Θεωρώ ευτύχημα την επανέκδοση από τον Ίκαρο κατά τη διάρκεια του 2024 των διηγημάτων του Γιάννη Παλαβού, που είναι μια από τις καλύτερες φωνές της νεότερης πεζογραφικής γενιάς. Ας συνεξετάσουμε τα δύο βιβλία για να θυμηθούμε τι ακριβώς αντιπροσωπεύουν για όσους ήδη τα ξέρουν, αλλά και για εκείνους οι οποίοι έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους.
Ο θάνατος που συνορεύει συχνά με το φόνο, η ερωτική απιστία που μπορεί να τσακίσει διά βίου τον απατημένο αλλά και ο πόθος που κατορθώνει πολλές φορές να συντηρήσει για απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα το αντικείμενό του είναι τα βασικά θέματα στο Αστείο (πρώτη έκδοση, 2012). Εκείνο που προδίδει με εντελή τρόπο τη συγγραφική του ωριμότητα είναι το ότι αποφεύγει ευθύς εξαρχής να επιμερίσει τους τόπους της δράσης ή τις τεχνικές της γραφής του σύμφωνα με τα μοτίβα της θεματικής του γκάμας. Ο θάνατος, ο έρωτας και ο πόθος έχουν την ίδια σκληράδα ή την ίδια ένταση στην ύπαιθρο και στο άστυ (η φύση δεν είναι ποτέ περισσότερο ένοχη ή περισσότερο αθώα), ενώ οι εικόνες μέσω των οποίων παίρνουν σάρκα και οστά δεν είναι ποτέ αμιγώς ρεαλιστικές ή ονειρικές: η πραγματικότητα γίνεται ένα με τις υπερβατικές της διαθλάσεις και το αμάλγαμα αυτό αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της μυθοπλασίας σε όλα τα διηγήματα της συλλογής.
Ακόμα κι όταν η εικονογραφία του Παλαβού δεν διαθέτει το παραμικρό υπερλογικό στοιχείο, κάτι στο υπέδαφος των δρωμένων τείνει να απομακρυνθεί από τις σιδερένιες συνεπαγωγές της λογικής, εισάγοντας στην πλοκή μια απορρυθμιστική παράμετρο. Το σπουδαίο με το Αστείο είναι πως ο Παλαβός καταφέρνει να απομακρυνθεί από οποιαδήποτε καλλιτεχνική ταμπέλα. Ο ρεαλισμός, ο μοντερνισμός και το μεταμοντέρνο, αν πρέπει παρ’ όλα αυτά να επιμείνουμε σε κάποιες καλλιτεχνικές ταμπέλες, έχουν αφομοιωθεί εις βάθος στα διηγήματά του, παράγοντας ένα αποτέλεσμα ισοδύναμο με το αποτέλεσμα που έχει την ικανότητα να φέρει σε πέρας μόνο ο ικανός και επίμονα εξασκημένος τεχνίτης.
Το μοτίβο του θανάτου
Χωρίς να απομακρύνεται, αλλά και δίχως να αναπαράγει πιστά το συγγραφικό παρελθόν του, ο Παλαβός αποσπά με το Παιδί (πρώτη έκδοση, 2019) από τον προηγούμενο θεματικό του κύκλο ένα και μοναδικό επί της ουσίας ζήτημα, που δεν είναι άλλο από το θάνατο. Όλοι κατά κάποιον τρόπο πεθαίνουν στα διηγήματα του Αστείου, είτε άνθρωποι είναι είτε ζώα: το ελάφι που αργοσβήνει μπροστά σε ένα καταπιεσμένο από τον μπαμπά και τη μητριά του αγόρι, ένας κυνηγός τον οποίο σκοτώνει μια αλεπού, ένα σπουργίτι του οποίου τα μάτια προσφέρονται για να γίνουν μάτια χιονάνθρωπου, ένας αναβάτης που πέφτει για πάντα από τη φοράδα του, ένας απατημένος σύζυγος που τρώει (ή τον ταΐζουν) δηλητηριασμένα νεκταρίνια, ένας πατέρας που ξεθάβεται από το γιο του, μια οικογένεια λύκων που ξεπαστρεύεται για να ζήσουν καλύτερα τα νεογέννητα του ανθρώπου ο οποίος την παγιδεύει, ένας παπάς τον οποίο εξοντώνουν δυο ξυλουργοί γιατί δεν θέλει να λειτουργήσει σε ένα ξωκλήσι, μια άκληρη που σβήνει όταν αποκτά το ύψιστο προνόμιο να μεταμορφωθεί, μέσα από ένα θεοτικό όραμα, σε μάνα του Χριστού.
Και γύρω από τους θανάτους, όμως, όταν το αίμα δεν σπεύδει να χυθεί άφθονο, η βία είναι διάχυτη: μια παρέα αγοριών που παίζουν άγριο ξύλο για το ποιος θα κρατήσει το σταυρό το βράδυ της Ανάστασης, γονείς που παραμερίζουν με παταγώδεις μεθόδους την τρυφερή ηλικία των παιδιών τους συν κάποιους άλλους που δεν διστάζουν (για να επιστρέψουμε στους θανάτους) να διακηρύξουν με περηφάνια τις φονικές τους πράξεις.
Ο κόσμος της φύσης
Με εξαιρετικά λιτό και ελεγχόμενο λόγο, που έχει τις βάσεις του στο Αστείο, ο Παλαβός δεν θητεύει πλέον στο υπερρεαλιστικό, το φανταστικό και το υπερλογικό ή το παράλογο. Πρωτεύει η ρεαλιστική του αφήγηση, η οποία πάντως όχι μόνο δεν παρακάμπτει, αλλά και προβάλλει υποβλητικά το υπερφυσικό ή το θρησκευτικό στοιχείο. Σταθερό σκηνικό της δράσης αποτελεί η περιοχή του Βελβεντού στην Κοζάνη, εδώ όμως πρέπει να προσέξουμε. Εκείνο που προέχει στα διηγήματα του Παλαβού δεν είναι ο γενέθλιος τόπος και οι όποιες παιδικές αναμνήσεις ή εμπειρίες του. Αναλόγως δεν προέχει και το περιβάλλον της αγροτικής ή της παραδοσιακής κοινωνίας, το οποίο δεν είναι ακριβώς ούτε αγροτικό ούτε παραδοσιακό.
Ο κόσμος που κατισχύει στο Αστείο είναι ο κόσμος της φύσης: ένα σύμπαν χωρίς ηθικό ή ακόμα και κοινωνικό πρόσημο, βυθισμένο και παραδομένο εξ ολοκλήρου στη βία. Κι εδώ, όμως, η βία δεν προκύπτει για να σοκάρει, για να μετατραπεί σε αντικείμενο καταγγελίας ή για να μπει στη ζυγαριά της δικαιοσύνης. Η βία είναι τόσο απωθητική όσο απωθητική είναι και η φύση, πέρα από το ότι μπορεί να σηματοδοτήσει και το ξεκίνημα μιας νέας εποχής (με όλη την ανυπολόγιστη δαπάνη μιας τέτοιας επανεκκίνησης). Δεν λέω ότι ο συγγραφέας επιδιώκει να αισθητικοποιήσει τη βία, αλλά ότι κάθε βίαιο κομμάτι στα βιβλία του, κάθε θάνατος και κάθε παραδαρμός βγαίνουν από την καρδιά μιας πραγματικότητας την οποία συναισθανόμαστε, μέσω της αφηγηματικής επεξεργασίας, σε όλες τις αποχρώσεις της – η ζωή έχει την ίδια δύναμη με το θάνατο και ο θάνατος, αν ξεχάσουμε το ατομικό του βάρος, δεν είναι ποτέ οριστικός.