Γράμματα
Το πιο ευδιάκριτο γνώρισμα του Ελύτη, ακόμα και για έναν επιπόλαιο αναγνώστη, είναι ένα ιδιότυπο όραμα του κόσμου, όπου ανατρέπεται η λογική τάξη της πραγματικότητας. Αυτό που ίσως διαφεύγει στον απροειδοποίητο αναγνώστη είναι πως ο Ελύτης πατάει με το ένα πόδι στον υπερρεαλισμό και με το άλλο στον Ηράκλειτο, που υποστήριζε πως οι αντιθέσεις είναι όψεις της ίδιας πραγματικότητας, πως «οδός άνω και κάτω μία και αυτή». Πιστεύουμε πως στην ποίηση του Ελύτη απολήγει κι ένα άλλο ρεύμα, αντίρροπο στον υπερρεαλισμό, και πως αυτό είναι ο κυβισμός του Πάμπλο Πικάσο, του οποίου ο Ελύτης πραγματοποιεί την ποιητική εκδοχή.
Από τον Μιχαήλ Μπαχτίν. Εισαγωγή - μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας
Το καλοκαίρι του 1944, ο Μιχαήλ Μπαχτίν επανεπεξεργάστηκε την πρώτη, ανέκδοτη μορφή του βιβλίου του Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, με την ελπίδα να εκδοθεί. Στο πλαίσιο αυτής της επανεπεξεργασίας, κράτησε μια σειρά σημειώσεις πάνω σε διάφορα ζητήματα. Οι σημειώσεις αυτές όμως δεν ενσωματώθηκαν ποτέ στο βιβλίο, ούτε στην πρώτη ούτε στις μεταγενέστερες εκδοχές του, και δημοσιεύτηκαν πολλά χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα. Στην έκδοση των Απάντων του Μπαχτίν καταλαμβάνουν πενήντα σελίδες του πέμπτου τόμου (М.М. Бахтин, Собрание сочинений, τόμ. 5, Русские словари, Μόσχα 1997, σελ. 80-129). Ανάμεσα σ’ αυτές υπάρχουν δεκαέξι σελίδες (84-99) αφιερωμένες αποκλειστικά στα έργα του Σαίξπηρ. Είναι οι μόνες γνωστές παρατηρήσεις του Μπαχτίν για τον Σαίξπηρ και γι’ αυτό έχουν ιδιαίτερη αξία. Ο ρώσος στοχαστής διατυπώνει εδώ καίριες παρατηρήσεις για το σαιξπηρικό έργο και για τον φιλοσοφικό πυρήνα της τραγωδίας. Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των σημειώσεων. Παραλείπουμε, για λόγους έλλειψης χώρου, ένα μικρό μέρος τους, κυρίως αυτούσια παραθέματα από έργα του Σαίξπηρ. Τα σημεία που παραλείπονται δηλώνονται με αποσιωπητικά εντός αγκυλών.
Το 1954, ο Ρόδης Ρούφος αναλαμβάνει τη θέση του υποπροξένου στο ελληνικό προξενείο και εγκαθίσταταται στη Λευκωσία. Τον ίδιο χρόνο, πραγματοποιεί ο Σεφέρης το δεύτερο ταξίδι του στην Κύπρο· φτάνει συγκεκριμένα στο νησί το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου και, πριν κατευθυνθεί στην Αμμόχωστο, στο σπίτι του Λουίζου όπου θα φιλοξενούνταν, επισκέπτεται το ελληνικό προξενείο στη πρωτεύουσα. Παρ’ όλο που δεν έχουμε κάποια σχετική μαρτυρία, στο προξενείο συναντήθηκε πιθανότατα και με τον Ρούφο, ο οποίος εξάλλου σε επιστολή του την προηγούμενη μέρα, στις 14 Σεπτεμβρίου, ενημέρωνε τον φίλο του Θεόφιλο Δ. Φραγκόπουλο για την επικείμενη επίσκεψη: «Αύριο καταφθάνει εδώ Σεφέρης».[1] Στην τηλεγραφική ημερολογιακή εγγραφή του πάντως ο Σεφέρης σημειώνει, απλώς: «Προξενείο». Τρεις μέρες αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου, ο Ρούφος επισκέπτεται στην Αμμόχωστο τον Σεφέρη, ο οποίος σημειώνει και πάλιν στο ημερολόγιό του: «Ρούφος απόγεμα με μηχάνημά του».[2] Ο Ρούφος θα επισκεφθεί ξανά τον Σεφέρη στην Αμμόχωστο, όπως τεκμαίρεται από την ημερολογιακή εγγραφή της 12ης Οκτωβρίου: «Έπειτα με τον Α. Παππά στα Βαρώσια. Ήρθαν οι Ρούφοι αργότερα» ενώ, πιθανότατα, ο Ρούφος θα ήταν ανάμεσα στους παρισταμένους στο αποχαιρετιστήριο γεύμα του προξένου Ανδρέα Παππά, στις 15 Οκτωβρίου στο προξενείο.
Η Εταιρία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων οργάνωσε, με τη συμμετοχή συγγραφέων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, «Βραδιά Σεφέρη» στο θέατρο Άλφα, στις 22 Νοεμβρίου 1971. Τη συζήτηση διηύθυνε ο Ρόδης Ρούφος ο οποίος, κλείνοντας την εκδήλωση, μίλησε για τον τιμώμενο ποιητή και συνάδελφό του στο διπλωματικό σώμα. Η σύντομη ομιλία του ίσως είναι το τελευταίο του κείμενο, γι’ αυτό και νομίζω ότι έχει θέση σ’ ένα αφιέρωμα με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τον θάνατό του (από το τεύχος 133 που ήταν αφιερωμένο στον Ρόδη Ρούφο):
Χαρτογράφηση μιας πολύμορφης σχέσης
Το έργο και, κυρίως, η προσωπικότητα του διπλωμάτη και ποιητή Γιώργου Σεφέρη άσκησαν αναμφίβολα ποικίλες επιδράσεις στον νεότερο συνάδελφό του και πεζογράφο Ρόδη Ρούφο. Η διαπίστωση αυτή συνάγεται από πολλές πηγές: από τις συχνές, άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε στίχους και ποιήματα του Σεφέρη που εντοπίζονται τόσο στην τριλογία του για την Κατοχή και την Αντίσταση (το Χρονικό μιας σταυροφορίας, 1954-58/1972), όπως και στο «μυθιστόρημα του Κυπριακού Αγώνα» (Η Χάλκινη Εποχή, 1960)· από τα διάφορα σχόλια του Ρόδη Ρούφου σε επιστολές του – πρωτίστως προς τον στενότερο (όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία τους) φίλο του, τον ποιητή και επίσης θαυμαστή τού Σεφέρη, Θεόφιλο (άλλως, «Μπούλη») Φραγκόπουλο· ακόμη και από τα λιγοστά ποιήματα που έγραψε και δημοσίευσε ο ίδιος – κατά βάση στα Κυπριακά Γράμματα. Στο κείμενο αυτό, θα σταθούμε σε κάποια (εν πολλοίς άγνωστα και αδημοσίευτα ώς σήμερα) τεκμήρια αυτής της πολύμορφης «μαθητείας» του Ρούφου στον δικό του Σεφέρη, όπως αποκαλύπτονται επίσης σε ποικίλα δοκίμια και παρεμβάσεις του, γραμμένα όλα την περίοδο 1963-1971 και συγκεντρωμένα (εν μέρει μόνο) στον τόμο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, λίγους μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό του το 1972 – ένα, δηλαδή, χρόνο μετά και την εκδημία του ακριβού του φίλου και «μέντορα».
Έντεκα μυθιστορήματα, κι ανάμεσά τους δυο βραβευμένα με Μπούκερ, το Γουλφ Χολ και τα Γεράκια (Bring up the Bodies), δύο συλλογές διηγημάτων, μία αυτοβιογραφία και πολυάριθμα άρθρα – αυτή είναι η συνεισφορά της σπουδαίας συγγραφέα Χίλαρι Μαντέλ, που πέθανε στις 24 Σεπτεμβρίου 2022. Στο Books’ Journal πρωτοπαρουσιάσαμε δουλειά της, το Γουλφ Χολ, στο πρώτο κιόλας τεύχος μας, τον Νοέμβριο του 2010 – μάλιστα, για τις ανάγκες της κριτικής που έγραφε η Εριφύλη Μαρωνίτη, είχε ζητήσει και τη γνώμη της Χίλαρι Μαντέλ για το ιστορικό μυθιστόρημα και την τεχνική της – γνώμη που παρατίθεται στη συνέχεια. Παραθέτω παρακάτω την παρουσίαση της συγγραφέα από εκείνο το μακρινό τεύχος.
Όταν ο Σεφέρης αισθανόταν την ανάγκη να αποσυρθεί από τη διπλωματική υπηρεσία, έλεγε συχνά ότι επιθυμούσε να ασχοληθεί με «το μερίδιο του Θεού». Γιατί όμως η συνταξιοδότηση ενός διπλωμάτη να αφορά το Θεό; Πού ακριβώς έχει ο Θεός μερίδιο και γιατί ο ποιητής ήθελε να ασχοληθεί με αυτό; Και το μερίδιο που δεν είναι του Θεού, τίνος είναι άραγε; (Ανακοίνωση στο Ε’ Συμπόσιο Σεφέρη, Αγία Νάπα, Κύπρος, Νοέμβριος 2021, δημοσιεύτηκε στο τεύχος 130 του Books' Journal)
«Οι ιδεολογικές μου πεποιθήσεις δεν με εζημίωσαν, τουναντίον με ωφέλησαν στη φιλολογική μου δραστηριότητα».
Γιωσέφ Ελιγιά, Γιάννενα 1924[1]
Ο Ιωσήφ Ηλία Καπούλιας, ή Ιωσήφ Ηλία Ιωσήφ, ή ο γνωστός μας Γιωσέφ Ελιγιά, παραμένει έως και σήμερα ο «γνωστός - αγνοημένος», αν και υπήρξε από την αρχή σχεδόν της καλλιτεχνικής του δημιουργίας διανοητής και πρωτοπόρος αγωνιστής των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων[2]. Και για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια ενός άλλου γιαννιώτη εβραιοφιλοσόφου, του Σάββα Μιχαήλ, «ο Γιωσέφ Ελιγιά, εβραίος από τα Γιάννενα, ποιητής, σοφός κι επαναστάτης – και γι’ αυτό τριπλά τετραπλά κυνηγημένος: Σαν εβραίος από τους αντισημίτες. Σαν ποιητής από τους στερημένους καιρούς. Σαν σοφός από έναν κόσμο που περιφρονεί την εκμετάλλευση, την καταπίεση, τον εξευτελισμό ανθρώπου προς άνθρωπο».[3]
Οι περισσότεροι συγγραφείς, ακόμα και οι καλοί, γράφουν για όσα μπορούν να γραφτούν. Οι κορυφαίοι, όμως, γράφουν για όσα δεν μπορούν να γραφτούν .
W. G. Sebald
Υπάρχει μια φλέβα χρυσού στα έγκατα της τέχνης του μυθιστορήματος, στην οποία ο μη εξοικειωμένος έλληνας αναγνώστης, εθισμένος στην ευκολία αφηγημάτων που κυλούν σαν το νεράκι, δεν δίνει τη δέουσα προσοχή ώστε να ξεπεράσει το αίσθημα της ξένωσης και να αναβαθμίσει το κριτήριο πρόσληψής του που θα τον μυούσε στη δύσκολη τέχνη του μυθιστορήματος. Το ίδιο ισχύει και για τον έλληνα χωρίς κίνητρο κριτικό, και το συγγραφέα που, από φόβο μην απωλέσει τη δική του λογοτεχνική παράδοση, αποφεύγει το διάλογο και την αναμέτρηση με μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας τα οποία ανήκουν πλέον στη χορεία των κλασικών έργων της. Αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί να δημιουργήσει εκείνες τις αναγκαίες φόρμες που θα του επέτρεπαν να ριχτεί στον ημιάγνωστο ωκεανό της δικής του μακραίωνης παράδοσης και να αξιοποιήσει τους πολύτιμους θησαυρούς της (μύθους, θρύλους ή παραμύθια, ποιήματα, ύμνους, τραγούδια, αλλά και πραγματείες ή θεωρήματα από τις αρχαίες φιλοσοφίες / επιστήμες. Η μέχρι ασφυξίας περίκλειστη πεζογραφία μας κινδυνεύει να μετατραπεί σε τυμβωρυχία των βίων προσώπων του παρελθόντος όσο αρνείται να ανακαλύψει τη φλέβα χρυσού της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που δεν είναι άμοιρη της δικής μας αρχαίας, μεσαιωνικής ή νεότερης παράδοσης.