Σημειώνω πρώτα μια σειρά πολύστιχων ποιημάτων, χωρίς υπογραφή. Λυρικά χρονικά με φιλοσοφική ενατένιση της ζωής και ηθογραφικό περιεχόμενο. Μερικοί τίτλοι τους και ένα απόσπασμα αντιπροσωπευτικού ποιήματος (Η ψυχή, 15/6/1874):
Αγροτικός βίος, Η αγρότις, Η κακία, Νεότης, Ο παλαιός μου σύντροφος, Η αποδημία, Οι ευτυχέστεροι, Ελησμονήθη, Εν δάκρυον, Εκ του τάφου, Καρδιά, Παρόν και παρελθόν, Πλάσις, Ο χειμών κ.ά.
Η ΨΥΧΗ
Τὴν ἀκοήν μου ἔφραξα εἰς λύρας βαρυθύμων
κ’ εἶπα: δὲν εἶνε ἡ ψυχὴ τὸ ἕρμαιον τῶν πόνων‧
δὲν εἶνε θέμα συμφορᾶς καὶ ἡμερῶν πενθίμων,
ἀλλ’ εἶνε φύλαξ Ἄγγελος τῶν τεθλιμμένων χρόνων.
Καὶ εἶδον αδιάφορος τὸν συρφετώδη βίον
τρικυμιώδη θάλασσαν‧ δὲν ἤμην ναυαγός της!
καὶ εἶδα τὴν γῆν σύμπασαν κοιλάδα τῶν δακρύων,
πλὴν δὲν ὠχρίασα θρηνῶν, δὲν ἤμην ὁ υἱός της!
Τὶς ἤμην; σκώληξ ταπεινός, τῆς χθὲς ἡμέρας κάμπη,
καὶ σήμερον ἡ χρυσαλὶς τῆς γῆς ἀφιπταμένη‧
χθὲς ἕρπων σκώληξ, σήμερον ψυχὴ πού διαλάμπει,
τὰς ἐλαφρᾶς της πτέρυγας στολὴν ἐνδεδυμένη.
Ἐνώπιον τοῦ σύμπαντος μικρά, ὡς κόκκος ψάμμου,
περιγελᾲ τὸν γίγαντα καὶ τὴν ἀνεμοζάλην‧
δὲν εἶνε ἰσχυρώτερα ἐκείνης τὰ πτερά μου,
ἀλλὰ μ’ ἀρκοῦσιν εἰς σκληρὰν κατὰ τῆς ὕλης πάλην.
Οὕτω κ’ ἐγὼ ἂν φέρομαι ’ς τὴν βίαν τῶν ἀνέμων
πρὸς τί; πτερὰ μοὶ ἔδωκεν ὁ δώσας τὴν ἐλπίδα‧
καταφρονῶ τὸν θάνατον, τὴν τύχην τῶν πολέμων
καὶ παίζω μὲ τοῦς κεραυνοὺς καὶ μὲ τὴν καταιγίδα.
Με θρηνητικούς ύμνους συνοδεύτηκε η είδηση για τον θάνατο του ποιητή Ηλία Τανταλίδη (1818-1876). Παραθέτω ένα απόσπασμα από την Ιωνία για να φανεί πόσο απέχουν από την σημερινή έκφραση του πένθους:
«Ο έμμουσος κύκνος του Βοσπόρου, η καλλικέλαδος της Χάλκης αηδών, ο ελληνομαθής του γένους και ρήτωρ της εκκλησίας Ηλίας ο Τανταλίδης ετελεύτησε και κατέπεσεν εκ της χειρός αυτού ο κάλαμος, ή μάλλον μένει ήδη νεκρός κάλαμος εις την χείρα εκείνου εις ον, εκ της από μακράς περιόδου ενιαυτών στερήσει της οράσεως, υπηγόρευε γράφοντα τον έρρυθμον και αρμονικότατον ελληνικόν λόγον. Ούτως απώλεσε το έθνος ισχυράν διάνοιαν, ευθαρσή στρατιώτην των γραμμάτων, διδάσκαλον, “τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή”» (18/8/1876).
Ο καθηγητής Βλάκη
Ανάμεσα στους συνεργάτες της εφημερίδας ξεχωρίζει ο John Stuart Blackie (1809-1895) τον οποίον παρουσίασε αργότερα ο Κ. Π. Καβάφης: «Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής» (Τηλέγραφος Αλεξάνδρειας, 18/30 Δεκ.1891). Από το άρθρο του Καβάφη αποσπώ τα βιογραφικά: «Η προσωπικότης του Ιωάννου Στιούαρτ Βλάκη, του περιφανούς Σκώτου φιλολόγου, είναι τόσον γνωστή, ώστε δεν είναι ανάγκη διά μακρών να τον συστήσω εις τον αναγνώστην. Εγεννήθη εν Γλασκώβη της Σκωτίας και νεόθεν έδειξε μεγαλοφυΐαν περί τα φιλολογικά. Διέτριψεν εν πολλαίς ηπειρωτικαίς χώραις. Εις Ελλάδα ήλθε το 1853. Εξέμαθε κατά βάθος την νεοελληνικήν και συνέγραψε περί αυτής. Είναι εις των κρατίστων ελληνιστών της συγχρόνου Αγγλίας. Τω 1852 διωρίσθη καθηγητής της ελληνικής εν τω Πανεπιστημίω του Εδιμβούργου. Εξέδωκε πολλά συγγράμματα περί της αρχαίας ελληνικής γλώσσης».
Στην εφημερίδα της Σμύρνης, ο «μέγας Βρεττανός φιλόλογος» κατά τον Καβάφη δημοσίευσε, πιθανόν απευθείας στα ελληνικά, τέσσερα κείμενα σε συνέχειες για τα δημοτικά άσματα («Ελληνικαί Ώραι» Α, Β, Γ, Δ). Είχε προηγηθεί η εργοβιογραφία του σε δύο συνέχειες στην Ιωνία (13 και 20/7/1874). Το Α΄ μάλιστα κείμενο αρχίζει με τη φράση «Νεοελληνική Φιλολογία», «ήτις πολύ πιθανόν να ηχήση κακώς εις τα ώτά τινων».
Σκόπευα να ασχοληθώ με την εφημερίδα και την πενταετή εκδοτική της πορεία λόγω της φετινής επετείου. Άλλαξα όμως σχέδια όταν έπεσα πάνω στον περίφημο σκωτσέζο καθηγητή Ιωάννη Στούαρ Βλάκη, όπως συνηθιζόταν να γράφεται εξελληνισμένο το όνομά του. Επέμεινα όταν ο φίλος Νάσος Βαγενάς με πληροφόρησε ότι ο Κ. Π. Καβάφης είχε ασχοληθεί μαζί του. Θα άξιζε πάντως να γίνει μία λεπτομερής αποδελτίωση των περιεχομένων της Ιωνίας. Πολλά τεκμήρια και πληροφορίες θα προσέφερε στην ιστορική έρευνα για τον μικρασιατικό 19ο αιώνα.
Ελληνικαί Ώραι
John Stuart Blackie
Περί δημώδους ποιήσεως της νεωτέρας Ελλάδος
Τα δημοτικά άσματα των νεωτέρων Ελλήνων είναι τη αληθεία μαρτυρίαι υγιούς εθνικής ζωτικότητος, ανώτεραι οιουδήποτε άλλου φιλολογικού προϊόντος του εθνικού πνεύματος, όπερ μέχρι τούδε ανεφάνη.
Η δημοτική ποίησις έχει διά τον άνθρωπον της καλαισθησίας αξίαν ανωτέραν εκείνης, ην η ποίησις έχει αυτή καθ’ εαυτήν, απλώς διότι είναι δημοτική· αξίαν παρομοίαν της του αγρίου φυτού ως προς το βοτανικόν.
[...] Τοιουτοτρόπως τα «ρωμαίικα τραγούδια» είναι αρκούντως απλά· τινά δε εξ αυτών κραυγαί ή πνοαί μόνον του δημοτικού βίου μετ’ ελαχίστης ποιητικής ευφυΐας και μετά ολιγίστης ή ουδεμιάς τεχνικής επιδεξιότητος· εν τούτοις αποπνέουσι ποιητικόν άρωμα και έχουσι την δροσερότητα των βάλτων και χλοερών πεδιάδων εις ην ευρίσκονται οι εύρωστοι πεζοδρόμοι, ουδόλως ζηλεύοντες το δυνατόν άρωμα, όπερ αποπνέει ο πεπυκνωμένος χρυσοπόρφυρος λειμών τροπικής τινός βλαστήσεως… (Β΄ Ιωνία, 31/8/1874).
Τα «ρωμαίικα τραγούδια» απαρτίζουσι σπουδαίον κλάδον του λυρικού πλούτου της ελληνικής γλώσσης και δι’ εκείνους ακόμη οίτινες γνωρίζουσιν ότι δεν υπήρχε ρανίς ελληνικού αίματος εν τω σώματι του Μ. Βότσαρη. Αυτός και άλλοι Αλβανοί ήρωες απορροφηθέντες υπό της καταπληκτικής επιρροής του ελληνισμού [από]κατέστησαν Έλληνες… (Γ΄ Ιωνία, 4/9/1874).