Με αφορμή την επέτειο των 81 ετών από τη γέννηση του Σαββόπουλου, στις 2 Δεκεμβρίου το 1944, έχει ίσως ενδιαφέρον μια στάση σε ένα παλιό εκδοτικό σίριαλ που υπογραμμίζει μια «αιώνια σύγκρουση» για την οποία θα πρέπει να ήταν περήφανος: αυτή ανάμεσα στην ελευθερία που χαρακτήριζε το έργο και τη ζωή του και σε όσους εκτόξευαν εναντίον του κατηγορίες βασισμένες σε στρατευμένα στερεότυπα και τσιτάτα – κάποιοι συνεχίζουν ακόμη και μετά θάνατον.
Το 1983, λοιπόν, ο Γιάννης Μηλιός, που πολύ αργότερα βεβαίως υπήρξε επικεφαλής του οικονομικού τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ, έγραψε ένα λίβελο για τον Σαββόπουλο στο περιοδικό Σχολιαστής. Στο κείμενό του παρομοίαζε τον τραγουδοποιό με έναν υπουργό της Δεξιάς της δεκαετίας του 1970 και τον εγκαλούσε για την επιλογή της θεματολογίας στα τραγούδια του.
Έγραφε ο Γιάννης Μηλιός στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Σχολιαστής, τον Ιούνιο του 1983:
«Των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία» (σσ. στίχος από το τραγούδι «Ας κρατήσουν οι χοροί») μας έχει ήδη τραγουδήσει ο Σαββόπουλος. Αλλά ο Σαββόπουλος θα συνεχίσει. «Ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό, Ελασσόνα – Λειβαδιά – Μελβούρνη – Μόναχο – Αλαμάνα και Γραβιά, Αμέρικα, Βελεστίνο, Άγιοι Σαράντα, Εσκί-Σεχίρ (!!! Γ.Μ.), Κώστας, Κώστας, Μανώλης... η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει, κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει» (σσ. στίχοι από το τραγούδι «Τσάμικο»). Βέβαια, για τη μεγάλη αντίσταση, αυτήν της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο, δεν λέμε ούτε κουβέντα.
O αρθρογράφος, που μάλλον δεν αντιλήφθηκε το συμβολικό και μεταφορικό περιεχόμενο των στίχων, το αίσθημα δηλαδή που μεταφέρουν («είμαστε δεν είμαστε, τίποτα δεν είμαστε, βρε» λένε αλλού οι στίχοι στο «Ας κρατήσουν οι χοροί»), τα θεωρεί όλα κυριολεξία και προφανώς εκτός γραμμής. Και καταγγέλλει τον Σαββόπουλο γιατί σε δύο από τα κομμάτια του τότε νέου του δίσκου (Τραπεζάκια έξω) δεν αντιστέκεται «στο κεφάλαιο». Εφόσον, λοιπόν, δεν παίρνει ξεκάθαρα θέση ο καλλιτέχνης στο δίπολο κεφάλαιο-εργασία, συνάγεται ότι είναι με το κεφάλαιο. Αυτό είναι το συμπέρασμα που αποκομίζει ο αναγνώστης του άρθρου.
Στο κείμενο αυτό του Γιάννη Μηλιού απάντησε αμέσως ο στιχουργός και επί χρόνια συνεργάτης του Μάνου Χατζιδάκι, Άρης Δαβαράκης, γράφοντας στο περιοδικό Ταχυδρόμος:
Στο κάπως «ειδικό» περιοδικό Σχολιαστής, που βάζει πολύ ωραία εξώφυλλα, κάποιος Γιάννης Μηλιός (πρέπει να ’ναι αρθρογράφος στο επάγγελμα γιατί από τις 5 υποσημειώσεις του οι τρεις παραπέμπουν σε δικά του άρθρα) προσπαθεί ν' αποδείξει πως ο Σαββόπουλος είναι Εθνικόφρων και Δεξιός – αν όχι χουντικός. Ένα από τα ατράνταχτα επιχειρήματά του: Ο Σαββόπουλος λέει «ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό». Ο κ. Στεφανάκης της Νέας Δημοκρατίας (σ.σ. άλλοτε υπουργός) λέει «είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο και δεν συγγενεύουμε με κανένα λαό». Άρα ο Σαββόπουλος και ο κ. Στεφανάκης συμφωνούν. Άρα ο Σαββόπουλος είναι αντιδραστικός. Καλά, δεν ντρέπονται;
Αυτά σημείωνε ο Δαβαράκης. Αλλά ο Γιάννης Μηλιός επανήλθε στο τέταρτο τεύχος του Σχολιαστή για να απαντήσει στον Δαβαράκη και να συνεχίσει την κριτική στον Σαββόπουλο. Έγραφε:
Ο Σαββόπουλος δεν ξέρω εν είναι (πλέον) αριστερός. Άλλωστε ελάχιστα με ενδιαφέρει. Ξέρω όμως ότι ιστορικά ο Σαββόπουλος συνδέεται με την Αριστερά, ή έστω μ’ ένα κομμάτι της. Από την εποχή τού «Βιετνάμ» και του «Κόκκινου ήλιου», από τα «φασολάκια», τo «λουρί και το σουγιά» του Ευριπίδη, μέχρι τoν «Πολιτευτάκια», τα «Παιδιά πού είναι στο κόμμα» και τoν «Νίκο», ο Σαββόπουλος δεν ήταν απλώς ένας μουσικός, αλλά ένας μουσικός που παράλληλα λειτουργούσε μέσα και για την Αριστερά.
Παρακάμπτοντας την παρανόηση του Γιάννη Μηλιού για τους στίχους (για παράδειγμα, τα «φασολάκια» στους Αχαρνής ειρωνεύονται καταρχάς τον Γιάννη Ρίτσο του Καπνισμένου Τσουκαλιού και στη συνέχεια τη μεταπολιτευτική κομματική ρητορεία και οδήγησαν στον «αφορισμό» του τραγουδοποιού από το ΚΚΕ), η θέση του αρθρογράφου ότι ο Σαββόπουλος «λειτουργούσε μέσα και για την Αριστερά» είναι μια προσέγγιση που αναδεικνύει τη ρίζα του προβλήματος.
Με βάση τη διατύπωση του Γιάννη Μηλιού, ο Σαββόπουλος μοιάζει να είχε αναλάβει κάποιον ρόλο από τον οποίο ξεστράτισε. Έφυγε εκτός γραμμής με το δίσκο που κυκλοφόρησε και, επομένως, οι πολυσέλιδοι λίβελοι δεν είναι απλά αναγκαίοι, αλλ’ ίσως είναι επιβεβλημένοι για να επανέλθει σε αυτά που εμείς θέλουμε να κάνει (να λέει, να τραγουδάει κ.ο.κ.).
Σε επόμενο τεύχος του Σχολιαστή (τ. 6), ο Σαββόπουλος έδωσε συνέντευξη στο περιοδικό, στον Κώστα Βουρνά. Και τέθηκαν επιτέλους τα θέματα επί τάπητος:
Πολλοί από αυτούς πού σε θεωρούσαν τον κατ’ έξοχήν εκφραστή της αμφισβήτησης πιστεύουν πώς, με το νέο σου δίσκο (σ.σ. Τραπεζάκια έξω), αλλά και με τα όσα έχεις πει σε συνεντεύξεις τον τελευταίο καιρό, έχεις κάνει μια στροφή. Και μάλιστα μια στροφή στο συντηρητισμό, στην οικογένεια, στη θρησκεία, στην πατρίδα», θέτει αμέσως το θέμα ο Βουρνάς.
Και ο Σαββόπουλος απαντά, λέγοντας μεταξύ άλλων:
Καμιά στροφή στον συντηρητισμό δεν έχω κάνει. Δεν είναι συντηρητισμός η αγάπη του τόπου σου, ή η αγάπη των παιδιών σου. Απλώς οι άνθρωποι σκέπτονται με κλισέ και μου τη σπάνε. Αν περιμένουν να κατοχυρωθούν ατομικά ή ιδεολογικά ακούγοντας τα τραγούδια μου νομίζω πάντα θα απογοητεύονται. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό.
Αν βγάλει κανείς έξω τα συμφραζόμενα (προφανώς ο Μηλιός και ο Βουρνάς είναι δημοκράτες οι άνθρωποι και όχι λογοκριτές) το σκηνικό κάτι θυμίζει: Ο Σαββόπουλος «παρουσιάζεται» στους επικριτές του για να εξηγήσει τι εννοεί με τους ύποπτους στίχους των νέων τραγουδιών του (αυτό του ζητείται από τον Σχολιαστή στη συνέντευξη του 1983 για τα Τραπεζάκια έξω) και όλο αυτό παραπέμπει υφολογικά στους ξεκαρδιστικούς διαλόγους που είχε ο Σαββόπουλος δέκα χρόνια νωρίτερα με τους λογοκριτές της χούντας για το «Ζεϊμπέκικο» και άλλα κομμάτια – τους έχει περιγράψει ο ίδιος παραστατικά σε κείμενα, συνεντεύξεις και ζωντανές εμφανίσεις.
Το 1983, λοιπόν, όπως σχεδόν σε όλη του ζωή, ο τραγουδοποιός προσπαθεί να εξηγήσει αυτό που οι πιο παρατηρητικοί είχαν καταλάβει από πολύ νωρίς. Ότι ήταν πάντα «εκτός γραμμής» για τους ιδεολογικά στρατευμένους, ότι η τέχνη του υπήρξε ελεύθερη, πλουραλιστική και αντισυμβατική. Γι’ αυτό η ποίηση και τα τραγούδια του θα συνεχίσουν να αναπνέουν, ακόμη κι όταν θα έχουν χαθεί οι διαχωριστικές γραμμές και τα χαρακώματα από τα οποία τον εγκαλούσαν –και τον εγκαλούν– οι «πολιτευτές»: γιατί ανήκουν στο φως που μένει.