Ο Γουίλσον, όπως οι περισσότεροι, θέλησε να οπτικοποιήσει το έργο κατά τα υποτιθέμενα γούστα ενός κοινού εθισμένου στις οθόνες (πολλές από τις οποίες την ημέρα της πρεμιέρας, που ήμουν εκεί, έλαμπαν και στο σκοτάδι της αίθουσας, αποδεικνύοντας πως τίποτα δεν αντικαθιστά ένα καλό κινητό!). Να μετατρέψει δηλαδή το θέατρο σε κινηματογράφο. Το έδειξε η στυλιζαρισμένη διδασκαλία κίνησης των (ηρωικών) πρωταγωνιστριών, που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση. Το έδειξε η σκηνογραφία. Το έδειξαν και τα ηχητικά (ήχοι - μουσική) που σαφώς έπαιξαν το ρόλο του soundtrack. Το έδειξε τέλος η διδασκαλία εκφοράς του λόγου, που παραπέμπει σε ηχητικό εφέ μάλλον παρά σε απαγγελία ρόλου.
Μάταιος κόπος. Το θέατρο είναι θέατρο γιατί χρησιμοποιεί ως εργαλείο το λόγο. Μετατρέποντας ένα θεατρικό σε σενάριο κινηματογράφου και παρουσιάζοντάς το έτσι, απλώς του στερούν την έκφρασή του χωρίς σε καμία περίπτωση να το μετατρέπουν ούτε σε κινηματογράφο ούτε σε εικαστικό ή εγκατάσταση. Από τις τρεις εξαιρετικά ανθεκτικές πρωταγωνίστριες, καλύτερη η Μιχαλοπούλου. Η Πιττακή ικανοποιητική και η Καραμπέτη με άψογη μεν κίνηση (όπως και η Μιχαλοπούλου) αλλά με το μόνιμο πρόβλημα στην άρθρωση. Οι εκκωφαντικοί θόρυβοι του soundtrack, μια δοκιμασία της ακοής. Και η απαραίτητη πια για τους έλληνες ηθοποιούς «ψείρα» (μικρόφωνο) δεν βοήθησε σχεδόν καθόλου το λόγο των ηθοποιών, που αφενός η ελλιπής προσωδία των ηθοποιών και αφετέρου η διάθεση του σκηνοθέτη και του διασκευαστή να τον καταργήσουν, κατέστησαν τις «ψείρες» τελείως περιττές.
Εν παρενθέσει: τα κοστούμια και οι κομμώσεις του 18ου αιώνα ταίριαξαν πάντως με τις κινήσεις της μαριονέτας των τριών γυναικών. Το αν θα έλεγαν όσα λένε οι σύγχρονες γυναίκες (η μία και μόνη δηλαδή) του Άλμπι είναι άλλο ένα στοιχείο αυθαιρεσίας. Αλλά από τέτοια έχουμε μάθει πια.