Από τη στιγμή που μια υπόθεση βρίσκεται στη δικαιοσύνη δεν χωράει έκφραση αγανάκτησης. Στη συντεταγμένη πολιτεία η αγανάκτηση και η εκδίκηση για το κακό που έγινε είναι πράγματα που έχουμε εκχωρήσει στη δικαιοσύνη. Δεν αυτοδικούμε, δεν λιντσάρουμε.
Θα είχε νόημα να αγανακτεί κανείς προτού να πάει η υπόθεση στη δικαιοσύνη, αν τύχαινε να γνωρίζει ότι αυτά τα αδικήματα συνέβησαν, συμβαίνουν και δεν καταγγέλλονται, δηλαδή επειδή ακριβώς δεν πάνε στην δικαιοσύνη. Και τότε θα όφειλε την αγανάκτησή του αυτή να την εκφράσει με καταγγελία.
Δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε πως στο συνάφι, στη συντεχνία, θα υπήρχαν πρόσωπα τα οποία είχαν γνώση, ή βάσιμες υπόνοιες, για τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων
Και όμως, όταν έπρεπε, καμία καταγγελία δεν ήρθε από εκεί, από εκείνον τον χώρο – η αγανάκτηση, όταν θα ταίριαζε, και όπως θα ταίριαζε, να εκφραστεί δεν εξεφράσθη. Η έκταση της τοτινής αφωνίας είναι ανάλογη προς την ένταση της τωρινής φωνής, της άκαιρης και ασύντακτης, της μικρο- και φτηνο-πολιτικής, της λαϊκίστικης διαμαρτυρίας.
Είναι η ενοχή για τη σιωπή που κάνει τη φωνή κάποιων τόσο βροντερή.
* Από τον Άμλετ. Η Βασίλισσα, παρακολουθώντας τη θεατρική παράσταση που έχει στήσει ο Άμλετ με τους φίλους του ηθοποιούς, παρατηρεί πως η πρωταγωνίστρια παραείναι εκδηλωτική, φωναχτή, προδίδοντας έτσι την ανειλικρίνειά της.