Σύνδεση συνδρομητών

Η δική μου μεταπολίτευση

Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2024 22:58
Νοέμβριος 1973. Φοιτητές σκαρφαλωμένοι στην πύλη του Πολυτεχνείου, στην Αθήνα, διαδηλώνουν εναντίον της χούντας. Ήταν μια πρωτοφανής κινητοποίηση που καταπνίγηκε λίγο μετά.
ΕΡΤ
Νοέμβριος 1973. Φοιτητές σκαρφαλωμένοι στην πύλη του Πολυτεχνείου, στην Αθήνα, διαδηλώνουν εναντίον της χούντας. Ήταν μια πρωτοφανής κινητοποίηση που καταπνίγηκε λίγο μετά.

Η δική μας μεταπολίτευση. Σευρά πέντε ωριαίων ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία Ανδρέα Αποστολίδη - Γιούρι Αβέρωφ, σε σενάριο των Στάθη Καλύβα - Παναγή Παναγιωτόπουλου, οι οποίοι είναι και οι παρουσιαστές. ERTFLIX

Η σειρά ντοκιμαντέρ Η δική μας μεταπολίτευση αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στο πρόγραμμα του ERTFLIX. Η εκπομπή προσφέρει μια βαθιά και αναλυτική ματιά στα γεγονότα που διαμόρφωσαν την Ελλάδα από το 1974 έως σήμερα. Με τη χρήση πλούσιου οπτικοακουστικού υλικού από τα αρχεία της ΕΡΤ, τους διαλόγους των δύο δημιουργών και τη γενικότερη δομή του αποτυπώνει με πρωτότυπο τρόπο τα καθοριστικά γεγονότα μιας ολόκληρης εποχής.

Η συνεργασία του πολιτικού επιστήμονα Στάθη Καλύβα και του κοινωνιολόγου Παναγή Παναγιωτόπουλου προσδίδει στη σειρά μια ιδιαίτερη προσέγγιση, η οποία συνδυάζει την ιστορική αφήγηση με τις κοινωνιολογικές της ερμηνείες. Η σειρά δεν επιδιώκει μια πλήρη, λεπτομερειακή και εγκυκλοπαιδική καταγραφή, αλλά εστιάζει στην ανάδειξη και τον σχολιασμό του στίγματος και της αίσθησης που δημιούργησαν οι πέντε αυτές δεκαετίες, έτσι όπως αποτυπώθηκαν στο αρχειακό υλικό και ερμηνεύονται σήμερα.

Το πρώτο επεισόδιο, με τίτλο «Τα χρόνια της αθωότητας (1974-1976)», επικεντρώνεται στη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, αναλύοντας τα γεγονότα της περιόδου και τις κοινωνικές μεταβολές που ακολούθησαν. Ακολουθεί ένα ακόμη επεισόδιο για τη δεκαετία του 1970 με τίτλο «Τα χρόνια της αναμονής». Και εν συνεχεία τα επεισόδια με τίτλο «Τα χρόνια του σοσιαλισμού» για τη δεκαετία του 1980, «Τα χρόνια της χλιδής», για την περίοδο 1990 έως 2008. Και ένα τελευταίο επεισόδιο που περιλαμβάνει τη διευρυμένη αλλά ταραχώδη περίοδο από το τέλος της δεκαετίας του 2000 έως σήμερα, με τίτλο «Τα χρόνια της κρίσης». Η σειρά καταφέρνει να προκαλέσει συναισθήματα και σκέψεις, πυροδοτώντας τις αναμνήσεις των παλαιότερων και τη φαντασία των νεότερων. Και να προκαλέσει ένα διαγενεακό διάλογο για το περιεχόμενο και τη σημασία των τελευταίων 50 ετών.

Η δική μας μεταπολίτευση είναι μια αξιόλογη παραγωγή, ένα έναυσμα για να ανοίξει ένας διάλογος για τη βαθύτερη γνώση και ερμηνεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε σε βάθος τις ρίζες και την εξέλιξη της σημερινής Ελλάδας, τότε χρειάζεται να μιλάμε πιο ανοιχτά για τα τραύματα και τα θαύματα της ελληνικής κοινωνίας. Να προσεγγίσουμε την ιστορική αλήθεια και να συζητήσουμε ερμηνευτικά και διεργασιακά για τις αιτίες των γεγονότων.   

Εντούτοις η ματιά της εκπομπής δεν είναι ιστορική, ούτε πηγαίνει βαθιά στις αιτίες των συλλογικών μας τραυμάτων. Κινείται στις ράγες του αρχειακού υλικού της ΕΡΤ, κατά κάποιο τρόπο δηλαδή της επίσημης γραμμής, κι όχι στην αναζήτηση ενός παράπλευρου και περισσότερο συλλεκτικού υλικού. Αυτός ενδεχομένως να ήταν κι ο στόχος τους. Μια υποκειμενική και συναισθηματική ματιά της ιστορικότητας των γεγονότων. Δεκτό. Εξάλλου το υπαρξιακό πρόταγμα της μεταπολίτευσης κινείται σε αυτό το ρυθμό, δηλαδή στην ενίσχυση των ατομικών συνιστωσών της ταυτότητας. Σε αυτό το πλαίσιο οι δύο επιστήμονες καταφέρνουν να φτιάξουν ένα αποτέλεσμα με «κινηματογραφικό» ρυθμό. Καταφέρνουν, με τη δύναμη της εικόνας, να διεισδύσουν στην καρδιά μιας εποχής καταγράφοντας όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά κυρίως την επίδρασή τους στον καθημερινό βίο των ανθρώπων.

Οι μεγάλες τομές της μεταπολιτευτικής περιόδου, τα τραύματα και τα επιτεύγματα του ελληνικού λαού, οι αξιακές μεταβάσεις και οι πολιτικο-κοινωνικοί μετασχηματισμοί περνούν στις οθόνες μας, αλλά κάπως ανεπαίσθητα. Προσωπικά διαφωνώ με αυτή την οπτική. Η εστίασή μου πηγαίνει προς τη διεργασιακή και ταξική ανάλυση της ιστορίας. Ωστόσο το ντοκιμαντέρ μου άρεσε. Είχε παλμό, ισορροπία, σεβασμό στο υλικό και μια συνθετική διάθεση.

Καθώς το παρακολουθούσα γεννήθηκαν οι παρακάτω σκέψεις για «τη δική μου μεταπολίτευση».

Όταν γεννήθηκα η Χούντα των συνταγματαρχών διήνυε το δεύτερο έτος της. Δεν έχω αναμνήσεις ούτε μνήμες από το καθεστώς της δικτατορίας. Έχω αναμνήσεις και μνήμες από την οικογένειά μου, τους τόπους που κατοικούσαμε και τους ανθρώπους τους. Έχω πολλές μνήμες επίσης από τη νομαδική ζωή των κτηνοτρόφων, αφού μεγάλωσα σε μια τέτοια οικογένεια. Η νομαδική ζωή έχει τους δικούς της ρυθμούς και τις δικές της εξαρτήσεις, οι οποίες κυρίως αφορούν την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον. Οι πολιτικές συγκυρίες πάντα επηρεάζουνε τους ανθρώπους άμεσα ή έμμεσα. Αλλάζουν το τοπίο των παραγωγικών σχέσεων, διαμεσολαβούν στις οικονομικές σχέσεις, στρώνουν ή όχι το έδαφος για ανάπτυξη και ευημερία, οργανώνουν ακόμη και τις κοινωνικές σχέσεις, στην Ελλάδα κυρίως μέσα από το πελατειακό σύστημα. Παρά τις μεγάλες επιρροές του πολιτικού συστήματος στην κοινωνική ζωή, οι οικογένειες των αγροτο-κτηνοτρόφων έμοιαζαν να εστιάζουν περισσότερο στην επιβίωση και στη διασύνδεσή τους με το άμεσα κοινωνικό και το φυσικό περιβάλλον. Το οποίο αποτελούσε τη μήτρα της επιβίωσης τους.

Ίσως γι’ αυτό δεν έχω μνήμες δικτατορίας… παρά μόνο τις ασβεστωμένες αυλές, μια οδηγία που έρχεται από πολύ παλιά και που επανέφερε με διάταγμα η χούντα, με σκοπό την  καθαριότητα και την «καθαρότητα» του έθνους.

Θυμάμαι όμως τις ημέρες της μεγάλης επιστράτευσης τον Ιούλιο του 1974, εξαιτίας της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Ηχούν ακόμη στα αυτιά μου τα μοιρολόγια των γυναικών για τους άντρες που φεύγαν για το …μέτωπο. Δεν γνωρίζανε προφανώς το φιάσκο της χούντας που είχε ήδη αποδιοργανώσει το στράτευμα και η επιστράτευση απέτυχε παταγωδώς. Τι τραγική ειρωνεία, οι «συνταγματάρχες» απέτυχαν εκεί που γνωρίζανε να διοικούν, δηλαδή στην οργάνωση του στρατού. Φανταστείτε επομένως το μέγεθος της γενικότερης αποδιοργάνωσης σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.

Μεγαλώνοντας κι αφήνοντας πίσω την επταετία της δικτατορίας οι μνήμες μου αρχίζουν και γίνονται εντονότερες. Στην ουσία είμαι «παιδί» της μεταπολίτευσης. Θυμάμαι το 1975 «έπρεπε» να πάμε στο νηπιαγωγείο. Στο χωριό όμως δεν υπήρχε. Έτσι στο κοινοτικό γραφείο για κάποιους μήνες ερχότανε μια νηπιαγωγός. Μαζί της  πήραμε το βάπτισμα του πυρός, ενταχθήκαμε στο εκπαιδευτικό σύστημα. Στο νηπιαγωγείο πηγαίναμε κάθε μέρα με το καρεκλάκι μας ανά χείρας γιατί το κοινοτικό κατάστημα δεν διέθετε φυσικά καρέκλες και άλλο σχολικό εξοπλισμό. Αν με ρωτάτε ωστόσο δεν καταλαβαίνω τη σκοπιμότητα ενός νηπιαγωγείου, αφού εκείνα τα χρόνια ούτε ανάγκη για επίβλεψη είχαμε, ούτε για οργανωμένες δημιουργικές δραστηριότητες. Όλα, τα παιχνίδια και η μάθηση, γινότανε στο φυσικό περιβάλλον, μέσα από την αυτοοργάνωση του παιχνιδιού και τη συμμετοχή μας στις διάφορες παραγωγικές εργασίες της οικογένειας.

Το διθέσιο δημοτικό σχολείο όμως είχε άλλη αίγλη. Εκεί μαθαίναμε γράμματα, για να μη μας κοροϊδεύουν, να μην πέφτουμε θύματα δηλαδή, όπως λέγανε οι μεγαλύτεροι. Η μεταπολίτευση είχε ήδη ξεκινήσει με δυναμισμό και με μια εσάνς δημοκρατίας. Το σχολείο βέβαια κινούνταν στους ρυθμούς της πειθαρχίας και τα νοήματά του ήταν ακόμη στραμμένα στην καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας. Τότε πηγαίναμε στο σχολείο για να μάθουμε γράμματα και να γίνουμε άνθρωποι. Και Έλληνες. Να καλλιεργήσουμε ένα πατριωτικό πνεύμα και να νιώσουμε μια εθνική υπερηφάνεια. Σε καμιά περίπτωση βέβαια για να περάσουμε στο Πανεπιστήμιο. Η διασύνδεση του σχολείου με το Πανεπιστήμιο άρχισε να γίνεται υπόθεση της επόμενης δεκαετίας, από το 1980 και φτάνει έως σήμερα.

Παράλληλα ο κοινωνικοποιητικός ρόλος της κοινότητας άρχισε να συρρικνώνεται έως την πλήρη εξαφάνισή του στις μέρες μας. Από την οριοθετημένη κουλτούρα της παραδοσιακής κοινωνίας οδηγηθήκαμε στις χαώδεις αλληλεπιδράσεις και στον δυισμό της πολιτικής ορθότητας και της woke κουλτούρας της σύγχρονης εποχής.

Η εκπαίδευση που λαμβάναμε έως το τέλος της δεκαετίας του 1970 στο πλαίσιο της ένταξής μας στο κοινωνικό γίγνεσθαι κινούνταν με άξονα την ιδεολογία της κοινότητας. Η μύηση των νέων σ’ αυτή αφορούσε την επιβίωση και την εξέλιξη και της ίδιας της κοινότητας. Η κοινωνικοποίηση γινόταν θεσμικά αλλά και άτυπα μέσα από τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις. Παραδείγματος χάρη, ένα από τα σημαντικότερα υπαρξιακά ζητήματα ο θάνατος και το πένθος ήταν επενδυμένα με συλλογικές σημασίες. Στις οποίες μυούμασταν κι εμείς τα παιδιά. Ο θάνατος γινότανε πιο οικείος και λιγότερο τρομακτικός, όπως και η ζωή. Θυμάμαι ότι ντυνόμασταν «παπαδάκια» και συμμετείχαμε στις κηδείες. Η συμμετοχή στο πένθος είχε πολλαπλά οφέλη. Είχε καταρχάς το χαρτζιλίκι που έπαιρναν τα παπαδάκια. Είχε κυρίως την κατανόηση με φυσικούς όρους των διεργασιών της ζωής και του θανάτου.

Φυσικά ένα άλλο στοιχείο που μας εκπαίδευε ήταν η ίδια η φύση. Ο παραδοσιακός άνθρωπος αντιλαμβανόταν το φυσικό περιβάλλον ως αδιαίρετο κομμάτι. Η φύση δεν λειτουργούσε ως υπηρεσία στη διάθεση του ανθρώπου, αλλά ως συμπαντικό ή/και θεϊκό δημιούργημα. Η ιερότητα της φύσης προσέγγιζε την ιερότητα του ανθρώπου και των κοινωνιών του. Εξάλλου από τη φύση «τρώγαμε» και επιβιώναμε. Τι άλλο να σκεφτεί κανείς για την αναγκαιότητα της αρμονικής συνύπαρξης του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον. Σε αντίθεση με το τωρινό ξεχειλωμένο σύστημα εκμετάλλευσης των γήινων πόρων.

Θα μου πείτε πως έχω μια νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα χρόνια. Ναι αλήθεια είναι. Κυρίως επειδή εκεί βρίσκεται η παιδική ηλικία και η πρώτη μου νιότη. Ίσως γιατί αναπολώ τους αργούς ρυθμούς εκείνης της εποχής, που μοιάζανε σαν κι αυτούς που ζήσαμε εν μέσω πανδημίας. Πιο αργούς, πιο φυσιολογικούς, λιγότερο άστατους. Δεν ήταν όλα καλά προφανώς. Υπήρχαν καταπιεστικές απαγορεύσεις που πηγάζανε από τη  συμπαγή κουλτούρα της κοινότητας. Η οποία δεν άφηνε πολλά περιθώρια ανάπτυξης της προσωπικής ελευθερίας. Χρειαζότανε οι κοινωνίες μας μια εκτόνωση προς την δημιουργία ενός υποκειμένου που θα απαλλασσόταν από τα κοινωνικά πρέπει. Οι κοινωνίες αποζητούσαν την ανατροπή. Κι αυτή ήρθε και φώλιασε σε ένα σύνθημα «Αλλαγή».

Η δεκαετία του 1980 ήταν η δεκαετία των μεγάλων ανατροπών. Η λέξη «αλλαγή» κυριαρχούσε στο πολιτικό και κοινωνικό λεξιλόγιο της εποχής. Μαζί με την έννοια του «κοινωνικού συμβολαίου», η οποία δύσκολα γινόταν κατανοητή στις συντηρητικές τάξεις των αγροτών και των κτηνοτρόφων.

Θυμάμαι, στις πρώτες εκλογές της δεκαετίας, το 1981, μια αφίσα της ΝΔ με τον τίτλο «Αγρότη θα σου πάρουν τη γη». Στη φωτογραφία είχε ένα τρακτέρ «Μπελαρούς». Ένα χέρι απλωνόταν πάνω του σα να θέλει να το καρπωθεί. Σημειωτέον η Μπελαρούς ήταν μάρκα από τη Λευκορωσία, μέρος τότε της Σοβιετικής Ένωσης. Η κοινωνική αναπαράσταση που είχε μέρος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων για τη δυναμική του Αντρέα Παπανδρέου και το σοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ, είχε κάτι από Άρη Βελουχιώτη και εγκαθίδρυση ενός κομμουνιστικού συστήματος. Ουτοπία.

Λίγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία ο σοσιαλισμός του ΠΑΣΟΚ πήρε μια διαφορετική τροπή. Μια γελοιογραφία του Μητρόπουλου που έδειχνε την πορεία των μεγάλων σοσιαλιστικών οραμάτων ήταν ενδεικτική: Ο Αντρέας φορούσε μαγιό και κράταγε μια τρίαινα, σαν τον θεό Ποσειδώνα. Η λεζάντα έλεγε «έξω από το ΝΑΤΟ, έξω από την ΕΟΚ, ας το ρίξουμε και λιγάκι έξω». Όλα τα μεγάλα «αριστερά» διακυβεύματα παραμείνανε συνθήματα. Η πρώτη μεγάλη κωλοτούμπα της μεταπολίτευσης μόλις είχε πραγματοποιηθεί.

Παράλληλα αναπτυσσόμασταν. Κυρίως οι ρυθμοί της κοινωνικής προόδου ήταν  εντατικοί και εμφανείς. Νέα ήθη και νέες συνήθειες άρχισαν να διαμορφώνουν ένα διαφορετικό life style. Η δεκαετία του 1980 μας προετοίμαζε για τις μεγάλες αλλαγές που θα έφερνε η επόμενη δεκαετία. Η Ελλάδα μέσα σε λίγα χρόνια άλλαξε τόσο που ούτε η ίδια δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Κι όμως οι παλιές ταυτότητες υπήρχαν και ηχούσαν ηχηρά μέσα από στερεότυπα και πεποιθήσεις που ήταν βαθιά ριζωμένες στις ψυχές των ανθρώπων. Διαχρονικά δύο από αυτές αφορούσαν τη δομή και τη λειτουργία της οικογένειας και τις πελατειακές σχέσεις του λαού με τους εκπροσώπους της «εξουσίας». Παρά τις αλλαγές στη δομή και στις μορφές της η ελληνική οικογένεια  παρέμεινε όλο το διάστημα της μεταπολίτευσης ένα ενεργό πεδίο νοηματοδότησης της ύπαρξης. Και, δυστυχώς, το ίδιο ενεργό παρέμεινε και το σύστημα διακυβέρνησης διά μέσου των πελατειακών σχέσεων. Η αγία οικογένεια και ο μπάρμπας από την Κορώνη ζουν και βασιλεύουν.

Το 1987 ξεκίνησε ο φοιτητικός μου βίος. Παράξενες οι σπουδές στα ελληνικά πανεπιστήμια εκείνης της περιόδου. Είχαν κάτι μεταξύ ενηλικίωσης και έντονων επιρροών από τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η φοιτητική νεολαία ήταν έντονα «πολιτικοποιημένη». Οι κομματικοί στρατοί απλώνανε την πραμάτεια τους για να ψωνιστούν οι νεοφερμένοι φοιτητές. Τα αμφιθέατρα βογκούσανε από συνθήματα και πολυπληθείς μαζώξεις. Το ίδιο και οι φοιτητικές πορείες για «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Το πανεπιστήμιο ήταν ένας τόπος ριζοσπαστικοποίησης των νέων, με σχεδόν ασυνείδητο τρόπο. Γι’ αυτό το ποσοστό της φοιτητικής νεολαίας του ΚΚΕ ήταν πολύ υψηλότερο από αυτό του κόμματος. Κρατώ βέβαια την αγνότητα πολλών νέων ανθρώπων που όντως οραματίζονταν έναν καλύτερο κόσμο. Ωστόσο αυτόν τον κόσμο δεν φροντίζαμε να τον βελτιώσουμε μέσα από τη μάθηση. Ο υπαρκτός εκδημοκρατισμός των Πανεπιστημίων δεν είχε ακόμη διεισδύσει στο μεδούλι της κουλτούρας της σπουδάζουσας νεολαίας. Περισσότερο γεμίζαμε τα αμφιθέατρα και τα καφενεία παρά τις διαλέξεις των καθηγητών. Το σύνθημα της εποχής ήταν «αρκεί να μπεις στο πανεπιστήμιο, αν μπεις θα βγεις». Τρούπωσες; που έλεγε κι ο Βουτσάς. Θεωρώ πως παρά το εξαιρετικό επίπεδο διδασκαλίας εκείνης της εποχής οι έλληνες φοιτητές πολύ λίγο αξιοποίησαν εκείνη τη δυνατότητα.

Η ανολοκλήρωτη φοιτητική μετάβαση σε ένα άλλο κόσμο κι ένα υγιή μετασχηματισμό της κουλτούρας ακολουθούσε τη γενικότερη ματαίωση της ελληνικής κοινωνίας. Μια κοινωνία που σταδιακά άρχισε να βιώνει επικίνδυνες αυξομειώσεις στη δυναμική της. Από τον ευδαιμονισμό στη λιτότητα κι από την κατανάλωση στις κρίσεις. Από το «Τσοβόλα δώσ' τα όλα» στη μνημονιακή εποχή της δεκαετίας του 2010.

Τελικά στο διάβα αυτής της μακρόχρονης δημοκρατικής μας πορείας τι απομένει; Τι πετύχαμε και τι όχι; Και εντέλει, μαζί τα φάγαμε; Ο Πάγκαλος ως μια συμβολική μορφή του πολιτειακού μας συστήματος εκφράζει μια ιστορική του αλήθεια. Την αποδοχή των ανισοτήτων. Δυστυχώς οι ανισότητες παρουσιάζονται ως νομοτέλειες. Σαν φυσικές και κατά προέκταση ιστορικές αλήθειες. Σήμερα αυτές οι ανισότητες έχουν διευρυνθεί επικίνδυνα. Η ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων μεγαλώνει, όλο και γιγαντώνεται.  Οι άνθρωποι στη Δύση έχουν βρει άλλες διαιρέσεις να ασχολούνται αποπροσανατολίζοντας έτσι το θυμικό τους από το μείζον ζήτημα των ταξικών ανισοτήτων. Διαιρέσεις του φύλου, της ράτσας, της αισθητικής και ένα σωρό άλλες δημιουργούν ένα αυξανόμενο κοινωνικό κατακερματισμό. Κι αποδυναμώνουν το κοινωνικό σώμα. Ένα σώμα που ασθενεί, αλλά και ελπίζει.

Το σώμα και οι ταυτότητες αποκτούν μια εικονική μορφή. Ίσως ζούμε στην εποχή ενός  ψηφιακής αποβλάκωσης και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι. Και φυσικά σε μια εποχή που κυριαρχεί η ιδιωτικοποίηση της ζωής. Και συνάμα η τάση ιδιωτικοποίησης όλων των αγαθών και υπηρεσιών δημοσίου χαρακτήρα. Γινόμαστε ολοταχώς ανόητοι, σύμφωνα με την ερμηνεία του της έννοιας του «ιδιώτη» για τους αρχαίους ημών προγόνους.

Η ελληνική δημοκρατία έφτασε αισίως στη «μέση ηλικία». Κι όπως κάθε μεσήλικος είναι μπροστά σε θεμελιώδεις υπαρξιακές αγωνίες για τις οποίες ακόμη αναζητά απαντήσεις.

Τα χρόνια της μεταπολίτευσης δεν τολμήσαμε να αγγίξουμε τα τραύματά μας. Ίσως τα απωθήσαμε ακόμη περισσότερο. Αρχικά κάτω από το χαλί μιας καταναλωτικής ευδαιμονίας κι αργότερα πίσω από τον κρότο των συνεχόμενων κρίσεων. Τα συλλογικά ψυχικά τραύματα παραμένουν ενεργά. Έχουν εκπαιδεύσει τον ψυχισμό μας σε συγκεκριμένες αντιδράσεις. Διότι το τραύμα δεν πονά μόνο, αλλά κυρίως εκπαιδεύει τους ανθρώπους σε μια συγκεκριμένη κουλτούρα. Το τραύμα υποδεικνύει ένα τρόπο να ζεις. Η σημερινή απονιά και απάθεια είναι κάποιες από τις συνέπειες της παραπάνω «εκπαίδευσης». Η κοινωνία μας έγινε νηπενθής. Ο θάνατος έγινε το ταμπού της. Και το χρήμα, η δύναμη της εξουσίας το τοτέμ της. Η δύναμη της εξουσίας του χρήματος πήρε τα σκήπτρα στη νοηματοδότηση της ζωής των Νεοελλήνων. «Νεοέλληνας», όπως έλεγε ο Τζίμης Πανούσης, μια υβριδική μορφή πολίτη. Ένα μείγμα φιλότιμου και παρτάκια Έλληνα. Ένα νέο μοντέλο ανθρώπου που γεννιέται μέσα από τις προσδοκίες για ένα καλύτερο αύριο. Για ένα αύριο όμως που στηρίχθηκε αφενός σε μια εισαγόμενη κουλτούρα κι αφετέρου σε εσωτερικούς εμφυλίους και ανασφάλειες, κοινώς κομπλεξισμούς. Από τη μια σε μια δυτικότροπη στροφή δίχως όρους και εσωτερικές ζυμώσεις κι από την άλλη σε αδιάκοπες διαιρέσεις και διχασμούς. Μεταξύ βεβαίως πολλών κατορθωμάτων σε κοινωνικό, επιστημονικό, αθλητικό και άλλων επιπέδων. Μέσα στις αντιφάσεις και στις κακοδαιμονίες μας ήμασταν και ελπίζω να παραμείνουμε ένας δημιουργικός, εφευρετικός, αλληλέγγυος και γενναίος λαός.

Προσωπικά είμαι μοιρασμένος μεταξύ μιας αισιόδοξης και μιας απαισιόδοξης προοπτικής. Αισιόδοξης γιατί έχω αγγίξει, όπως αρκετοί συνάνθρωποί μου, το θαύμα των προσωπικών μου μετασχηματισμών. Και απαισιόδοξης γιατί σήμερα αδαείς και αμέριμνοι, κουβαλώντας τις δικές μας ανεπούλωτες πληγές δεν αντιλαμβανόμαστε τη ροή της ιστορίας και μοιάζουμε ανοχύρωτοι στις εξελίξεις. Στην εποχή του «μετά», μιας ατέρμονης δηλαδή μετάβασης, οι άνθρωποι πλέουν ενδεείς στο καβούκι της ατομικότητας και της ανεπάρκειάς τους. Από τη μία μόνοι και ψηφιακά συνδεδεμένοι. Και από την άλλη ανεπαρκείς με κατακερματισμένες ταυτότητες και διαρρηγμένο ανήκειν. Κυρίως γιατί τοποθετούν τον εαυτό τους σε ένα πλαίσιο μετάβασης, αέναης, ανέστιας και άνευ νοήματος.

Θα κλείσω την αναφορά στη δική μου μεταπολίτευση αλλιώς!

Καθώς μεγαλώνω συνειδητοποιώ το μεγαλείο της ζωής. Η ζωή είναι ένα δώρο. Ένα δώρο που το ζούμε σε μια όμορφη γωνιά του πλανήτη. Μια γωνιά με φυσικό και πολιτισμικό κάλος.

Η ζωή είναι μεγάλη. Η δική μου διαρκεί λίγο παραπάνω από την μεταπολίτευση. Στη διάρκειά της έχω βιώσει πολλά σε προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. παράλληλα έχουν συμβεί πολλά γεγονότα που έχουν ιστορική σημασία. Και συμβαίνουν ακόμη, όπως οι τωρινοί πόλεμοι. Πόλεμοι που θέτουν σε διακινδύνευση τις ζωές μας. Και για ποιο λόγο, μα για του αφέντη το φαΐ.

Στην εποχή μας αλλάζει επίσης το κλίμα και μαζί του αλλάζουν οι γεω-στρατηγικές ισορροπίες. Αυτοκρατορίες απειλούνται και νέες δυνάμεις καιροφυλακτούν. Η γη μας συνταράσσεται από την αδιάκοπη εκμετάλλευσή της. Το ίδιο και οι άνθρωποι.  Παράλληλα δημιουργείται η ελπίδα για έναν νέο κόσμο. Κάποιοι υποστηρίζουν πως έχει ξεκινήσει η χιλιετία της μητριαρχίας. Και ίσως μέσα από την καταστροφή του παλιού κόσμου αναγεννηθεί ένας καινούργιος, γύρω από τη μήτρα μιας ολιστικής θέασης του κόσμου.

Όπως και να ‘χει τη ζωή «πρέπει» να τη ζούμε, αυτό κρατώ από την παρακολούθηση των  ντοκουμέντων και της οπτικής που είχαμε την τύχη να δούμε μέσα από το σπουδαίο ντοκιμαντέρ του ERTFLIX, Η δική μας μεταπολίτευση. 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.