοιών και νομίζω ότι όποιος το διαβάσει προσεκτικά θα αντιληφθεί πόσο διαφορετικά χρησιμοποιούμε αυτές τις έννοιες στον καθημερινό μας λόγο και πόσο πολύ συσκοτίζει το περιεχόμενό τους αυτή η αμέλεια ως προς τη χρήση της γλώσσας. Το σημείο ωστόσο που με έβαλε σε πολλές σκέψεις ήταν το λεγόμενο παράδοξο του Barthes (σελ. 132). Το παράδοξο αυτό λέει ότι, παρότι το γεγονός έχει μόνο γλωσσική ύπαρξη (δηλαδή «μιλάμε για τα γεγονότα»), παρ’ όλα αυτά συμπεριφερόμαστε θαρρείς και αυτή η ύπαρξη είναι ένα αντίγραφο μιας άλλης εξω-γλωσσικής ύπαρξης που βρίσκεται στην «πραγματικότητα». Αντί να μείνουμε δηλαδή στη γλώσσα, κάνουμε σαν να υπάρχει και κάτι παραπάνω και έξω απ’ αυτήν, το οποίο η γλώσσα αντιγράφει. Σ’ αυτό το σημείο, ο Barthes υπερασπίζεται την άποψη ότι, εφόσον το παρελθόν συντελέστηκε, τα γεγονότα που συνέβησαν εκεί δεν μπορούν να γίνουν προσιτά σε μας με άλλον τρόπο πέραν της γλώσσας. Το ερώτημα που δημιουργήθηκε όμως στο μυαλό μου είναι το εξής: τότε πώς γίνεται να υπάρχουν τεκμήρια εξω-γλωσσικά (π.χ. αρχαιολογικά ευρήματα) που τα έχουμε στο παρόν μας και μας δείχνουν το τι συνέβη στο παρελθόν; Έχω την εντύπωση ότι η αντίληψη πως τα πάντα είναι «γλώσσα» (τουλάχιστον αναφορικά με το παρελθόν) βιάζεται να αποκλείσει την ύπαρξη άλλων εξω-γλωσσικών οντοτήτων που σχετίζονται και φωτίζουν επίσης το παρελθόν. Επειδή χρησιμοποιούμε τη γλώσσα μας για να πούμε ότι το χ υπήρξε, αυτό δεν σημαίνει ότι το χ υπάρχει μόνο στη γλώσσα. Σημαίνει, απεναντίας, ότι ελλείψει χρονομηχανής, μπορούμε σήμερα να το προσεγγίσουμε μόνο μέσω του λόγου, χωρίς αυτό να υπονοεί ότι πρέπει να ξεχάσουμε πως κάποτε υπήρξε και εξω-γλωσσικά. Υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που τα έχουμε σήμερα διαθέσιμα μπροστά μας. Αν πω τη φράση «ο Παρθενώνας υπήρξε», αυτή είναι μια γλωσσική πρόταση αλλά ο Παρθενώνας, ως οικοδόμημα, είναι προσβάσιμος ακόμη και σήμερα στην Αθήνα. Μπορώ να τον δω, να τον αγγίξω. Εκείνη τη στιγμή δεν αγγίζω γλώσσα, αγγίζω οικοδομικό υλικό.

Λίγο μετά που έκανα τις παραπάνω σκέψεις και λίγες σελίδες πιο πέρα (σελ. 143) διαπίστωσα ευχάριστα ότι και η Κιντή άσκησε κριτική στον Barthes ακριβώς πάνω σ' αυτό λέγοντας ότι

μπορεί πράγματι να μην μπορούμε να υπερβούμε το όριο της γλώσσας για να συναντήσουμε τα γεγονότα ανεξάρτητα απ’ αυτήν αλλά, εξ ορισμού, η γλώσσα μιλάει για κάτι που βρίσκεται έξω απ’ αυτήν. Αυτό που βρίσκεται έξω απ’ τις προτάσεις είναι τα γεγονότα

και

Το επιστημολογικό ζήτημα δεν επηρεάζει κατ’ ανάγκην το οντολογικό/μεταφυσικό status των γεγονότων.

Πολλές φορές, καθώς διάβαζα το βιβλίο της Κιντή, έκανα διάφορες σκέψεις σχετικά με αυτό που διάβαζα, αλλά λίγο παρακάτω έβλεπα την ίδια τη συγγραφέα να κάνει τις ίδιες σκέψεις. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο του βιβλίου της είναι τόσο καλά επεξεργασμένο ώστε φρόντισε να συμπεριλάβει τυχόν ενστάσεις ή δεύτερες σκέψεις που θα μπορούσε να προκύψουν. Δεν παρέθεσε απλώς το υλικό που διάβασε αλλά σκέφτηκε πάνω σε αυτό και το πέρασε από το κόσκινο του λόγου.

Το τρίτο κεφάλαιο εστιάζει στην αφήγηση και στους τρόπους προσέγγισης του παρελθόντος. Ένα σημείο που μου άρεσε ιδιαίτερα ήταν το συμπέρασμα ότι η αναχρονιστική ιστορία είναι σε έναν βαθμό αναπόδραστη (σελ. 216-217), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιτρέπονται όλων των ειδών οι αναχρονισμοί ή ότι δεν πρέπει να αποφεύγονται όπου μπορούμε να τους αποφύγουμε. Προσωπικά απεχθάνομαι τον αναχρονισμό στην ιστορία και με εξοργίζουν πάρα πολύ όλες αυτές οι σύγχρονες καταδίκες των αρχαίων συγγραφέων/ανθρώπων για ρατσισμό, σεξισμό ή αντιδημοκρατικές απόψεις (που οδηγεί μέχρι και στην κατάργηση της διδασκαλίας τους ή σε αλλαγές των βιβλίων τους, βλ. τη συζήτηση για το Princeton). Όλες αυτές οι έννοιες είναι πολύ μεταγενέστερες της εποχής στην οποία αποδίδονται και δεν υπήρχαν καν τότε ως αξίες. Παρ’ όλα αυτά, η Κιντή έχει δίκιο. Λόγω της ασυμμετρίας ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, είμαστε αναγκασμένοι να καταφεύγουμε σε ορισμένους αναχρονισμούς προκειμένου να προσεγγίσουμε το παρελθόν. Αν το σκεφτεί κανείς προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι πάντα εξετάζουμε το παρελθόν υπό το πρίσμα του σήμερα, γιατί, πολύ απλά, δεν μπορούμε να βγούμε απ’ αυτό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει και να κρίνουμε το παρελθόν με βάση τις αξίες του σήμερα. Άλλο πράγμα ο αναχρονισμός στην προσέγγιση (προσεγγίζω κείμενα του παρελθόντος με βάση ερωτήματα που έχω εγώ στο σήμερα) και άλλο ο αναχρονισμός στην αξιολογική κρίση (κρίνω κάτι με βάση τις αξίες του σήμερα). Η Κιντή παρουσιάζει τη διαφορά αυτών των δύο με πολύ προσεκτικό τρόπο.

Το αγαπημένο μου κεφάλαιο είναι το τέταρτο, που αναφέρεται στις θεωρίες της αλήθειας και στον ιστορικισμό. Ως άτομο που σπούδασε και ασχολείται ερευνητικά με την ιστορία και τη γλώσσα αρχαίων πολιτισμών της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, εκτίμησα ιδιαίτερα το παράδειγμα του Ραμσή Β΄ και την αναφορά στο αιγυπτιακό Saodowaoth (το οποίο εικάζεται ότι αντιστοιχεί στην ασθένεια της φυματίωσης) και μου άρεσε επίσης η προβληματική με τις μάγισσες. Άραγε οι μάγισσες υπήρχαν όσο υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν σε αυτές και μετά, όταν οι άνθρωποι σταμάτησαν να πιστεύουν, έπαψαν κι οι μάγισσες να υπάρχουν; Ή δεν υπήρξαν ποτέ; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Η Κιντή φαίνεται να κλίνει προς το δεύτερο. Η αλήθεια είναι ότι, έπειτα από διάφορες προσωπικές εμπειρίες και διερευνήσεις, πλέον τείνω να καταλήξω προς το πρώτο, όχι τόσο με την καθαρά σχετικιστική του εκδοχή. Νομίζω ότι για κάποιον που πιστεύει σε κάτι, αυτό το κάτι –έστω, ορισμένες φορές– υπάρχει, το δημιουργεί, ενώ για κάποιον που δεν πιστεύει, δεν υπάρχει. Δεν θα πω όμως περισσότερα γιατί θα ξεφύγουμε στη μεταφυσική και ήδη η έννοια τού «υπάρχει» χρειάζεται περισσότερη εξήγηση.

Πιο πολύ όμως μου άρεσε η συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο έχουμε πρόσβαση στο παρελθόν. Διέκρινα στο βιβλίο της έξι τουλάχιστον διαφορετικές προσεγγίσεις:

α) Υπάρχει κάτι κοινό στους ανθρώπους όλων των εποχών και, άρα, ακριβώς επειδή έχουμε κάτι που είχαν και οι παλιοί, έχουμε και πρόσβαση στον κόσμο τους.

β) Δεν υπάρχει τίποτε κοινό ανάμεσα σε μας και στους παρελθοντικούς ανθρώπους και, άρα, δεν μπορούμε να έχουμε καμία πρόσβαση στον κόσμο τους (ασυμμετρία).

γ) Αν θέλουμε να μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στο παρελθόν, θα πρέπει να συμπεριφερθούμε σαν να υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ ημών και των ανθρώπων του παρελθόντος, ακόμη κι αν δεν υπάρχει (αρχή της επιείκειας/χάριτος).

δ) Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους του παρελθόντος και σε αυτούς του παρόντος αλλά δεν μπορούμε να έχουμε δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό (Wittgenstein).

ε) Δεν χρειάζεται να υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους του παρόντος και του παρελθόντος για να μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στον κόσμο και στην ιστορία τους, διότι οι έννοιες είναι ρευστές (Kuhn).

στ) Ακόμη κι αν υπάρχει ασυμμετρία ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, μπορείς να την αντιμετωπίσεις μαθαίνοντας τη γλώσσα του λαού που καλείσαι να μελετήσεις (Frede).

Επιβεβαιώνω πλήρως την παρατήρηση του Frede. Η εκμάθηση μιας αρχαίας ή ξένης γλώσσας σε εισάγει πολύ βαθιά μέσα σε έναν πολιτισμό και θεωρώ εντελώς αδύνατο και μάταιο να ασχοληθεί κάποιος σοβαρά με έναν αρχαίο (ή και πιο σύγχρονο) πολιτισμό χωρίς να ξέρει τη γλώσσα του. Αν δεν ξέρεις τη γλώσσα ενός λαού, μην μπεις στον κόπο να μιλήσεις για την ιστορία του.

Στις παραπάνω έξι θέσεις, και επειδή ήδη αναφέρθηκα σε αυτό προηγουμένως, θα μπορούσα να προσθέσω και την πιθανότητα να έχουμε πρόσβαση στο παρελθόν από το παρόν, επειδή το ίδιο το παρελθόν βρίσκεται ακόμη στο παρόν, επειδή δεν αποτελεί μια ξεχωριστή σφαίρα κάπου εκεί μακριά στα βάθη του θανάτου. Με άλλα λόγια, δεν χρειαζόμαστε απαραιτήτως να υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους ή στους κόσμους τους για να έχουμε πρόσβαση στην ιστορία του παρελθόντος, γιατί πολύ απλά μπορεί το παρόν και το παρελθόν να μην απέχουν όσο νομίζουμε. Αυτό όμως απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.

 

Η αντικειμενικότητα

Το πέμπτο κεφάλαιο είναι εξίσου αποκαλυπτικό, καθώς ασχολείται με την πολύ σημαντική έννοια της αντικειμενικότητας, μια έννοια που, όπως λέει και η συγγραφέας, έχει ημερομηνία γέννησης (δεν θα σας πω πότε γεννήθηκε, να αγοράσετε το βιβλίο για να το μάθετε και να γιορτάζουμε πλέον μαζί τα γενέθλιά της κάθε χρόνο). Τίθενται ερωτήματα όπως: Πώς πρέπει να γράφουμε ιστορία; Πρέπει να είναι αντικειμενική η προσέγγιση της ιστορίας; Σε τι συνίσταται η αντικειμενικότητα; Ένα σημείο στο οποίο θα ήθελα να εστιάσω αφορά την παρατήρηση του Namier (την ίδια περίπου άποψη εκφράζει και ο McNeill, σύμφωνα με το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου) ότι, όπως για να διακρίνεις ένα δέντρο αρκεί να κοιτάξεις το σχήμα, τον φλοιό και το φύλλο του και δεν χρειάζεται να μετρήσεις τα κλαδιά του, έτσι και με την ιστορία, ο ιστορικός πρέπει να εστιάζει στη μεγάλη εικόνα και στις χτυπητές λεπτομέρειες και να μη χάνεται στις ασήμαντες λεπτομέρειες. Αυτό είναι σίγουρα σωστό αλλά θα ήθελα να επισημάνω σ’ αυτό το σημείο ότι, πολλές φορές, πράγματα που φαίνεται να αποτελούν ασήμαντες λεπτομέρειες για μια ιστοριογραφία, π.χ. το τι ώρα ξυπνούσαν το πρωί οι αρχαίοι, με τι σκεπάζονταν το βράδυ, με τι καθάριζαν τα ρούχα τους, αν έπλεναν τα δόντια τους κ.λπ., συχνά φέρνουν στο φως πολύ σημαντικές πτυχές της ιστορίας τους. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλά βιβλία πάνω στη βοτανολογία ενός αρχαίου λαού, στο τι ρούχα φορούσε, τι έτρωγε και τι έπινε. Όλα αυτά θεωρούνται εκ πρώτης όψεως ασήμαντες λεπτομέρειες, όμως μπορείς να εξάγεις απ’ αυτές πολύ σημαντικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή του. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό μου αφορά τη σύγχρονη στροφή της ιστορίας και ιδίως της αρχαιολογίας σε ζητήματα διατροφής των αρχαίων και στη συσχέτιση αυτής της διατροφής με τα σωματότυπά τους. Έτσι μαθαίνουμε ότι οι άνθρωποι που η διατροφή τους στηριζόταν στο κυνήγι ήταν πιο ψηλοί απ’ όσους στηρίζονταν στη γεωργία και στα δημητριακά (οι οποίοι ήταν πιο πλαδαροί). Και αυτό μπορεί με τη σειρά του να μας δώσει ένα ενδιαφέρον hint στο γιατί σε διάφορες μυθολογικές πηγές βλέπουμε άτομα που περιγράφονται ή χαρακτηρίζονται ως γίγαντες να συνδέονται με το κυνήγι, π.χ. ο Νιμρόντ στο 10ο κεφάλαιο της Γενέσεως. Παρομοίως, αν κάνουμε μια έρευνα πάνω στο τι ρούχα φορούσε ένας αρχαίος λαός και παρατηρήσουμε ότι φορούσε ρούχα τα οποία για να φτιαχτούν χρειαζόταν ένα υλικό που συναντάται σε άλλη περιοχή, μπορούμε να εικάσουμε ύπαρξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ τους και να οδηγηθούμε σε μια καινούρια και πολύ χρήσιμη ιστορική πληροφορία. Έχω την εντύπωση ότι στην ιστορία δεν υπάρχουν ασήμαντες λεπτομέρειες. Υπάρχει απλώς το θέμα που ενδιαφέρει κάθε φορά έναν ιστορικό. Αν με ενδιαφέρει η πτώση της Βαβυλώνας στους Κασσίτες, ναι, δεν θα συμπεριλάβω στο βιβλίο μου το τι έτρωγαν αυτοί, αλλά υπάρχουν άλλοι ιστορικοί που εστιάζουν εκεί. Σ’ αυτό το σημείο θα συμφωνούσα μάλλον με την άποψη του Hayden White που παρατίθεται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, κατά την οποία

ο ιστορικός με τον τρόπο αφήγησής του είναι αυτός που κάνει τα καθημερινά συμβάντα να είναι ιστορικά. (σ. 118)

Ένα ακόμη σημείο που συγκράτησα απ’ αυτό το κεφάλαιο αφορά τη συσχέτιση της αντικειμενικότητας με την ουδετερότητα και την παρατήρηση της ίδιας της συγγραφέως, πως

λέγεται μερικές φορές ότι οι μελετητές πρέπει να κρατούν ίσες αποστάσεις από τους εμπλεκόμενους σε ένα θέμα. Δεν είναι σωστό. Η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται στη μια ή στην άλλη πλευρά ή σε καμία. Η αλήθεια δεν βρίσκεται πάντα στη μέση. (σ. 361-362)

Αυτή η τόσο απλή επισήμανση πολλές φορές δεν γίνεται κατανοητή απ’ όλους κι έτσι ακούμε διάφορους είτε να προβάλλουν διαρκώς αυτάρεσκα την κακοποιημένη αντίληψη του Αριστοτέλη για τη μεσότητα είτε να γίνεται λόγος –σε βαθμό εμμονής– για τη σημασία των ίσων αποστάσεων ως πηγή αντικειμενικής κρίσης. Υπάρχουν περιπτώσεις και καταστάσεις στη ζωή και στην επιστήμη, όπου η αλήθεια ΔΕΝ είναι στη μέση και όπου η παραμονή σου στη μέση, με το πρόσχημα τήρησης ίσων αποστάσεων, μπορεί να είναι μέχρι και ένδειξη ανηθικότητας ή και αδικίας. Το να μην αναγνωρίσεις ένα καλό που έκανε κάποιος, επειδή αν το κάνεις θα φανείς σαν να τον υποστηρίζεις, αδικεί αυτόν που έκανε το καλό. Δεν του αναγνωρίζεις κάτι που, για να είσαι αντικειμενικός/δίκαιος, πρέπει να το αναγνωρίσεις. Για να το κάνουμε και πιο επίκαιρο, αν έχεις να διαλέξεις εν καιρώ πανδημίας ανάμεσα σε ένα άτομο που προτρέπει κόσμο να εμβολιαστεί και σε έναν που φοβίζει κόσμο αποτρέποντάς τον να εμβολιαστεί, το να τηρήσεις ίσες αποστάσεις ανάμεσα στους δύο λέγοντας ότι «και οι δύο έχουν τα δίκια τους» δεν σε κάνει αντικειμενικό ούτε σωστό αλλά, αντιθέτως, βοηθάει τον αντιεμβολιαστή να οδηγήσει πιο εύκολα ανθρώπινες ζωές στην απώλεια.

 

Μεταμοντέρνοι, μνήμη, λήθη

Το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην επιστήμη και στην ιστορία του όρου, καθώς και στο κατά πόσον η ιστορία μπορεί ή πρέπει να χαρακτηριστεί επιστήμη. Αυτό το κεφάλαιο εμπεριείχε πολλές καινούργιες γνώσεις για μένα. Δεν γνώριζα καθόλου την ιστορία του όρου επιστήμη ούτε είχα διαβάσει ποτέ γι’ αυτό. Όμως το πιο απολαυστικό μέρος του κεφαλαίου είναι εκεί που η συγγραφέας παρουσιάζει τους μεταμοντέρνους και κατόπιν τους αποδομεί φανερώνοντας όλες τις αντιφάσεις τους, με παραπομπές στα ίδια τους τα λεγόμενα. Παραθέτω ένα απόσπασμα:

Οι μεταμοντέρνοι είναι απογοητευμένοι απολυτοκράτες που θεωρούν κατάκτηση και πρόοδο αυτό που για τους αντιπάλους τους είναι πρόβλημα. Οι απολυτοκράτες έχουν δυσκολίες να στοιχειοθετήσουν τι είναι αλήθεια, αντικειμενικότητα, ανεξάρτητος από το υποκείμενο κόσμος, και οι μεταμοντέρνοι, χωρίς να συναισθάνονται τη συνθετότητα και τη δυσκολία του θέματος, φροντίζουν να απαλλαγούν βιαστικά από τις έννοιες αυτές, όπως κάνουν συνήθως οι πρωτοετείς φοιτητές. (σ. 384)

Επιτέλους, κάποιος το είπε. Στο παρελθόν είχα διαβάσει ή παρακολουθήσει μαθήματα πάνω σε μεταμοντέρνους και μου φαίνονταν τόσο τρύπια τα επιχειρήματά τους που ένιωθα να χάνω το χρόνο μου. Το πιο φιλοσοφικό ερώτημα που μου δημιούργησαν ήταν «γιατί κάθομαι και σπαταλάω χρόνο από τη μοναδική μου ζωή για να ασχοληθώ μαζί τους;». Αυτό που κάνουν μοιάζει περισσότερο με την αντίδραση ενός εφήβου προς τους γονείς του παρά με προσπάθεια να βάλουν τάξη στη σκέψη και με παραγωγή φιλοσοφίας. Η Κιντή τους βάζει στη θέση τους και παραθέτει πολλά επιχειρήματα εναντίον τους. Όταν φτάσετε κάπου στη σελίδα 370 και εξής, φροντίστε να δημιουργήσετε ωραία ατμόσφαιρα στο δωμάτιο με απαλή μουσικούλα και αρωματικά κεριά για να απολαύσετε ακόμη περισσότερο την αφήγηση.

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αφορά τη σημασία της ιστορίας. Είναι ένας πολύ δυνατός επίλογος σε όσα προηγήθηκαν και προσπαθεί να τονίσει αφενός τη σημασία του να γνωρίζεις το παρελθόν σου και αφετέρου τη ζωτική ανάγκη του να μπορείς να το αφήσεις πίσω σου. Αυτή η εικόνα μπορεί να συνοψιστεί χαρακτηριστικά σε δύο αποφθέγματα που δίνονται εντός του βιβλίου (σ. 434-435): απ’ τη έχουμε τον Κικέρωνα να επισημαίνει ότι «Το να αγνοείς ό,τι συνέβη πριν γεννηθείς σημαίνει ότι μένεις πάντα παιδί». Η συγκεκριμένη φράση μου θύμισε αμέσως αυτό που λέει σκωπτικά ο Αιγύπτιος ιερέας στον Σόλωνα στον μύθο της Ατλαντίδας του πλατωνικού Τιμαίου: «Ω Σόλων, Σόλων, εσείς οι Έλληνες είστε πάντοτε παιδιά… Είστε όλοι νέοι στην ψυχή… γιατί η ψυχή σας δεν κρατά καμία από τις παλιές δοξασίες της παράδοσης ούτε από τις πανάρχαιες γνώσεις (χρησιμοποίησα τη μετάφραση του Βασίλη Κάλφα από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 185-187». Η έννοια του «παιδιού» εδώ χρησιμοποιείται αρνητικά για να δηλωθεί η άγνοια και η έλλειψη ωριμότητας που διακρίνει όποιον δεν γνωρίζει το παρελθόν του αλλά και ιστορία εν γένει. Απ’ την άλλη, η Κιντή παραθέτει το απόφθεγμα του Νίτσε: «Για να μπορεί ο άνθρωπος να ζει πρέπει να έχει […] τη δύναμη να θρυμματίζει και να διαλύει ένα παρελθόν». Ή όπως το θέτει και η ίδια η συγγραφέας στην ίδια σελίδα:

Ο άνθρωπος για να μην είναι ζώο πρέπει να θυμάται αλλά για να ζήσει πρέπει να ξεχνά. (σ. 434).

 

Περί μεθόδου

Με το παραπάνω μακροσκελές κείμενο προσπάθησα να δώσω στον αναγνώστη μια γεύση του πόσο ενδιαφέροντα πράγματα πρόκειται να διαβάσει σε αυτό το βιβλίο. Θα κλείσω με κάποια τελευταία σχόλια σχετικά με τη μεθοδολογία ή τον τρόπο γραφής του. Εδώ αξίζει να παρατηρηθούν τρία πράγματα:

α) Η συγγραφέας φροντίζει και πληροφορεί τον αναγνώστη για την ιδιότητα των ατόμων και των ερευνητών που αναφέρει. Δεν γράφει απλώς: «Σύμφωνα με τον Temkin...», σαν να προϋποθέτει ότι όλοι τον γνωρίζουν. Πάντα όταν αναφέρει ένα όνομα, γνωστού ή λιγότερο γνωστού, το πλαισιώνει με λίγες πληροφορίες γι' αυτόν δίνοντάς μας το background. Γράφει φερ’ ειπείν: «Την ίδια θέση αναπτύσσει ο Moshik Temkin, αναπληρωτής Καθηγητής στο Harvard (σ. 447)», ή «Ο Ρώσος καθηγητής Peter Turchin, που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Connecticut, με αρχικές σπουδές βιολογίας και οικολογίας....(σ. 417)». Αυτό βοηθάει πολύ τον μη έμπειρο αναγνώστη, στο να καταλάβει ποιος είναι αυτός που μιλάει κάθε φορά.

β) Είναι πολύ ευανάγνωστο και καλογραμμένο κείμενο και είναι τόσο καλά ταξινομημένο το υλικό που μοιάζει ωσάν η ταξινόμηση να έγινε από ανεπτυγμένο υπολογιστή. Η κάθε θεματική βρίσκεται ακριβώς εκεί όπου πρέπει προκειμένου να έχει γίνει πολύ πιο κατανοητή από τα προηγούμενα και να προετοιμάσει το έδαφος για τα επόμενα. Υπάρχει μια αρτιότητα στην ταξινόμηση του υλικού που εγώ προσωπικά δεν νομίζω να την κατάφερνα ποτέ.

γ) Το πιο σημαντικό κατ’ εμέ: Όλες τις θεωρίες, ανεξαιρέτως, τις παρουσιάζει με μια αξιοσημείωτη ισορροπία αμεροληψίας/απόστασης και προσωπικού στοιχείου. Δηλαδή εφαρμόζει στην πράξη τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει στο βιβλίο της. Δεν έγραψε απλώς το βιβλίο για να γράψει ένα βιβλίο περί φιλοσοφίας της ιστορίας αλλά εφάρμοσε τα πορίσματά της στη συγγραφή του. Εφόσον η πλήρης αμεροληψία και αποστασιοποίηση ή η θέα απ’ το πουθενά είναι αδύνατη και εφόσον πάντα σε κάθε αφήγηση υπάρχει το προσωπικό στοιχείο του αφηγητή, η Κιντή γνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα, δεν κρύβει το προσωπικό της στοιχείο αλλά το χρησιμοποιεί με ισορροπημένο τρόπο, χωρίς να καίει αχυρανθρώπους. Παρουσιάζει τις θεωρίες των άλλων, ακόμη κι αυτών με τους οποίους διαφωνεί, στη μεγαλύτερή τους δύναμη, για να δείξει πού οδηγούν αν τις προεκτείνει κανείς. Σε διάφορα σημεία του βιβλίου της είναι ορατές οι δικές της προκατανοήσεις/προκαταλήψεις, π.χ. όταν εξετάζει τα περισσότερα πράγματα με τη βοήθεια του σχήματος διάκρισης κόσμου-γλώσσας, που το συναντάμε στον πρώιμο Wittgenstein (π.χ. σ. 167, 175 κ.λπ.). Όμως ξέρει πότε, πώς και πόσο να εξέρχεται απ’ αυτό το σχήμα, ώστε να κατανοεί τις άλλες θεωρίες εξω-βιτγκενσταϊνικά. Ή, ίσως ακριβέστερα, γνωρίζει τις προκαταλήψεις της και τις χρησιμοποιεί παραγωγικά, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να βγει έξω απ’ τον εαυτό της για χάρη μιας υποτιθέμενης αντικειμενικότητας. Υπάρχει μια πολύ καλή ισορροπία του προσωπικού στοιχείου με το αποστασιοποιημένο. Ακόμη και όταν αποδομεί ορισμένες θεωρίες, π.χ. των μεταμοντέρνων –το σημείο του βιβλίου της που απήλαυσα περισσότερο γιατί κι εγώ δεν τους εκτιμώ καθόλου– έχει προηγηθεί συνεπής και ψύχραιμη παρουσίαση των θεωριών τους και κατάδειξη των αντιφάσεων στις οποίες οδηγούν πατώντας στα ίδια τα λεγόμενά τους. Με άλλα λόγια, θα έλεγε κανείς ότι, σ’ αυτό το βιβλίο, συναντάμε μια οιονεί μεταφυσική εικόνα όπου το ίδιο το βιβλίο της Κιντή είναι καρπός των όσων γράφει εντός του. Εντός του βιβλίου εμπεριέχεται η μεθοδολογία πάνω στην οποία στηρίχτηκε η συγγραφή του. Πρόκειται για μια Φιλοσοφία της Ιστορίας που προέκυψε από την ίδια τη φιλοσοφία της ιστορίας.

Αυτά που ανέφερα φαίνονται πολλά αλλά δεν είναι. Το βιβλίο της Κιντή έχει πάρα πολύ χρήσιμο υλικό και συζητήσεις που θεωρώ ότι δεν γίνεται να τις αγνοήσει ένας σοβαρός ιστορικός του ελληνικού χώρου (εφόσον είναι γραμμένο στα ελληνικά). Έβαλε σε τάξη πολλά ζητήματα που δεν ήξερα πώς να τα ταξινομήσω μέσα μου. Πολλοί συνομιλητές μου είπαν ότι θα το αγοράσουν ή ότι θα το διαβάσουν – και ελπίζω να το κάνουν. Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι βιβλίο που το αγοράζεις για να μείνει στη βιβλιοθήκη. Η φιλοσοφία υπάρχει για να δημιουργείται συζήτηση.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.