Σύνδεση συνδρομητών

Ο Σαββόπουλος και η πολιτική ορθότητα

Τετάρτη, 22 Ιανουαρίου 2025 23:11
Καρέ από Το εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου για το βιβλίο του Διονύση Σαββόπουλου, "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα".
Αλέξης Κυριτσόπουλος / Πατάκη
Καρέ από Το εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου για το βιβλίο του Διονύση Σαββόπουλου, "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα".

Την Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ο Διονύσης Σαββόπουλος με εκλεκτή παρέα (Σώτη Τριανταφύλλου, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Γιάννης Βακαρέλης) και ελεύθερη είσοδο παρουσιάζει το βιβλίο του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (εκδ. Πατάκη). Με αυτή την αφορμή, αναδημοσιεύεται ένα απόσπασμα από το κείμενο κριτικής του Γιώργου Ναθαναήλ, που δημοσιεύεται στο τεύχος 160 του Βοοks' Journal, που μόλις κυκλοφόρησε: πώς ο Σαββόπουλος έκανε τους Αχαρνής και πώς πολύ νωρίς διείδε την ανάγκη να σταθεί απέναντι στην πολιτική ορθότητα. 

Είναι ο Σαββόπουλος μουσικός, και ποιας εποχής;

Όχι. Για την ακρίβεια δεν είναι μουσικός που πέρασε από την παραδοσιακή οδό της μαθητείας· και δεν είναι μόνο μουσικός. Είναι τροβαδούρος, και αυτόν το τίτλο προτιμά όταν δεν χρησιμοποιεί το «τραγουδοποιός». Σε κάποιαν άλλη εποχή θα τραγουδούσε στην αυλή του βασιλιά, με ένα καπέλο με φτερά, υφασμένο καλσόν, δερμάτινα μποτάκια και έναν αυλό.  Εκτελεί, ωστόσο, και χρέη γελωτοποιού στην ίδια αυλή, με την έννοια ότι μόνο οι γελωτοποιοί μπορούσαν να πουν κατάμουτρα σκληρά και σκωπτικά λόγια στον βασιλιά χωρίς να χάσουν το κεφάλι τους. Ξαναγυρίζοντας στο σήμερα, ο Διονύσης Σαββόπουλος συχνά παρεμβαίνει στα κοινά με την κοφτερή και οξυδερκή γλώσσα της γνώμης του. Η πρόσφατη παρέμβασή του για την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία ήταν μία ένδειξη ότι ακόμη «το ’χει».

Στο κεφάλαιο «Πώς δεν έμαθα μουσική», ο Διονύσης Σαββόπουλος μας διηγείται τις φιλότιμές προσπάθειές του να ακολουθήσει το ορθόδοξο μονοπάτι για να γίνει μουσικός: «Μικρός έκανα τρία χρόνια βιολί. Διέσχιζα τη λεωφόρο με τη θήκη του βιολιού στο χεράκι και τα αλητάκια με έκραζαν ρυθμικά: “Νιόνιο-ψώνιο. Νιόνιο-ψώνιο”. Ήμουν σαν τον Γούντυ Άλλεν σε παιδική ηλικία. Με φακίδες και γυαλιά». Εξήντα χρόνια μετά, θα τραγουδήσει στον Χρονοποιό, ανάγοντας την ευαλωτότητα και  το μπούλινγκ αντίστοιχα σε επίπεδο χώρας:

Με τη θήκη του βιολιού στο χεράκι

φλώρος μαθητής

και ξοπίσω το αλητάκι

ο μαύρος πετροβολητής

Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο δάσκαλος του βιολιού του μικρού Νιόνιου λεγόταν Επαμεινώνδας Φλώρος. Η μνήμη και η δημιουργία του Σαββόπουλου  δεν έχουν πετάξει τίποτα.

Το 1977 κυκλοφόρησαν οι Αχαρνής με ηχογράφηση του κορυφαίου Γιάννη Σμυρναίου, εξώφυλλο του Κυριτσόπουλου και  Δ/νσι του Δ. Σαββόπουλου. Η μουσική ήταν παραγγελία του Καρόλου Κουν για το Θέατρο Τέχνης. Ο Σαββόπουλος αυθαιρέτησε. Στο εξώφυλλο του δίσκου (βινυλίου) εξηγούσε:  «καταπιάστηκα με το έργο μεταφράζοντας με δική μου πρωτοβουλία ό,τι ήταν να μελοποιήσω όχι από φιλοδοξία, αλλά δεν μπορώ να γράφω μουσική χωρίς να γράφω και τα λόγια, είναι η φύση της εργασίας μου», όπως άλλωστε επαναλαμβάνει σε αρκετά σημεία του βιβλίου του. Σήμερα μας λέει περισσότερα γι’ αυτό, για τη χαρά και τη συγκίνηση που ένιωσε όταν ο Δάσκαλος του ανέθεσε το έργο. Μπήκε, όπως γράφει,  σε έναν κόσμο μυθικό, έλεγε ναι σε όλα. Όταν παρουσίασε το έργο,  ο Δάσκαλος και το κονκλάβιο  του Θεάτρου Τέχνης (εξαίρεση ο Αρμένης) δεν ενθουσιάστηκαν: «Αν ο συνθέτης μεταφράζει τότε τι δουλειά κάνει ο μεταφραστής;» Ο Σαββόπουλος συνεργάστηκε φιλότιμα με τον μεταφραστή, ο οποίος είχε το «στυλ σοβαρού διανοούμενου», αλλά –όπως θα ’λεγαν σήμερα οι νεότεροι– η χημεία τους δεν ταίριαξε. Ο Κουν απέρριψε το έργο του, ο Σαββόπουλος κλάιν, το πήρε παραμάσχαλα και έφυγε, αποφάσισε να το παρουσιάσει  σε ζωντανή παράσταση  στην Πλάκα και αργότερα το γύρισε δίσκο.

Εκείνη την εποχή, θυμάμαι, πολλοί, ακόμη και στο ιερατείο του περιοδικού Ηχος & Hifi,  θεώρησαν ιεροσυλία ότι ο Σαββόπουλος, το «λαδωμένο μαλλί» όπως τον αποκαλούσαν ενίοτε, τα έβαλε με το ιερό τέρας. Μερικοί μάλιστα έβαλαν και στοίχημα: σε τριάντα χρόνια οι άνθρωποι θα θυμούνται καλύτερα το θεατρικό του Κουν ή τη δουλειά του Σαββόπουλου; Σήμερα λοιπόν, 47 χρόνια αργότερα, το έργο είναι ακόμη φρέσκο, ακούγεται σαν σημερινό, και από τα σπλάχνα του έχουν βγει πολλοί νέοι (τότε) κανταδόροι· ενώ το θεατρικό ήταν μια καλή ανάμεσα στις πολλές, θαμμένη κάτω από τον κουρνιαχτό της ιστορίας, παράσταση. Οι Αχαρνής έχουν εμπνεύσει πολλούς νεότερους καλλιτέχνες και έχουν γεννήσει αρκετές ζουμερές εκφράσεις όπως «τώρα με χειρουργεί μία αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική», μόνιμα στη φαρέτρα μας για να μπορούν εύστοχα να χτυπήσουν κέντρο.

Πολλοί, κατά καιρούς, έχουν ασχοληθεί με το ερώτημα κατά πόσον ο Σαββόπουλος εκφράζει την εποχή του. Τόσο πολύ μάλιστα που το ερώτημα δεν έχει νόημα. Στο βιβλίο ο Σαββόπουλος «γράφει» με τη γλώσσα της εποχής μας, μάλιστα χρησιμοποιεί καίρια πολλές εκφράσεις που μπήκαν στη γλώσσα όταν οι σημερινοί πενηντάρηδες ήταν νέοι, όπως «κόβω φλέβες», «έφαγα ήττα», «οι φλασιές που περνάνε». Σε ελάχιστες περιπτώσεις μπορεί ίσως να αστοχεί, π.χ. όταν αναφέρεται «σε παράλληλο σύμπαν». Ωστόσο, πολύ συχνά στην περίπτωσή του ξεχνάμε ότι κι αυτός άνθρωπος είναι.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μια διήγησή του για τα νεανικά του χρόνια η οποία αγγίζει τους μεγαλύτερους για το τι ήταν «ιν» εκείνα τα χρόνια (το «ιν» δεν ήταν «ιν» τότε). Διηγείται για αυτή την κοντόχοντρη μπουκάλα ουίσκι που μετατρεπόταν με ένα πράσινο αμπαζούρ στο πιο ιν χειροποίητο φωτιστικό της εποχής. Το ουίσκι ήταν το VAT 69. Ο Σαββόπουλος το αναφέρει ως VAT 64, και ίσως ένας ψυχολόγος να έβρισκε ενδιαφέρον το lapsus σε σχέση με το τραγούδι «Οι Δεκαπέντε (Αμνηστία του ’64)» από τα 10 χρόνια κομμάτια. Αλλά ίσως πάλι αυτό να είναι υπερβολικά βαθύ, άβυσσος — και ίσως κανένα πλάσμα του μυαλού δεν ζει σε τέτοιο βάθος.

Είναι πολλά τα σοφά και τα ορθά που λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος σε τούτο το βιβλίο. Στο κεφάλαιο «Λογοκρισία» αναφέρεται στην καινούργια μορφή της, την πολιτική ορθότητα, «κατά την οποία απαγορεύεται να λέμε καθημερινές λέξεις όπως κοντός, χοντρός, φαλακρός»:

Η πολιτική ορθότητα είναι εξουσία Μια καινούργια διαβολική μπέμπα. Μας επιβάλλει να μην αναφερόμαστε σε γένος, φυλή, χρώμα, καταγωγή [και άλλα πολλά].  Όλοι είμαστε όλα και «δίχως ταυτότητα πια», όπως λέει και η Τάνια. Μα ένας πατέρας που, όσο και να ’ναι, δυσκολεύεται να δεχτεί ότι η κόρη του είναι άντρας δεν αξίζει λίγο χρόνο, λίγη από την κατανόησή μας; Γιατί να του τρίβουμε στη μούρη ότι είναι ομοφοβικός, φαλλοκράτης και θλιβερό κατάλοιπο της πατριαρχίας;

Μπορεί για τούτα οι πολιτικά ορθοί καρβουνιαρέοι να αρχίσουν να τον λιθοβολούν σαν τον Δικαιόπολι, στους Αχαρνής. Αλλά φαντάζομαι δεν θα τον νοιάξει· γιατί αυτός ετοιμάζεται για τη γιορτή και τη θριαμβευτική Έξοδο.

Γιώργος Ναθαναήλ

Έχει σπουδάσει στο Yale και στο New York University, επί  προέδρων Τζέραλντ Φόρντ, Τζίμι Κάρτερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν. Αφότου επέστρεψε εργάζεται ως σύμβουλος επιχειρήσεων, κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας, και γράφει για κακώς κείμενα, βιβλία που έχει διαβάσει, και αιχμές της τεχνολογίας.
 
 
 
 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.