Νέο φως στον ταραχώδη βίο του Σερζ έρχονται τώρα να δώσουν τα ημερολόγιά του, που ανακαλύφθηκαν –κι αυτά με περιπετειώδη τρόπο– σε μια μικρή πόλη του Μεξικού μόλις το 2010. Πρόκειται για εκατοντάδες σελίδες που βρέθηκαν ως εκ θαύματος ανέγγιχτες μέσα σ’ ένα χαρτοκιβώτιο, στα κατάλοιπα της τρίτης και τελευταίας συζύγου του, της γαλλίδας αρχαιολόγου Λωρέτ Σεζουρνέ. Πρωτοεκδόθηκαν στη Γαλλία το 2012 και τώρα έχουμε τη χαρά να τις διαβάζουμε στα ελληνικά, χάρη στον τεράστιο μόχθο της Μαριάννας Τζιαντζή, από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Τα Σημειωματάρια του Σερζ καλύπτουν τα έτη 1936-1947, δηλαδή αφότου διέφυγε από τη Σοβιετική Ένωση και μέχρι το θάνατό του.
Στα Σημειωματάρια, τα σχόλια για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία κι οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις αλληλοδιαδέχονται τις λυρικές βινιέτες για το φυσικό τοπίο, για την αρχιτεκτονική των πόλεων, για τους ανθρώπους που συναντά ο συγγραφέας, και αναμειγνύονται με ωραία γραμμένες νοσταλγικές αναμνήσεις και με τ’ ανακαλήματα των νεκρών συντρόφων. Εδώ ο αναγνώστης βρίσκει λεπτούς στοχασμούς για τη λογοτεχνία, για την ιστορία, για την τραγωδία της ανθρώπινης συνθήκης. Είναι οι καθημερινές καταγραφές ενός ανθρώπου ευαίσθητου, καλλιεργημένου και πολυμαθούς. Να, για παράδειγμα, η εγγραφή της Κυριακής 13 Απριλίου 1941, ανήμερα του Πάσχα, καθώς ο Σερζ ταξιδεύει προς την αμερικανική ήπειρο:
Εικοστή πρώτη μέρα στη θάλασσα. Τις τελευταίες πέντε ημέρες διασχίζουμε τον ωκεανό χωρίς να έχουμε δει ούτε το περίγραμμα ενός πλοίου, κατευθυνόμενοι προς έναν ασάλευτο ορίζοντα λες και οργώνουμε τα κύματα χωρίς σκοπό. Εύκολα κάτι τέτοιο σε συντρίβει. Ζέστη. Το πρωί βαριά γκρίζα σύννεφα καλύπτουν τον μισό ουρανό. Ατέλειωτα σύννεφα, το καθετί στην κλίμακα του απείρου. Μια χλιαρή ψιλή βροχή μάς καταβρέχει. Το βράδυ η έκρηξη του δύοντα ήλιου, ένα μεθυστικό ανακάτεμα από σύννεφα και φλόγες. Συγκλονιστικές πόλεις και βουνά σαλεύουν ανάμεσα στο ζενίθ και τον ορίζοντα και τα σκάφος μας κουβαλά πεισματάρικα το φορτίο του από παλιοσίδερα, εμπορεύματα και ανθρώπους μέσα σε μια τεράστια ροή εξωπραγματικών μετάλλων. (σελ. 85)
Στη συνέχεια, καταγράφει πασχαλινές αναμνήσεις απ’ τη ζωή του στη Ρωσία:
Στο νου μου έρχονται μνήμες από Πάσχα. Το πρώτο μου Πάσχα στη Ρωσία το 1919, λιμός, κίνδυνος, Κόκκινη Τρομοκρατία και τα λοιπά. Είχα φτάσει σε ένα από τα ορόσημα της ζωής αυτού του αιώνα. […] Όρενμπουργκ, ο ναός του Ορενποσάντ (Βορστάντ), ο μοναδικός που λειτουργεί στην πόλη. Μια ζεστή νύχτα, δηλαδή μια πρώτη απαλή ψύχρα που μας φαίνεται σαν ζέστη. Άρχισε να εμφανίζεται η πάχνη, ενώ στις λακκούβες του νερού έχουν σχηματιστεί μεμβράνες από πάγο και αρκετές φορές βαδίζω μέσα σε παγωμένα νερά. Γυναίκες κουκουλωμένες στα θλιβερά γουναρικά τους στον δρόμο για την εκκλησία κρατούν αναμμένα κεράκια στις καμπυλωμένες χούφτες τους, ραντίζουν με αστέρια τον δρόμο. Στην είσοδο της εκκλησίας μεσαιωνικοί επαίτες ψάλλουν θρηνητικά εν ονόματι του Χριστού. Μες στην εκκλησία ένα ασφυχτικά πυκνό ιδρωμένο πλήθος, χρυσοκέντητες μίτρες και άμφια (έχουν απομείνει τέτοια;). Γονυπετείς οι πιστοί ασπάζονται το εικόνισμα του αγίου, ο ένας μετά τον άλλο, στα γρήγορα. Οι διωγμοί έχουν κατατροπωθεί. (σελ. 86-87)