Σύνδεση συνδρομητών

Η άγνωστη ιστορία της Λέλας Καραγιάννη

Πέμπτη, 21 Δεκεμβρίου 2023 10:26
Η Λέλα Καραγιάννη.
Σωματείο Λέλα Καραγιάννη
Η Λέλα Καραγιάννη.

Στυλιανός (Στέλιος) Περράκης, Η απίθανη ηρωίδα. Η Λέλα Καραγιάννη και οι Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2022, 400 σελ.

Πώς γίνεται ηρωίδα μια γυναίκα; Ή μάλλον, πώς η ιστορική έρευνα προσεγγίζει την άγνωστη διαδρομή μιας γυναίκας όπως η Λέλα Καραγιάννη, που έχασε τη ζωή της αφιερωμένη στην υπόθεση της αντίστασης εναντίον των γερμανών κατακτητών στη διάρκεια της Κατοχής; Πώς μια απλή γυναίκα σίγουρα με μεγάλη προσωπικότητα μπήκε στην Αντίσταση, πώς απέκτησε ειδίκευση στη διοργάνωση φυγάδων, πώς χρηματοδοτούσε τη δράση της; Από πού μπορεί να λάβει κανείς πληροφορίες; Και πώς μπορεί να τις διασταυρώσει, ώστε να αποτελέσουν πειστικό υλικό για τη διήγηση του αφηγήματος της ζωής της; Λόγος περί ιστορικής μεθόδου με αντικείμενο μια ηρωίδα – δηλαδή μια απλή γυναίκα που επέλεξε να ριψοκινδυνεύσει και να θυσιαστεί για κάτι υψηλό, την ελευθερία. [ΤΒJ]

Ο υπέρτιτλος του βιβλίου προφέρει τα δύο ερωτήματα που λειτουργούν ως κεντρικοί άξονες του αφηγηματικού ιστού αυτής εδώ της «ανάγνωσης».[1] Το πρώτο: Μέσω ποιων ερευνητικών μηχανισμών ή εργαλείων είναι πιθανό να ορίζεται ή να αναγνωρίζεται ένας ήρωας και πολύ περισσότερο μία ηρωίδα κατά τη διάρκεια ενός πολέμου;

Περιορίζουμε το ερώτημα στην ερευνητική διαδικασία, όχι μόνο γιατί σε αυτήν εγγράφεται η περιπετειώδης ανάσυρση της Λέλας Καραγιάννη από το παρόν της στη σύγχρονη εποχή, αλλά κυρίως γιατί, αν αποκωδικοποιήσουμε τους τρόπους με τους οποίους είναι πιθανό να εμφανίζονται και να αυτοσυστήνονται οι ήρωες και οι ηρωίδες στον ερευνητή του παρελθόντος, τότε μπορούμε και να εμβαθύνουμε την κατανόησή μας για το παρελθόν αλλά και να παραδεχθούμε την άγνοιά μας για πολλά πρόσωπα και γεγονότα του.

Έτσι οδηγούμαστε στο δεύτερο και εξίσου περίπλοκο ερώτημα. Υπάρχουν συγκεκριμένες μεθοδολογικές τεχνικές, είναι θεμιτό δηλαδή να βιογραφούμε τους ήρωες ή τις ηρωίδες, και, αν το πράττουμε, παρουσιάζονται ιδιαιτερότητες ή διαφορές με γνώμονα το φύλο του βιογραφούμενου, σε μία εποχή σήμερα που συνηθίζουμε να βιογραφούμε φαινόμενα, αυτοκρατορίες και έθνη;

 

Η μέθοδος προσέγγισης

Από μια άποψη, τα δύο ερωτήματα περιγράφουν τα ισάριθμα στάδια της έρευνας και της ανασύνθεσης του παρελθόντος, στα οποία πολύ συχνά προσθέτουμε και ένα προπαρασκευαστικό και αρκετά κοπιαστικό αλλά απαραίτητο για την εξοικείωσή μας με όσα άλλοι ερευνητές έχουν ανακαλύψει, περιγράψει και εξηγήσει, πριν από εμάς. Χρειάζεται, άλλωστε, να είμαστε προετοιμασμένοι για τη συνάντησή μας με τα δρώντα πρόσωπα των οποίων τις αποφάσεις θα παρακολουθούμε να υλοποιούνται στα σωζόμενα «ίχνη» του παρελθόντος: είτε πρόκειται για έγγραφα, ημερολόγια, απομνημονεύματα, αλληλογραφίες είτε για άλλες γραπτές ή προφορικές μαρτυρίες είτε οπτικοακουστικές πηγές.

Ο Στέλιος Περράκης αναφέρει ότι πρόσεξε τη σχεδόν άγνωστη Λέλα Καραγιάννη σε προηγούμενη έρευνά του για την Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Όντως, η γυναίκα αυτή ήταν ελάχιστα γνωστή στη βιβλιογραφία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής, όχι μόνο γιατί ήταν γυναίκα μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, όπως η ελληνική –η οποία απαιτούσε από αυτή τους ρόλους της ως συζύγου και μητέρας παρά ως στρατιώτη μιας μυστικής υπηρεσίας και ως ηγετική μορφή ενός κατασκοπευτικού δικτύου– αλλά, κυρίως, γιατί το σωζόμενο τεκμηριωτικό υλικό δεν τονίζει την παρουσία της. Είναι περιττό να σημειωθεί ότι, ακόμη και το επώνυμό της, είναι αυτό που απέκτησε δεκαοκτώ χρόνια μετά τη γέννησή της στη Λίμνη της Εύβοιας, χάρη στον γάμο της στην Αθήνα με τον Σμυρναίο και βενιζελικό Νίκο Καραγιάννη, ο οποίος μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή εξελίχθηκε σε πετυχημένο χονδρέμπορο φαρμάκων και καλλυντικών.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του Περράκη ότι δεν υπάρχει ούτε ένα γραπτό κείμενο της Λέλας Καραγιάννη ούτε βέβαια κάποιο αρχείο που να φωτίζει τη δράση της και να την καθιστά πρωταγωνίστρια δεδομένων γεγονότων. Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε μια δυναμική και όμορφη γυναίκα, ο οικογενειακός μύθος της οποίας από την πλευρά της μητέρας της την παρουσίαζε συγγενή της Μπουμπουλίνας, και επίσης μια μητέρα επτά παιδιών στα 43 της χρόνια το 1941 (με τον μεγαλύτερο γιο της φοιτητή της Ιατρικής και τη μικρότερη κόρη της περίπου τεσσάρων ετών), να στρατολογείται ως πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Αλλά δεν επιτρέπει στον σημερινό ερευνητή να ακούσει τη δική της «φωνή».

Αντίθετα, αναγκάζεται να αναζητήσει πληροφορίες γι’ αυτήν από άλλους μάρτυρες: τους Βρετανούς που βρέθηκαν στην Ελλάδα της Κατοχής, τους συνεργάτες της σε διάφορες κατασκοπικές δράσεις, τα μέλη της ομάδας της ή κάποιους συγκρατούμενούς της στην Ασφάλεια της οδού Μέρλιν, οι οποίοι, αντίθετα από την ίδια, επέζησαν. Και για να συγκεντρώσει στοιχεία και πληροφορίες όσον αφορά την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά της, προκειμένου να γνωρίσει την ηρωίδα του, να κατανοήσει την ιδεολογία της και τις διεργασίες μέσω των οποίων μια σύζυγος και νοικοκυρά εξελίχθηκε σε πράκτορα της αντίστασης, ο ερευνητής την αναζητά στις αναμνήσεις π.χ. του οικογενειακού φίλου και συνεργάτη της είτε στα πορίσματα της έρευνας ενός ιστοριοδίφη γιατρού, οι οποίοι αποτόλμησαν να καταστούν βιογράφοι της. Επίσης, παρακινεί ο ίδιος τα παιδιά της ή άλλους εν ζωή συγγενείς της να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους για την προσωπικότητα και τη δράση της.

Ας μην έχουμε αυταπάτες. Όπως μας προειδοποίησε ο Edward Carr πολλές δεκαετίες νωρίτερα,[2] ο ερευνητής του παρελθόντος δεν μπορεί να γνωρίσει τίποτα περισσότερο από αυτό που θέλουν να του αποκαλύψουν οι μάρτυρές του, είτε τους συναντά μέσα από τις γραπτές τους μαρτυρίες, τις οποίες ο ίδιος «ζωντανεύει» στο φαντασιακό ερευνητικό τοπίο που σχεδιάζει (με την παραδοχή ότι πρόκειται για «φωνές» από το παρελθόν που απαντούν σε διαφορετικά ερωτήματά του πάντα με τα ίδια λόγια αλλά κάθε φορά με διαφορετικό φορτίο αποκαλυπτικότητας) είτε, εάν ζουν, συνομιλεί σε πραγματικό χρόνο μαζί τους. Με άλλα λόγια. η έρευνα ισοδυναμεί με ένα διανοητικό ταξίδι στην άγνωστη χώρα του παρελθόντος, όπως την περιέγραψε ο David Lowenthal[3] – και το παρελθόν δεν πρόκειται να αλλάξει. O ερευνητής όμως, εφοδιασμένος και με τις οδηγίες του Marc Bloch, καλείται να μεταμορφώσει και να τελειοποιήσει τη γνώση μας γι’ αυτό, εντοπίζοντας και αποκλείοντας ή και διορθώνοντας, εάν είναι εφικτό, τις ανακρίβειες, τα σφάλματα ή τις απάτες των μαρτύρων του.[4]  

Ένα πρώτο παράδειγμα τέτοιας κριτικής έρευνας: Ο Στέλιος Περράκης αφενός θεωρεί το τυχαίο περιστατικό, τον Μάιο του 1941, της περίθαλψης του τραυματία αυστραλού στρατιώτη Τζον Ουίλσον από τη Λέλα Καραγιάννη, τον φοιτητή τότε γιο της και τις δύο ενήλικες κόρες της, αφετηρία της αντιστασιακής δράσης της. Αφετέρου αποδέχεται τις αφηγήσεις της φυλάκισης και της απόδρασης του γιου της μετά τη σύλληψη του Αυστραλού, ως πρώτο παράδειγμα του ελλοχεύοντος κινδύνου οι μάρτυρες να παρασύρουν τον ίδιο και κάθε άλλο ερευνητή, ακόμη και ηθελημένα, αφηγούμενοι αυτά που οι ίδιοι θα ήθελαν να είχαν συμβεί. Και είναι αξιοπρόσεκτη η παρατήρηση του Περράκη ότι η αντιστασιακή ταυτότητα της Λέλας Καραγιάννη, την οποία μετά τα γεγονότα αποφάσισε να διαδώσει ο γιος της, διέφερε καταφανώς από εκείνη που περιέγραφαν τα άλλα παιδιά της, οι συνεργάτες ή και τα διαθέσιμα ντοκουμέντα. Και είναι επίσης βάσιμη η σκέψη του ότι ο γιος της ή και άλλοι συγγενείς δεν είναι απίθανο να είχαν παρέμβει στο ιδιωτικό αρχείο για την οργάνωση Μπουμπουλίνα που οργάνωσε η Λέλα, αφαιρώντας υλικό κατά την κρίση τους.

Σε αυτήν την περίπτωση ο ερευνητής απαιτείται να στέκεται ανάμεσα στους μάρτυρες και να αποκωδικοποιεί τόσο την επιλεκτικότητα της μνήμης τους όσο και τα αισθήματα ή τις προθέσεις τους, είτε τις μεταγενέστερα κατασκευασμένες εικόνες τους τις οποίες εσκεμμένα ή ενδεχομένως ασύνειδα προσδίδουν στα δρώντα πρόσωπα του παρελθόντος. Τα κυριότερα εργαλεία του σε αυτό το εγχείρημά του είναι η κριτική και η λογική σκέψη.

Τη χρησιμότητά τους επιβεβαιώνει το ακόλουθο παράδειγμα. Ο Περράκης αποφεύγει το λάθος ενός συνεργάτη της Λέλας Καραγιάννη, που την παρουσιάζει να συναντά για πρώτη φορά τον αξιωματικό και πράκτορα Richard O’Brien McNabb τον Μάρτιο του 1942, αφού τότε η ίδια ήταν στη φυλακή. Με λογικές υποθέσεις προτείνει πιθανές εκδοχές γι’ αυτή τη συνάντηση. Για παράδειγμα, εκτιμώντας με βάση την κατασκοπευτική δράση της, υποθέτει ότι θα ήταν αρκετά πιθανό να είχαν συναντηθεί το καλοκαίρι του 1941, που ο McNabb βρισκόταν στην Αθήνα και η ίδια τότε είχε οργανώσει για πρώτη φορά μια απόδραση αιχμαλώτων πολέμου, διανύοντας και το πρώτο ίσως κορυφαίο αντιστασιακό της στάδιο. Ο ερευνητής του παρελθόντος, συνεπώς, εφαρμόζει μαθηματικά μοντέλα δημιουργώντας λογικές σχέσεις και ορίζοντας πιθανότητες, και όχι απαραίτητα βεβαιότητες όπως έχουμε την ψευδαίσθηση ότι προσφέρει η ιστορία. Αντιθέτως, ο ρόλος αυτής της επιστήμης είναι να συνεισφέρει στην εξοικείωση των αναγνωστών του παρελθόντος με τις αβεβαιότητές του μέσω της παρουσίασης, όχι απαραίτητα αδιάσειστων στοιχείων, αλλά ενός ευρέος φάσματος πιθανοτήτων που βασίζονται σε λογικές υποθέσεις και παράγονται με βάση την παρατήρηση του ερευνητή.

 

Αφηγηματικά τεχνάσματα

Ένα πρόσθετο τέχνασμα εμβάθυνσης σε όσα συνέβησαν συνιστούν οι μικροϊστορίες που διασπείρονται στην αφήγηση του Περράκη για να μας περιγράψουν δευτερευόντως τους ανθρώπους που βρέθηκαν γύρω από τη Λέλα Καραγιάννη, πρωτίστως όμως τις εντυπώσεις και τις περιγραφές τους γι’ αυτήν.  Ο έμπιστος βοηθός της στην οργάνωση της περίθαλψης φυγάδων, ο Ιπποκράτης Διάμεσης, ένας μετανάστης στις ΗΠΑ που παλιννόστησε, που επίσης ήταν συγγενής φίλου του άνδρα της ο οποίος επιλέχθηκε από την ίδια γι’ αυτή τη θέση επειδή διέθετε εμπειρία και γνώριζε άπταιστα την αγγλική γλώσσα, μας πληροφορεί ότι την αποκαλούσαν «Μάνα Καραγιάννη». Και εμείς, περπατώντας μαζί με τη Λέλα Καραγιάννη στα Πατήσια της Αθήνας του 1941, σαν να παρακολουθούμε βωβό κινηματογράφο με αφηγητή στην προκειμένη περίπτωση τον Διάμεση, παρατηρούμε την πολιτική που εφαρμόζει απέναντι π.χ. στις κυρίες που μαγειρεύουν για τους βρετανούς δραπέτες και φροντίζουν το σπίτι τους, την ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων και δικτυώσεών της και την αναζήτηση χρηματοδοτών, μέχρι την πρώτη σύλληψή της από τους Ιταλούς τον Οκτώβριο του 1941.

Με αφηγητή τον πρώτο πράκτορά της (τον Χρήστο Τζεκίνη) ή την αναφορά άλλων (π.χ. του Κουτρουμπέλη), παρακολουθούμε μαζί με τις ιστορίες τους από τα κάτω την κατασκοπική της δράση, τα σαμποτάζ και τις αποστολές της. Το ρόλο όμως του αφηγητή της ιστορίας της αναλαμβάνουν και πολλοί Εβραίοι, στη διάσωση των οποίων η Λέλα Καραγιάννη είχε αναλάβει καθοριστικό ρόλο, ώστε χάρη στην έρευνα και τις πρωτοβουλίες του Περράκη τιμήθηκε με τη διάκριση του Δικαίου των Εθνών από την αρμόδια ισραηλινή υπηρεσία σε μία τελετή που πραγματοποιήθηκε 69 χρόνια μετά την εκτέλεσή της τον Σεπτέμβριο του 1944.  

Αυτή η διάκρισή της σχετίζεται με ένα άγνωστο πεδίο της δράσης της. Αλλά και η μεταπολεμική ηρωοποίησή της είχε συνδεθεί μόνο με την περίθαλψη φυγάδων και όχι με το σύνολο της δράσης της – μάλιστα επιτεύχθηκε εν μέρει, σε σχέση με την αντίστοιχη διαδικασία ηρωοποίησης μιας άλλης γυναίκας αντιστασιακού, της Ηλέκτρας Αποστόλου. Και η αναγνώριση αμφοτέρων όχι μόνο προσαρμόστηκε στα δεδομένα που προέκυπταν από τη σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς, όπως εξηγεί ο Περράκης, αλλά προσαρμόζονταν και στη γυναικεία ταυτότητά τους στο πλαίσιο μιας ανδροκρατούμενης εποχής.

Το ερώτημα λοιπόν πώς μια γυναίκα γίνεται ηρωίδα (που είναι και ο τίτλος του τρίτου κεφαλαίου του βιβλίου) είναι πιθανό να απαντηθεί  μέσω της ανάλυσης πολλών και ποικίλων παραμέτρων, εφόσον συνδυάζονταν σε δεδομένες συγκυρίες και ενδεχομένως υπό την επενέργεια των τυχαίων παραγόντων που είναι πιθανόν να ωθούν προς τολμηρές αποφάσεις. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος ή μία σταθερή συνταγή.

Ανακύπτει λοιπόν ένα συναφές ερώτημα: Πώς ορίζονται και πώς αναγνωρίζονται οι ηρωίδες και οι ήρωες; Είναι ουτοπικό να φανταστούμε ότι υπάρχουν τέτοιες εννοιολογικές κατηγορίες στις οποίες αυτοδικαίως εντάσσονται όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις είτε από τους συγχρόνους τους είτε από τους μεταγενέστερους ερευνητές. Πολλοί και πολύ περισσότερες χάνονται μέχρι να βρουν, αν βρουν, τον ερευνητή/ή την ερευνήτρια που θα τους/τις παρατηρήσει και θα χαρτογραφήσει τις διαδρομές τους στο κοινωνικό περιβάλλον τους. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Περράκης προσθέτει στην αφήγησή του και το αστικό τοπίο, επιβεβαιώνοντας την αξία της ιστορίας ως εγγενές στοιχείο του.

Με άλλα λόγια, ο χώρος ανήκει στους ανθρώπους και η παρουσία τους υπάρχει γύρω μας, είναι ορατή ως ιδιαίτερη διάσταση που υποδηλώνει ότι μέσω της μνήμης προεκτείνεται η ζωή και ηττάται ο θάνατος.

 

Αντί επιλόγου

Το ύστατο ερώτημα: είναι το βιβλίο του Περράκη μια βιογραφία;

Τον Σεπτέμβριο του 2000, το τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Nebraska-Lincoln διοργάνωσε συμπόσιο με θέμα «Βιογραφία και ιστορική ανάλυση», προσκαλώντας τρεις διακεκριμένες ομιλήτριες και ισάριθμους επιφανείς ομιλητές.[5] Παρά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των προσεγγίσεών τους, όλες και όλοι εξαρχής συμφώνησαν ότι η βιογραφία και η ιστορική ανάλυση είναι αλληλένδετα συνδεδεμένες. Παραδέχθηκαν δηλαδή ότι οι συγγραφείς βιογραφιών οφείλουν να αναζητούν τις ιστορικές μεθόδους που θα τους επιτρέψουν να αξιοποιήσουν όλες και όλων των τύπων τις διαθέσιμες πηγές και να τις ερμηνεύσουν με όσο το δυνατόν περισσότερο δημιουργικούς τρόπους. Ακόμη κι αν δεν είναι ιστορικός, αυτό ακριβώς πράττει και ο Περράκης, με απώτερη επιδίωξη να αποκαλύψει και να προβάλλει τις βιωματικές εμπειρίες διάφορων ανθρώπων, γυναικών και ανδρών, επιφανών ή άσημων, που δραστηριοποιήθηκαν δίπλα στη Λέλα Καραγιάννη και μπορούν να προσφέρουν πληροφορίες γι’ αυτήν.

Συνεπώς, το βιβλίο του δεν είναι μια τυπική βιογραφία. Είναι μια ευανάγνωστη προσέγγιση των πεδίων δράσης της πρωταγωνίστριας στα διάφορα στάδια της ζωής της, αλλά με σημείο εστίασης το διάστημα της κινητοποίησής της (δηλαδή από τους τελευταίους εαρινούς μήνες του 1941 μέχρι την εκτέλεσή της, τον Σεπτέμβριο του 1944) και κατακλείδα μετά το θάνατό της την ιστορία της μνήμης της.

Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από την αγγλική γλώσσα, στην οποία δημοσιεύτηκε μετά από πολλά χρόνια έρευνας του συγγραφέα.   

---------------------------------------------------------

Διαβάστε ακόμα:

Ιωάννης Ο. Ιατρίδης, Πάθος για την ελευθερία

The Books’ Journal 135, Οκτώβριος 2022

---------------------------------------------------------- 

 

[1] Μάλιστα αυτή την «ανάγνωση» αποτόλμησα την Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023, στη διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου, που διοργανώθηκε από τον εκδοτικό οίκο Επίκεντρο.  

[2] Αναφέρομαι στο γνωστό βιβλίο του Edward Carr, Τι είναι ιστορία; Σκέψεις για τη θεωρία της ιστορίας και το ρόλο του ιστορικού, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Αθήνα: Γνώση, 1999. Στην ουσία απαρτίζεται από τις διαλέξεις του το 1961 στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, τις οποίες εξέδωσε χωρίς χρονοτριβή. 

[3] Έχει πράγματι ενδιαφέρον ότι και ο ίδιος σχολιάζει σκωπτικά στην αναθεωρημένη έκδοσή του πόσο εντυπωσίασε ο τίτλος του βιβλίου: βλ. David Lowenthal, The Past is a Foreign Country. Revisited, Cambridge: Cambridge University Press, 2015, σ. 3-5.  

[4] Marc Bloch, Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, μτφρ. Κώστας Γαγανάκης, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1994, σ. 83.

[5] Βλ. τα εισαγωγικά σχόλια του επιμελητή των πρακτικών αυτής του συμποσίου, Lloyd E. Ambrosius (επιμ.), Writing Biography: Historians and their Craft, Lincoln και London: University of Nebraska Press, 2004.

Ελπίδα Κ. Βόγλη

Καθηγήτρια νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας του Τμήματος Ανθρωπιστικών Σπουδών της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Βιβλία της: Έργα και Ημέραι ελληνικών οικογενειών, 1750-1940 (2005), «Έλληνες το γένος». Η ταυτότητα και η ιθαγένεια στο εθνικό κράτος των Ελλήνων, 1821-1844 (2007), «Γνήσιον Μεταξά». Η ανάπτυξη μιας οικογενειακής επιχείρησης (2010).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.