Σύνδεση συνδρομητών

Ο ανδαλουσιανός σκύλος και το πολιτικό σύστημα

Κυριακή, 28 Αυγούστου 2016 14:06
Σκηνή από τον "Ανδαλουσιανό σκύλο", των Λουίς Μπουνιουέλ και Σαλβαδόρ Νταλί (1928).
Αρχείο The Books' Journal
Σκηνή από τον "Ανδαλουσιανό σκύλο", των Λουίς Μπουνιουέλ και Σαλβαδόρ Νταλί (1928).

Στην υπερρεαλιστικής έκφρασης ταινία αναφοράς του σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, που είχε γυρίσει σε συνεργασία με τον ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί, Ο ανδαλουσιανός σκύλος, σε μία ακολουθία συνειδητού και ασυνείδητου, λογικής και έκλειψής της, συμβατικού και ανεξήγητου, ένα χέρι εμφανίζεται να περιτριγυρίζεται από μυρμήγκια και τον μυρμηγκοφάγο σιγά σιγά να το κατατρώγει. Το χέρι σαπίζει και σε πρώτη φάση πέφτει στο έδαφος. Ποιες αναλογίες μπορεί να βρει κανείς με τη σημερινή πολιτική κατάσταση της χώρας;

Μετά από έξι χρόνια κρίση, το ελληνικό πολιτικό σύστημα παρουσιάζεται εξουθενωμένο και άπνοο, παρατημένο στο έδαφος των χαμηλών προσδοκιών και του υποβαθμισμένου επιπέδου. Τι συμβαίνει όμως σε αυτό; Το παρόν άρθρο ιχνηλατεί μέρος των προβλημάτων που αναδεικνύονται, εστιαζόμενο κυρίως στον αντιπολιτευτικό χώρο, ο οποίος δυνητικά θα μπορούσε να υπερβεί το τέλμα.

Το death wish της Κεντροδεξιάς

Με την υφαρπαγή της εξουσίας από τους φιλελεύθερους στον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών της ΝΔ γεννήθηκαν σημαντικές προσδοκίες για το κόμμα της μείζονος αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στηρίχτηκε από ευρύ φάσμα φιλελεύθερων δημοκρατών, απηυδισμένων σοσιαλδημοκρατών, πρώην μελών της ανανεωτικής Αριστεράς και νεοθατσερικών συντηρητικών.  Η ανάδειξή του στην προεδρία, σε μια καμπή της ιστορίας με κοντινά χαρακτηριστικά στο εκσυγχρονιστικό προηγούμενο, δημιούργησε κύμα αισιοδοξίας και προοπτικής. Με πρόσφατη την περίοδο του παραλόγου που μεσολάβησε και τις υποσχέσεις του για ιδιωτικοποιήσεις και εξορθολογισμό της διοίκησης, η εκλογή του έλαβε μιντιακό κινηματικό χαρακτήρα. Ενδεχομένως, σε αυτή τη νίκη το Μένουμε Ευρώπη να βρήκε την επιτελεστικότητά του.

Αρκετούς μήνες αργότερα, η ένταση της υποστήριξης –και παρά τις δημοσκοπήσεις που του δίνουν σαφές προβάδισμα– φαίνεται να έχει σιγάσει. Και ενώ είναι απόλυτα λογικό οι υψηλές απαιτήσεις να μην επιβεβαιώνονται αμέσως, η έως τώρα αντιπολιτευτική ρητορεία δεν έχει καταφέρει να πείσει για κάτι το διαφορετικό.  Το δημοσκοπικό προβάδισμα ερμηνεύεται κυρίως ως φθορά του αντιπάλου και όχι ως επιβράβευση πολιτικών πρωτοβουλιών. Η ΝΔ δεν κάνει επίθεση ελευθερίας, αδυνατεί ρητορικά να ηγεμονεύσει, αρνείται να γίνει η κυρίαρχη του παιχνιδιού. Η αδράνεια μάλιστα αυτή, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, αναζωπυρώνει αντιδεξιά σύνδρομα τα οποία σχεδόν καταστατικά ενυπάρχουν στην ελληνική πολιτική ιστορία. Η αντιπολιτευτική της γραμμή είναι ασαφής. Οι επιλογές της σε κεντρικά πρόσωπα είναι άνευρες και άχρωμες με μηδαμινό αναλυτικό υπόβαθρο. Για άλλη μία φορά στέκεται στην πάταξη της φοροδιαφυγής, στην αγαπημένη δηλαδή συζήτηση όσων δεν θέλουν να μειώσουν το κράτος. Τα ευχολόγια προσέλκυσης επενδύσεων, διαφάνειας και αξιοποίησης της πληροφορικής σε επίπεδο διαλεκτικής είναι παλιά, και μαζί τους ταυτίζονται λίγοι. Η κοινωνία έχει προβλήματα απτά, καθημερινά, βιοποριστικά, επείγοντα. Παρ’ ότι μία μορφή τεχνοκρατισμού θα μπορούσε να βελτιώσει τη ζωή της μετά την διάψευση της διαχείρισης της πτώσης της από τον σημερινό πρωθυπουργό, δεν είναι σε φάση να το αντιληφθεί. Το μνημόνιο στην παρούσα μορφή –ύστερα από την ατιμωτική απαντητική του διαπραγματευτικού καιροσκοπισμού, ως συμφωνία ηττημένων του περασμένου καλοκαιριού– μεταφράζεται στη συλλογική συνείδηση ως δυσβάστακτο πακέτο φόρων και όχι μεταρρύθμισεων χωρίς διέξοδο. Παράλληλα, ο κρατισμός της πενταετίας του εκτροχιασμού παίζει τα ρέστα του. Η ελπίδα για μείωση των δαπανών και περιορισμού των φόρων κινδυνεύει να λάβει τη μορφή μιας απονεκρωμένης ευχής.

Κεντροαριστερά απέναντι στην λήθη

Το οξύμωρο αλλά και τραυματικό για την Κεντροαριστερά είναι ότι, ενώ ιστορικά δικαιώθηκε, δεν μπορεί να προχωρήσει εμμένοντας σε αυτό. Η πολιτική στον πραγματικό κόσμο, και όχι στη σφαίρα των διανοουμένων, δεν έχει να κάνει με την απόδοση δικαιοσύνης. Ο εθνορομαντισμός των αντιμνημονιακών νικών απέδωσε μία σφραγίδα ενοχής και αρνητισμού στο ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο κυρίως –αλλά και η ΝΔ– έγιναν η όψη της επαράτου μεταπολιτεύσεως και «της χούντας που δεν τελείωσε». Όσοι πελατειακά ταυτίστηκαν μαζί του έφυγαν με το τέλος των παροχών και δεν πρόκειται να ξεχάσουν την «προδοσία» της μεγάλης τους αγάπης μετά τη –ζωτικής σημασίας– υπαγωγή της χώρας στο μνημόνιο. Όσοι ταυτόχρονα έμειναν στα δύσκολα του κόμματος, δεχόμενοι τις πιο ακραίες και άνισες επιθέσεις, δεν πρόκειται μεν να πάνε στον ΣΥΡΙΖΑ –γιατί οι περισσότεροι το αναγνωρίζουν ως ένα ανίερο κακέκτυπο, σαν το βέβηλο κλωνοποιημένο παιδί που ποτέ δεν θα είναι το δικό τους– αλλά συγχρόνως δεν μπορεί να μην είναι προβληματισμένοι και απογοητευμένοι με την πορεία του χώρου τους. Ο νέος –όχι απαραίτητα ηλικιακά– κόσμος που ακολούθησε τον δυτικό βηματισμό στα χρόνια της κρίσης θα μπορούσε να είναι και η ελπίδα του τελευταίου. Παρ’ όλα αυτά τα ναρκισσιστικά καθρεφτάκια, το υψίπεδο των εγωισμών, η πολυδιάσπαση και οι ατέρμονες συζητήσεις, η απουσία πολιτικής πρότασης, η αδυναμία ύπαρξης ενός συμβολαίου εμπειρίας και νέων πρωτοβουλιών καθιστούν αδύνατη την ανάδειξη μίας φυσιογνωμίας ικανής να ενώσει και να εμπνεύσει. Αυτός ο σοσιαλδημοκρατικός τόπος, ως έχει, με την αδράνειά του να συσπειρωθεί σχεδιάζοντας το μέλλον, ακροβατεί στη λήθη, ή έστω στις χαμηλές προσδοκίες ενός τρίτου πόλου. Η απειλή που δέχεται από τη νεοκομμουνιστική Αριστερά, η γενικευμένη άνοδος των ριζοσπαστισμών και η ευρωπαϊκή ύφεση της σοσιαλδημοκρατίας εδραιώνουν το αδιέξοδο. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η ανάκαμψή του μπορεί να έρθει μόνο σε βάθος χρόνου.

Το εθνολαϊκιστικό σύμπλεγμα

Η σημερινή κυβέρνηση, έχοντας επικαιροποιήσει τον  Καρλ Σμιτ, όταν καθημερινά ο βαθμός έντασης του πολιτικού λαμβάνει την μορφή εχθρού και φίλου, συνεχίζει την καταστροφική πορεία της. Χτυπά τους ολυμπιονίκες του παρελθόντος γιατί αρνείται τη Mεταπολίτευση και θέλει να την ταυτίσει συλλήβδην με το παλιό και την ντόπα. Καθαρά σμιτιανά, αφήνει μέσω των δορυφόρων της αιχμές και απειλές κατά των αντιπάλων της,  όχι για τη φυσική τους εξόντωση αλλά για την ύπαρξη αυτής ως δυνατότητας. Ο καταγωγικά διαλεκτικός λόγος της με μία ανακολουθία προτάσεων και πράξεων αφοπλίζει. Προσπαθεί δε να πείσει πως, μετά την ανατροπή ενός αυταρχικού καθεστώτος (και σε αυτή την ριζοσπαστική εκδοχή της ιστορίας η κυβέρνηση Σαμαροβενιζέλων ταυτίστηκε ως τέτοια), τα οικονομικά των πολιτών παραμένουν ίδια η χειρότερα, αλλά πλέον είναι επιλογή τους. Ο μικροκαπιταλιστής του εαυτού, το άτομο δηλαδή εκείνο που αναλαμβάνει τα μικρά και τα μεγάλα ρίσκα της ελευθερίας των επιλογών, ο αδέσμευτος του κοινοτικού ήθους χειραφετημένος άνθρωπος που αγωνίζεται και απολάμβανει τους κόπους των προσπαθειών και της επιτυχίας του είναι το μίασμα που πρέπει να κολεκτιβοποιηθεί.

Η σφυρηλάτηση της κλειστής λίγκας επιχειρηματικής ολιγαρχίας, η αναδιανομή της φτώχειας, η εξύψωση  του μιζεραμπιλισμού, τα ειδικά προνόμια για τους εντός των τειχών, η αναπαραγωγή ενός συστήματος ανέργων πτυχιούχων, ο συντεχνιασμός μίας κοινωνίας σκληρής δημοσιοϋπαλληλίας, και απλήρωτων συνταξιούχων αποτελεί τον οραματικό στόχο.

***

Η ανάλυση που προηγήθηκε κινείται στα νερά μίας μάλλον απαισιοδοξίας. Το πολιτικό σύστημα, καιρό μετά την ενδόρρηξή του, βρίσκεται στον αμνιακό σάκο μίας άρνησης. Είτε δεν έχει μάθει από τα λάθη του είτε εμμονικά αναλύει το παρόν με εργαλεία του παρελθόντος. Μία άοκνη και διαρκής συζήτηση για την  ανάληψη της ιστορικής ευθύνης κρύβει την αδυναμία μας να μιλήσουμε και να στοχαστούμε το μέλλον προσδιορίζοντάς το θετικά.

Από την άλλη, ο ενταφιασμός του παρελθόντος και η επανάληψη των κακώς κειμένων του, με τον αλληθωρισμό στον εθνολαϊκισμό, μοιάζει με μονοπάτι ολισθηρό.

Σε  κάθε περίπτωση, ο «ανδαλουσιανός σκύλος» δείχνει τα δόντια του.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.