Σύνδεση συνδρομητών

Η Μικρασιατική Καταστροφή 100 χρόνια μετά

Δευτέρα, 23 Ιανουαρίου 2023 10:00
Ο Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών, 10 Αυγούστου 1920. Ελληνικό γραμματόσημο που εκδόθηκε το 1965. Ωστόσο, η Συνθήκη που δημιουργούσε «την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι ήταν δύσκολο να υλοποιηθεί, επειδή η Ελλάδα, αγροτική και αδύναμη μικρή χώρα, έπρεπε να την υλοποιήσει στρατιωτικά στην ουσία μόνη της.
Vendora
Ο Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών, 10 Αυγούστου 1920. Ελληνικό γραμματόσημο που εκδόθηκε το 1965. Ωστόσο, η Συνθήκη που δημιουργούσε «την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι ήταν δύσκολο να υλοποιηθεί, επειδή η Ελλάδα, αγροτική και αδύναμη μικρή χώρα, έπρεπε να την υλοποιήσει στρατιωτικά στην ουσία μόνη της.

Η ελληνική εμπλοκή στη Μικρά Ασία συνιστούσε το τελευταίο και σημαντικότερο κεφάλαιο της προσπάθειας για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αρχιτέκτονας του εγχειρήματος από την ελληνική πλευρά, εκτιμούσε την αυξημένη γεωπολιτική και οικονομική σημασία ενός ελληνικού κράτους που θα εκτεινόταν και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Η επέκταση της Ελλάδας προς τη Μικρά Ασία εντασσόταν όμως σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που συγκροτούσε η τελική φάση του Ανατολικού ζητήματος, το οποίο αφορούσε ήδη από το τέλος των Ναπολεοντείων πολέμων, το 1815, τη διαδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η έξοδος των Νεότουρκων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων είχε συντελέσει στην οριστική εγκατάλειψη εκ μέρους της Βρετανίας του δόγματος της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Μέση Ανατολή ήταν πλέον μια περιοχή προς διεκδίκηση για τη μεταπολεμική εποχή. Ο βρετανικός παράγων είχε ανάγκη από νέο εταίρο στην πύλη της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής και η Ελλάδα, ένα δυναμικό και ανερχόμενο χριστιανικό κράτος, έδειχνε να είναι ο ιδεώδης σύμμαχος για το Λονδίνο. Αυτή ήταν η αντίληψη του Λλόυντ Τζωρτζ και των Φιλελευθέρων αν και όχι άλλων σημαντικών παραγόντων, όπως οι Συντηρητικοί ή το στρατιωτικό κατεστημένο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που θεωρούσαν ασφαλέστερη από πολιτική και στρατηγική άποψη τη συνεργασία με μια νέα Τουρκία.

Τίθεται συχνά το ερώτημα αν ο Βενιζέλος μπορούσε να αρνηθεί την προσφορά των Συμμάχων για απόβαση των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη. Το ίδιο το ερώτημα δεν είναι βάσιμο. Η απόβαση στη Σμύρνη δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Αποτελούσε μέρος μιας στρατηγικής στην οποία συμφωνούσαν ο Λλόυντ Τζωρτζ και ο Βενιζέλος. Η παρουσία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία είχε αποτελέσει μέρος των ελληνικών διεκδικήσεων με το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η Βρετανία ήταν σύμφωνη επί της αρχής.

Το ελληνικό εγχείρημα στη Μικρά Ασία βασίστηκε σε δύο βασικές παραδοχές οι οποίες διαψεύστηκαν: η πρώτη ήταν ότι η Βρετανία ήταν τόσο ισχυρή ώστε να αναπλάσει κατά βούληση τον μεταπολεμικό κόσμο· και η δεύτερη, ότι ο τουρκικός παράγων είχε περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία με την ήττα του κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πρώτη υπόθεση διαψεύστηκε, καθώς η Βρετανία απώλεσε σταδιακά τη συμμαχία της Γαλλίας και δεν ήταν ικανή να επηρεάσει την έκβαση του ρωσικού εμφυλίου πολέμου, ο οποίος έληξε το 1920-21 με την επικράτηση των μπολσεβίκων. Η Γαλλία ήταν μια χώρα με παράδοση επιρροής στη Μέση Ανατολή, κατείχε το 60% του προπολεμικού οθωμανικού δημόσιου χρέους ενώ γάλλοι επενδυτές είχαν συμβάλει κατά 53% στο σχηματισμό του εμπορικού και βιομηχανικού κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η γαλλική πολιτική άρχισε να μεταβάλλεται τον Ιανουάριο του 1920, μετά την απομάκρυνση από την πρωθυπουργία του Ζωρζ Κλεμανσώ, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος στην πολιτική της αγγλο-γαλλικής συνεργασίας και δεν είχε θεμελιώδεις αντιρρήσεις για την επέκταση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία. Οι διάδοχοί του ήταν απαλλαγμένοι από το άγχος της συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανία, η συνθήκη των Βερσαλλιών είχε συναφθεί ήδη από τον Ιούλιο του 1919. Απέδιδαν μεγαλύτερη σημασία στον συνολικό απολογισμό των γαλλικών κερδών στη Μέση Ανατολή και διαπίστωναν ότι η Βρετανία είχε ωφεληθεί πολύ περισσότερο από τη Γαλλία. Η ελληνική παρουσία στη Σμύρνη θεωρείτο σημαντικότερη για τη Βρετανία από όσο ήταν για τη Γαλλία. Αν και η Γαλλία προσυπέγραψε τον Αύγουστο του 1920 τη συνθήκη των Σεβρών, που δημιουργούσε «την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», ήταν προσανατολισμένη στην αναθεώρηση των όρων της καθώς, ήδη τον Σεπτέμβριο του 1920, δηλαδή αμέσως μετά τη σύναψή της, επρόκειτο να προτείνει μια ειρηνευτική αποστολή προς τους τούρκους εθνικιστές. Η επικράτηση των μπολσεβίκων, αντίστοιχα, επέτρεψε τη δημιουργία ενός ερείσματος για τους τούρκους εθνικιστές στην περιοχή του Καυκάσου. Η σύγκλιση των δύο ετερογενών κινημάτων έναντι των δυτικών δυνάμεων στη βάση του αντι-ιμπεριαλισμού  είχε άμεσο αποτέλεσμα την κατάλυση της Δημοκρατίας της Αρμενίας η οποία προοριζόταν να αποτελέσει δυτικό προπύργιο στην περιοχή. Αυτά σήμαιναν ότι ο βρετανικός παράγων είχε στενότερα περιθώρια παρέμβασης. Η ισορροπία δυνάμεων καθορίστηκε τελικά από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα. Σχεδόν ταυτόχρονα με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, στις 2 Μαΐου 1919, ο Mουσταφά Κεμάλ άρχιζε την πορεία του στην Ανατολία, με σημείο εκκίνησης τη Σαμψούντα, στην οποία αποβιβάστηκε στις 6 Μαΐου 1919. Θα κέρδιζε αρχικά την υποστήριξη των τοπικών ελίτ, θα δημιουργούσε στοιχειώδη κρατική δομή, θα εξασφάλιζε πόρους από τη φορολόγηση των πληθυσμών και, σταδιακά, θα σχημάτιζε μια αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη. Έως ότου επιτύχει αυτό, θα παρενοχλούσε τις ελληνικές δυνάμεις με κλεφτοπόλεμο.

Η αδυναμία επιβολής των όρων της συνθήκης των Σεβρών θα δημιουργούσε το στρατηγικό πρόβλημα για τους Έλληνες και θα τους παρέσυρε σε μια λογική κλιμάκωσης. Τον Ιούνιο του 1920, ο ελληνικός στρατός υπερέβη για πρώτη φορά τα όρια της ζώνης της Σμύρνης και κατεδίωξε τους Τούρκους ατάκτους. Η προέλασή του ήταν εντυπωσιακή και τερματίστηκε στην Προύσα και το Ουσάκ. Σύντομα όμως θα συνειδητοποιούνταν ότι η προέλαση αυτή δεν είχε επιλύσει το στρατηγικό πρόβλημα που συνίστατο στον εξαναγκασμό αποδοχής των όρων της συνθήκης των Σεβρών από τους τούρκους εθνικιστές. Η συνειδητοποίηση αυτή θα ωθούσε το επιτελείο της Στρατιάς της Μικράς Ασίας και τον αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο στη διαμόρφωση ενός σχεδίου που προέβλεπε την ανάληψη μιας εκστρατείας ακόμη και έως την Άγκυρα, με στόχο την κάμψη της τουρκικής ισχύος. Στο σημείο αυτό ο Βενιζέλος, αρχιτέκτονας από ελληνικής πλευράς του μικρασιατικού εγχειρήματος, κατανοούσε ότι η κλίμακα της προσπάθειας ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από ό,τι εμφανιζόταν το Μάιο του 1919. Με την επιστολή του προς τον Λλόυντ Τζωρτζ της 5ης Οκτωβρίου 1920 κατέγραφε αυτή την πραγματικότητα και ζητούσε υλική βοήθεια και, ει δυνατόν, την από κοινού ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων. Το τελευταίο αυτό ήταν αδιανόητο, δεδομένου ότι οι νικητές του πολέμου ήταν αντιμέτωποι με τη γενικευμένη κοινωνική πίεση για αποστράτευση. Η Ελλάδα, συνεπώς, έπρεπε να φέρει το εγχείρημα εις πέρας βασιζόμενη στις δικές της δυνάμεις ή να το εγκαταλείψει.

Αυτό ήταν το δίλημμα το φθινόπωρο του 1920. Η ήττα των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 απάλλαξε εκ των πραγμάτων τον Βενιζέλο από την ανάγκη να επιλύσει ο ίδιος το ζήτημα. Οι αντιβενιζελικοί διάδοχοί του αποφάσισαν τη συνέχιση της εκστρατείας και την προέλαση έως την Άγκυρα. Ο αντιβενιζελισμός, για μεγάλο διάστημα, δεν είχε μια σαφή πολιτική στο Μικρασιατικό. Ορισμένοι επιφανείς πολιτικοί του, όπως ο Νικόλαος Στράτος και ο Νικόλαος Καλογερόπουλος, υποστήριζαν την εκστρατεία στη ζώνη της Σμύρνης. Άλλοι, όπως ο Ίων Δραγούμης, δεν είχαν σταθερή θέση καθώς υποστήριζαν την εγκατάσταση του ελληνικού κράτους αλλά, εναλλακτικά, στην περίπτωση κατά την οποία αυτή δεν γινόταν δυνατή, θεωρούσαν ικανοποιητική και την παροχή εκτεταμένων δικαιωμάτων στους Έλληνες, στο πλαίσιο της μακράς παράδοσης αυτοδιοίκησής τους. Ο Δημήτριος Γούναρης, αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος του αντιβενιζελισμού, των Εθνικοφρόνων, από το 1920 και μετά Λαϊκού, αμφέβαλλε για τη δυνατότητα του Βενιζέλου να διατηρήσει τη συμμαχική υποστήριξη σε βάθος χρόνου. Προτεραιότητά του ήταν η διασφάλιση της δυνατότητας του αντιβενιζελισμού να κυβερνήσει ακώλυτα, η αποφυγή δηλαδή της επανάληψης μιας συμμαχικής επέμβασης όπως ήταν αυτή του 1917, όταν ο Κωνσταντίνος και οι αντιβενιζελικοί απομακρύνθηκαν από την εξουσία. Η ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν άφηνε κάποιο άλλο περιθώριο στον αντιβενιζελισμό πέραν της στροφής προς τη Βρετανία. Τον Μάιο του 1920, ο Γούναρης θα υπεδείκνυε στους πολιτικούς φίλους του στην Ελλάδα ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή από τη σύμπλευση με τη ναυτική δύναμη που δέσποζε στην Ανατολική Μεσόγειο. Η σύμπλευση αυτή, η οποία θα συνίστατο στην αποδοχή των όρων της μέλλουσας να συναφθεί συνθήκης των Σεβρών, θα επέτρεπε στον αντιβενιζελισμό την ακώλυτη διακυβέρνηση στο εσωτερικό. Ο μόνος ο οποίος απέμεινε να αντιτίθεται στη Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν ο απόστρατος πλέον υποστράτηγος Ιωάννης Μεταξάς, ο σημαντικότερος επιτελικός νους του αντιβενιζελισμού. Ήδη από το 1915, είχε επισημάνει τη δημογραφική ισχνότητα του ελληνισμού στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας αλλά και το γεγονός ότι η κλίμακα της στρατιωτικής πρόκλησης υπερέβαινε κατά πολύ τις ελληνικές δυνατότητες. Τον Ιούλιο του 1920 σημείωνε ότι η μέλλουσα να υπογραφεί συνθήκη των Σεβρών συνιστούσε την καταγραφή των ανταλλαγμάτων τα οποία έπρεπε να έχουν γίνει γνωστά στην Ελλάδα προκειμένου αυτή να συμμετάσχει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνθήκη έπρεπε να εφαρμοστεί με στρατιωτική προσπάθεια της Ελλάδας καθώς τίποτε δεν ήταν δεδομένο επί του πεδίου.

 

Ο αντιβενιζελισμός στον πόλεμο

Ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών του 1920, και η επάνοδος του Κωνσταντίνου που ακολούθησε, αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του πολέμου; Απομόνωσε την Ελλάδα από την Αντάντ (Entente) σε τέτοιο βαθμό ώστε να υποστηρίζεται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων του Νοεμβρίου του 1920 και της στρατιωτικής ήττας τον Αύγουστο του 1922; Η απάντηση είναι αρνητική. Η επάνοδος του Κωνσταντίνου δεν ήταν ανεκτή από τη Γαλλία, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις τερματιστεί. Παρά ταύτα, η γαλλική πολιτική ήταν ήδη προσανατολισμένη προς την αναθεώρηση της συνθήκης των Σεβρών. Είναι δε αμφίβολο ότι δεν θα εκδηλωνόταν αυτή η αναθεωρητική τάση σε άλλη περίπτωση, δηλαδή ότι η γαλλική πολιτική στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και στην πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν εξαρτημένη από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με τη Γαλλία εξάλλου, η Βρετανία διατήρησε σχέσεις εργασίας με τη νέα κυβέρνηση εφόσον αυτή ανέλαβε να συνεχίσει την πολιτική που απέρρεε από τη συνθήκη των Σεβρών. Υπήρχε ασφαλώς οικονομική επίπτωση. Η παροχή πολεμικών πιστώσεων στο πλαίσιο της συμφωνίας του 1918 πράγματι διακόπηκε ως συνέπεια της επανόδου του Κωνσταντίνου, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι, ήδη από τον Μάιο του 1920, δεν είχε σημειωθεί κάποια εισροή. Κατά συνέπεια, υπήρχε πολιτική και επικοινωνιακή επίπτωση, αλλά η επάνοδος του Κωνσταντίνου δεν σηματοδοτούσε το κρίσιμο γεγονός που οδηγούσε στην ήττα. Η μικρασιατική εμπλοκή κρίθηκε από τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων, από τις εξελίξεις επί του πεδίου και τη διαφοροποίηση στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, δηλαδή σε μια κλίμακα που υπερέβαινε τις δυνατότητες ενός μικρού κράτους όπως η Ελλάδα.

ELD4888317 Cartoon depicting British Prime Minister David Lloyd George came to sign a trade deal with Sovietic statesman Vladimir Lenin who offered him a statue celebrating India's independence movement in return”” (Caricature of british premier David Lloyd George visiting stateman Vladimir Lenin to sign a commercial treaty with soviet union) Illustration from “” Le pelerin”” January 1921 Private collection; (add.info.: Cartoon depicting British Prime Minister David Lloyd George came to sign a trade deal with Sovietic statesman Vladimir Lenin who offered him a statue celebrating India's independence movement in return”” (Caricature of british premier David Lloyd George visiting stateman Vladimir Lenin to sign a commercial treaty with soviet union) Illustration from “” Le pelerin”” January 1921 Private collection); Photo © The Holbarn Archive;  it is possible that some works by this artist may be protected by third party rights in some territories.

Ιδιωτική συλλογή

O άγγλος πρωθυπουργός Νταίηβιντ Λλόυντ Τζωρτζ ενώ υπογράφει εμπορική συμφωνία με τον Βλαντίμιρ Λένιν, της νεοσύστατης Σοβιετικής Ένωσης. Ο βρετανικός παράγων, ευνοϊκός στην αρχή στην εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών, σύντομα κατανόησε ότι δεν είχε περιθώρια παρέμβασης. Η επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία επέτρεψε τη δημιουργία ενός ερείσματος για τους τούρκους εθνικιστές στην περιοχή του Καυκάσου και ευνόησε τη σύγκλιση των δύο ετερογενών κινημάτων έναντι των δυτικών δυνάμεων στη βάση του αντιιμπεριαλισμού.  Γελοιογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Le pelerin τον Ιανουάριο 1921. Αξίζει να προσέξει κανείς την ειρωνεία του γελοιογράφου, ο οποίος σχεδιάζει τον Λένιν να προσφέρει στον συνομιλητή του ένα αγαλματίδιο που αναπαριστούσε το κίνημα ανεξαρτησίας της Ινδίας από τη Βρετανία!

Παρά τις όποιες επιφυλάξεις της αφετηρίας ο αντιβενιζελισμός ανέλαβε να συνεχίσει την εκστρατεία και να πραγματοποιήσει την εκστρατεία έως τον Σαγγάριο, απώτατο σημείο της ελληνικής προέλασης, τον Αύγουστο του 1921. Υπήρχαν ισχυροί πολιτικοί και στρατηγικοί λόγοι γι’ αυτό. Πολιτικά ήταν αδύνατο να υπάρξει απαγκίστρωση καθώς η αποχώρηση από έδαφος που παραχωρούνταν σε ελληνική διοίκηση με συνθήκη όπως και η εγκατάλειψη των Μικρασιατών δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, θα συνιστούσε απεμπόληση ενός κεκτημένου που είχε εξασφαλίσει ο Βενιζέλος. Διπλωματικά, η συμμετοχή στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τον Μάρτιο του 1921, κατέστησε σαφές στη νέα κυβέρνηση ότι δεν ήταν δυνατή η διατήρηση της Ανατολικής Θράκης και η ταυτόχρονη αποχώρηση από τη Μικρά Ασία: η Γαλλία και η Ιταλία, οι οποίες προωθούσαν πλέον την αναθεώρηση της συνθήκης των Σεβρών, θεωρούσαν αναγκαία την ικανοποίηση του ελαχίστου των απαιτήσεων των Τούρκων εθνικιστών, ενώ εκτιμούσαν ότι θα ήταν αδύνατη και η διαχείριση του διεθνούς καθεστώτος των Στενών αν η θάλασσα του Μαρμαρά και οι εκατέρωθεν ακτές, ευρωπαϊκή και ασιατική, δεν υπάγονταν σε ενιαία κυριαρχία. Η υπόθεση είχε εξελιχθεί σε παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος σε μια φάση κατά την οποία οι συσχετισμοί δυνάμεων είχαν χειροτερεύσει για την ελληνική πλευρά. Η ανάληψη των επιχειρήσεων προς το Εσκή Σεχήρ, το Αφιόν Καραχισάρ και την Κιουτάχεια και, κατόπιν, προς τον Σαγγάριο αποκάλυψε το μέγεθος του εγχειρήματος. Η γραμμή επικοινωνιών ήταν μακρά, ο εφοδιασμός δυσχερής λόγω της έλλειψης μέσων, η στρατιωτική δύναμη δεν ήταν επαρκής αριθμητικά ούτε επαρκώς εξοπλισμένη για αυτού του είδους και αυτής της κλίμακας την επιχείρηση. Γίνεται λόγος για θέματα επάρκειας του στρατιωτικού προσωπικού και για το κατά πόσο συνετέλεσε σε μειωμένη απόδοση του στρατού η απομάκρυνση έμπειρων διοικητών από διοικήσεις μονάδων. Στην πραγματικότητα, τα θέματα αυτά ήταν δευτερεύοντα. Το θεμελιώδες πρόβλημα ήταν ότι το ελληνικό κράτος είχε υπερβεί τις δυνατότητές του, οικονομικές, στρατιωτικές, διπλωματικές, και είχε εμπλακεί σε μια αναμέτρηση που υπερέβαινε τα μέτρα ενός μικρού κράτους. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα αγροτική, χωρίς βιομηχανική βάση η οποία θα μπορούσε να υποστηρίξει την πολεμική προσπάθεια, όπως είχε συμβεί με τις μεγάλες δυνάμεις του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι οικονομικές της δυνατότητες ήταν ανεπαρκείς ήδη από το 1919, κατά την έναρξη δηλαδή του εγχειρήματος. Οι διπλωματικοί χειρισμοί, τέλος, ήταν δυσχερείς με δεδομένη την αλλαγή της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων και την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού.

Το πιο ενδιαφέρον σημείο του δημοσίου διαλόγου που εξελίσσεται στο πλαίσιο της εκατονταετίας από τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι το γεγονός ότι έχει υποχωρήσει η τάση που υποστήριζε ότι η στρατιωτική νίκη στη Μικρά Ασία ήταν εφικτή. Αυτό που υποστηρίζεται κυρίως είναι ότι ο Βενιζέλος διέθετε το πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο για να επιτύχει την απαγκίστρωση της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία το 1921, όσο ακόμα υπήρχε καιρός. Πράγματι, ο Βενιζέλος είχε υποστηρίξει στις συνομιλίες του με τους πολιτικούς του φίλους ότι το εγχείρημα προς την Άγκυρα δεν έπρεπε να αναληφθεί χωρίς την υποστήριξη των δυνάμεων. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι κατά πόσο είχε τη δυνατότητα να υπαναχωρήσει από την εμπλοκή στη Μικρά Ασία, μια πολιτική της οποίας ο ίδιος ήταν, από ελληνικής πλευράς, ο αρχιτέκτονας. Ήταν άραγε τόσο ευχερής η απαγκίστρωση χωρίς να έχει μεσολαβήσει στρατιωτική ήττα, ήταν πολιτικά δυνατή η υποστήριξη της θέσης ότι η Ελλάδα έπρεπε να εγκαταλείψει τη συνθήκη των Σεβρών και τους Μικρασιάτες έπειδή αντιμετώπιζε δυσχέρειες; Όλα αυτά ασφαλώς είναι εικασίες και η ιστορία δεν συγκροτείται με εικασίες. Οι Φιλελεύθεροι όμως είχαν υποστηρίξει ως κόμμα αντιπολίτευσης την εκστρατεία στο Σαγγάριο. Ο Βενιζέλος είχε αναμφίβολα πολιτικό κεφάλαιο το 1922-23, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, δηλαδή μετά την καταστορφή. Δε μπορούμε να γνωρίζουμε κατά πόσον είχε τέτοια ευχέρεια πριν από την ήττα στη Μικρά Ασία.

 

Η Καταστροφή πέραν του Διχασμού

Υπάρχει όμως μια ανάγκη να υπερβούμε την οπτική του Διχασμού και να προσεγγίσουμε το μικρασιατικό ζήτημα στις στρατηγικές του διαστάσεις και στην πολιτική που αυτές επέβαλλαν σε ένα μικρό κράτος όπως η Ελλάδα. Αν προσεγγίσουμε το Μικρασιατικό από αυτή την άποψη θα διαπιστώσουμε τις συνέχειες που υπήρχαν στη διαχείριση του θέματος, θα κατανοήσουμε ότι η Ελλάδα, αναλαμβάνοντας το μικρασιατικό εγχείρημα, είχε υπαχθεί κατ’ ανάγκη σε μια λογική κλιμάκωσης αφού η παραμονή της στα όρια της ζώνης της Σμύρνης, στο δυτικό άκρο της Μικράς Ασίας, ήταν μακροπρόθεσμα αδύνατη. Δεν επρόκειτο για φυσικά οχυρή θέση και, κάποια στιγμή, ο τουρκικός παράγων θα ανασυγκροτούνταν και θα ασκούσε ισχυρή πίεση, γενικότερα γεωπολιτική και ειδικότερα στρατιωτική, σε αυτή τη μικρή έκταση που είχε παραχωρηθεί στο ελληνικό κράτος. Συνεπώς, η Ελλάδα ήταν λίγο-πολύ καταδικασμένη να επιχειρήσει την επιβολή των όρων της συνθήκης των Σεβρών, ένα σκοπό για τον οποίο όμως δεν διέθετε τα αναγκαία μέσα. Αυτό είναι το κρίσιμο θέμα και όχι μια χωρίς νόημα κατανομή ευθυνών η οποία δεν βρίσκει έρεισμα στα πραγματικά δεδομένα.

Constantin à Athènes

Agence Rol / Bibliothèque Νationale de France

Δεκέμβριος 2020. Στην Αθήνα, γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ που επιστρέφει. Οι Έλληνες εναποθέτουν στην παρουσία του αυξημένες ελπίδες για μια νικηφόρα κατάληξη του πολέμου. Αλλά ο Κωνσταντίνος ήδη, με την παρουσία του στην Ελλάδα, δυσαρεστούσε και τη Γαλλία και την Αγγλία. Ωστόσο, δεν ήταν η επάνοδός του το κρίσιμο γεγονός που οδηγούσε στην ήττα. Η μικρασιατική εμπλοκή κρίθηκε από τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων, από τις εξελίξεις επί του πεδίου και τη διαφοροποίηση στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, δηλαδή σε μια κλίμακα που υπερέβαινε τις δυνατότητες ενός μικρού κράτους όπως η Ελλάδα.

 

Σωτήρης Ριζάς

Διευθυντής ερευνών του Κέντρου Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Πιο πρόσφατα βιβλία του: Το Μακεδονικό ζήτημα (2007), Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο: κοινοβουλευτισμός και δικτατορία (2008), Απ’ την απελευθέρωση στον Εμφύλιο (2011), Παρατάξεις και κόμματα στη μεταπολεμική Ελλάδα (2016), Κωνσταντίνος Καραμανλής (2018), Βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός στις απαρχές του εθνικού διχασμού 1915-1922 (2019), 1909: Η μετάβαση της Ελλάδας στον 20ό αιώνα (2020), Οι μεγάλες δυνάμεις και η Επανάσταση (2021), Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας (2022).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.