Σύνδεση συνδρομητών

Τα πλυσταριά της Μαγδαληνής

Τρίτη, 16 Απριλίου 2024 08:08
Εικόνα από ένα πλυσταριό της Μαγδαληνής στην Ιρλανδία, περίπου δεκαετία του 1920. Υποτίθεται, ήταν μια απασχόληση στο πλαίσιο της φιλανθρωπικής λειτουργίας μοναστηριών, στην οποία απασχολούνταν νεαρά κορίτσια (κακοποιημένες, ανύπαντρες έγκυοι που τις έδιωχναν οι εραστές ή η οικογένεια, παραβατικές) για βοήθεια και επανένταξη στην κοινωνία. Τα κορίτσια αυτά, όμως, εργάζονταν στα πλυσταριά: έπλεναν στη σκάφη, συνεχώς, ρούχα υπό άθλιες συνθήκες, πολλές φορές για χρόνια, χωρίς αμοιβή, υποχρεωτικά, χωρίς να είναι ελεύθερα να φύγουν, ενώ παράλληλα έπρεπε να εργάζονται για το μοναστήρι και να υπηρετούν τις καλόγριες. Το τελευταίο από τα πλυντήρια της ντροπής έκλεισε μόλις το 1996. Τρία χρόνια νωρίτερα ήρθαν στο φως 155 ανώνυμοι τάφοι κρατουμένων γυναικών και παιδιών. Πολύ πρόσφατα, ο ιρλανδός πρωθυπουργός αποκάλεσε τα πλυσταριά της Μαγδαληνής «ντροπή της Ιρλανδίας». Η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο του F. Finnegan, Do Penance or Perish. A Study of Magdalen Asylums in Ireland, Congrave Press (2001).   
Congrave Press
Εικόνα από ένα πλυσταριό της Μαγδαληνής στην Ιρλανδία, περίπου δεκαετία του 1920. Υποτίθεται, ήταν μια απασχόληση στο πλαίσιο της φιλανθρωπικής λειτουργίας μοναστηριών, στην οποία απασχολούνταν νεαρά κορίτσια (κακοποιημένες, ανύπαντρες έγκυοι που τις έδιωχναν οι εραστές ή η οικογένεια, παραβατικές) για βοήθεια και επανένταξη στην κοινωνία. Τα κορίτσια αυτά, όμως, εργάζονταν στα πλυσταριά: έπλεναν στη σκάφη, συνεχώς, ρούχα υπό άθλιες συνθήκες, πολλές φορές για χρόνια, χωρίς αμοιβή, υποχρεωτικά, χωρίς να είναι ελεύθερα να φύγουν, ενώ παράλληλα έπρεπε να εργάζονται για το μοναστήρι και να υπηρετούν τις καλόγριες. Το τελευταίο από τα πλυντήρια της ντροπής έκλεισε μόλις το 1996. Τρία χρόνια νωρίτερα ήρθαν στο φως 155 ανώνυμοι τάφοι κρατουμένων γυναικών και παιδιών. Πολύ πρόσφατα, ο ιρλανδός πρωθυπουργός αποκάλεσε τα πλυσταριά της Μαγδαληνής «ντροπή της Ιρλανδίας». Η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο του F. Finnegan, Do Penance or Perish. A Study of Magdalen Asylums in Ireland, Congrave Press (2001).  

Claire Keegan, Μικρά πράγματα σαν κι αυτά, μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2022, 128 σελ.

H Ιρλανδή Κλερ Κίγκαν φημίζεται για τη διεισδυτική ματιά και τη λιτή πλην αιχμηρή γραφή της. Τα Μικρά πράγματα σαν κι αυτά εξιστορούν τα διλήμματα, τις αναστολές και τις σκέψεις ενός άνδρα ο οποίος αναγκάζεται, σε συνθήκες φτώχειας, να οδηγήσει σε ένα μοναστήρι μια εγκαταλελειμμένη νεαρή που της είχαν πάρει το εξώγαμο παιδί της. Θα διασφάλιζε την επιβίωσή της – αλλά την ίδια στιγμή ήξερε ότι η μοίρα της της επιφύλασσε μια ζωή οδύνης, αφού στο Μοναστήρι λειτουργούσε πλυσταριό της Μαγδαληνής, στο οποίο γυναίκες όπως η συγκεκριμένη δούλευαν σκληρά σχεδόν σαν σκλάβες. [TBJ]

Ήξερα ότι δεν προοριζόμουν για τον Παράδεισο

Θα με πέταγαν στην αισχύνη

Στα πλυσταριά της Μαγδαληνής

Τα περισσότερα κορίτσια έρχονται εδώ φουσκωμένα

Κάποια από τους ίδιους τους πατεράδες τους

[…]

Μια μέρα θα πεθάνω κι εγώ εδώ

Και θα με παραχώσουν στο χώμα

Σαν  έναν άχρηστο βολβό.

Που δεν ανθίζει ποτέ, καμία άνοιξη

Ούτε καν μια άνοιξη 

Τζόνι Μίτσελ, “The Magdalene Laundries” (1994)

Πόση  ψυχή μπορεί να κρύβεται σε  124 σελίδες; Στην περίπτωση της Κλερ Κίγκαν, πολλή. Καμία λέξη δεν περισσεύει· κάθε φράση ζωγραφίζει έναν χαρακτήρα, αποτυπώνει ένα συναίσθημα, προχωράει την πλοκή. Στα Μικρά πράγματα σαν κι αυτά, ο καμβάς ζωντανεύει την περίοδο των Χριστουγέννων στη (υπαρκτή) πολίχνη Νιου Ρος της Ιρλανδίας του 1985, η οποία ήταν ακόμη κολλημένη στο παρελθόν. Δύσκολα χρόνια, πράγματι, «και οι νέοι μετανάστευαν, έφευγαν για το Λονδίνο και τη Βοστώνη, για τη Νέα Υόρκη».

 

Υπάρχουν γενναίοι άνθρωποι;

Εκεί ζει  ο Μπιλ Φέρλονγκ με τη γυναίκα του και τις πέντε θυγατέρες τους. Ο Μπιλ είναι παιδί «Αγνώστου Πατρός», όπως αναγράφεται στο πιστοποιητικό γέννησής του – αλλά πόσο αγνώστου μπορεί να είναι κάποιος που ζει σε ένα μικρό μέρος όπου όλα μαθαίνονται και είναι φτυστός με μια γνώριμη φιγούρα της περιοχής; Ο Μπιλ μεγάλωσε με τη μητέρα του, μια υπηρετριούλα  που τον γέννησε στα δεκαέξι της –και αφού οι δικοί της της ξεκαθάρισαν ότι δεν ήθελαν πια καμία σχέση μαζί της– στο σπίτι των φιλεύσπλαχνων προτεσταντών αφεντικών της. Τύχη αγαθή, μια τρίχα από το να καταλήξει η μάνα τίς οίδε πού και ο γιος της να καταστραφεί – να γίνει άχθος αρούρης.

Ο Μπιλ υπέφερε μέχρι να μεγαλώσει. Στο σχολείο άκουγε διαρκώς πειράγματα και προσβολές.  Μία μέρα «είχε γυρίσει σπίτι και η πλάτη του παλτού του έσταζε φλέματα». Μα, σε πείσμα όλων, τα κατάφερε να φτιάξει μια κανονική ζωή. Απέκτησε μία μάντρα με καυσόξυλα και –δόξα σοι ο καθολικός Μεγαλοδύναμος– τα βγάζει πέρα αξιοπρεπώς. Στους πελάτες του συγκαταλέγεται και το Μοναστήρι του Καλού Ποιμένος, επάνω στο λόφο πέρα από το ποτάμι, το οποίο δεσπόζει πανίσχυρο και απλώνει τη βαριά θρησκευτική του σκιά στην πόλη. Μάλιστα, σε αντίθεση με πολλούς άλλους πελάτες του Μπιλ, «οι μοναχές πλήρωναν τις οφειλές τους και πάντοτε στην ώρα τους». Μπορεί να ακούγονται πολλά για εκείνο το μέρος, αλλά ένα πράγμα είναι πέραν πάσης αμφιβολίας: τα οικονομικά τους είναι τακτοποιημένα και ανθηρά.

Μία μέρα ο Μπιλ, από το ζεστό, τακτοποιημένο σπιτικό του με τα πέντε κορίτσια του για τα οποία τρέφει μεγάλες ελπίδες, την έξυπνη, υποστηρικτική στα πρακτικά ζητήματα γυναίκα του («Αν θες να τα βγάλεις πέρα στη ζωή, υπάρχουν πράγματα που πρέπει να τα παραβλέπεις [αγνοείς, στη μετάφραση], για να μπορείς να συνεχίσεις») και την ευωδιά του χριστουγεννιάτικου γλυκίσματος που ψήνεται στο φούρνο, βρίσκεται στην παγωμένη καγκελόπορτα του μοναστηριού για να παραδώσει ένα φορτίο κάρβουνα. Εκεί ανοίγει το μάνταλο της  αποθήκης και βλέπει ένα εξαθλιωμένο πλάσμα, μια πολύ νέα γυναίκα, κορίτσι καλύτερα. Βρόμικο, πεινασμένο, με τις θηλές του να στάζουν γάλα στην μπλούζα του, το κορίτσι  κλαίει γοερά και  ζητάει το νεογέννητό του από το οποίο το απέκοψαν βίαια. Είναι άραγε το ίδιο κορίτσι που μερικές μέρες νωρίτερα είχε ικετέψει τον Μπιλ να το πάει μέχρι το ποτάμι και να το αφήσει να πέσει μέσα στα παγωμένα νερά του Μπάροου (που στα αγγλικά σημαίνει και αυτοσχέδιος τύμβος με λείψανα νεκρών) και να πνιγεί; Ήταν ένα   συμβάν που τον είχε στοιχειώσει, όσο κι αν είχε προσπαθήσει να το καταχωνιάσει  στο νου του – να το «παραβλέψει», όπως τον ορμήνευε η γυναίκα του.

Ο Μπιλ θα προσπαθήσει να κάνει το σωστό, αυτό που είχε μάθει ως σωστό. Το κορίτσι είχε απλώς ξεφύγει  από τη θαλπωρή της Μονής· συμβαίνει, ενίοτε. Θα την παραδώσει αμέσως στα χέρια της ηγουμένης, μιας ψηλής γυναίκας με γλυκερά ευγενική ή κοφτερή γλώσσα –ανάλογα με τις περιστάσεις– και θα έχει μαζί της μια αμήχανη συνομιλία, μια υπόρρητη αντιπαράθεση, γεμάτη συγκαλυμμένες προειδοποιήσεις από πλευράς της. Θα ήταν καλύτερα για εκείνον, άφησε να εννοηθεί η ηγουμένη, να κάνει πως δεν είδε, πως δεν άκουσε. Το μοναστήρι φροντίζει όλα τα παραστρατημένα τέκνα του, σαν κλώσα που δεν κρατάει ποτέ καμιά κακία.

Φεύγοντας, θα ακούσει κάποιον από μέσα να γυρίζει το κλειδί. Δεν ήταν παρά ένας σχεδόν ανεπαίσθητος, μεταλλικός ήχος, Ωστόσο, το βασανιστικό εκκρεμές της αμφιβολίας και του τι θα ’πρεπε να είχε κάνει θα συνεχίσει να πάλλεται μέσα του, ακόμη δυνατότερα. Τι στ’ αλήθεια συμβαίνει εκεί μέσα; Ποια είναι τα σκοτεινά μυστικά της Μονής; Είναι πράγματι σκοτεινά, ή τα ξέρει όλη η πόλη μα σιωπά, συνένοχη στην ιρλανδική καθολική ομερτά;

Και έπειτα ποια είναι στ’ αλήθεια η σωστή στάση; Μήπως να κάτσει στ΄ αυγά του, όπως τον συμβουλεύουν διάφοροι (Όλα μαθεύονται. Πολλοί ήδη ξέρουν τι έγινε εκείνο το πρωινό στη Μονή). «Άλλωστε,  όλοι τους είναι το ίδιο […] όλοι ξέρουν» του λέει η ταβερνιάρισσα, μία ακόμη ακόλουθος της σχολής «Φύλαγε τα ρούχα σου…». Ή να κάνει μια αποκοτιά, χωρίς να έχει ιδέα  πού θα τον βγάλει, βάζοντας μάλιστα σε κίνδυνο και την οικογένειά του; Θα μπορέσει να στείλει και τα άλλα τρία κορίτσια του να μορφωθούν στο Σαιντ Μάργκαρετ, τη μόνη καλή σχολή θηλέων της πόλης,  μεσοτοιχία με τη Μονή; Αν δράσει, θα είναι άραγε αυτό η αιτία να στερηθούν τα κορίτσια του  το μέλλον τους; «Οι θέσεις είναι λιγοστές, τα κορίτσια πολλά. Δεν είναι εύκολο να βρεθεί μια θέση για όλα», του είχε πετάξει με νόημα η ηγουμένη. Ο τίτλος του τραγουδιού “Smooth Operator», που είχε τραγουδήσει η Sade τον προηγούμενο χρόνο, θα της πήγαινε γάντι.

Η Κίγκαν περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο το δίλημμα αυτού του φιλήσυχου, συνηθισμένου ανθρώπου ο οποίος βρέθηκε ξαφνικά στη δίνη μίας συναισθηματικής καταιγίδας που δυσκολεύεται να διαχειριστεί. Ο Μπιλ κάθεται και παρατηρεί και αποθαυμάζει όλα αυτά τα μικρά πράγματα που συνυφαίνουν  τη ζωή και συνάμα αναρωτιέται: «Είναι δυνατόν να πορευόμαστε για χρόνια, για δεκαετίες, μια ολόκληρη ζωή χωρίς να είμαστε μία φορά λίγο γενναίοι;» Κρίνοντας και από τις δικές μας ζωές, είναι και παραείναι.

Η ιστορία αφορμάται από πραγματικά περιστατικά. Τα διαβόητα «Πλυσταριά –άσυλα– της Μαγδαληνής», οικοτροφεία του Θεού, ονοματισμένα έτσι  από την αρχετυπική πόρνη που βρήκε τον δρόμο του Θεού, μάζευαν «έκπτωτα» νεαρά κορίτσια –με μια μέτρια εκτίμηση, η «συγκομιδή» τους ήταν περί τις τριάντα χιλιάδες– που παραστράτησαν και δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Τα έζευαν σε μια σιδερένια πειθαρχία για να καθαρθούν από τις αμαρτίες τους και να μετανοήσουν, κάτω από το άγρυπνο και προσποιητά σπλαχνικό βλέμμα των καλογριών με την άσπιλη και κολλαριστή αμφίεση. Μόνο που οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τα άσυλα αυτά· θα αφήσουν τα κόκαλά τους εκεί. Θα έχουν δουλέψει όλη τους τη ζωή σε απάνθρωπες συνθήκες,  πλένοντας και σιδερώνοντας ρούχα ή σφουγγαρίζοντας τα πατώματα της μονής μέχρι να καθρεφτιστεί  αψεγάδιαστα το πρόσωπο της ηγουμένης.

Και δεν ήταν μόνον η δουλειά-δουλεία. Πολλές απ’ αυτές έχαναν τα παιδιά τους· τους τα έπαιρναν τα μοναστήρια (βρέφη «Αγνώστου Πατρός», γαρ) και τα προωθούσαν με χοντρό διάφορο σε πλούσιες άτεκνες οικογένειες της Αμερικής και της Αυστραλίας, γεμίζοντας τα σεντούκια τους. Αν έχετε δει την ταινία Philomena (2013) με  την Τζούντι Ντεντς και τον  Στιβ Κούγκαν  θα έχετε πάρει μία γεύση της τραγωδίας. Μία ιστορία που ο Στίβεν Φρίαρς αποδίδει με  καλλιτεχνική ελευθερία, αλλά πάντως συνταρακτικά.

Το λογοτεχνικό αυτό κομψοτέχνημα (υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ 2022, αλλά αυτό είναι μάλλον ήσσονος σημασίας) συγκεντρώνει τα πάντα στις λιγοστές σελίδες του: την υποκρισία της θρησκείας και τη χρήση της για τη χειραγώγηση των θεοσεβούμενων μαζών (Οι καλόγριες μπορεί να έχουν  απλώσει τα δίχτυα τους παντού «έχουν όμως μόνον όση δύναμη τους δίνουμε εμείς, έτσι δεν είναι;», θα αναρωτηθεί κάποια στιγμή ο Μπιλ)· το σταυροδρόμι ενός αγωνιώδους διλήμματος, απέναντι στο οποίο όλοι στεκόμαστε αναποφάσιστοι σε κάποια στιγμή της ζωής μας· τη διάχυτη εικόνα μιας κοινωνίας που δεν συμπονά αλλά βασανίζει τα αδύναμα μέλη της· την απόγνωση που συνοδεύει τις λανθασμένες επιλογές· και τέλος, το τίμημα που αναμφίβολα θα πληρώσει εκείνος που ακολουθεί τη συνείδησή του, κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα. Όμως, αν το κάνει, τουλάχιστον το μαύρο ρεύμα του ποταμού δεν θα καταπιεί ένα ακόμη απελπισμένο θύμα.

 

Εγκλήματα και καθολική υποκρισία

Με τον καιρό τα πλυσταριά της Μαγδαληνής έπαψαν να είναι κερδοφόρα. Το τελευταίο σφαλίστηκε το 1991 – δεν είναι σαφές αν τα έκλεισαν τα ήθη που άλλαζαν ή τα ηλεκτρικά πλυντήρια που έμπαιναν στα σπίτια. Ο επίλογός τους είναι θλιβερός. Η μεν Καθολική Εκκλησία της Ιρλανδίας εποίησε την λευκήν νήσσαν αρνούμενη να αποζημιώσει τα θύματα, η δε κυβέρνηση της χώρας –που μάλλον είχε λερώσει τη φωλιά της, αφενός διευκολύνοντας εν παραβύστω τις υιοθεσίες, αφετέρου δίνοντας αφειδώς δουλειές στα πλυσταριά– καθυστέρησε πολύ να ζητήσει συγγνώμη από τις λίγες επιζώσες. Αργότερα τους χορήγησε μια όψιμη αποζημίωση – ψίχουλα μπροστά σε όσα είχαν υποστεί. Η συγχώρεση δεν χωρεί παντού.

Όταν η ιρλανδική κυβέρνηση ξέθαψε για πρώτη φορά το θέμα ήταν η εποχή που αποκαλύφθηκε το τεράστιο σκάνδαλο παιδεραστίας από καθολικούς ιερωμένους στη Βοστόνη των ΗΠΑ. Βίοι παράλληλοι και συμπτώσεις καθολικής υποκρισίας: Ακόμη συμβαίνουν. 

Γιώργος Ναθαναήλ

Έχει σπουδάσει στο Yale και στο New York University, επί  προέδρων Τζέραλντ Φόρντ, Τζίμι Κάρτερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν. Αφότου επέστρεψε εργάζεται ως σύμβουλος επιχειρήσεων, κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας, και γράφει για κακώς κείμενα, βιβλία που έχει διαβάσει, και αιχμές της τεχνολογίας.
 
 
 
 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.