Σύνδεση συνδρομητών

Σκέψεις γύρω από την πολιτική κατάσταση

Τρίτη, 15 Σεπτεμβρίου 2020 22:21
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη (φωτογραφία) έδειξε μια περίεργη ολιγωρία στα κυρίως θέματα για τα οποία επελέγη. Δηλαδή στα θέματα της ανάπτυξης, της αλλαγής παραγωγικού προτύπου, της οικονομικής ανόρθωσης. Φάνηκε να συμβιβάζεται με τη στασιμότητα και την ύφεση και να διοχετεύει τους διαθέσιμους πόρους στην κατανάλωση. Θα πρέπει βέβαια να της αναγνωριστεί ότι είχε την ατυχία του κορωνοϊού και την πληθώρα των άλλων κρίσιμων εξωτερικών προβλημάτων, καθώς και ότι ανάπτυξη δίχως διασφάλιση κοινωνικής συνοχής δεν μπορεί να νοηθεί
Φωτογραφία Αρχείου
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη (φωτογραφία) έδειξε μια περίεργη ολιγωρία στα κυρίως θέματα για τα οποία επελέγη. Δηλαδή στα θέματα της ανάπτυξης, της αλλαγής παραγωγικού προτύπου, της οικονομικής ανόρθωσης. Φάνηκε να συμβιβάζεται με τη στασιμότητα και την ύφεση και να διοχετεύει τους διαθέσιμους πόρους στην κατανάλωση. Θα πρέπει βέβαια να της αναγνωριστεί ότι είχε την ατυχία του κορωνοϊού και την πληθώρα των άλλων κρίσιμων εξωτερικών προβλημάτων, καθώς και ότι ανάπτυξη δίχως διασφάλιση κοινωνικής συνοχής δεν μπορεί να νοηθεί

Διανύω ήδη την έβδομη δεκαετία της ζωής μου, το μικρό εναπομείναν προσδόκιμο, δεν με σταματά από το να σκέφτομαι το μέλλον της χώρας, και όχι μόνον το άμεσο αλλά και ένα μεσοπρόθεσμο. Το άλλοθι ότι αυτό αφορά το γιo μου και τα εγγόνια μου είναι μάλλον πρόσχημα, καθώς το ίδιο θα σκεπτόμουν ούτως ή άλλως. Ας μοιραστώ λοιπόν κάποιες σκέψεις. Ανεξάρτητα από την οξύνοιά τους, μπορεί να χρησιμεύσουν ως έναρξη κάποιου δημόσιου διαλόγου, καθώς το πιο πιθανό είναι ότι αρκετοί πολίτες έχουν παρόμοιες ανησυχίες και κάνουν αντίστοιχες σκέψεις.

Εδώ και κάποια χρόνια η χώρα έμοιαζε να μην ξέρει τι ακριβώς θέλει. Ο ευδαιμονισμός, ο δικαιωματισμός και ο εξισωτισμός προχωρούσαν στην κοινωνία πέρα από τα λογικά και τα επιθυμητά όρια, έχοντας υποκαταστήσει το ενδιαφέρον και τη συλλογική συζήτηση για τη διαμόρφωση στρατηγικής σε σχέση με την πορεία της χώρας.

Αυτό οδήγησε σ’ ένα δόγμα ακινησίας στα κυβερνητικά κλιμάκια, όχι μόνον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (εκεί παρουσιάστηκε ως στρατηγικό δόγμα), αλλά και στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Η πρακτική πολλών από τους κυβερνώντες ήταν: μην κάνεις κάτι πέρα από την διαχείριση της καθημερινότητας, διότι αυτοί που θα ωφεληθούν από τις αλλαγές τις θεωρούν αυτοδίκαιες και δεδομένες, ενώ εκείνοι που θα χάσουν θα κινηθούν μανιωδώς εναντίον σου. Στη σχετική ακινησία και τον εφησυχασμό βοηθούσε και η αντίληψη ότι οι Βρυξέλες καθορίζουν τα μεγάλα θέματα.

Τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης υπήρξαν δύο εξαιρέσεις κατά τις οποίες λήφθηκαν στρατηγικές αποφάσεις, σημαντικές και δεσμευτικές, ορόσημα για το μέλλον της χώρας. Αυτό έγινε ερήμην της διαμορφωμένης κοινής γνώμης της εποχής. Μιλώ για τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Κώστα Σημίτη, ηγετών οι οποίοι ήξεραν πού ήθελαν να πάνε τη χώρα και οραματίζονταν ένα συγκεκριμένο μέλλον. Αντίθετα, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ήξερε που ΔΕΝ ήθελε να πάει τη χώρα, αντίληψη που οδήγησε σ’ ένα ζικ-ζακ αποφάσεων και αναιρέσεων. Ενώ παράλληλα κατά την εποχή αυτή κυριάρχησε ο ευδαιμονισμός μέσω δανεικών, ευρωπαϊκών βοηθημάτων και επιδοτήσεων. Σημαντικό, φυσικά, ήταν ότι επιτεύχθηκε μια ήπια αλλά συνεχής ανάπτυξη. Το μεγάλο επίτευγμα όμως αυτής της αντίληψης ήταν η κοινωνική συνοχή, που οδήγησε στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ηρεμίας και γαλήνης στην τρικυμιώδη ιστορία της χώρας. Το μείον ήταν η αποβιομηχάνιση, η συρρίκνωση της παραγωγής, ο υπέρμετρος δανεισμός και η ανισορροπία στη σχέση κατανάλωσης - παραγωγής (καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε). Οι υπόλοιπες κυβερνήσεις ακολούθησαν την πεπατημένη με απλή διαχείριση της καθημερινότητας.

Η κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010 εξαφάνισε την εμπιστοσύνη μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στην πολιτική και την οικονομική ελίτ. Έγινε πιστευτό ότι η διαφθορά αποτελούσε την κύρια, αν όχι τη μοναδική, αιτία της κρίσης, και οποιαδήποτε σκέψη για στρατηγικό σχεδιασμό μιας ανοδικής πορείας της χώρας ήταν ανέφικτη. Επικράτησε σε σημαντικά τμήματα της πολιτικής ελίτ η στρατηγική της διάσωσης, ενώ μεγάλο μέρος της κοινωνίας επιβράβευσε αυτούς που υπόσχονταν τις μεγαλύτερες παροχές και στις πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις επεδίωξε την επιστροφή στον ευδαιμονισμό. Οι διαδοχικές υποσχέσεις παροχών απέτυχαν, δείχνοντας το ανέφικτο των ανεδαφικών υποσχέσεων. Και μαζί απέτυχαν όσοι επαγγέλλονταν παράλληλα πολιτικά σύμπαντα όπου οι παροχές θα ήταν αυτονόητες, με κορυφαία την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος χάρισε στη διεθνή πολιτική τον όρο «κωλοτούμπα». Η συριζαϊκή περίοδος ολοκληρώθηκε με την πειθήνια εκτέλεση της ατζέντας των δανειστών και των συμμάχων (στρατιωτικές διευκολύνσεις, Μακεδονικό, δημοσιονομικά μέτρα), ίσως λόγω απουσίας στρατηγικού σχεδίου, και την παράλληλη διολίσθηση των υπόλοιπων προβλημάτων κάτω από το χαλί.

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε μεγάλες κοινωνικές ομάδες στην εγκατάλειψη ως κριτηρίου της ψήφου τις υποσχέσεις παροχών, ενώ διαμορφώθηκε μια νέα συναντίληψη, εκείνη του πραγματισμού, της αναμόρφωσης και του αναθεωρητισμού όσον αφορά το παραγωγικό πρότυπο και τις πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε με την υπερψήφιση στις εκλογές του 2019 της πρότασης Μητσοτάκη.

Στο πλαίσιο αυτής της νέας κατάστασης, προβλήματα, όπως η παραβατικότητα στο κέντρο της Αθήνας, η κρίση στον Έβρο, η πανδημία (πρώτη φάση), το μεταναστευτικό και οι ροές στα νησιά, η συμμετοχή στα ευρωπαϊκά πράγματα και η ελληνοτουρκική κρίση στις θάλασσες αντιμετωπίστηκαν με σχέδιο, επιμονή, ψυχραιμία και μέτρο. Τα σχέδια αξιολογήθηκαν και διορθώθηκαν όπου και όταν διαπιστώθηκαν προβλήματα. Δεν ξέρω αν η κυβέρνηση έχει ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο ή κάθε πρόβλημα αντιμετωπίζεται με επιμονή και αφοσίωση στην επίλυσή του, καθώς όλα τα παραπάνω αποτελούσαν κρίσεις που έπρεπε ν’ αντιμετωπιστούν.

Η κυβέρνηση έδειξε μια περίεργη ολιγωρία στα κυρίως θέματα για τα οποία επελέγη. Δηλαδή στα θέματα της ανάπτυξης, της αλλαγής παραγωγικού προτύπου, της οικονομικής ανόρθωσης. Φάνηκε να συμβιβάζεται με τη στασιμότητα και την ύφεση και να διοχετεύει τους διαθέσιμους πόρους στην κατανάλωση. Θα πρέπει βέβαια να της αναγνωριστεί ότι είχε την ατυχία του κορωνοϊού και την πληθώρα των άλλων κρίσιμων εξωτερικών προβλημάτων, καθώς και ότι ανάπτυξη δίχως διασφάλιση κοινωνικής συνοχής δεν μπορεί να νοηθεί. Σειρά όμως οικονομικών αποφάσεων κατευθύνονται μάλλον στην κατανάλωση και στη μεσαία τάξη, παρά στη μείωση των ανισοτήτων∙ παροχές στο εκλογικό ακροατήριο, παρά σε ορθολογική ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας των παραγωγικών μονάδων.

Η αποβιομηχάνιση η ύφεση, η στασιμότητα, καθώς και η στροφή στον τουρισμό και στις υπηρεσίες εστίασης του προηγουμένου διαστήματος απαιτούσαν διορθωτικές κινήσεις, ενώ και πάλι, την άνοιξη, στο πλαίσιο της επείγουσας κατάστασης που δημιουργήθηκε από την πανδημία, προτεραιότητα ήταν ο τουρισμός που απορρόφησε την κύρια οικονομική μέριμνα της κυβέρνησης, καθώς η μείωση της εισροής απαραίτητων νέων πόρων που είχε επιτευχθεί τα προηγούμενα χρόνια έμοιαζε εφιαλτική.

Ο κορωνοϊός ανέδειξε, αφενός, πόσο ευαίσθητος τομέας είναι ο τουρισμός, ιδιαίτερα η μονοκαλλιέργειά του, αφετέρου τις ελλείψεις του παραγωγικού ιστού, καθώς τον προηγούμενο Μάρτιο, μαζί με άλλες δυτικές χώρες, εκλιπαρούσαμε την Κίνα για χορήγηση μασκών και άλλου βασικού υγειονομικού υλικού για τις ΜΕΘ.

Φυσικά τίποτε δεν είναι ακόμη οριστικό σε σχέση με την οικονομία. Οι πόροι από το ευρωπαϊκό ταμείο ανασυγκρότησης δημιουργούν νέες ελπίδες οικονομικής ανέλιξης. Η αντίστοιχη προσπάθεια απαιτεί μέθοδο, σχέδιο, επιμονή και κινητοποίηση όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας σε βάθος χρόνου. Όμως μια δύσκολα επιλύσιμη εξίσωση αρχίζει να διαμορφώνεται γύρω από αυτό το θέμα. Δύσκολη, καθώς έχει παράγοντες με υψηλή αβεβαιότητα που επηρεάζουν σχεδόν το σύνολο των άλλων.

Πρώτος και κύριος, η εξέλιξη της πανδημίας. Σήμερα, βρισκόμαστε στην έναρξη ενός δευτέρου κύματος της νόσου, με άδηλη έκταση, βάθος και χρονική διάρκεια. Θα εξαρτηθεί από άλλους δύο αβέβαιους και πάλι παράγοντες. Ο πρώτος είναι ο βαθμός συμμόρφωσης των πολιτών με τα μέτρα δημόσιας υγείας. Το καλοκαίρι, στα «μπητσόμπαρα» και γενικότερα γύρω από «τα μπάνια του λαού», διαμορφώθηκε ένα μέτωπο άρνησης, το οποίο τέμνει οριζόντια όλη την ελληνική κοινωνία. Ιδιοκτήτες επιχειρήσεων τουρισμού, εστίασης, μικροπωλητές, μικρομαγαζάτορες, νεαροί με εγωιστική προτεραιότητα τη διασκέδασή τους, δυσφορούντες πολίτες λόγω οικονομικής δυσπραγίας, μείωσης εισοδημάτων και αβεβαιότητας, «νεοαντιστασιακοί» (π.χ. εκείνοι που δεν φορούν ζώνη ασφαλείας στο αυτοκίνητό τους, ή αρνούνται τον αντικαπνιστικό νόμο), με την επικουρία διανοούμενων και πολιτικών δυνάμεων που χτίζουν καριέρες επί του θέματος, πάτησαν πάνω σε κάθε λογής λαϊκιστικά ιδεολογικά σχήματα, (απ’ αυτά που πωλούν κηραλοιφές μέχρι αυτά που πωλούν λογοκλοπή, εθνικισμό, 666, ψεκασμό και λαϊκή προστασία) και συγκρότησαν το μέτωπο της «συνωμοσίας της μάσκας». Σε ποιον βαθμό θα διατηρηθεί πέραν της θερινής ραστώνης είναι ένα κρίσιμο ζήτημα.

Δεύτερος παράγων είναι η έγκαιρη ύπαρξη ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου που θα είναι διαθέσιμο για να διανεμηθεί σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού. Πράγμα που, παρά τις ευοίωνες εξελίξεις, παραμένει στην ουσία αβέβαιο.

Αν η εξέλιξη της πανδημίας πάρει σοβαρές και μακροχρόνιες διαστάσεις, μέχρι ή και πέρα από την άνοιξη του 2021, τότε η ανάταξη της οικονομίας όχι μόνο δεν θα δρομολογηθεί αλλά η χώρα θα βρεθεί ενώπιον μιας μεγαλύτερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης – και τότε ίσως το μέτωπο της «συνωμοσίας της μάσκας», μετεξελιχθεί σε μέτωπο «συνωμοσίας των πολιτικών και οικονομικών ελίτ για τον έλεγχο των μαζών». Η αμφισβήτηση των θεσμών και του πολιτικού συστήματος θα επανέλθει, η δυνατότητα αναπτυξιακών και μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών θα μειωθεί και το διαθέσιμο βάθος χρόνου για τις απαιτούμενες μεταρρυθμιστικές αλλαγές που προαναφέρθηκε θα περιοριστεί σημαντικά.

Η εξέλιξη της πανδημίας, λοιπόν, μπορεί να οδηγήσει σε νέα αναβολή της προσπάθειας για οικονομική ανάκαμψη αλλά και την εμπλοκή της με τη νέα εκλογική αναμέτρηση, καθώς θα έχει διανυθεί ο μισός χρόνος της θητείας της κυβέρνησης και θα πλησιάζουμε σε εκλογές. Και τι εκλογές! Με το σύστημα της απλής αναλογικής, διάβαζε της ακυβερνησίας. Κατάσταση που θα απαιτήσει έναν δεύτερο εκλογικό κύκλο για να ξεπεραστεί.

Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Το εκλογικό σύστημα και η συνοδός δυνατότητα κυβερνησιμότητας επηρεάζει την ψήφο των πολιτών, καθώς ψηφίζουμε όχι για να δηλώσουμε ποιον αγαπούμε αλλά ποιος νομίζουμε ότι είναι καταλληλότερος να κυβερνήσει τη χώρα στις δεδομένες συνθήκες. Μια εκλογή που δεν θα περιέχει πρακτικά το ερώτημα της κυβερνησιμότητας θα είναι μια εκλογή α-σήμαντη, εκλογή βουλευτών και όχι πολιτικών δυνάμεων. Πολλά φυγόκεντρα σχήματα θα δημιουργηθούν καθώς θα έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν την τύχη τους, προκαλώντας την πολυδιάσπαση και την αποδόμηση των κομμάτων. Παρ’ όλο που η εκλογική αυτή διαδικασία θα είναι μετέωρη και ενδιάμεση, μπορεί να προκαλέσει ανατροπές. Καθώς κάθε εκλογή διαμορφώνει ένα νέο τοπίο, η πολιτική κατάσταση τη Δευτέρα είναι διαφορετική από αυτήν που ήταν την Κυριακή.

Οι φυγόκεντρες και πολυδιασπασμένες πολιτικές δυνάμεις που πιθανόν να δημιουργηθούν θα γίνει δυνατό σε διάστημα λίγου χρόνου, του ενός μήνα της νέας εκλογικής αναμέτρησης, να συγκλίνουν και πάλι; Δυνάμεις που μόλις πριν από λίγο αντιπαρατέθηκαν σκληρά θα εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, ώστε να δώσουν κυβερνητική διέξοδο, και μάλιστα ισχυρή;

Άρα, στους αβέβαιους παράγοντες της δισεπίλυτης εξίσωσης όσον αφορά την οικονομική, κοινωνική και την (αναγκαία) στρατιωτική ενίσχυση της χώρας εισέρχεται και ο χρόνος των εκλογών. Πότε λοιπόν πρέπει να γίνει η νέα εκλογική αναμέτρηση; Στον πιθανολογούμενο χρόνο απαλλαγής από τον κορωνοϊό; Ώστε να σηματοδοτηθεί μια νέα εξόρμηση της χώρας; Ή αυτό έχει κινδύνους και πρέπει να διασφαλιστεί η διάρκεια της θητείας της σημερινής κυβέρνησης και μέσα σ’ αυτήν να επιδιωχθεί η πολλαπλή ανάταξη της χώρας;

Αν, στα σχετικά απλά αυτά ερωτήματα, προστεθούν οι παράγοντες των σχέσεων με την Τουρκία, η διαμόρφωση ενός νέου διεθνούς περιβάλλοντος μετά την πανδημία, τις εκλογές της Αμερικής και τη, μετά το Brexit, Νέα Ευρώπη, η εξίσωση γίνεται ακόμη δυσκολότερη.

Από τη φύση της όμως δεν επιζητεί την απόλυτη λύση. Απλώς, μπορεί να ελπίζει κανείς ότι αυτή την φορά θα καταφέρουμε να βρούμε την καλύτερη.

Λάκης Δόλγερας

Συγγραφέας. Βιβλία του: τα διηγήματα Ξεχασμένες Ιστορίες (2006) και τα μυθιστορήματα Μια σκοτεινή υπόθεση (2010), Η δεύτερη συνάντηση της Ελεωνόρας και του Νίκου (2012), Νικητές και νικημένοι (2013), Νεκρός στον ήλιο του Ιουλίου (2015)

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.