Σε αυτό τον ποικιλόμορφο και πολύβουο κόσμο γεννήθηκε το 1941, εν τω μέσω του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η Χρύσα Μαλτέζου. Στις διάφορες παραστάσεις της καθ’ ημάς Ανατολής προστέθηκε η φοίτηση στο Αβερώφειο Γυμνάσιο, ένα σχολείο αξιώσεων για τα παιδιά της Ελληνικής Κοινότητας της Αλεξάνδρειας. Ο κόσμος αυτός έφθασε, απότομα ίσως αλλά όχι απρόβλεπτα, στο τέλος του όταν επικράτησαν το 1952 οι εθνικιστές στρατιωτικοί με αρχηγό προσωρινά τον Μουχαμάντ Ναγκίμπ και οριστικά τον Νάσερ, ο οποίος επεδίωξε την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας του θέτοντας υπό έλεγχο τη διώρυγα του Σουέζ. Θα ασκούσε επίσης ισχυρή πίεση στο ελληνικό στοιχείο το οποίο στα μάτια των Αράβων εθνικιστών στρατιωτικών ήταν ταυτισμένο με τον δυτικό έλεγχο της αιγυπτιακής οικονομίας. Η υποχρεωτική μετοίκηση στην Αθήνα, σε ένα άλλο πλαίσιο, ήταν αναμφίβολα τραυματική για τη Χρύσα Μαλτέζου, αλλά πρόσφερε και ευκαιρίες. Ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία έλαβε και το διδακτορικό της δίπλωμα. Οι σπουδές στο κρατικό εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν απέτρεψαν ωστόσο άλλες αναζητήσεις, δεν στένεψαν τον ορίζοντά της. Πολύ νωρίς έδειξε μια σαφή κλίση προς τον ιταλικό χώρο. Το πλαίσιο αναφοράς της δεν ήταν το ιταλικό κράτος αλλά ο ιταλικός χώρος. Τη προσοχή της έλκυε η Βενετία και η σχέση της με τον Ελληνισμό από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα. Σαφής ένδειξη, η επιτυχής φοίτησή της στη Σχολή Παλαιογραφίας, Αρχειονομίας και Διπλωματικής των Κρατικών Αρχείων της Βενετίας.
Από το σημείο αυτό εκτυλίσσεται μια λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Αφετηρία της η έρευνα: ερευνήτρια αρχικά και διευθύντρια στη συνέχεια του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών από το 1980 έως το 1994, καθηγήτρια Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης από το 1982 έως το 1995, Ιστορίας και Πολιτισμού της Ευρώπης με έμφαση στην Ελλάδα της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο την ανακήρυξε ομότιμη καθηγήτριά του το 2008.
Σε όλες τις θέσεις που υπηρέτησε διακρίθηκε, εκεί όμως που βρήκε ίσως τον πληρέστερο προορισμό της ήταν το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας τη διεύθυνση του οποίου της ανέθεσε η Ακαδημία Αθηνών το 1998. Η Βενετία της ταίριαζε από προδιάθεση αλλά και, πιθανότατα, της επέτρεπε να αναζητήσει με δημιουργικό τρόπο ένα τμήμα του ευρύτερου Ελληνισμού, καθώς ήταν ένα προνομιακό σημείο συνάντησης του μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης Ελληνισμού με τον δυτικό κόσμο που εισερχόταν στην Αναγέννηση. Η Ελληνική Κοινότητα, η οποία είχε αποφασίσει να ιδρύσει το Ινστιτούτο της Βενετίας το 1949, έπειτα από διακρατική ελληνο-ιταλική συμφωνία, ήταν ολιγάριθμη, λίγες μόνο δεκάδες Ελλήνων είχαν απομείνει. Το Ινστιτούτο προοριζόταν να είναι μια κιβωτός, μια παρακαταθήκη της ελληνικής παρουσίας και ιδεώδης τόπος έρευνας και μελέτης της παρουσίας του Ελληνισμού στη Δυτική Ευρώπη. Το έργο αυτό έφερε σε πέρας με συνέπεια, επιμονή και πάθος η Χρύσα Μαλτέζου, συνεχίζοντας μια παράδοση και διευρύνοντας ένα ανθρώπινο δυναμικό εξειδικευμένο στις ελληνικές βυζαντινές και μεταβυζαντινές σπουδές.
Παράλληλα, παρήγαγε ευρύτατο συγγραφικό έργο και προχώρησε σε σημαντικές εκδόσεις πηγών. Σημαντικά της έργα ήταν η Βενετική παρουσία στα Κύθηρα (1991), Η Βενετία των Ελλήνων (1999), Από την Κύπρο στη Βενετία: Κύπριοι στη Γαληνοτάτη μετά τη τουρκική κατάκτηση του νησιού (2003), Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά. Μία τραγική μορφή ανάμεσα στον βυζαντινό και το νέο ελληνικό κόσμο (2005), Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Οδηγός του Αρχείου (2008), Βενετοκρατούμενη Ελλάδα. Προσεγγίζοντας την ιστορία της, (επιστημονική διεύθυνση τόμοι 1-2, 2010), Σχέσεις της Μονής Πάτμου με τον δυτικό κόσμο. Αρχειακές αποδείξεις, τόμοι 1-2 (2017).
Παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσούν Σταυρό του Τάγματος της Τιμής και βραβεύθηκε με το βραβείο Dante Alighieri του Πανεπιστημίου της Μπολόνια.
Το έργο της, το οποίο συμπυκνώνεται στην παρουσία του Νέου Ελληνισμού στο μεταίχμιο δύο αυτοκρατοριών, της Ενετικής και της Οθωμανικής, που εκπροσωπούσαν δύο κόσμους, τον δυτικό και τον ανατολικό, αναγνωρίστηκε από την Ακαδημία Αθηνών καθώς εξελέγη τακτικό μέλος της στην έδρα της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού 1453-1821 το 2012. Ενεπλάκη στις δραστηριότητες της Ακαδημίας και των Ερευνητικών της Κέντρων με τη δραστηριότητα, το δυναμισμό και τη συνέπεια που την χαρακτήριζαν. Είχε το θάρρος της γνώμης της, δεν φοβόταν να διεκδικήσει και ήταν αποτελεσματική στο συντονισμό έργων που απαιτούσαν την εμπλοκή πολλών. Αν και αυστηρή, ήταν ταυτόχρονα κοινωνική και προσιτή, έφερε μια αύρα του κοσμοπολιτισμού της γενέτειράς της. Ο έπαινός της ήταν δύσκολος αλλά και γι’ αυτό πολύτιμος. Είμαστε τυχεροί όσοι εργαζόμαστε στα Ερευνητικά Κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών και είχαμε την τύχη να τη γνωρίσουμε και να συνεργαστούμε μαζί της.