Τον Μάρτιο του 1941 το πλοίο Capitaine Paul Lemerle αποπλέει από τη Μασσαλία με προορισμό τις ΗΠΑ και ενδιάμεση στάση τη Μαρτινίκα. Επιβάτες, μια ετερόκλητη ομάδα από διωκόμενους και αποσυνάγωγους της πρώτης διετίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Στο καράβι θα συνωστιστούν τα πιο διαφορετικά έθνη και είδη ανθρώπων: γερμανοί κομμουνιστές, εβραίοι φυγάδες και Ισπανοί που πολέμησαν κατά του Φράνκο. Ανάμεσα στον απότακτο αυτό πληθυσμό ξεχωρίζουν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και διανόησης, που θα καθιερωθούν στο διεθνές στερέωμα τις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Το ταξίδι του Capitaine θυμίζει ένα άλλο, πολύ οικείο στα καθ’ ημάς ταξίδι όχι στις αρχές, αλλά στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: το ταξίδι από την Ελλάδα προς τη Νότια Ιταλία του πλοίου Mataroa, το οποίο μετέφερε, με πρωτοβουλία του Ροζέ Μιλλιέξ, έναν ικανό αριθμό πολλά υποσχόμενων συγγραφέων, επιστημόνων και καλλιτεχνών. Όλοι τους ήθελαν να ξεφύγουν από τα δεινά του αντικομμουνισμού και του επερχόμενου ελληνικού εμφυλίου και όλοι τους (ή εν πάση περιπτώσει οι περισσότεροι) διέπρεψαν στη μεταπολεμική Γαλλία. Ανάμεσά τους ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Παπαϊωάννου, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Κώστας Αξελός, ο Νίκος Σβορώνος, ο Γιώργος Κανδύλης, ο Τάκης Ζενέτος, ο Μάνος Ζαχαρίας, ο Μέμος Μακρής, η Ελλη Αλεξίου, η Μάτση Χατζηλαζάρου, ο Ανδρέας Καμπάς και ο Εμμανουήλ Κριαράς.
ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΣΤ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ
Το έργο του Adrien Bosc, Καπιτέν (είναι πραγματικό ευτύχημα η μετάφραση του Ανδρέα Παππά), ξεδιπλώνει το δικό του ταξίδι, τέσσερα χρόνια νωρίτερα από το Mataroa, διαπλέοντας όχι τη Μεσόγειο, αλλά τον Ατλαντικό, και ανεβάζοντας επί σκηνής ένα καστ πρωταγωνιστών που άφησαν ισχυρό το αποτύπωμά τους όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στη διεθνή λογοτεχνική και επιστημονική σκηνή του 20ού αιώνα: από τον Κλοντ Λεβί-Στρος, την Άννα Ζέγκερς και τον Βικτόρ Σερζ μέχρι τον Βιφρέντο Λαμ, τον Μπενζαμέ Περέ και τον Αντρέ Μπρετόν. Βασισμένος σε γραπτές μαρτυρίες, ημερολόγια και επιστολές, και αναπαράγοντας συχνά αυτούσια αποσπάσματά τους στο εσωτερικό της αφήγησης, ο Μποσκ, που είναι εμπνευσμένος γραφιάς και δυνάμει δοκιμιογράφος, υπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο ένα λογοτεχνικό είδος το οποίο βρίσκεται προσφάτως σε άνθιση στη Γαλλία.
Αν στο παραδεδομένο ιστορικό μυθιστόρημα τα πραγματικά γεγονότα αναμιγνύονται με τα μυθοπλαστικά, και τα αληθινά πρόσωπα συμπληρώνονται με χαρακτήρες της λογοτεχνικής φαντασίας, οι νεότεροι γάλλοι συγγραφείς, όσοι δεν έχουν πάψει να κοιτάζουν προς την Ιστορία, προτιμούν να μην αναμείξουν τα υλικά τους, μετατρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ιστορική πραγματικότητα σε αντικείμενο μιας ιδιότυπης μυθοποίησης: μια μυθοποίηση, όπου χωρίς να μεσολαβήσει το οποιοδήποτε εξωτερικό επινόημα, τα πάντα είναι σε θέση να λειτουργήσουν δίκην μυθιστορήματος – κι αυτό όχι μόνο στο επίπεδο των γεγονότων και των προσώπων, αλλά και στο πεδίο της πλοκής, ή μάλλον στο πεδίο του ιστού τον οποίο στήνει ο συγγραφέας για να συντονιστούν μεταξύ τους τα κατά τα άλλα απείραχτα στοιχεία των ιστορικών του δεδομένων.
Και ιδού μετά από όσα προηγήθηκαν το πλαίσιο το οποίο επιλέγει ο Μποσκ για να διακινήσει τα ιστορικά γεγονότα και τα ιστορικά πρόσωπα του Καπιτέν, σε μια σύνθεση χωρίς κεντρικό μίτο και χωρίς κεντρική αφηγηματική γραμμή, σε ένα βιβλίο όπου ο Στρος, ο Μπρετόν, ο Σερζ και η Ζέγκερς, για να μείνω σε μερικά μόνο παραδείγματα, κατορθώνουν να προσδώσουν στο βιογραφικό τους κάτι που μοιάζει με μυθιστορηματική αύρα, αν όχι και με σκιώδη μυθιστορηματική υπόσταση. Ο υπερρεαλισμός, οι ανθρωπολογικές έρευνες στη Λατινική Αμερική, η αγωνία για το καυτό πολιτικό παρόν της εποχής ή οι πολιτικές θέσεις στα αριστερά της Σοβιετικής Ένωσης και του Στάλιν μετασχηματίζονται εδώ σε πρακτική της καθημερινότητας πάνω στο καράβι, ενώ οι διάλογοι ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αναδεικνύουν αντιθέσεις και συγκρούσεις που από προσωπικές έριδες μεταμορφώνονται σε αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ λογοτεχνικών χαρακτήρων. Όσο για ανησυχίες ως προς την τύχη που θα έχουν όλοι όταν θα έρθει η πολυπόθητη ώρα για να αποβιβαστούν ακέραιοι και ελεύθεροι στη Βόρεια Αμερική, μεταπλάθονται σε άγχος του ταξιδιού και σε ασίγαστη προσμονή της μοίρας: της μοίρας την οποία επιφυλάσσει για το τέλος το ξετύλιγμα μιας πολιτικής και ναυτικής περιπέτειας σε διαρκή εκκρεμότητα. Κι ας δούμε επιπροσθέτως σε αυτό το σημείο το ιστορικό και τη βιογραφία προσώπων όπως η Σιμόν Βέιλ και ο Αλμπέρ Καμύ, που χωρίς να είναι επιβάτες του Καπιτέν, παρεισδύουν στη δράση και επηρεάζουν με τη γοητεία της προσωπικότητας ή με τη δύναμη του στοχασμού τους την πορεία της. Και προκειμένου να αποκτήσουμε πλήρη επίγνωση ως προς τι είναι το κείμενο για το οποίο συζητάμε, αρκεί να επικαλεστώ, τελειώνοντας, το μότο από τις Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που παραθέτει ο Μποσκ ως εισαγωγική προειδοποίηση για το βιβλίο του:
Η ιστορική αναπαράσταση του παρελθόντος δεν σημαίνει και ότι μαθαίνουμε τα γεγονότα έτσι «όπως αυτά συνέβησαν πραγματικά». Μάλλον πρόκειται για προσπάθεια να κυριαρχήσουμε σε μίαν ανάμνηση όπως αυτή προβάλλει σε μια στιγμή κινδύνου.