«Είσαι σαν τη θεά».
«Βλάσφημε».
Όμως της άρεσε η τρυφεράδα που ’χαν η ματιά του και τ’ άγγιγμά του πάνω στη φουσκωμένη της κοιλιά. Είχε γυμνωθεί και καθόταν καταμεσής στο πέτρινο καλύβι, μπροστά στην παραστιά. Οι φλόγες πύρωναν την κοιλιά της και τα βαριά της στήθια κι έριχναν σκιές στη μορφή της, κι ήταν πράγματι η όψη της ανερμήνευτη άμα καθόσουν από μια μεριά και την κοίταγες· μα τούτο ήταν μονάχα εντύπωση που την έχυνε στα χαρακτηριστικά της το φως απ’ τη φωτιά, καθώς χόρευε, ενώ η θεά έστεκε στ’ αλήθεια αινιγματική μες στο καταχείμωνο έξω, άλλοτε ευμενής και κάποτε ολέθρια. Την είχε ρωτήσει για τη γέννα. Όλοι τη σέβονταν, που μίλαγε με τη θεά, μα η ίδια δεν μπορούσε συχνά να εξηγήσει τα λόγια της.
Είχε κάνει τις προσφορές κι είχε φάει έπειτα το χόρτο της θεάς.
Μάσησε αργά το χόρτο, ώσπου τα μέλη της παραλύσανε κι από τα μάτια της φαινόταν μονάχα τ’ ασπράδι, και τη ρώτησε. Οι αρμοί του ειδώλου λύθηκαν, ζωή χύθηκε στο πέτρινο κορμί, όμως η μορφή έμεινε ασάλευτη και η φωνή βγήκε από βαθιά μέσ’ απ’ την πέτρα.
«Θα ζήσεις και θα πεθάνεις», της είχε πει τότε· «θα πεθάνεις γεννώντας και θα γεννηθείς πεθαίνοντας».
Δεν ήξερε πώς να το ερμηνέψει κι είπε πως οι ωδίνες θα ήταν σαν θάνατος αλλ’ έπειτα θα γένναγε και θα ζούσε ξανά.
***
Το αίνιγμα της θεάς είχε βαθύνει τώρα και η πέτρα της έμενε βουβή ό,τι κι αν τη ρώταγε· ό,τι προσφορές κι αν έκανε κι όσο χόρτο κι αν μάσαγε. Το κρύο κι άδειο βλέμμα της δεν φανέρωνε απ’ τα μελλούμενα τίποτα, όμως ο τόπος γύρω από τα πόδια της, που γερά και βαριά πατούσαν στη γη, είχε λουλουδιάσει κι ευωδίαζε με το που καλοσύνεψε ο καιρός· κι ας είχε ακόμα το θεϊκό κορμί μαζεμένο το χειμώνα μέσα του, βαθιά στα πέτρινα σπλάχνα του. Η θεά ήταν πάντα ένα μυστήριο γιατί καθετί σ’ αυτήν πλεκόταν με το αντίθετό του· το καλοκαίρι μες στο καταχείμωνο, ο χιονιάς μέσα στην κάψα.
Άρχισε ν’ ανεβαίνει με τα ζώα στο βουνό. Αντίκρυ ήταν η ψηλόκορφη Μερόπη, τ’ όριο του κόσμου της. Τα πόδια της πατούσαν στο Κουτσόκρανο. Άμα έπαιρνε τη γιδόστρατα βόρεια, είχε πέρα το φαράγγι του Κουβαρά, μια δασωμένη μαχαιριά στον τόπο, αδιάβατη το χειμώνα που το ποτάμι ήταν φουσκωμένο, κι αντίκρυ ορθωνόταν ο Μακρύκαμπος – τ’ όριο του κόσμου της. Το απόλυτο όριο όμως ήταν η θεά· κει που τελείωνε καθετί χειροπιαστό και κατανοητό κι αρχινούσε το αίνιγμα. Μπορούσε ν’ αγγίζει την πέτρα μα όχι και τη φωνή· κείνη τη φωνή μέσα απ’ τ’ ασάλευτα χείλη που δεν χαμογελούσαν μήτε σκυθρώπιαζαν, μα έμεναν παντοτινά κλειστά επάνω από ένα μυστικό. Η φωνή της θεάς ερχόταν από πέρα απ’ τ’ όριο του κόσμου της, μέσ’ απ’ τα πέτρινα σπλάχνα της γης κι εκείθε του θανάτου· και χάρη σ’ αυτήν κάρπιζαν τα δέντρα και κατέβαζαν γάλα τα ζώα, κι άμα αυτή το ’θελε, άφηναν τα ξεψυχισμένα χείλη τη στερνή τους πνοή.
Καθόταν σ’ ένα βράχο κι ένιωθε μες στην κοιλιά της τη ζωή που σκιρτούσε όπως σκιρτάει ο άνθρωπος όταν κοιμάται κουλουριασμένος κι ονειρεύεται. Ένα ανοιξιάτικο αεράκι ανάδευε στο ξέφωτο γύρω της τα φρέσκα χορτάρια και πιο κάτω τα φύλλα των βαλανιδιών. Να ονειρεύεται; αναρωτήθηκε για το παιδί μέσα της. Και τι όνειρα να βλέπει αυτός που ακόμα δεν γεννήθηκε; Προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ’ταν, να μην έχεις δει ακόμα τίποτα, κλεισμένος μες στο σκοτάδι της κοιλιάς, και να βλέπεις όνειρα· κι ένιωσε τότε πως το παιδί μέσα της ήταν κοντύτερα στη φωνή της θεάς απ’ ό,τι η ίδια, μέσα στα σπλάχνα της όπως ήταν εκείνη μες στα σπλάχνα της γης. Άμα μπορούσα να σε ρωτήσω, είπε, κι άμα μπορούσες να μιλήσεις και μου ’λεγες, θα μάθαινα ό,τι τώρα είναι κρυφό· αλλ’ όταν θα μπορώ πια να σε ρωτήσω κι εσύ να μου πεις, δεν θα ξέρεις, θα ’χεις ξεχάσει, γιατί μόνο αν δεν μπορείς ακόμα να μιλήσεις κι ούτε έχεις δει άλλο κάτι πέρα απ’ το σκοτάδι, μονάχα τότε ξέρεις να μιλάς με τη φωνή της θεάς, που δεν είναι αυτή του ανέμου, κείνου εκεί του σύννεφου, των βουνών, του χρυσαετού, της πετροπέρδικας, του τσοπανάκου, του αιγίθαλου, του φλώρου, της σιταρήθρας, της κίσσας, ούτ’ είναι της βαλανιδιάς η φωνή, του πλάτανου, της οξιάς, της κρανιάς, του γαύρου –γιατί τις ξέρω αυτές τις φωνές, είναι ο κόσμος μου–, αλλά έρχεται μέσα από την πέτρα – μέσ’ απ’ τη γη.
Και τότε ένιωσε ξαφνικά με σιγουριά πως το παιδί ήταν κορίτσι.
***
Έπλαθε στον τροχό ένα κομμάτι πηλό, κοιτώντας σαν υπνωτισμένος τα χέρια του, λες κι ήταν αλλουνού. Τα δάχτυλά του. Ήταν επιδέξια δάχτυλα αλλά άχαρα, κάτι χοντρά κι άσχημα πράματα, ενώ εκεινής ήταν λεπτά κι όμορφα.
Σιγά σιγά τ’ αγγείο έπαιρνε μορφή, κι όσα κι αν είχε πλάσει, πάντα του φαινόταν πως υπήρχε σε τούτο ένα μυστήριο· πως υπήρχε κάτι από τη θεά στον τρόπο που ο άμορφος πηλός αποχτούσε τέλειο σχήμα. Βλέποντας τ’ αγγείο να γεννιέται, σκέφτηκε ότι ’ταν η θεά ο πλάστης κι ότι τα σκληρά από το τσαπί χέρια του ήταν απλώς τα εργαλεία.
Καθώς φούσκωνε ο πηλός και στρογγύλευε, του θύμισε την κοιλιά της, την αίσθηση που ’χε σαν την άγγιζε. Έλεγε πως αυτό θα ’ταν το τελευταίο αγγείο κι έπειτα θα τα φόρτωνε στο ζώο, για να τα δώσει και σ’ αντάλλαγμα να φέρει χάλκινα σύνεργα.
Μα ύστερα σηκώθηκε απ’ τον τροχό, πήρε λίγο πηλό κι άρχισε να τον πλάθει με τα χέρια. Του φαίνονταν ανάξια για τούτη τη δουλειά, όμως δεν μπορούσε να σταματήσει· δεν θα σταματούσε άμα δεν τελείωνε ό,τι ’χε ξεκινήσει να φτιάχνει. Έπλασε πρώτα την τουρλωτή κοιλιά γιατί αυτή ’ταν το κέντρο, μετά τα βαριά στήθια, το κεφάλι· χάραξε στα πλαϊνά του κορμιού χέρια, στο κάτω μέρος ήβη και πόδια.
Μπορεί σε κάτι να υπάρχει συνάμα ευλάβεια κι ασέβεια; Να φανερώνει υπεροψία και μαζί υποταγή; Τούτη την αίσθηση είχε τώρα, γιατί του φαινόταν ότι πάλευε αδέξια ν’ αγγίξει με τον πηλό ένα πράγμα που δεν είχε ποτέ ελπίδα να το καταλάβει, λες και μπορούσαν τα χέρια του να το νιώσουν για λογαριασμό του, πλάθοντας τη γυναικεία μορφή.
Ήταν αυτή; Ήταν η θεά; Δεν ήξερε να πει.
Την τελείωσε. Όχι πως του άρεσε ό,τι ’χε πλάσει, αλλά ήξερε πως, έτσι κι έκανε κάτι ακόμα, αντί να τη φτιάξει καλύτερη θα τη χαλούσε. Δεν ήταν καν τέλεια στο σχήμα όπως ήταν τ’ αγγεία – αλλά το πλάσιμό τους, εκείνων, ερχόταν απ’ τη θεά, ενώ η μικρή γυναίκα με τη φουσκωτή κοιλιά ήταν μια προσπάθεια να δει ο ίδιος μες στο μυστήριο, να ψηλαφίσει τυφλά μέσα του με τα δάχτυλα.
Την έψησε μαζί με τα τελευταία αγγεία κι έπειτα ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Αν όλα πήγαιναν καλά, θα γυρνούσε σε τρία μερόνυχτα από τώρα.
***
Κρατώντας το πήλινο ειδώλιο, της φάνηκε ότι μπορούσε να καταλάβει πώς την έβλεπε αυτός και τι ένιωθε σαν άγγιζε την κοιλιά της, τα στήθια της. Της άρεσε να την αγγίζει και τα τραχιά του χέρια της φαίνονταν όμορφα. Με τον απλοϊκό του τρόπο, μπέρδευε την ίδια με τη θεά, δεν μπορούσε να δει πόσο διαφορετικός ήταν ο δικός της κόσμος κι εκεινής, γιατί όλο κι όλο από κείνη έβλεπε την πέτρα της μορφής της και στ’ αφτιά του δεν έφτανε μήτε ψίθυρος απ’ τη φωνή της. Ήταν απλοϊκός, γι’ αυτό έφτιαχνε τόσο ωραία τ’ αγγεία του, που ήταν κι αυτά απλά – απλά και πραχτικά. Όπως ήταν πραχτικός ο ίδιος. Ενώ φτιάχνοντας αυτήν εδώ την πήλινη γυναίκα είχε παλέψει μ’ ό,τι δεν καταλάβαινε, γι’ αυτό δεν ήταν όμορφη όπως τ’ αγγεία του. Στην άχαρη όψη του ειδωλίου, όμως, μπόρεσε τώρα αυτή να δει την πάλη μέσα του κι όλες του τις μπερδεμένες σκέψεις όταν το έπλαθε, το βάθος τους πίσω απ’ την πραχτική απλοϊκότητα που φανέρωναν τ’ αγγεία με την απέριττη ομορφιά τους.
Ξάφνου ανησύχησε· το ταξίδι ήταν επικίνδυνο.
Είπε να ρωτήσει τη θεά.
Έφαγε λίγο χόρτο και περίμενε, και μετά πήγε να τη βρει με προσφορές.
Όταν στάθηκε μπροστά στην καθισμένη μορφή που τα πόδια της πατούσαν βαριά στη γη, της φάνηκε πως ήταν μάταιο, πως η πέτρα θα έμενε και τούτη τη φορά βουβή, κι απελπίστηκε. Όμως τη ρώτησε, κι ανέλπιστα η θεά άφησε να πέσουν τα απανωτά πέπλα του αινίγματος και μίλησε τώρα μ’ ολοκάθαρη φωνή· τ’ ασάλευτα χείλη στ’ ανέκφραστο πρόσωπο της είπαν πως θα γυρνούσε σώος και στην ώρα του.
Έτσι τον περίμενε ύστερα με ξαλαφρωμένη την καρδιά και, μετά από τρία μερόνυχτα, γύρισε με φορτωμένο το ζώο. Ανάμεσα στα εργαλεία και τ’ άλλα χρειώδη που είχε φέρει, ήταν και μια χάλκινη περόνη, καλοδουλεμένη από τον τεχνίτη.
«Σου ’φερα αυτό», της είπε· «για να το βάζεις στα μαλλιά, να μην πέφτουν στα μάτια».
Την κρατούσε σαν πουλί στη χούφτα του, και την πήρε κι έφτιαξε γι’ αυτή μια φωλιά στα μαλλιά της.
***
Άκουσε ένα βέλασμα που ’χε παράπονο και φόβο στον τόνο του. Ήταν βαριά πια, η κοιλιά της τη δυσκόλευε, όμως δεν είχε σταματήσει ν’ ανεβαίνει με τα ζώα στο βουνό. Κοίταξε κι είδε χαμηλά το σκαλωμένο λιάρο αρνί· κατέβηκε λίγο λίγο, στηριγμένη στο σκόπι της, και το ελευθέρωσε· έπειτα σκαρφάλωσε αργά, όμως σαν στάθηκε ένιωσε ξάφνου κάτι ζεστό να κυλάει στα πόδια της και τα ’δε μες στα αίματα. Να ’χασε το παιδί; Να την ξεγέλασε η θεά; Μπορεί να σιωπούσε, ή κι άμα μιλούσε τα λόγια της να είχαν νόημα διπλό ή κρυφό, αλλά ψέματα όχι, δε θα της έλεγε ποτέ· κλεισμένη μες στην πέτρα και στα σπλάχνα της γης, ήταν σαν το θάνατο που θερίζει ζώα κι ανθρώπους και σαν το ζωογόνο νερό – δεν ήξερε το ψέμα.
Κατέβηκε στο καλύβι, καθαρίστηκε αλλά δεν έχυσε το νερό· κοκκινωπό όπως ήταν από το αίμα, της το πήγε προσφορά σ’ ένα ρηχό αγγείο· ράντισε με λίγο τη λουλουδιασμένη γη γύρω από τα πόδια της και στο υπόλοιπο μούσκεψε ένα πανί και της έπλυνε τα πόδια πρώτα, μετά τα χέρια και τέλος τα χείλη, το μέτωπο, τις παρειές, τα μάτια με τ’ άδειο βλέμμα. Της φάνηκε πως ξάφνου η πέτρα δεν ήταν τόσο σκληρή, ώστε να μην αφήνει τίποτα να μπει στα σπλάχνα της ή να βγει από μέσα τους, αλλά πως είχε γίνει σαν χώμα κι ήπιε το αίμα της, που κύλησε τώρα στο κορμί της θεάς και στα μέλη της, λύνοντάς τα· και για πρώτη φορά τα πέτρινα χείλη ανασάλεψαν και τα μάτια, από τυφλά που ήταν, απόχτησαν βλέμμα κι είδαν, ζωντανεμένα από το αίμα.
«Θα γεννήσεις μια κόρη», είπε το άγαλμα με φωνή τόσο καθαρή όσο ποτέ άλλοτε, «και μέσ’ απ’ αυτήν θα συνεχίσεις να ζεις, αλλά εσύ θα πεθάνεις».
***
Τώρα ήξερε. Και φοβόταν. Τις νύχτες κούρνιαζε πάνω του με λαχτάρα κι απελπισία – λαχτάρα, ότι μπορεί και να ’κανε λάθος η θεά, κι απελπισία γιατί σ’ ό,τι έλεγε δε λάθευε ποτέ. Στεκόταν για ώρα πολλή και κοίταγε μ’ αγάπη τα χέρια του που δούλευαν στον τροχό. Ο απλοϊκός του κόσμος της φαινόταν ήδη μακρινός· ένας κόσμος όπου ανήκε ο πηλός, η σιγουριά που ’χαν τα δάχτυλά του όταν τον έπλαθαν, το σχήμα που σιγά σιγά έπαιρναν τ’ αγγεία – μα όλα αυτά της ήταν πια ξένα γιατί η ίδια δεν είχε τώρα θέση ανάμεσά τους. Ή καθόταν στην ακροποταμιά πλάι στο χωριό κι έβλεπε το νερό να κυλά και να κυλά παρασέρνοντας κλαριά – κι ήθελε να το σταματήσει, να μείνει το νερό στάσιμο μ’ ασάλευτα πάνω τα κλαδιά, και το θρόισμα στα δέντρα να πάψει γιατί δε θα φύσαγε ξανά, και τα πουλιά να μείνουν κι αυτά ακίνητα στον ουρανό. Έπειτα όμως ένιωθε μέσα της το κορίτσι κι έλεγε πως τίποτα δεν μπορούσε ούτ’ έπρεπε να σταματήσει, και τότε δεχόταν ό,τι έτσι κι αλλιώς δεν άλλαζε· αλλά τη θεά δεν τη ρώτησε ξανά – τι να τη ρωτήσει; Κι ούτε είπε σ’ αυτόν κάτι – τι νόημα θα ’χε;
Απλώς περίμενε, ώσπου ήρθε η ώρα που την έπιασαν οι πόνοι. Κοιλοπονούσε όλο το βράδυ κι όλη νύχτα μέχρι το επόμενο πρωί, κι ήταν φορές που ’λεγε ότι δε θ’ άντεχε πια άλλο κι ένιωθε να σχίζεται το κορμί της. Μια γριά απ’ το χωριό είχε έρθει να τη συντρέξει με συμβουλές και βότανα· της δρόσιζε το πρόσωπο, της έδινε να πιει ζεστά με ροδόσταμο. Και, μες στο μαρτύριό της, της φαινόταν ότι πού και πού άκουγε να φτάνει από βαθιά μέσ’ από την πέτρα ως αυτήν η φωνή της θεάς, μακρινή, δίχως να μπορεί ποτέ να καταλάβει το νόημα των λόγων της, αλλά ξέροντας πως την καλούσε ως εκείνη, μες στα σωθικά της γης· ένιωθε ότι τα δικά της σπλάχνα και της γης ήταν ένα κι ότι το κορίτσι γεννιόταν μέσ’ από το χώμα κι απ’ την πέτρα σαν το δέντρο απ’ το σπόρο.
Το χάραμα γέννησε.
Η γριά έκοψε το λώρο μ’ ένα πέτρινο μαχαίρι και τον φύλαξε για να τον ξεράνει· έπλυνε τη λεχώνα, ύστερα και το κορίτσι και το ’βαλε στο στήθος της αποκαμωμένης μάνας.
«Είναι ολόιδια εσύ», της είπε αυτός.
Το βράδυ ξεψύχησε. Την έθαψε σ’ ένα λάκκο ντυμένο με πέτρες και της έβαλε κτερίσματα, για να τα ’χει συντρόφους κι ενθυμήματα από τη ζωή της πάνω από τη γη, το πήλινο ειδώλιο και τη χάλκινη περόνη.
***
Το κορίτσι είχε μεγαλώσει με κατσικίσιο γάλα κι είχε την κατσίκα σαν μάνα του, πιο πολύ απ’ ό,τι ’χε μάνα τη μητέρα των δύο αδερφών του, τη γυναίκα του αγγειοπλάστη, του πατέρα του κοριτσιού. Αυτή του παραπονιόταν, πως της είχε αδυναμία και τη νοιαζόταν πιο πολύ απ’ ό,τι τα δικά της αγόρια, κι ήταν αλήθεια πως την είχε συχνότερα πλάι του όταν δούλευε στον τροχό· την ήθελε να ’ναι εκεί και να τον κοιτά, να τη νιώθει δίπλα του, κι ας μη μιλούσαν. Στην όψη του κοριτσιού και στο βλέμμα του ζούσε εκείνης η όψη και το βλέμμα, κι είχε έτσι πάντα στο πλευρό του τη νεκρή να τον καταλαβαίνει όπως δεν είχε καταλάβει ποτέ ο ίδιος τον εαυτό του· να καταλαβαίνει τι έκαναν με τον πηλό τα χέρια του που, κι ας ήταν επιδέξια, εκεινού του φαίνονταν πράματα ξένα κι άχαρα και πάντοτε απορούσε πώς πλαθόταν μέσα τους ο πηλός και γινόταν τέλειο αγγείο.
Τώρα κρεμάστηκε από το μαλλί της μάνας, έκανε στ’ αστεία να την καβαλικέψει. Έτσι τη φώναζε: Μάνα.
Η κατσίκα υπέμενε στωική τα πειράγματα και τα παιχνίδια του κοριτσιού.
Με τους αδερφούς του δεν έπαιζε το κορίτσι· την κρατούσαν μακριά κι αυτή κρατιόταν μακριά τους. Αλλά θα ’βρισκε πάντα κάποιον να παίξει μαζί του· εκτός από τη Μάνα, μπορεί μια χελώνα ή ένα βάτραχο στην ακροποταμιά ή ένα πουλί· κι είχε κάτι που τα ’κανε να μην τη φοβούνται. Το πουλί καθόταν στο χέρι της, ο βάτραχος στη χούφτα της – κι η χελώνα δε μαζευόταν μες στο καβούκι της.
Τα δάχτυλα του πατέρα της τη γαλήνευαν, καμιά φορά αποκοιμιόταν βλέποντάς τα στη δουλειά τους. Της άρεσε, πώς κάτι που δεν είχε μορφή και χρησιμότητα αποχτούσε και τα δύο αξεδιάλυτα, κι έτσι το κύπελλο ή το πιάτο ήταν όμορφο γιατί ’ταν χρήσιμο κι ήταν χρήσιμο γιατί ’ταν όμορφο.
Έπαιρνε κι αυτή λίγο πηλό κι έφτιαχνε ζώα, άλλοτε τη Μάνα, άλλοτε μπορεί ένα πρόβατο ή ένα σκυλί· ο πατέρας τα έψηνε και τα ’χε το κορίτσι για να παίζει.
Ο πατέρας της, μέχρι και η Μάνα, αυτά ήταν τα φωτεινά κέντρα της ζωής της· μα υπήρχε κι ένα σκοτεινό, που το κορίτσι το έτρεμε και συνάμα δεν μπορούσε να τ’ αποφύγει. Ακόμα κι αν δεν το κοιτούσε, πάντα το έβλεπε με την άκρη του ματιού, κι αν του ’χε στραμμένα τα νώτα, ένιωθε παρ’ όλα αυτά στην πλάτη της τ’ άδειο βλέμμα – εκείνης.
Ήταν κείνο το πέτρινο άγαλμα της θεάς, ό,τι όριζε στη ζωή του κοριτσιού το σκοτεινό της κέντρο. Γιατί της φαινόταν πως μια τρομερή φωνή έβγαινε από βαθιά μέσ’ από την πέτρα. Ήταν αχνός ψίθυρος ακόμα, πιο πολύ σιωπή παρά λαλιά· μια σιωπή με ήχο, ένας ψιθυριστός λόγος δίχως λόγια, πιο σιγανός ακόμα κι απ’ το πιο απαλό θρόισμα όταν μια πνοή ίσα που άγγιζε τα φύλλα.
«Πατέρα, φοβάμαι τη θεά», του ’πε ένα πρωί καθώς τα χέρια του γεννούσαν ένα αγγείο.
Σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος της. Πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι θυμωμένο.
«Η θεά φτιάχνει τ’ αγγεία», της είπε, «ειδάλλως τα χέρια μου θα ’ταν ανίκανα από μόνα τους, χωρίς αυτήν. Και η μητέρα σου άκουγε τη φωνή της και την καταλάβαινε· ήξερε πώς να τη ρωτάει και να παίρνει απάντηση».
Έπειτα συνέχισε τη δουλειά του, αλλά ο θυμός του φαινόταν ως και στη στάση που ’χε πάρει η πλάτη του, έτσι δεν του ’πε ξανά τίποτα· όμως ήξερε ότι μια μέρα θ’ άκουγε καθαρά κείνη τη φοβερή φωνή που ερχόταν μέσ’ από τα σωθικά της γης.
***
Πρωτύτερα είχε ανέβει με τα ζώα στο Κουτσόκρανο· ο πατέρας την άφηνε πού και πού να πηγαίνει μόνη, ειδάλλως τ’ ανέβαζε η γυναίκα του αγγειοπλάστη, μονάχη ή με τους δυο γιους της.
Στο βουνό είχε για συντροφιά τη Μάνα, τον αέρα, ή μπορεί ένα σύννεφο ή μια γουστέρα.
Οι μέρες τώρα είχαν μεγαλώσει κι είχε ακόμα φως. Ο πατέρας της καθόταν στον τροχό και κάθισε κι αυτή πλάι του, πήρε λίγο πηλό κι άρχισε να πλάθει ένα πουλί· είχε φτιάξει τη μορφή του και τώρα μ’ ένα κλαδί χάραζε τη μια του φτερούγα, όταν ξάφνου διαβατήριο αίμα κύλησε ζεστό στους παιδικούς της μηρούς, που τώρα δε θα ’ταν παιδικοί πια.
Μα έπειτα έπεσε κάτω στο χώμα κι άρχισε να σφαδάζει· το κορμί της χτυπιόταν λες και μια μοχθηρή και τρομερή δύναμη το ’χε κυριέψει, τα σαγόνια της ανοιγόκλειναν σπασμωδικά, τα μάτια της είχαν γυρίσει και φαινόταν τ’ ασπράδι μόνο.
Αυτός την κράτησε σφιχτά, νιώθοντάς την να σπαρταράει μες στην αγκαλιά του· όμως λίγο λίγο ύστερα το κορίτσι ηρέμησε, χαλάρωσε· οι σπασμοί έπαψαν ολότελα κι έμεινε ξέπνοο κι αποκαμωμένο.
«Μου μίλησε η θεά», του ’πε με σβησμένη φωνή. «Θα βρέξει πολύ, το ποτάμι θα φουσκώσει, θα πλημμυρίσει το χωριό».
Δεν την αμφισβήτησε, γιατί η αμφισβήτησή του θα ήταν απέναντι στη θεά, στη μνήμη εκείνης και στην αξία της τέχνης του, και τότε δε θα του έμενε πια τίποτα. Είπε στη γυναίκα του να μαζέψει το βιος τους, να πάρει τους γιους τους, τα ζωντανά, και ν’ ανέβει στα ψηλώματα· κι όταν εκείνη τον ρώτησε το λόγο, της είπε πως είχε μιλήσει η θεά. Η γυναίκα κατάλαβε ποιανής τ’ αφτιά είχαν ακούσει τη φωνή της θεάς και δεν είπε τίποτα, παρά μόνο έκανε ό,τι της ζήτησε, κι έπειτα αυτός πήγε να ειδοποιήσει το χωριό.
Τη νύχτα οι ουρανοί άνοιξαν και η νεροποντή εξακολούθησε όλο το πρωί. Από τα γύρω βουνά δε φαινόταν καν το αχνό περίγραμμά τους· ένα τείχος έκρυβε από τα μάτια τους όλη την εικόνα του κόσμου, υπήρχε μονάχα νερό και άλλο τίποτα.
Όσα ζώα είχαν μείνει κάτω πνίγηκαν, ό,τι υπάρχοντα είχαν αφεθεί πίσω παρασύρθηκαν.
Το μεσημέρι η βροχή κόπασε, το ποτάμι τραβήχτηκε και τελικά το χώμα ήπιε λίγο λίγο το νερό και μπόρεσαν να κατέβουν ξανά.
***
Κείνη η φωνή που ’βγαινε καθαρή μέσ’ από τα σπλάχνα της πέτρας και της γης την κυρίευε και το κορμί της τότε σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό. Ήθελε να την κάνει να πάψει μα δεν έφτανε να κλείσει απλώς τ’ αφτιά, γιατί η φωνή ήταν τώρα μέσα της, στα δικά της σωθικά, που τα ’νιωθε να ’ναι χωμάτινα και πέτρινα καθώς σφάδαζε πεσμένη κάτω.
Μάθαινε ό,τι δεν ήθελε ποτέ να ξέρει, άκουγε ό,τι δε ζήτησε ποτέ ν’ ακούσει.
Έρχονταν απ’ το χωριό και τη ρωτούσαν.
«Ο γιος μας, που ’ναι άρρωστος, θα γιάνει;»
Ήξερε πως το παιδί θα πέθαινε, αλλά το μόνο που ’θελε ήταν να μην τη ρωτήσουν και να μην ξέρει να τους πει. Και της ζητούσαν έπειτα να μεσολαβήσει. Πήγαινε τότε με προσφορές· όμως η θεά αποφάσιζε εκείνη αν θ’ άκουγε και πότε θα μιλούσε, και μπροστά στο αίνιγμά της, τότε, σκοτεινή απελπισία κυρίευε το κορίτσι.
Αυτό το σκοτάδι, σαν πικρό σκληρό κουκούτσι μέσα σε γλυκό και μαλακό καρπό, ήταν κλεισμένο συνεχώς πλέον μες στο φως του κοριτσίστικου κόσμου της όπου υπήρχε καθετί άλλο, ό,τι αλάφραινε το βάρος εκείνης της τρομερής φωνής: τα δάχτυλα του πατέρα της όταν έπλαθαν τον πηλό, τα βελάσματα και η αψιά μυρουδιά της Μάνας, το γάλα της Μάνας που ακόμα το έπινε κι ας μην ήταν παιδί πια, ο τσιροβάκος που ’χε κουρνιάσει μια μέρα στη χούφτα της· όμως τα πήλινα παιχνίδια έμεναν τώρα αχρησιμοποίητα σε μια γωνιά γιατί ’χε περάσει ο καιρός τους.
«Θα ’χουμε καλή σοδειά;» τη ρωτούσαν.
Θα ’χαν; Δε θα ’χαν; Τι να τους πει; Ένα κορίτσι ήταν, όχι η θεά, κι ούτε είχε ζητήσει να ’ναι μέσα της εκείνη η φωνή πετρώνοντάς της τα σωθικά.
***
Κοιτούσε τα χέρια του που δούλευαν τον πηλό και πάσχιζε να καταλάβει πώς μπορεί να ήταν η θεά εκείνη που ’χε δει μέσ’ από τη μητέρα του κοριτσιού κι αυτή που έβλεπε τώρα μέσ’ απ’ το κορίτσι. Όμως είμαι απλοϊκός, σκεφτόταν. Πώς μπορώ να καταλάβω; Μήπως δεν είχα δει σωστά; Μήπως δε βλέπω σωστά τώρα; Ήταν σαν κωφός που προσπαθεί από το πρόσωπο να μαντέψει τι ψιθυρίζουν τα χείλη. Ό,τι του ’χε φανεί πως βάθαινε την ομορφιά της μητέρας –η φωνή της θεάς–, τώρα του φαινόταν ότι έκλεβε από το κορίτσι καθετί όμορφο που ’χε στη ζωή του, όποτε την έβλεπε να σφαδάζει πεσμένη κάτω και την έπαιρνε στην αγκαλιά του παλεύοντας να τη γαληνέψει. Και ξαφνικά μίσησε αυτά τα δάχτυλα που μια ζωή τα παρακολουθούσε να δίνουν μορφή σ’ ό,τι ήταν άμορφο πρωτύτερα· μίσησε τ’ αγγεία με το τέλειο σχήμα τους και –δεν τόλμησε να το σκεφτεί, μα κάπου μέσα του, βαθιά, το σκέφτηκε– τη θεά.
Κι έμεινε ανήμπορος, με τα χέρια του ασάλευτα πάνω στον πηλό, που ξαφνικά του φαινόταν ξένος, γιατί δεν ήξερε πια τι έπρεπε να κάνει.
***
Το κορμί της μέστωνε γρήγορα, και τώρα ήταν σχεδόν γυναίκα. Σκεφτόταν πώς θα το συμβίβαζε αυτό με τη φωνή της θεάς, γιατί ’θελε να κάνει παιδιά· ήθελε μια κόρη, που θα τη μάθαινε πώς να κωφεύει, να κλείνει τ’ αφτιά στα μελλούμενα και να τη νοιάζουν τα τωρινά και μόνο αυτά.
Όλοι όμως τη φοβούνταν – ποιος άντρας;…
Αυτά σκεφτόταν και ξαφνικά βρέθηκε να χτυπιέται κάτω, κυριευμένη από κείνη τη χθόνια φωνή που με τα λόγια της, τα πέτρινα και κρύα, της έλεγε· κι όταν συνήλθε έτρεξε να βρει τον πατέρα της.
Τον βρήκε στον τροχό του αγγειοπλάστη. Όλο και πιο συχνά, τώρα, της φαινόταν αλλιώτικος ο τρόπος που άγγιζαν τα δάχτυλά του τον πηλό· κει που πρωτύτερα υπήρχε αμέριστη φροντίδα στις κινήσεις του, τώρα ήταν κάπως αδιάφορες και τ’ αγγεία που έπλαθε είχαν χάσει κείνη την πρότερη λιτή ομορφιά τους· ήταν απλώς πράγματα για να τα χρησιμοποιεί κανείς χωρίς κιόλας να τα χαίρεται – να χαίρεται το κύπελλο προτού το φέρει στα χείλη, να χαίρεται το πιάτο προτού φάει την μπουκιά.
«Πατέρα», του ’πε, «έρχονται πολεμιστές που το μέταλλο στα όπλα τους είναι πιο σκληρό και μυτερό».
Δεν είπε τι άλλο της είχε πει η θεά, γιατί ούτε η ίδια το καταλάβαινε ακριβώς:
Για λίγο θα πάψω να υπάρχω κι έπειτα θα υπάρξω ξανά.
***
Αποφάσισαν να ετοιμαστούν οι ίδιοι και να τους περιμένουν, αλλά να στείλουν στο βουνό τις γυναίκες και τα παιδιά.
Είδαν από ψηλά τον καπνό· απ’ τον αχό άκουσαν τον μακρινό του αντίλαλο. Ύστερα είδαν ν’ ανεβαίνουν μερικοί, λαβωμένοι κι αλάβωτοι.
Όταν κατέβηκαν, βρήκε σκοτωμένο τον πατέρα. Κάθισε πλάι του και κοιτούσε τ’ ασάλευτα δάχτυλά του πάνω στη γη. Αν το χώμα μαζί με το αίμα του μπορούσε να γίνει πηλός, τότε τα δάχτυλά του θα ζωντάνευαν μεμιάς για να τον πλάσουν. Αλλά το χώμα έμεινε χώμα κι αυτός νεκρός.
Τ’ αγγεία ήταν ριγμένα όλα κάτω, κομματιασμένα. Και η θεά είχε βουβαθεί, δεν ακουγόταν καν ο ψίθυρος της φωνής της, μια αχνή βοή που μέχρι τότε δεν έπαυε σχεδόν ποτέ. Είχαν γκρεμίσει το άγαλμά της και το ’χαν σπάσει.
Τα νεκρά του δάχτυλα, τα κομμάτια των αγγείων, του αγάλματος, ήταν ο τελευταίος λόγος της θεάς. Η κοπέλα κατάλαβε.
Πήγε και κάθισε σε μια πέτρα και τύλιξε τα χέρια κάτω από τα στήθη της σε στάση εγκύου, αυτή, που ποτέ δε θα γεννούσε. Δεν έβαλε ξανά στο στόμα της νερό ή τροφή. Ήταν καθισμένη εκεί μες στο λιοπύρι, στις βροχές, στην παγωνιά. Γύρω από τα πόδια της η γη γυμνωνόταν, πάλι λουλούδιαζε. Τα βουνά σκεπάζονταν με χιόνι ή άστραφταν κάτω από το σφυροκόπημα του ήλιου. Ο ουρανός ξαστέρωνε και βάθαινε ως τ’ άπειρο ή, άλλοτε, βάραινε και πλάκωνε την κοιλάδα. Ο ποταμός έκανε καρπερό το χώμα και σ’ αντάλλαγμα κάποτε φούσκωνε κι έπνιγε τις σοδειές.
Σιγά σιγά πέτρωσαν τα μέλη της, το κορμί της, το πρόσωπό της. Πέτρωσαν τα σπλάχνα της, αλλά βαθιά μέσα στην πέτρα το κορίτσι ζούσε ακόμα, σαν μια λαχτάρα, απλώς, να μπορούσε να ’ναι γυναίκα κι όχι θεά.
Το χωριό φτιάχτηκε ξανά γύρω της κι έρχονταν με προσφορές και τη ρωτούσαν. Άλλοτε αποκρινόταν, άλλοτε όχι.
Πέρασαν οι αιώνες και η πέτρα της φαγώθηκε. Ο χρόνος τη σκέπασε με χώμα, την έθαψε στη γη. Κι αυτή, βουβή, ακόμα ζούσε μέσα και συνάμα ήταν νεκρή· και μες στη χθόνια μήτρα της πήρε τις διαστάσεις που ’χει ένα μωρό στην κοιλιά της μάνας του.
Τη βρήκε ο Ηλίας Ανδρέου, σχεδόν άμορφη πια. Κι από την ψυχή της δεν έμενε πλέον ούτε ίχνος, παρά μονάχα ίσως μια σπίθα χωρίς συνείδηση βαθιά στα έγκατα της πέτρας, γιατί ούτε οι θεοί είναι αιώνιοι.
Στην ανακοίνωσή τους, το 2014, στο συνέδριο με θέμα «Το αρχαιολογικό έργο στη βορειοδυτική Ελλάδα και τα νησιά του Ιονίου», οι Ηλίας Ανδρέου και Χρήστος Κλείτσας έγραφαν:
«Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το σύνολο κτισμάτων που έχει αποκαλυφθεί στη θέση Αμπελιά Μερόπης και στη συμβολή δύο χειμάρρων του ποταμού Γορμού. Καταλαμβάνει επίπεδο τριγωνικό πλάτωμα και περιλαμβάνει καμπύλα κυρίως κτίσματα. Εκτός από τμήματα τεσσάρων καμπύλων κτιρίων και δύο κυκλικών κατασκευών, αποκαλύφθηκε το ελλειψοειδές οικοδόμημα Α, εσωτ. διαστ. 8,5x3 μ., κατασκευασμένο από πλακοειδείς λίθους και ποταμίσιες κροκάλες. Διαιρείται με εγκάρσιο τοίχο σε δύο ανισομεγέθεις χώρους, διαθέτει θυραίο άνοιγμα πλ. 1,3 μ., ενώ στο εσωτερικό του διαπιστώθηκε η ύπαρξη εστίας. Το σύνολο στην ανατολική και νότια πλευρά του στηρίζεται σε ισχυρό τοίχο με ορατό μήκος 10 μ., αναλημματικού χαρακτήρα για την προστασία των κτισμάτων από τα ορμητικά νερά των χειμάρρων, τα οποία κάλυψαν δύο φορές κατά τη διάρκεια των ερευνών τα αρχαία, με αποτέλεσμα να κατασκευαστεί ανατολικότερα πλευρική τάφρος απορροής. […] Ασυνήθιστο και ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί λίθινος κορμός καθιστής γυναικείας μορφής χωρίς κεφάλι και άκρα, σωζ. ύψ. 37 εκ., πλ. 31 εκ. και πάχος 15 εκ. περίπου. Ο κορμός αποδίδεται αφαιρετικά σε σκληρό γκριζωπό αμμόλιθο, πάνω στον οποίο διαγράφονται τα στήθη και η κοιλιά, ενώ η στάση είναι χαρακτηριστική της τίκτουσας γυναίκας ως ευγονικής θεάς-μητέρας της νεολιθικής εποχής. Η “Θεά της Αμπελιάς” και μερικά ακόμα λίθινα τέχνεργα, που βρέθηκαν εντός των κτισμάτων, παραπέμπουν πιθανότατα σε δραστηριότητες που έχουν σχέση με τη λατρεία της ευγονικής θεάς-Μητέρας Γης».
Ευχαριστώ τον Βασίλη Δάκα, μεταπτυχιακό φοιτητή αρχαιολογίας, και τον Χρήστο Κλείτσα, αρχαιολόγο στη ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στα Ιωάννινα. Αυθαιρετώντας (δεν είναι η μόνη αυθαιρεσία), απέσπασα την ιστορία μου από τη νεολιθική εποχή, όπου ίσως ανήκε, και την τοποθέτησα στο σύνορο της Εποχής του Χαλκού με την Εποχή του Σιδήρου, περ. 1000 π.Χ. (από τ’ οποίο, ωστόσο, υπάρχουν επίσης ευρήματα στην κοιλάδα του Γορμού ποταμού).