Όταν ο Σεφέρης πήρε το βραβείο Νόμπελ, τον Οκτώβριo του 1963, ήμουν μαθήτρια της έκτης γυμνασίου, στο Β΄ Γυμνάσιο Θηλέων, γωνία οδού Σουηδίας και Μαρασλή, δίπλα ακριβώς από τη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία με το διδασκαλείο και τα φημισμένα δημοτικά σχολεία της. Σήμερα, την έκτη γυμνασίου τη λέμε τρίτη λυκείου και, εκείνη την εποχή, παρασυρμένοι από παλιότερη δόμηση της Μέσης Εκπαίδευσης, τη λέγαμε καμιά φορά και ογδόη. Ακουγόταν πιο μεγαλοπρεπής ο αριθμός και στρογγυλός. Οκτώ! Ογδόη.
Γενικά είχα λυσσάξει καθώς έβλεπα γειτονοπούλες να περιμένουν να τις πάρουν τα σχολικά τους λεωφορεία καθώς ανηφόριζα από την πλατεία Φιλικής Εταιρείας, την Πατριάρχου Ιωακείμ, για να πάω στο δημόσιο σχολείο μου, φορώντας μια μαύρη ποδιά με άσπρο γιακά και το γράμμα Β ραμμένο επάνω της· για να αναγνωριζόμαστε σαν σχολικοί κατάδικοι. Τις έβλεπα καλοντυμένες με τη σχολική στολή τους και να λένε: σήμερα έχουμε μια εκδήλωση, θα έρθει ο Γιώργος Σεφέρης στο σχολείο μας, Κολέγιο, Αρσάκειο, Σχολή Μωραΐτη, για να παραβρεθεί στη γιορτή που κάνουμε για να τον τιμήσουμε. Εμείς, στο δημόσιο, σιωπή, τίποτε. Έφριξα σαν μου είπαν ότι, όταν τραγούδησαν την «Άρνηση», ο κ. Σεφέρης τους είπε: «Αυτό το ποίημα δεν ανήκει σε μένα αλλά στον κύριο Θεοδωράκη». Τι εννοούσε ο ποιητής; Μάλλον είχε βαρεθεί να το ακούει.
Έγινα τσιμπούρι στη φιλόλογό μας, τη δεσποινίδα Φραγκογιάννη, που πάντα κυρία τη λέγαμε. Ένα πρόσωπο για μένα αυστηρό, που δεν ξέρω πώς την ένιωθα, σαν να ανήκε στην αυστηρή τάξη των Δωριέων. Μας έκανε Θουκυδίδη. Και να πω την αμαρτία μου, από την κυρία Φραγκογιάννη έμαθα περισσότερο Θουκυδίδη και τον εκτίμησα περισσότερο παρά από τον Φάνη Κακριδή στο Πανεπιστήμιο. Αμαρτία μου, επιπολαιότητά μου. Έτσι το ένιωθα. Της έγινα τσιμπούρι, να κάνουμε κι εμείς μια γιορτή, μια εκδήλωση για να τιμήσουμε το πρώτο Νόμπελ της Ελλάδας. Στην τάξη μας υπήρχε και η καλύτερη μαθήτρια του σχολείου, η Τούλα Σπανού. Είχε έρθει από το γυμνάσιο της Ικαρίας για να ετοιμαστεί για τις εισαγωγικές του πανεπιστημίου, ανέπνεε, άνοιγε το στόμα της και τα εικοσάρια έπεφταν βροχή. Συμμαθήτριά μας ήταν και η Μακώ Γεωργιάδου, ένας άγγελος με ωραία φωνή που ήξερε μουσική, μιας και ο πατέρας της ήταν ο συνθέτης Αλέκος Γεωργιάδης. Κατοικούσε σχεδόν στην απέναντι γωνία από το σχολείο και από το διαμέρισμά της πάντα ακούγαμε τον ήχο του πιάνου. Και τι θα περιλαμβάνει αυτή η εκδήλωση; – με ρώτησε η κυρία; Ε, να, θα πούμε ένα βιογραφικό του ποιητή, η Μακώ θα τραγουδήσει την «Άρνηση» κι εγώ θα αναλύσω ένα ποίημά του, «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου». Με γοήτευε αυτή η εικόνα με τα δρεπανηφόρα άρματα, σαν να έβγαιναν από την εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου. Πες, πες, την πείσαμε να ζητήσει την άδεια από τον γυμνασιάρχη, μια μέρα μετά την πρωινή προσευχή να κάνουμε αυτήν την εκδήλωση.
Είχα αγγίξει τον έβδομο ουρανό. Η μουσικός μας, η κυρία Λεβαντή, είχε κατεβάσει και το αρμόνιο που μας έκανε μουσική στην τάξη και έπαιξε κομμάτια του Θεοδωράκη. Νομίζω ότι η εκδήλωση είχε επιτυχία. Ώρα μαθήματος χάθηκε, δεν νομίζω ότι κανένας να πρόσεξε αυτά που ειπώθηκαν, μαθήτριες και καθηγητές. Χειροκρότησαν πάντως τη Μακώ. Καλύτερα να μην αναφέρω τις σοφίες που είπα στην ανάλυση του ποιήματος. Αλλά είχα το θράσος να στείλω το χειρόγραφό μου στον Σεφέρη με τις πληροφορίες για όλη την εκδήλωση. Εκείνος ευγενικά μου έστειλε μια καρτ βιζίτ για τις ευχαριστίες και τη φράση «Τα νιάτα με συγκινούν πάντα». Κάπου θα την έχω θαμμένη την κάρτα.
Χρόνια αργότερα, συνάντησα την κυρία Φραγκογιάννη. Με κοίταξε και μου είπε: εσύ δεν ήσουν εκείνη που μου είχε γίνει τσιμπούρι και κάναμε την εκδήλωση, όταν ο Σεφέρης πήρε το Νόμπελ. Μάλιστα, της είπα, περιμένοντας κάποιον καλό βαθμό. Ξέρεις τι μου κόστισε αυτή η εκδήλωση; Μια προαγωγή. Ο επιθεωρητής μού έκανε αρνητική αξιολόγηση, γιατί άφησα να ακουστούν στο σχολείο ποιήματα ενός κουμουνιστή.
Χολαργός, 24 Οκτωβρίου 2023