Στην Πανούκλα, ο Αλμπέρ Καμύ εξετάζει ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα. Την σύγκρουση της δράσης για το γενικό καλό με την προσωπική ικανοποίηση ή ευτυχία. Σύγκρουση που κάτω από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως η πανδημία οξύνεται.
Ένας ήρωας του μυθιστορήματος, ο δημοσιογράφος Ραϊμόν Ραμπέρ, αποκλείεται στην πόλη του Οράν όταν ξεσπά η πανούκλα. Στο Παρίσι τον αναμένει η αγαπημένη του, ο Μεγάλος Έρωτας. Κάνει τ’ αδύνατα δυνατά να βγει απ’ τα τείχη, από την καραντίνα. Η επιδημία στο Οράν είναι, όπως πιστεύει, κάτι που δεν αφορά αυτόν, κάτοικο του Παρισιού. Απευθύνεται στον γιατρό Ριέ και ζητάει επίμονα βοήθεια:
- Είναι ζήτημα ανθρωπιάς! Σας το ορκίζομαι! Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνει ένας τέτοιος χωρισμός για δυο πρόσωπα που συνεννοούνται καλά!
Ο Ριέ δεν αποκρίθηκε αμέσως, ύστερα είπε ότι καταλάβαινε, επιθυμούσε ολόψυχα να ξαναβρεί ο Ραμπέρ τη γυναίκα του και να ξανασμίξουν όσοι αγαπιόντουσαν. Αλλά υπήρχαν νόμοι και διατάγματα. Υπήρχε και η πανούκλα. Ο ρόλος του λοιπόν ήταν να κάνει εκείνο που έπρεπε.
- Όχι! Είπε με πίκρα ο Ραμπέρ. Όχι! Δεν μπορείτε να καταλάβετε! Εσείς μιλάτε την γλώσσα της λογικής. Ζείτε με αφηρημένες έννοιες!
Ο γιατρός επέμενε στην λογική και την, όπως την αποκάλεσε, εναργή άποψή του, την οποία ο Ραμπέρ θεωρούσε ισοπεδωτική και ξεσπώντας λέει:
- Α! Νάτα τώρα! Έχει γούστο να μου μιλήσετε και για το γενικό καλό! Μα το γενικό καλό, αγαπητέ μου κύριε, εξαρτάται από την ευτυχία του καθενός.
Ακολουθεί μια συζήτηση μεταξύ των δύο ανδρών σχετικά με το καθήκον. Όταν χωρίζουν ο Ριέ εξακολουθεί να συλλογίζεται πάνω στην αντιπαράθεσή τους:
Ο δημοσιογράφος, σκέφτηκε, είχε δίκιο πάνω στη λαχτάρα του για ευτυχία. Είχε όμως και δίκιο όταν τον κατηγορούσε; «Ζείτε με αφηρημένες έννοιες». Ήταν λοιπόν αφηρημένες έννοιες όλες αυτές οι μέρες που είχε περάσει στο νοσοκομείο; αφηρημένες έννοιες ήταν ότι η πανούκλα έσφαζε με τα δυο της χέρια, ανεβάζοντας έτσι γύρω στους πεντακόσιους τον αριθμό των θυμάτων κάθε εβδομάδα; Φυσικά, σε μια συμφορά υπάρχει πάντα το αφηρημένο στοιχείο, το εξωπραγματικό. Σαν όμως αυτό το αφηρημένο πάει, σώνει και καλά, να σε ξεκάμει τότε είναι χρέος σου να καταπιαστείς μαζί του.
Στην συνέχεια ο Ριέ αναλογίζεται τι σημαίνει, στην πράξη, να «καταπιαστείς μαζί του», δηλαδή τον καθημερινό και συγκεκριμένο αγώνα που δίνει στο νοσοκομείο για την αντιμετώπιση της πανούκλας, και καταλήγει:
Για να πολεμήσει κανείς το αφηρημένο […] πρέπει να του μοιάσει κάπως. Αλλά ο Ραμπέρ πώς μπορούσε να το νιώσει αυτό; Για κείνον, το αφηρημένο ήταν κάθε τι που εμπόδιζε την ευτυχία του. Και ’δώ που τα λέμε, ο Ριέ ήξερε ότι ο δημοσιογράφος είχε δίκιο. Μα ήξερε ακόμα πως τυχαίνει κάποτε να δείχνεται το αφηρημένο πιο δυνατό από την ευτυχία. Τότε, και μόνο τότε, θα πρέπει κανείς να το λογαριάζει.[i]
Αργότερα ο Καμύ βάζει τον Ραμπέρ να προσχωρεί έργω στην άποψη του Ριέ. Τη στιγμή που καταφέρνει να βρει έξοδο από την πόλη, αποφασίζει ότι το κακό τον αφορά και μένει για να εργαστεί στην καταπολέμησή του.
Ο κανόνας του Καμύ είναι πέρα από το αντίστοιχο σωκρατικό παθητικό δίλημμα της υπακοής στους νόμους, αφορά τη δράση για το συλλογικό καλό, «τυχαίνει κάποτε να δείχνεται το αφηρημένο πιο δυνατό από την ευτυχία. Τότε και μόνο τότε θα πρέπει κανείς να το λογαριάζει». Πώς να το λογαριάσει; Απαντά: «τότε είναι χρέος σου να καταπιαστείς μαζί του».
Το δίλημμα είναι επίκαιρο. Δεν μιλώ για εκείνους τους συμπολίτες μας που θεωρούν ότι τα μέτρα περιορισμού είναι μέτρα πολιτικής καταπίεσης. Αυτοί θα πρέπει πρώτα να εξηγήσουν σε μας, αλλά κυρίως στον εαυτό τους, πώς αντιλαμβάνονται την απειλή της πανδημίας στην ανθρώπινη ζωή, ή έστω στη ζωή των ευπαθών. Μιλώ για εκείνους που αντιλαμβάνονται τη σκοπιμότητά τους αλλά, ιδιαίτερα σήμερα, στη δεύτερη φάση των μέτρων κατά της πανδημίας, αντιμετωπίζουν σύγκρουση του γενικού καλού με το προσωπικό καλό. Δεν είναι λίγοι, είναι πολλοί. Έχω την αίσθηση ότι θα σταθούν ισορροπημένα και θετικά.
Μερικοί έχουν ήδη μιλήσει δημόσια και ουσιαστικά, Επιλέγω την απάντηση του Νικόλα Σεβαστάκη όπως την δημοσίευσε στο facebook:
Αυτά που άκουσα μου φάνηκαν πειστικά. Ακόμα και για τα γυμνάσια – λύκεια, όπου είχα κάποιες αντιρρήσεις. Αυτό όμως αφορά τη συνολική κατάσταση, επειδή ίσως δεν πιστεύω αφελώς στην αυτορρύθμιση των συμπεριφορών ή στη δυνατότητα συνεχούς επαγρύπνησης στις συνθήκες της πραγματικής ζωής. Όμως ώς πού θα μπορούσε να φτάσει το κλείσιμο; Οι απορίες και οι όποιες βιωματικές αντιρρήσεις –αφού είναι προφανώς άπειρες οι ιδιάζουσες, ατομικές και οικογενειακές περιπτώσεις– δεν μπορεί να σκεπάσουν το γεγονός ότι υπάρχει ένας χάρτης, μια λογική «ελεγχόμενης» εξόδου, μια μεθοδολογία[ii].
Το μόνο περισσότερο που μπορεί να εύχεται κανείς είναι η σύγκρουση να μην έχει για κανέναν ακραία μορφή και το μεσοπρόθεσμο γενικό καλό να αφήνει σημαντικά περιθώρια και για το άμεσο προσωπικό καλό.
[i]Αλμπέρ Καμύ, Η Πανούκλα, πρόλογος: Ροζέ Μιλλιέξ, εισαγωγή - μετάφραση: Ηλίας Θεοφιλάκης, εκδ. Aujord’hui, Αθήνα1955,σ. 90 - 94
[ii]https://www.facebook.com/profile.php?id=100004198847929&__cft__[0]=AZXM8Gb6gShr711txpYD775EdE1OV2iYzok2SN3LsE_kw931MvfRPLCrCmzEkyamYqIZHft8tdqjsORlXclkdsC2peyI9V6FhLC3wYXR5olin1o3p7hS1fF450BtXBN7RPg&__tn__=-UC%2CP-R. Αποκτήθηκε 30/4/2020.