Με αφορμή τις επικείμενες εκλογές για την ανάδειξη νέας ηγεσίας στο ΚΙΝΑΛ (ή ΠΑΣΟΚ), σημαντικοί πολιτικοί, εν ενεργεία ή μη, καθώς και διανοούμενοι, έχουν δημοσιεύσει ενδιαφέροντα άρθρα στον Τύπο για το σημερινό περιεχόμενο της έννοιας της σοσιαλδημοκρατίας και την προοπτική της ως πολιτικής πρότασης διακυβέρνησης του τόπου. Με έκπληξη, μάλιστα, διαπίστωσα ότι ανησυχίες για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας διατύπωσαν και τινές πανεπιστημιακοί που, ειλικρινώς, δεν μας είχαν προϊδεάσει για κάτι τέτοιο, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν προηγούμενες δημόσιες τοποθετήσεις τους πάνω σε θέματα ιδεολογίας και πολιτικής.
Παρότι ο ίδιος έχω αυτοχαρακτηρισθεί ως «φιλελεύθερος σοσιαλδημοκράτης» σε κάποιο μικρό μου βιβλίο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία, κι έχω δημοσιεύσει κι ένα σχετικό θεωρητικό κείμενο, με το ψευδώνυμο «Ιώσηπος», και με τίτλο, «Περί ιδεολογίας και προτάσεων της Κεντροαριστεράς», στο ηλεκτρονικό περιοδικό Μεταρρύθμιση (στις 4/2/2014), ας μου επιτραπεί να διατυπώσω την άποψη ότι ίσως η επίκληση της έννοιας της «σοσιαλδημοκρατίας» αντιστικτικά προς την ιδεολογία και την κυβερνητική πρακτική της ΝΔ, να είναι, κατά κάποιον τρόπο, «αποπροσανατολιστική» όσον αφορά το τι οφείλει να συνιστά τον πυρήνα της αναζητούμενης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης. Οπότε να καθίσταται και πολιτικά ατελέσφορη.
Και τούτο, για τους εξής δύο, κυρίως, λόγους: Πρώτον, εάν ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε δίκιο ότι εξακολουθούμε, πιθανόν από κάποια δύναμη στοχαστικής «αδράνειας», να επικαλούμαστε ιδεολογικά σχήματα που αφορούσαν συγκεκριμένες, ιστορικώς και πολιτισμικώς προσδιορισμένες, κοινωνικοπολιτικές συγκροτήσεις του παρελθόντος, οι οποίες όμως δεν υφίστανται πλέον (βλ., π.χ., τα βιβλία του, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού και Συντηρητισμός), τότε δεν έχει νόημα να κάνουμε λόγο για συντηρητισμό, φιλελευθερισμό και σοσιαλισμό. Οπότε ούτε για σοσιαλδημοκρατία. Δεύτερον, αν όμως σφάλλει ο Π. Κονδύλης, τότε γεννάται ένα δεύτερο ερώτημα, αν δηλαδή η έννοια της σοσιαλδημοκρατίας (και όχι μόνον αυτή, ασφαλώς!) είχε ποτέ συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική «αντιστοίχιση» στη χώρα μας. Ο Παναγής Παπαληγούρας, σημαντικός διανοούμενος και κορυφαίος πολιτικός της ΝΔ επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, μαθητής του Hans Kelsen και δυστυχώς τόσο λησμονημένος απ’ όλες τις σημερινές πολιτικές δυνάμεις, υποστήριζε εν προκειμένω: «Στο εξωτερικό υπάρχουν παραδοσιακοί λόγοι και συνθηματολογία, η οποία είναι συνδεδεμένη με το να είναι κανείς συντηρητικός, ας πούμε στην Αγγλία ή στην Ολλανδία ή στο Βέλγιο, ή να είναι φιλελεύθερος ή να είναι σοσιαλιστής. Εδώ, τέτοιοι παραδοσιακοί λόγοι δεν υπάρχουν και ούτε συνθηματολογία υπάρχει, ούτε ανταποκρίνονται σε καμμιά ταξική διαφορά ουσιαστικά τα κόμματα» (Παναγής Παπαληγούρας, στο Σταύρος Ψυχάρης, Οι μνηστήρες της εξουσίας στο παιχνίδι της αλήθειας, ειδική έκδοση για την εφημερίδα Το Βήμα, 2013, σελ. 144-145).
Αν προσθέσει κανείς στην τελευταία παρατήρηση του Π. Παπαληγούρα το γεγονός ότι ζούμε στην εποχή της συνεχώς μεγαλύτερης εξάρτησης των εθνικών οικονομιών από τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις (στο πλαίσιο της αποκαλούμενης παγκοσμιοποίησης) και ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και, μάλιστα, του σκληρού της πυρήνα, της ΟΝΕ, τότε η σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών που ασκούν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικές ευθύνες, είναι δεδομένη εκ των πραγμάτων. Δεν υπάρχει, δηλαδή, περιθώριο άσκησης από τους σοσιαλιστές ή τους σοσιαλδημοκράτες κεϋνσιανών οικονομικών πολιτικών σε εθνικό πλαίσιο, όπως παλαιότερα.
Αυτό που παραμένει ως ζητούμενο είναι η αύξηση του εθνικού πλούτου και η δικαιότερη διανομή του. Διότι, όπως είπε κάποτε ο σημαντικότατος Γιώργος Καρτάλης στον τότε οικονομικό συντάκτη της Καθημερινής, Νίκο Νικολάου: «Σε διαβάζω, αλλά σε συμβουλεύω, όταν γράφεις για δικαιότερη κατανομή του πλούτου, να ξεκινάς πρώτα από το πώς αυτός ο πλούτος μπορεί να παραχθεί και προπαντός να αυξηθεί» (βλ. «Γιώργος Καρτάλης: Ο αριστοκράτης πολιτικός που σταθεροποίησε την οικονομία», στο Νίκος Νικολάου, Πρόσωπα της Οικονομίας, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, σελ. 14). Κατά συνέπεια, οι κατά σύμβαση σοσιαλδημοκράτες, ή οι σοσιαλιστές, ή οι φιλελεύθεροι που πιστεύουν στη διανεμητική δικαιοσύνη, μπορούν, αφού πρώτα βρουν τρόπο να αυξήσουν το εθνικό εισόδημα, να αξιοποιήσουν, στη συνέχεια, τις αντίστοιχες θεωρίες της αναλυτικής αγγλοσαξονικής παράδοσης στην πολιτική φιλοσοφία (βλ., π.χ., το έργο του φιλοσόφου του δικαίου και πολιτικού φιλοσόφου, Ronald Dworkin), για να καταλήξουν σε μια ορθολογικά τεκμηριωμένη, κοινωνικά δικαιότερη, επιλογή των δικαιούχων συγκεκριμένων αγαθών (καθώς πολλά αγαθά δεν επαρκούν για να μοιραστούν σε όλους).
Ταυτόχρονα, όμως, τόσο εκείνοι, όσο και οι κυβερνώντες, της ΝΔ, δεν πρέπει να λησμονούν αυτό που τόσο σωφρόνως και επιμόνως μας υπενθυμίζει ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ότι δηλαδή το «πνιγηρό δημόσιο χρέος» της χώρας «σήμερα κινείται στο τρομώδες ποσοστό του 210% του ΑΕΠ και θα προστεθεί σ’ αυτό και άλλο 15% του ΑΕΠ, οπότε θα ανέλθει στο 225%, που προέρχεται από τις καταπτώσεις των εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου από τα κόκκινα δάνεια των Τραπεζών». Όταν, ας το υπενθυμίσουμε, η Ελλάδα χρεοκόπησε με χρέος 128% (βλ. το άρθρο του, «Εκτός εποχής η πολιτική μας τάξις, πορεύεται με δημοσκοπήσεις και παροχές», Εστία της Κυριακής, 24/10/2021).
Εν κατακλείδι, όπως είχα υποστηρίζει, και πάλι ως «Ιώσηπος», στο άρθρο μου, «Σύγχρονος ‘βενιζελισμός’, αντί της Κεντροαριστεράς», στη Μεταρρύθμιση (στις 3/1/2014), αυτό που ενδεχομένως να έχει ανάγκη ο τόπος να είναι ένας νέος «βενιζελισμός» -αναγκαστικά, δυστυχώς, χωρίς Ελευθέριο Βενιζέλο-, δηλαδή μια νέα παράταξη που, στο οικονομικό πεδίο, θα είναι πραγματικά φιλελεύθερη, ενώ, στο κοινωνικό πεδίο, θα ’ναι αποτελεσματική υποστηρίκτρια της ποιοτικής εμβάθυνσης της δημοκρατίας, του κοινωνικού κράτους και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Και, ταυτόχρονα, με πίστη στην ανάγκη ανάπτυξης μιας αποτελεσματικής, μη «φοβικής», αλλά αντιθέτως χαρακτηριζόμενης από αυτοπεποίθηση, εξωτερικής πολιτικής για τη χώρα μας.
Στόχους, που η σημερινή ΝΔ, παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις της και τη βιολογική καταγωγή του αρχηγού της από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αδυνατεί να εκπληρώσει.