Μπορούμε να διακρίνουμε τρία είδη προβλέψεων: τις προβλέψεις της επιστήμης, τις προβλέψεις που αφορούν γεγονότα της πρακτικής και καθημερινής μας ζωής και τις προβλέψεις που παραδοσιακά ονομάζουμε προφητείες. Όπως θα δούμε παρακάτω, οι προβλέψεις της επιστήμης διαφέρουν ριζικά από τις προφητείες, τόσο ως προς τη φύση τους αλλά και ως προς τον τρόπο της δικαιολόγησης της αλήθειας (ή της εγκυρότητάς) τους, ενώ οι προβλέψεις της πρακτικής μας ζωής έχουν κοινά σημεία και με τα δυο άλλα είδη, έτσι ώστε ανάλογα με τις επιμέρους συνθήκες να μοιάζουν περισσότερο με τις προβλέψεις της επιστήμης ή με τις προφητείες. Για να κατανοήσουμε τη φύση των προβλέψεων της πρακτικής μας ζωής πρέπει λοιπόν να διερευνήσουμε καταρχήν τη φύση των προφητειών και των προβλέψεων της επιστήμης.
Προφήτες, μα τι προφήτες
Οι προφητείες είναι προβλέψεις συγκεκριμένων μελλοντικών γεγονότων. Το περιεχόμενό τους συμπεριλαμβάνει περιγραφές προσώπων, γεγονότων, πράξεων, ακόμα και σκέψεων και «αποκαλύπτεται» στους ανθρώπους από μια υπερφυσική πηγή, π.χ. τον βιβλικό Θεό, μέσω ενός ανθρώπου, ο οποίος έχει επιλεγεί ως αγγελιοφόρος. Είναι γνωστές και προφητείες χωρίς συγκεκριμένη ιστορική πηγή, αλλά αυτό εξηγείται με την απώλεια της ιστορικής πληροφορίας για το πρόσωπο που είχε επιλεγεί ως αγγελιοφόρος. Ο ή η προφήτης δεν επέλεξαν αυτή την «τιμή» ούτε και έχουν συνήθως κανένα προσωπικό πλεονέκτημα από την ιδιότητά τους αυτή – το αντίθετο είναι συνήθως ο κανόνας: η Κασσάνδρα είναι καταδικασμένη να προφητεύει καταστροφές που δεν γίνονται από κανέναν πιστευτές, ενώ ο Ιωνάς προσπαθεί να αποφύγει να μεταφέρει την προειδοποίηση του Θεού αλλά στο τέλος αναγκάζεται από τα γεγονότα –δηλαδή από τον Θεό– να προφητεύσει την καταστροφή της πόλης Νινευή. Από την άλλη μεριά, είναι συχνά αδύνατον για τους αποδέκτες της προφητείας να αποφύγουν την μοίρα τους όσο κι αν προσπαθήσουν: ο Οιδίπους τελικά θανατώνει τον πατέρα του και παντρεύεται τη μητέρα του και οι επτά πληγές πλήττουν τους Αιγύπτιους τιμωρώντας τους συλλογικά για την αδιαλλαξία του Φαραώ.
Σε πλήρη αντίθεση με την προφητεία –αλλά και με την κοινή αντίληψη για την φύση της– η επιστημονική πρόβλεψη δεν είναι η περιγραφή ενός συγκεκριμένου μελλοντικού γεγονότος αλλά μιας κατάστασης που υλοποιεί έναν φυσικό νόμο. Μια επιστημονική πρόβλεψη είναι κάτι ανάλογο με την περιγραφή των συντεταγμένων ενός σημείου στο γράφημα μιας μαθηματικής συνάρτησης. Η συνάρτηση χαρακτηρίζει απόλυτα τη διαδρομή του γραφήματος και τη θέση κάθε σημείου του στο πλαίσιο των συντεταγμένων. Η συγγένεια της επιστημονικής πρόβλεψης με την περιγραφή των συντεταγμένων ενός σημείου στο γράφημα μιας μαθηματικής συνάρτησης γίνεται εμφανής αν λάβουμε υπόψη ότι μια επιστημονική πρόβλεψη μπορεί να περιγράφει και μια κατάσταση που, από την πραγματική σκοπιά μας, βρίσκεται «στο παρελθόν», π.χ. τη θέση των ουρανίων σωμάτων πριν από αιώνες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην περιγραφή ενός φυσικού νόμου ο χρόνος είναι μόνο μια παράμετρος – και αυτό ανεξάρτητα από το αν η περιγραφή του νόμου έχει τη μορφή μιας μαθηματικής συνάρτησης όπως είναι η περίπτωση των νόμων της φυσικής ή είναι πιο γενική, όπως η περιγραφή της διαχρονικής εξελικτικής πορείας ενός βιολογικού τύπου, π.χ. του κρανίου των ανθρωπιδών. Με άλλα λόγια, μια επιστημονική πρόβλεψη δεν είναι στην πραγματικότητα κάτι χρονικό αλλά ένα μέρος μιας αχρονικής «οντότητας», που όμως περιγράφεται ως αισθητό και εμπειρικά προσβάσιμο γεγονός της καθημερινής μας πραγματικότητας, πολλές φορές με τη διαμεσολάβηση μιας τεχνικής κατασκευής που ονομάζουμε «πείραμα», «προσομοίωση» ή «μοντέλο». Αυτό έχει συνέπεια ότι η περιγραφή των παρατηρήσιμων γεγονότων που «επιβεβαιώνουν» τις θεωρητικές και ιδανικές καταστάσεις ενός φυσικού νόμου δεν ταυτίζονται με τις περιγραφές των θεωρητικών καταστάσεων αλλά πάντοτε αποκλίνουν λιγότερο ή περισσότερο απ’ αυτές, ανάλογα με τις συνθήκες. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο οι τιμές των πειραματικών μετρήσεων έχουν πάντοτε ένα στατιστικό εύρος γύρω από μια μέση τιμή.
Στην καθημερινή μας ζωή οι προβλέψεις που κάνουμε αναφέρονται πάντα σε γεγονότα. Αυτό είναι κατανοητό, γιατί η καθημερινή μας ζωή δεν είναι ούτε το αποτέλεσμα επιστημονικής έρευνας ούτε αποσκοπεί στην παραγωγή επιστημονικής γνώσης. Ο σκοπός της καθημερινής μας ζωής είναι η συνέχισή της και οι προβλέψεις που κάνουμε στο πλαίσιό της αφορούν τις μελλοντικές φάσεις αυτής της ζωής. Η αναφορά σε μελλοντικά γεγονότα είναι το κοινό σημείο των προβλέψεων της καθημερινής ζωής με τις προφητείες. Όμως, σε αντίθεση με αυτές, η εγκυρότητα των καθημερινών μας προβλέψεων δεν πηγάζει από το υπερφυσικό αλλά βασίζεται στην πρακτική γνώση και την εμπειρία που έχουμε ως συμμετέχοντες και διαμορφωτές της καθημερινής ζωής. Και όσο καλύτερη είναι αυτή η γνώση και η εμπειρία, τόσο πιο «ακριβείς» είναι αυτές οι προβλέψεις. Όμως, επειδή οι προβλέψεις αυτές αφορούν χρονικά γεγονότα και όχι αχρονικές καταστάσεις και επειδή οι χρονικές μελλοντικές καταστάσεις εξ ορισμού δεν είναι μέρος της εμπειρικής και αισθητής μας πραγματικότητας, οι προβλέψεις της καθημερινής μας ζωής έχουν το χαρακτήρα «πληροφορημένων» εικασιών, όπως περίπου οι χρησμοί μαντείων της κλασικής αρχαιότητας, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο προβλέψεις γεγονότων βασισμένες στην πρακτική –πολιτική, κοινωνική, ανθρωπολογική– γνώση των ιερέων. Απ’ αυτό γίνεται προφανές ότι όσο καλύτερη είναι η γνωστική βάση των προβλεπτικών εικασιών τόσο καλύτερη είναι η ακρίβεια και η επιτυχία τους. Και εφόσον η επιστήμη μάς παρέχει την τελειότερη γνώση, οι «πληροφορημένες» εικασίες ή οι χρησμοί που βασίζονται σε αυτήν έχουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια και εγκυρότητα. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παραμένουν εικασίες και όχι περιγραφές ιδανικών νομολογικών καταστάσεων. Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να παραξενεύει το γεγονός ότι και οι επιστήμονες «πέφτουν έξω» στις προβλέψεις τους και πρέπει να τις αναθεωρήσουν, ούτε πρέπει τέτοιες αναθεωρήσεις να υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη μας στην επιστημονική γνώση ως βάση ορθών προβλέψεων που είναι σημαντικές για την οργάνωση της καθημερινής μας ζωής.
Το όριο
Όμως όλες οι ανθρώπινες καταστάσεις έχουν και μια παρεκβατική μορφή, δηλαδή μια μορφή που είναι βλαπτική για την ανθρώπινη κατάσταση. Στην περίπτωση των «πληροφορημένων» εικασιών που βασίζονται στην επιστημονική γνώση, ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι να εκληφθούν αυτές όχι ως χρησμοί αλλά ως προφητείες – ως απόλυτες «αποκαλύψεις» μελλοντικών γεγονότων. Και επειδή η επιστημονική γνώση πηγάζει από την έρευνα της φύσης και όχι από το υπερφυσικό, η σύγχυση της πρόβλεψης που βασίζεται σε επιστημονική γνώση με την προφητεία οδηγεί αναπόφευκτα στη διάβρωση της αξιοπιστίας της επιστήμης και στο σκοταδισμό. Το όριο που χωρίζει την επιστημονικά θεμελιωμένη πρόβλεψη από την αυθαίρετη επιστημονικοφανή προφητεία είναι δυσδιάκριτο και η υπέρβασή του είναι πολύ πιο εύκολη σε εποχές κρίσης, όπως η πανδημία που μαστίζει σήμερα την ανθρωπότητα. Η αρετή που έγκειται στην αναγνώριση αυτού του ορίου και την αποφυγή της δεισιδαιμονίας είναι η προϋπόθεση για να είναι κανείς πραγματικός επιστήμων.