Είχαν φύγει τρεις γι’ ανίχνευση και δεν γύρισαν: ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Γιώργης Σκαρλάτος, ο Νίκος Κότσιρας. Το επόμενο πρωί, 4 Απρίλη του ’48, κίνησαν βαριοί για το Τσεροβέτσι, ο υπόλοιπος 4ος λόχος του 583 με τον ταγματάρχη Τσόπελα. Άκουγαν ξερούς κρότους και κροταλίσματα, από οπλοπολυβόλα και ντουφέκια ψηλά στα δεξιά, και το ζουζούνισμα των εντόμων στ’ ανθάκια γύρω από τα πόδια τους που, αμάθητα των πιο πολλών, έπαιζαν πάνω στις πέτρες στην πλαγιά. Ένας στάθηκε μία στιγμή κι άφησε το ντουφέκι, να δέσει το κορδόνι του που είχε λυθεί, κι ο λοχαγός Τσιπλάκος του γάβγισε να προχωρήσει – το αγόρι σαν να ’χε κοκαλώσει σκυφτό, κει που έδενε το κορδόνι, και κοιτούσε τα λουλούδια και τις πέτρες μπρος του, θαρρείς και του είχε φανερωθεί στην ταπεινότητά τους ένας θησαυρός. Σε μια κορφή, ένα σύννεφο είχε σκαλώσει και ξέφταγε στον γαλάζιο ουρανό. Μια πνοή, καθώς ανέβαιναν, δρόσισε τα ξαναμμένα τους πρόσωπα κι ανάδεψε το χορτάρι. Έτσι ανηφόριζαν την πλαγιά, και ψηλότερα άρχισαν να τους βρίσκουν. Πρώτα ένα αριστερό χέρι. Το αναγνώρισε από τα δάχτυλα ο Φίλιππος Παππάς, επιστήθιος φίλος του Γιώργη Σκαρλάτου. Παραπάνω βρήκαν τον υπόλοιπο, ένα κατακρεουργημένο κουφάρι με κάτι κουρέλια πάνω του, και μ’ ένα ματωμένο κομμάτι κρέας για πρόσωπο – και δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχε άνθρωπος, όσο κτηνώδης κι αν ήταν, που θα ’κανε τέτοιο πράγμα σ’ άλλον άνθρωπο. Ο λοχαγός ψέλλισε μια προσευχή κι έκανε το σταυρό του. Παρακεί βρήκαν και τους άλλους δύο, κοντά τον έναν στον άλλον. Ο λαιμός του ενός έχασκε ανοιχτός, ο άλλος ήταν πετσοκομμένος στο πρόσωπο, στην κοιλιά κι ανάμεσα στα σκέλια. Μύγες βούιζαν πάνω στις πληγές. Ήταν παράξενο, που δεν είχαν πάρει κανενός το όπλο, αλλά τα ’χαν αφήσει εκεί που έπεσαν, ανάμεσα στις πέτρες, τα χόρτα και τα λουλούδια. Ο ταγματάρχης πήρε ό,τι χαρτί υπήρχε σε καθενός τις τσέπες και δεν ήταν τόσο κομματιασμένο και ματωμένο, που να μη φαίνεται πια τίποτα: ταυτότητες, ένα γράμμα που ’χε γράψει ο Νίκος Κότσιρας στη γυναίκα του και δεν πρόφτασε να το στείλει. Θα γυρνούσαν αργότερα να τους θάψουν, τώρα έπρεπε να προχωρήσουν. Ξανάκαναν το σταυρό τους και συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν.
***
Ο Αρτάν Μάρκου, Αλβανός πρώην κρατούμενος των φυλακών Γιόρνταν Μίσγια, μα υποτίθεται Βορειοηπειρώτης αφότου πέρασε από την Κακαβιά, τον είχε προσέξει, που καθόταν μόνος πάντα, χωρίς να ’χει πάρε δώσε με κανέναν, κι ας στριμωχνόταν μαζί μ’ όλους στους πάγκους στο τολ, για να φάει. Είπε να τον πλευρίσει, σκέφτηκε ότι μαζί του μπορούσε να κάνει κοληγιά, και μ’ ένα πιάτο φασόλια, και με το ψωμί του, έκατσε ένα μεσημέρι αντίκρυ του. Μα εκείνος ένιωσε που ήθελε ο Αρτάν να του μιλήσει, άφησε το κουτάλι και τον κοίταξε. Στο μηλίγγι του έπαιξε μια φλέβα, λες κι είχε εκεί ένα φιδάκι, κάτω από το ηλιοψημένο δέρμα. Δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη, αλλά μήτε χρειάστηκε. Ο Αλβανός, που στη φυλακή είχε μάθει ν’ ακούει κι ό,τι δεν λεγόταν, τον άφησε στην ησυχία του.
Κοντά δύο μέτρα και γεροδεμένος, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στα πλήθη που ξεχύθηκαν ποτάμι με το που άνοιξαν τα σύνορα με την Αλβανία, παραμονή Χριστούγεννα του ’90. Εκείνες τις πρώτες βδομάδες θα πέρασαν από το χωριό έξι χιλιάδες ψυχές, μπορεί κι οχτώ. Λιανοί, με ρουφηγμένα μάγουλα, με ταλαιπωρημένη όψη και πεινασμένα μάτια που πίσω από το θράσος τους έκρυβαν φόβο. Με κορμιά όπως τα κατοχικά στις παλιές φωτογραφίες, που πάνω τους σακούλιαζαν τα ρούχα σαν να ’ταν από δεύτερο χέρι, χιλιοφορεμένα, κι ας ήταν δικά τους.
Με εξαίρεση ωστόσο εκείνον, που κανένας δεν ήξερε από πού βαστούσε η σκούφια του, υπήρχε συντροφικότητα αναμεταξύ τους, ανάκατη έστω με καχυποψία – όλοι είχαν μαζί συγγενείς και συντοπίτες. Το συμφέρον απαγόρευε τις φιλίες αλλά ευνοούσε τις λυκοφιλίες.
Τους σίτιζε η Μητρόπολη στο τολ και κοιμόνταν στο Έψιλον, εκεί που στεγαζόταν παλιότερα το Παρθεναγωγείο και τώρα η Ταπητουργική Σχολή του ΕΟΜΜΕΧ, μα οι πιο πολλοί ήταν τράνζιτο, αποκεί σκόρπισαν στο πανελλήνιο, Αθήνα οι περισσότεροι, και μόνο λίγοι έμειναν στην περιοχή.
***
Η μαγιάτικη φύση μ’ όλα της τα χρώματα οργίαζε γύρω από το καμένο χωριό. Πήγαιναν τέσσερα χρόνια, Δεκαπενταύγουστο του ’44, που οι Γερμανοί είχαν κάψει το Κεράσοβο, κοντά στις υπώρειες της Μουργκάνας, σ’ αντίποινα για τη δράση του αντάρτικου 15ου Συντάγματος Πεζικού Καλαμά. Ενενήντα εννιά σπίτια κάηκαν ολοσχερώς, έντεκα κάτοικοι εκτελέστηκαν μπροστά στη Χτικιαρότρυπα, όπου φύλαγαν οι χωριανοί το στάρι, κι άλλοι δεκαεπτά σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα και τις επόμενες.
Τα δύο αγόρια αλώνιζαν έξω από το χωριό εκείνο το πρωινό του Μάη· το μικρότερο, ο Φόρης, πιστός ακόλουθος του Νίκου. Έψαχναν για κάλυκες και για ό,τι άλλο φύτρωνε στον γύρω τόπο, ανάμεσα στ’ αγριολούλουδα. Η δροσιά στα χορτάρια μούσκευε τα αγορίστικα πόδια· κι από την παρυφή των μαλλιών, στ’ αναμαλλιασμένα τους κεφάλια, ιδρώτας κυλούσε αρμυρός και δροσιστικός στα φουντωμένα τους πρόσωπα, γιατί πρωτύτερα είχαν παραβγεί στο τρέξιμο. Ο Νίκος βρήκε έναν κάλυκα, μα είπε «Πάρε, δικός σου», μεγάθυμος όπως πρέπει να ’ναι ένας σωστός αρχηγός, και τον έδωσε στον Φόρη.
Πότε τρέχοντας και πότε μαζεύοντας θησαυρούς, βρέθηκαν στο εικόνισμα του Δρούμπουλα, κι από ένα χωράφι παρακεί κάργιες σηκώθηκαν κρώζοντας, με το που άκουσαν τα αγορίστικα τρεχαλητά· μαύρα μαντίλια που ένα χέρι τα σκόρπισε στον ουρανό. Τα δύο αγόρια προχώρησαν κατά κει, με τον ήλιο να τους ζεσταίνει το σβέρκο και τα μάγουλα. Πρώτα μύρισαν τη βαριά μυρουδιά αίματος και σπλάχνων, κι έπειτα αντίκρισαν σκόρπια στο χωράφι τα κουφάρια, φριχτά διαμελισμένα, με τα κομμάτια τους έτσι ριγμένα εδώ κι εκεί, που δεν ήξεραν ποιο ήταν ποιανού.
Ο Νίκος κι ο Φόρης έφυγαν τρεχάτοι για να πουν στο χωριό τι βρήκαν και ν’ ανοίξουν ξανά την πληγή που ακόμη δεν είχε κλείσει, κι όλο έχαινε και μάτωνε.
***
Η Αμαλία Τσοκώνα ήρθε από την Κωνσταντινούπολη το ’22, με τη δεκατετράχρονη κόρη της την Αγγελική. Πατέρας δεν υπήρχε, έκαναν μόνες το μαύρο ταξίδι. Στο χωριό η Αμαλία είχε την πρώτη ξαδέλφη της την Αθηνά, παντρεμένη με πέντε παιδιά· και η μικρότερή της κόρη, η δεκαεξάχρονη Τσίγια, που από το επόμενο κορίτσι είχε διαφορά τέσσερα χρόνια, μεγάλωσε με την Αγγελική σαν να ήταν αδερφές, μαζί στα παιχνίδια, στις λύπες, στους θυμούς, στις χαρές· πλάι η μια στην άλλη στις συμφορές – όχι μονάχα τα τρία χρόνια που η Αμαλία και η Αγγελική έμειναν μαζί τους, μα κι έπειτα, όταν είχαν πια το δικό τους σπίτι και κέρδιζαν το ψωμί τους ράβοντας. Η Αμαλία ήταν μοδίστρα στην Πόλη κι είχε μάθει την τέχνη στην Αγγελική. Πέθανε το 1947, και το ’50 γεννήθηκε η εγγονή της, που πήρε το όνομά της. Ο πατέρας του κοριτσιού είχε ήδη εγκαταλείψει την Αγγελική, και η μάνα δεν μίλησε γι’ αυτόν ποτέ στην κόρη, σαν να μην είχε υπάρξει. Δεν βρισκόταν καν μια φωτογραφία του, πουθενά στο σπίτι. Ό,τι υπήρχε απ’ αυτόν όλο κι όλο, ήταν η μικρή Αμαλία.
Η Τσίγια έμεινε ανύπαντρη, κι ήταν πια κατάκοιτη το ’89, όταν η Αγγελική διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας. Η Αμαλία δούλευε στην Ταπητουργική Σχολή τώρα, μαζί μ’ άλλες τρεις χωριανές, και συμπλήρωνε πού και πού το εισόδημά της ράβοντας κάνα ρούχο στη ραπτομηχανή. Δύο μήνες αργότερα κήδεψε τη μητέρα της κι έμεινε να φροντίζει τη θεία της, που στεναχωριόταν βλέποντας την ανεψιά της να μεγαλώνει και να μην παντρεύεται. Ήταν ωραία γυναίκα, η θεία ήξερε ότι πολλοί στο χωριό την ήθελαν, και σε κάθε ευκαιρία τη συμβούλευε να πάρει κάποιον, να μη μείνει στο ράφι σαν την ίδια.
«Να παντρευτώ απλώς για να παντρευτώ, θεία;» τη ρώταγε η Αμαλία, κι εννοούσε, Όπως η μάνα;
Κι ας μη λεγόταν με λέξεις, η Τσίγια το άκουγε στον τόνο της ανεψιάς της. Δεν της είχε πει για τον πατέρα της – τα λίγα έστω που ήξερε, γιατί ούτε σ’ αυτήν είχε μιλήσει ποτέ η Αγγελική, και της είχε απαγορέψει να ρωτάει για κείνον τον άντρα που έμεινε μόλις ενάμιση χρόνο στο χωριό, τότε μες στον Εμφύλιο, όταν μακελεύονταν στη Μουργκάνα. Είχε σεβαστεί την επιθυμία της ξαδέρφης της, μα τώρα εκείνη είχε πεθάνει, κι ίσως μπορούσε η θεία να λύσει τον κόμπο που κρατούσε δεμένη την Αμαλία και την καταδίκαζε να μένει μόνη.
***
Τα δάχτυλα της Αμαλίας ήταν μαθημένα να δένουν κόμπους. Ήταν γερά κι όμορφα δάχτυλα, νεανικά, και άμα τα έβλεπες ξέχωρα από τον πήχη, κι από το υπόλοιπο χέρι, δεν θα διέκρινες αν ήταν αντρικά με θηλυκή χάρη, ή γυναικεία με κάτι αντρικό στη δύναμή τους και την όψη τους. Ήταν ψηλή και στητή, και νεότερη ήταν πιο λεπτή, μα τώρα, στα σαράντα, είχε αρχίσει να γεμίζει στα λαγόνια και τους γοφούς, κι ας μην είχε ανοίξει η λεκάνη της για να βγει από μέσα μια νέα ζωή.
«Έχεις τσιγάρο;» ρώτησε τη Λένη Πάντου. «Μου τέλειωσαν τα δικά μου».
Έκαναν διάλειμμα από τον αργαλειό, για κολατσιό, καφέ και τσιγάρο. Η Βγένω είχε κασόπιτα σ’ ένα τάπερ και τους έδωσε από ένα κομμάτι.
«Τι θα κάνουμε μ’ όλους αυτούς που μας κουβαλήθηκαν;» είπε.
Στην Ταπητουργική, που δούλευαν με κλειστή την πόρτα, άκουγαν απέξω τις φωνές τους, τα πηγαινέλα τους· τους άκουγαν να καβγαδίζουν, με τις τραχιές τους φωνές να ηχούν σαν γαβγίσματα, λες κι αντί να ζητούν πρόσταζαν, κι αντί να ευχαριστούν απαιτούσαν, θαρρείς κι ό,τι τους έδιναν τους το χρώσταγαν.
«Άνθρωποι είναι, ρε Βγένω», είπε η Αμαλία σκουπίζοντας τα δάχτυλά της απ’ το λάδι της πίτας και πιάνοντας ξανά το τσιγάρο. «Μην τους βλέπεις έτσι άγριους – είναι αγριεμένοι».
«Τι αγριεμένοι μου λες, βρε Αμαλία; Αγριάνθρωποι είναι. Πιάνονται στα χέρια για ένα πανταλόνι και κοιτάνε το πιάτο του άλλου, έτοιμοι ν’ αρπαχτούν έτσι κι έχει μια μπουκιά παραπάνω».
«Μην τους συνερίζεσαι. Κι εσύ έτσι θα ’σουν, άμα ήσουν στη θέση τους».
«Εγώ θα ’χα αξιοπρέπεια. Τι αξιοπρέπεια έχουν τούτοι δω;»
«Τους βλέπεις όλους μαζί, και προσέχεις αυτόν που θα κάνει τη φασαρία», είπε η Αμαλία σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι. «Άμα κοίταγες τον καθένα χώρια, θα ’βλεπες ότι ’ναι και έτσι κι αλλιώς, σαν όλους τους ανθρώπους. Άλλοι καλύτεροι, άλλοι χειρότεροι».
«Εσύ βλέπεις τον καθένα χώρια;» τη ρώτησε η Βγένω – και πίσω από την ερώτηση υπήρχαν υπονοούμενα, κι ακόμα περισσότερα παραπίσω· σαν να της έλεγε Τους βλέπεις γιατί δεν έχεις άντρα, και Τους προσέχεις μήπως σου γυαλίσει κανείς.
Η Αμαλία άκουσε το υπονοούμενο στα λόγια της Βγένως, μα έκανε σαν να μην κατάλαβε.
«Είδες εκείνον εκεί, ξέρεις, που ’ναι σαν αρκούδα;» ρώτησε η Μαρία Οικονόμου.
Με τόσο κόσμο που σιτιζόταν στο τολ, χρειάζονταν χέρια για το μαγείρεμα, το σερβίρισμα, το πλύσιμο των πιάτων, και η Αμαλία κι η Μαρία βοηθούσαν.
«Αυτόν που ’ναι πάντα μόνος του και δεν μιλάει με κανέναν», είπε η Μαρία.
«Ναι», είπε η Αμαλία, που τον είχε παρατηρήσει πράγματι, κάνοντας πως δεν τον προσέχει· γιατί η όψη του την είχε εντυπωσιάσει.
Πρέπει να ’ταν πενηντάρης τουλάχιστον. Είχε σκληρά κι έντονα χαρακτηριστικά μα όχι χοντροκομμένα, δασύ κατάμαυρο μαλλί χωρίς ούτε μία γκρίζα τρίχα, και βαθιές χαρακιές στο κούτελο και γύρω από τα μαύρα του μάτια, που σε κοίταγαν ολόισια με βλέμμα που σε διαπερνούσε σαν να έβλεπε μέσα σου και να ήξερε ό,τι κρυφό υπήρχε εκεί, στα σπλάχνα σου και στις σκέψεις σου.
«Σαν πολύ δεν καθίσαμε;» είπε η Λένη. «Άντε, κορίτσια».
Η Αμαλία κάθισε στον αργαλειό της, τέλειωσε τη σειρά που είχε αρχινημένη, πέρασε τ’ άσπρο νήμα, κατέβασε το ξύλο, χτύπησε έπειτα με τον κόπανο, ανέβασε το ξύλο κι άρχισε την επόμενη σειρά, κάνοντας κόμπο κόμπο και κόβοντας με το μαχαίρι. Λίγο λίγο, έτσι, γεννιόταν ένα σχέδιο με τετράγωνα και ρόμβους, και το χαλί μεγάλωνε.
***
Μετά το σχόλασμα πέρασε από την Τσίγια, να δει τι έκανε η θεία της και να της πάει ένα πιάτο φαΐ, που το είχε μαγειρεμένο από χτες, και γύρισε σπίτι. Δεν είχε συνηθίσει ακόμη να μπαίνει και να μην είναι εκεί η μάνα της, να μη χαιρετάει κανέναν ανοίγοντας την πόρτα, και να τη χαιρετάει μονάχα ο εαυτός της στο παλιό έπιπλο αντίκρυ, στον στρογγυλό καθρέφτη ανάμεσα στ’ άδεια κρεμαστάρια για τα παλτά. Ο εαυτός της πλησίασε, με κουρασμένο πρόσωπο και λίγο αχτένιστος, και η Αμαλία κρέμασε το παλτό της. Έπειτα έβαλε ταχτικά τα παπούτσια της στο ράφι χαμηλά, κι έβαλε τις παντόφλες της. Ζέστανε ένα πιάτο φαΐ, ύστερα κάπνισε μ’ ανοιχτή την τηλεόραση, έβαλε πλυντήριο και ξάπλωσε λιγάκι. Είχε ένα βιβλίο μισοδιαβασμένο στο κομοδίνο, πήγαινε όμως καιρός που το ’χε αρχίσει και θυμόταν χοντρικά, μόνο, τι είχε γίνει ως το σημείο που είχε φτάσει, ποιες ήταν οι σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες, ακόμα και τι ακριβώς ήταν ο καθένας. Έτσι δεν το άνοιξε, γιατί θα ’θελε προσπάθεια και χρόνο για να ξαναρχίσει να παρακολουθεί την υπόθεση. Έμεινε ξαπλωμένη, μετέωρη σε κάτι που δεν ήταν ούτε ύπνος ούτε ξύπνος, με μπερδεμένες εικόνες να στριφογυρνούν στο μυαλό της, και τέλος σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ, τον ήπιε, ντύθηκε ξανά και πήγε στο τολ να βοηθήσει όπου τη χρειάζονταν.
Τον είδε ξανά εκεί κι ένιωσε πάνω της το επίμονο βλέμμα του, αφού είχε αφήσει μπρος του ένα πιάτο φαΐ και του ’χε γυρισμένη την πλάτη τώρα. Και ξαφνικά, τότε, η Αμαλία κατάλαβε κάτι παράλογο: πως τον φοβόταν. Δεν τον ήξερε, δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν, ούτε καν το όνομά του, κι όμως, αν ήταν για κάτι βέβαιη, ήταν πως φοβόταν τον άντρα που, ανάμεσα σ’ όλους γύρω του, με το φόβο και το θράσος τους και με το πεινασμένο κι αχόρταγο βλέμμα τους, εκείνος μόνο έδειχνε σίγουρος – αλλά σίγουρος για ποιο πράγμα, αυτό δεν μπορούσε να το ξέρει η Αμαλία κι ούτε ήθελε να το μάθει. Έτσι κι αλλιώς, σύντομα μάλλον θα ’φευγε από το χωριό, αυτός και οι περισσότεροι.
***
Είχε μπει η άνοιξη κι είχε έρθει ο καιρός να φτιάξει πια ο Νάσος το παλιό σπίτι. Αυτός, η Διώνη και τα παιδιά έμεναν στο πατρικό της μαζί με τους γονείς της. Ήταν δίπατο, έτσι χωρούσαν άνετα, και τα πεθερικά του τους είχαν βολέψει με τα παιδιά· αλλά τον πονούσε να βλέπει το σπίτι που είχε μεγαλώσει, στην Πάνω Χώρα, να ρημάζει – τους σοβάδες να πέφτουν, τα παντζούρια να κρέμονται σαπισμένα, τη σκεπή να βάζει νερά, τις γρεντιές να σκεβρώνουν σιγά σιγά. Οι σκονισμένες κάμαρες, όποτε έμπαινε μέσα και τριγυρνούσε άσκοπα, αντηχούσαν από τις φωνές των νεκρών γονιών και τα τρεχαλητά των αλλοτινών παιδιών. Τον αδερφό του δεν τον ένοιαζε· έμενε στην Αθήνα κι ερχόταν σπάνια, ζήτημα αν θα επισκεπτόταν το χωριό μία φορά το χρόνο, το Δεκαπενταύγουστο συνήθως· αυτός και η οικογένειά του έμεναν σε κάποιον ξενώνα –στο Κεντρικό ή στο Ρολόι–, ακολουθούσαν ανήμερα Δεκαπενταύγουστο την περιφορά της εικόνας, κάθονταν με παρέες για τσίπουρο στα καφενεία στην πλατεία, και δυο τρεις μέρες μετά βαριόνταν κι έφευγαν. Αλλά ο Νάσος είχε μείνει στο χωριό, δούλευε οδηγός στο Δήμο και η Διώνη νοσοκόμα στο Κέντρο Υγείας· το ’χαν συζητήσει κι αποφάσισαν να φτιάξουν το σπίτι.
Τώρα οι δυο άντρες είχαν συναντηθεί στο χορταριασμένο κατώφλι. Πρέπει να ’ταν συνομήλικοι, αλλά ο άλλος του ’ριχνε δύο κεφάλια στο μπόι, και οι πλάτες του είχαν φάρδος μιάμιση φορά όσο του Νάσου, κι ας ήταν γερός άντρας επίσης.
«Βασίλη… Βασίλη δεν σε λένε, είπαμε;» είπε.
«Ναι».
«Μου ’πε ο Κώστας ότι πιάνουν τα χέρια σου σ’ όλες τις δουλειές. Λοιπόν, κοίτα τι έχω να σου προτείνω. Μπορείς να μένεις εδώ, τώρα που ζέστανε ο καιρός. Θα σου βάλω ένα ράντζο… Δεν θα ’σαι πολύ άνετα…»
«Δεν με νοιάζει».
«Ωραία. Έτσι, γλιτώνεις το νοίκι, και θα παίρνεις κανονικό μεροκάματο. Θα χρειαστείς βοηθό…»
«Δεν χρειάζομαι βοηθό. Τα καταφέρνω μια χαρά μόνος μου».
«Αν νομίζεις».
Τα συμφώνησαν, κι ο Βασίλης –όπως έλεγε ότι ήταν το όνομά του– κοιμόταν πια στο πατρικό του Νάσου Οικονόμου κι όλη μέρα δούλευε μεθοδικά κι ακούραστα, ισορροπώντας με ακροβατική δεξιότητα και κουβαλώντας βάρη που γι’ άλλον θα ήταν σχεδόν αδύνατον να τα σηκώσει. Όταν καλοκαίριασε, δούλευε γυμνός από τη μέση και πάνω, με τον ιδρώτα να γυαλίζει στις τριχωτές του πλάτες. Κοιμόταν στο ράντζο κι έτρωγε κονσέρβες και ψωμί, ή σπανιότερα σε κάποιο καφενείο. Δεν είχε πολλά πάρε δώσε με κανέναν στο χωριό, αλλά τον είχαν συνηθίσει τώρα.
***
Στον τόπο έμειναν λίγοι απ’ όσους πέρασαν με το που άνοιξαν τα σύνορα, κι ένας ήταν ο Αρτάν Μάρκου, που δικτυώθηκε γρήγορα κι έκανε γερή μπάζα διακινώντας λαθραία. Έβρισκε διάφορες δουλειές, μερεμέτια, ό,τι τύχαινε, αλλά η κύρια δουλειά του δεν ήταν αυτές – πιο πολύ τις είχε σαν βιτρίνα. Στο χωριό σύχναζε με τον Γιάννη Τσάτσα και τον Τάκη Σμπόνια. Ήταν οι αποδώ στο δίκτυο, κι ο Αρτάν ήταν ο ενδιάμεσος, η γέφυρα με τους αποκεί. Κανόνιζε συναντήσεις σ’ απόμερα σημεία κι ήξερε ν’ αποφεύγει τις κακοτοπιές. Ένα συνηθισμένο μέρος για νυχτερινά αλισβερίσια ήταν το ξωκλήσι της Αγια-Σωτήρας, σε κάποια απόσταση από το χωριό.
Νωρίς το πρωί, στις 6 Αυγούστου που γιόρταζε το εκκλησάκι, έφτασαν εκεί πρώτοι ο παπα-Νεκτάριος με τον Τάκη τον εκκλησάρη και τον Λουκά τον ψάλτη, με το αμάξι του Τάκη, προτού αρχίσει να έρχεται το υπόλοιπο χωριό. Έπειτα ο Λουκάς στάθηκε στο χωματόδρομο, για να διώχνει τους χωριανούς που θα έρχονταν, κι ο παπάς μαζί με τον εκκλησάρη περίμεναν την αστυνομία. Είχαν φρίξει με το αποτρόπαιο θέαμα που αντίκρισαν πλάι στο ξωκλήσι, αλλά δεν είχαν απορήσει έπειτα που το σκέφτονταν – ούτε αυτοί ούτε κανένας άλλο στο χωριό. Ήξεραν όλοι για το λαθρεμπόριο που γινόταν αφότου άνοιξαν τα σύνορα, κι είχαν καταλάβει ότι ο Αρτάν ήταν μπλεγμένος σε βρομοδουλειές, βλέποντάς τον να έχει πάρε δώσε με τον Τσάτσα και τον Σμπόνια. Όποιος το ’χε κάνει αυτό, θα βρισκόταν ήδη από την άλλη μεριά των συνόρων, αλλά δεν έπαυε να τους συνταράζει η αγριότητα του εγκλήματος, με το που μαθεύτηκαν οι λεπτομέρειες.
***
Όταν της χτύπησαν την πόρτα κι άνοιξε, τον αντίκρισε να κλείνει με τον όγκο του όλο το άνοιγμα. Το ανώφλι του ερχόταν στο κούτελο, έπρεπε να σκύψει για να μπει.
«Αμαλία, καλησπέρα», της είπε με φωνή ταυτόχρονα τραχιά και γλυκιά, αν μπορούν ποτέ να ταιριάξουν αυτά τα δύο – όμως στη δική του φωνή μπορούσαν. «Μήπως ενοχλώ;»
«Όχι, όχι», του είπε πνίγοντας το φόβο της. «Πέρνα–»
«Βασίλης».
«Πέρνα, Βασίλη».
Κρατούσε μια πλαστική σακούλα και στάθηκε λίγο παραμέσα.
«Έμαθα ότι ράβεις», είπε.
«Ναι».
«Θα μου ράψεις ένα πανταλόνι που σχίστηκε;»
«Να το δω…»
Έβγαλε μέσ’ απ’ τη σακούλα τα δύο μισά ενός πανταλονιού.
«Πού το έσκισες έτσι;»
«Στη δουλειά».
Η Αμαλία ήξερε ότι είχε αναλάβει να επισκευάσει μόνος του το πατρικό του Νάσου Οικονόμου κι ότι έμενε εκεί.
«Να το δω. Ναι, φτιάχνεται».
Μα έπειτα, δίχως να ξέρει γιατί, και νιώθοντας φόβο καθώς άκουγε τον εαυτό της να μιλά, του είπε:
«Θες να σου φτιάξω έναν καφέ;»
«Ναι», της είπε, «σ’ ευχαριστώ», την ακολούθησε στην κουζίνα και κάθισε στο τραπέζι.
«Πώς τον πίνεις;» τον ρώτησε, περιμένοντας να της πει «πικρό».
«Γλυκό, με τρεις κουταλιές ζάχαρη».
Έφτιαξε τους καφέδες, έβαλε λουκούμια σ’ ένα πιάτο και κάθισε επίσης στο τραπέζι. Σκόπευε να τον ρωτήσει από πού είχε έρθει, ίσως και κάποια πράγματα για την οικογένειά του, μα χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να λέει:
«Η μητέρα μου πέθανε πέρσι. Πήγε πολύ γρήγορα, από καρκίνο. Δεν το ’χω χωνέψει ακόμα – γυρνάω και περιμένω να τη δω. Είχε έρθει πρόσφυγας απ’ την Κωνσταντινούπολη, με τη γιαγιά μου. Δεν τη γνώρισα τη γιαγιά, είχε πεθάνει όταν γεννήθηκα. Ούτε τον πατέρα μου γνώρισα, μας εγκατέλειψε προτού γεννηθώ–»
Συνέχισε να του μιλάει κι αυτός την άκουγε. Γιατί του τα ’λεγε όλα αυτά – σ’ έναν ξένο; Ίσως γιατί ήταν ξένος; Ίσως γιατί τον φοβόταν, και με τα λόγια έπνιγε το φόβο της; Πάντως του μιλούσε, ούτε που ήξερε για πόση ώρα και για ποιο πράγμα, ενώ εκείνος έλεγε μόνο μια δυο κουβέντες πού και πού. Το χέρι της έπειτα ήταν σταθερό, όταν ήταν μόνη και κάθισε στη ραπτομηχανή για να ράψει κείνο το πανταλόνι που είχε σχιστεί τόσο παράξενα στα δύο, λες και δύο άλογα το τραβούσαν από τη μια κι από την άλλη μεριά – αλλά μέσα της ένιωθε ένα τρεμούλιασμα, σαν να παλλόταν μια σκοτεινή κρυφή χορδή. Πιο αργά, στο κρεβάτι, προσπάθησε να διαβάσει, μα οι λέξεις χόρευαν μπροστά στα μάτια της, και στον ύπνο τη συντρόφεψαν παράξενα όνειρα, που το πρωί τα είχε ξεχάσει όλα, εκτός από μια εικόνα σε ένα. Ήταν η είσοδος του σπιτιού, όπως ήταν στην πραγματικότητα ως την τελευταία λεπτομέρεια, και η Αμαλία κι ο ξένος στέκονταν στην πόρτα. Το βλέμμα της έτυχε να πέσει στον στρογγυλό καθρέφτη στο έπιπλο με τα κρεμαστάρια. Στο ένα κρεμόταν το παλτό της, στο δεύτερο το πανταλόνι του, και τα άλλα δύο είχαν νήμα τυλιγμένο γύρω τους, λευκό το ένα και μαύρο το άλλο. Μα αυτό που τη φόβισε ήταν πως εκείνος δεν φαινόταν στον καθρέφτη, σαν να στεκόταν στην πόρτα μόνη της.
***
«Άκουσα, Αμαλία, ότι βρίσκεσαι μ’ αυτόν τον Αλβανό, τον… Βασίλη», είπε ευθέως η Βγένω στο διάλειμμά τους.
Είχε μπει το φθινόπωρο, γύρω από το χωριό είχαν ωριμάσει τα κράνα και τα βατόμουρα, και τα φύλλα είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν και να κιτρινίζουν. Τα βράδια έβγαινε καπνός απ’ τις καμινάδες.
«Μιλάμε πού και πού», είπε η Αμαλία κοιτώντας το χέρι της, σαν να το έλεγε στο τσιγάρο της, κι έπειτα άφησε το τσιγάρο κι έφαγε ένα απ’ τα κεφτεδάκια που είχε φέρει η Λένη, δίχως να νιώθει την ανάγκη να υπερασπιστεί στη Βγένω τον εαυτό της.
«Δεν ξέρεις τι ’ναι, Βγένω, Αλβανός ή Βορειοηπειρώτης», είπε η Μαρία Οικονόμου, που ένιωθε πάντα την ανάγκη να επωμίζεται το ρόλο του συνηγόρου υπέρ της Αμαλίας ή όποιου άλλου της φαινόταν ότι αδικούνταν.
«Ούτε εγώ ξέρω… κι ούτε με νοιάζει», είπε η Αμαλία, που κάθε μέρα φοβόταν όλο και πιο πολύ, δίχως να ξέρει τι πράγμα και για ποιον ακριβώς λόγο· και με το φόβο είχε φτιάξει γύρω της μια πανοπλία αψηφισιάς απέναντι στα φαρμακερά σχόλια της Βγένως ή οποιουδήποτε άλλου, για να προφυλάξει την ευαίσθητη σάρκα αποκάτω.
«Μην τσακωθείτε», είπε η Λένη. «Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Αλλά εμένα αυτός δεν μ’ αρέσει, Αμαλία – να με συμπαθάς, δεν σ’ το λέω για να σε θίξω. Μπορεί να ’χω κι άδικο, αλλά είναι στο χωριό τόσους μήνες και δεν μιλάει με κανέναν. Δεν λέω, ο ξάδερφος της Μαρίας λέει ότι του ’χει κάνει καλή δουλειά στο σπίτι: πήγαινε να γκρεμιστεί και το ξανάστησε μόνος του, με τα χέρια του. Κοίτα, συγχώρα με, δεν μας πέφτει λόγος», είπε κι έριξε μια ματιά με νόημα στη Βγένω.
«Το μάθατε για κείνον που βρήκαν σκοτωμένο έξω από τη Βήσσανη;» ρώτησε εκείνη. «Ήταν κομμάτια, λένε, εδώ το κεφάλι κι εκεί το χέρι. Εμ βέβαια, μ’ όλους αυτούς που μας κουβαλήθηκαν εδώ. Κάθε καρυδιάς καρύδι…» είπε αμετανόητη, αφήνοντας το υπονοούμενο να αιωρείται καθώς κάθονταν ξανά στους αργαλειούς τους.
***
Το σπίτι της θείας Σίγιας της άρεσε από τότε που ήταν μικρή. Ήταν για την Αμαλία ένα μικρό μαγικό βασίλειο μέσα στον κόσμο, γιατί οι κάμαρες ήταν γεμάτες παλιά έπιπλα κι όλοι οι τοίχοι ήταν φορτωμένοι με κάδρα, άλλα με παλιές φωτογραφίες κι άλλα με κεντήματα. Η θεία Σίγια την είχε σαν την κόρη που δεν της έμελλε να κάνει η ίδια, και η Αμαλία, από τη μεριά της, την είχε σαν δεύτερη μάνα. Σπάνια περνούσε μέρα που δεν θα πέρναγε να τη δει, και τώρα η θεία της, κατάκοιτη τα τρία τελευταία χρόνια, την είχε ανάγκη έτσι κι αλλιώς.
Είχε μαγειρέψει παστίτσιο· έβαλε τέσσερα κομμάτια σ’ ένα πιάτο, τα σκέπασε με μια πετσέτα και πήγε στης θείας της. Τη βρήκε να ’χει σηκωθεί με κόπο από το κρεβάτι και να κάθεται στην πολυθρόνα – ήταν το περισσότερο που μπορούσε να κάνει· μια απλή κίνηση για τους πιο πολλούς, που όμως για τη θεία της ήταν αληθινή στρατιωτική επιχείρηση. Από το παράθυρο έμπαινε φως και μαζευόταν στην αγκαλιά της γριάς, σαν άυλο ζώο κουρνιασμένο στα πόδια της, αλλά πιο ψηλά στο γέρικο κορμί και στο πρόσωπο οι σκιές πύκνωναν.
Η Αμαλία έφερε μπροστά της το τραπεζάκι κι έβαλε πάνω το πιάτο με το φαγητό, ψωμί τυλιγμένο σε μια χαρτοπετσέτα, μαχαίρι και πιρούνι, ένα ποτήρι νερό.
«Τέσσερα κομμάτια, Αμαλίτσα!» είπε εκείνη. «Ποιος θα τα φάει».
«Φάε όσο θες, θεία», είπε η ανιψιά, «και φύλαξε το υπόλοιπο στο ψυγείο».
«Θεία», της είπε ύστερα, «έχω να σου πω ένα νέο. Γνώρισα κάποιον. Είναι μάστορας – ήρθε στο χωριό με το άνοιγμα των συνόρων».
«Σ’ αρέσει, Αμαλία;» – όποτε η συζήτηση σοβάρευε, η Αμαλία έχανε στα λόγια της θείας το χαϊδευτικό της και ξανάπαιρνε το κανονικό της όνομα.
«Δεν ξέρω, θεία…»
Η θεία Σίγια ένιωσε πως αυτός ο δισταγμός δεν ήταν απλώς θέατρο που έπαιζε η ανιψιά της για να κρύψει τον ενθουσιασμό της· ένιωσε το φόβο της, τον κόμπο που έπρεπε να λυθεί – κι αποφάσισε να της μιλήσει για τον πατέρα της.
«Αμαλία», είπε.
«Ναι, θεία;»
«Θες να σου πω για τον πατέρα σου; Όχι δηλαδή ότι ξέρω πολλά πράγματα».
Η Αμαλία περίμενε.
«Ήταν εντυπωσιακός άντρας», είπε η θεία Σίγια. «Πανύψηλος και δυνατός. Εμφανίστηκε στο χωριό το ’48 – όχι, το ’47· ούτε που ξέρω από πού. Και η μητέρα σου… να, της άρεσε. Μα δεν ξέρω να σου πω πολλά, τότε είχα να φροντίζω τους δικούς μου και δεν την πολυέβλεπα, κι έπειτα, αφού έφυγε ο πατέρας σου, δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτόν, δεν έλεγε κουβέντα – το ξέρεις».
Κι έπειτα είπε:
«Μπορώ όμως να σ’ τον δείξω. Δεν το ’ξερε η μητέρα σου, αλλά είχα βρει μια φωτογραφία του και την είχα φυλάξει – για σένα. Για να σ’ τη δείξω μια μέρα. Θες να τον δεις;»
Ένα χέρι πίεζε τώρα την καρδιά της Αμαλίας και της έσφιγγε τα πνευμόνια κόβοντάς της την ανάσα.
«Δείξ’ τον μου, θεία», είπε.
«Άνοιξε κείνο κει το συρτάρι, το δεύτερο», είπε η θεία Σίγια. «Κοίτα κάτω απ’ τα τραπεζομάντιλα που ’ναι μέσα».
Η Αμαλία σηκώθηκε με μολυβένια πόδια και πήγε ως το συρτάρι· τ’ άνοιξε με χέρια που ήταν από μολύβι κι αυτά, και σήκωσε τα τραπεζομάντιλα. Έπιασε τη φωτογραφία, την κοίταξε, και της έπεσε από το χέρι. Παραπάτησε κι αρπάχτηκε από τ’ ανοιχτό συρτάρι για να μην πέσει, γκρεμίζοντάς το.
***
Τον περίμενε στην κουζίνα καπνίζοντας, κι όταν της χτύπησε την πόρτα, πήγε ν’ ανοίξει σαν να μην ήταν εκείνη που σηκώθηκε από την καρέκλα, που βγήκε στον μικρό διάδρομο και η πλάτη της καθρεφτίστηκε στον στρογγυλό καθρέφτη, που ’βαλε το χέρι στο πόμολο και το γύρισε.
Αυτός μπήκε και χαιρέτησε· τον αντιχαιρέτησε και προχώρησε πρώτη προς την κουζίνα, αλλά δεν τον ρώτησε αν ήθελε καφέ. Τον περίμενε, να καθίσει για να μην ορθώνεται αποπάνω της, κι έπειτα στάθηκε κοιτώντας τον με όλο το θάρρος που δεν είχε.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε.
Εκείνος είδε στα μάτια της ότι ήξερε, και της απάντησε χαμογελώντας:
«Είμαι ο άντρας σου. Είμαι ο πατέρας σου. Είμαι–»
«Πάψε!» του φώναξε. «Φεύγα!»
«Θα φύγω», είπε. «Αλλά πρώτα να τελειώσω κάτι».
Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, σηκώθηκε, έβγαλε το πουκάμισό του και το πανταλόνι του με κινήσεις σαν τις αστραπιαίες και παραπλανητικές των χεριών ενός ταχυδακτυλουργού, και ξαφνικά διπλώθηκε στα δύο κι άλλαξε εκεί, μπροστά της. Με τρομερό πόνο, μ’ ένα σιγανό ουρλιαχτό που της πάγωσε το αίμα, κυρτώθηκε και τα κόκαλά του άλλα κόντυναν κι άλλα μάκρυναν, σαν να ήταν τη μια στιγμή λάστιχο, την άλλη ξανά κόκαλο και πάλι λάστιχο. Μύες τεντώθηκαν προβάλλοντας ανάγλυφοι. Το πρόσωπό του έγινε μουσούδι με σκυλόδοντα και μυτερά αφτιά· τα νύχια του ήταν τώρα γαμψά και μακριά, και το δασύ του μαλλί απλώθηκε από το κεφάλι του σ’ όλο του το κορμί.
Ο Λύκος χίμησε έπειτα πάνω της, τυλίγοντάς την με τη ζωώδη του μυρουδιά και την καυτή του ανάσα, και μπήκε μέσα της.
***
Στις 10 Μάη 1907, ο αστυνόμος Μεχμέτ Τσορμπατζή καθόταν στο γραφείο του, μες στον καπνό του τσιγάρου του και στους θορύβους του δρόμου από τ’ ανοιχτό παράθυρο.
«Mustafagelaslanim!» φώναξε.
«Ebetsubayefendi», είπε ο αστυνομικός, που ’χε σταθεί στην πόρτα.
«Banabir çayver».
Πίνοντας έπειτα το τσάι του, μελέτησε ξανά τα στοιχεία για τις τέσσερις φρικιαστικές δολοφονίες. Ο Ρεφίκ Οσμάνογλου, σαράντα επτά ετών, υφασματέμπορος, βρέθηκε νεκρός στο Μπεμπέκ – το πτώμα του, ξεκοιλιασμένο και με το πρόσωπο κομματιασμένο, επέπλεε στο νερό, κι αναγνωρίστηκε από τα κουρελιασμένα του ρούχα κι από ένα εκ γενετής σημάδι που είχε στον αριστερό γλουτό. Ο Κεβόρκ Παρμακιάν, πενήντα έξι ετών, τραπεζοϋπάλληλος, βρέθηκε ακρωτηριασμένος στο Ακσαράι· ο Ιμπραήμ Τσετίν, τριάντα δύο ετών, εργάτης, βρέθηκε στο Σαρίγερ κατακρεουργημένος επίσης, αλλά με μαύρες τρίχες κάτω από τα άκοφτα νύχια του και ανάμεσα στα δόντια, στοιχείο που υποδήλωνε ότι ο Τσετίν ίσως πάλεψε με το δολοφόνο του, με νύχια και με δόντια στην κυριολεξία· κι ο Τζεμάλ Βουράκ, σαράντα δύο ετών, αργυροχόος, βρέθηκε νεκρός στο Λάλελι, με μια βαθιά τομή που ξεκινούσε από το λαιμό κι έφτανε ως το υπογάστριο.
Τι δαίμονας τριγυρνάει στην πόλη; αναρωτήθηκε γι’ άλλη μια φορά ο αστυνόμος.
***
Η Αμαλία έπιασε παιδί, ένα κορίτσι. Νόμιζε πως ήθελε να το ρίξει, μα δεν μπόρεσε να το κάνει.
Γέννησε την Αγγελική με πόνους που κράτησαν εννιά ολόκληρες ώρες, και τη μεγάλωσε μόνη της, με αγάπη, λέγοντάς της μονάχα πως ο πατέρας της τις εγκατέλειψε, χωρίς ποτέ να της μιλήσει γι’ αυτόν.
Έκλεψα την ιδέα για τον «Λύκο» από τη σύζυγό μου Αναστασία Δεληγιάννη, με την άδειά της. «Πώς σου φαίνεται, μια γυναίκα να γνωρίζει έναν άντρα που είναι λυκάνθρωπος, κι έπειτα να ανακαλύπτει πως αυτός είχε πάει και με τη μάνα της και τη γιαγιά της;» μου ’πε η Αναστασία, έχοντας την ιστορία στο μυαλό της σαν παραμύθι· και ίσως να ’ναι ακόμα λίγο παραμύθι, μα που με τον Εμφύλιο το ’48 και με το άνοιγμα των συνόρων το ’90, απέκτησε γερές ρίζες στον τόπο και το χρόνο – ρίζες που τα παραμύθια, άχρονα και «ουτοπικά» από τη φύση τους, δεν τις έχουν, επιφανειακά τουλάχιστον. Οφείλω πολλές ευχαριστίες στον Θωμά Κοροβίνη για τη βοήθειά του στο επεισόδιο της Κωνσταντινούπολης, μιας πόλης που δεν έχω επισκεφτεί.