Σύνδεση συνδρομητών

Το ξίφος και η πένα

Κυριακή, 30 Απριλίου 2023 08:22
Ο Μιχαήλ Ψελλός (αριστερά) με τον μαθητή του, αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ' Δούκα Παραπινάκη, έργο αγνώστου.
Κώδ. 234, φ. 254α, Άγιον Όρος, Μονή Παντοκράτορος
Ο Μιχαήλ Ψελλός (αριστερά) με τον μαθητή του, αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ' Δούκα Παραπινάκη, έργο αγνώστου.

Δημήτρης Κράλλης, Βίος  και πολιτεία ενός βυζαντινού μανδαρίνουΤο Βυζάντιο  ιδωμένο αλλιώς, μετάφραση: Νίκος Στρατηγάκης  -  Δημήτρης Κράλλης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2021, 296 σελ.

 Μια σημαντική μελέτη για τους γραφιάδες και τους οφικιάλιους του Βυζαντίου και για το ρόλο που έπαιξαν οι αξιωματούχοι ευρύτατης μόρφωσης στα πολιτικά τεκταινόμενα της Αυτοκρατορίας. Ήταν η εποχή που όσοι κρατούσαν την πένα είχαν ιδιαίτερη αξία στην κοινωνία του Βυζαντίου. Αλλά η εξέλιξη της Αυτοκρατορίας, μεταξύ άλλων, χρειάστηκε χειριστές και του ξίφους…

«Όπως ο αυτοκράτορας  Κωνσταντίνος ο Μονομάχος, ο οποίος ήταν γνωστός  στον ενδέκατο αιώνα για την κηπουρική του δεινότητα και τις προσπάθειές του να “μεταγράψει”  τη φύση στους κήπους του παλατιού, έτσι κι εγώ  προσπάθησα να φτιάξω ένα λιβάδι από λέξεις και υλικό προσεκτικά  διαρρυθμισμένο». Ήδη από τον Πρόλογό του, ο Δημήτρης Κράλλης ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του.

«Όσο κι αν οι ιστορικοί και οι αναγνώστες εξακολουθούν να συναρπάζονται από το Βυζάντιο, σπανίως μόνο αναλογιζόμαστε τι ήταν όντως αυτό που το έκανε τόσο διαφορετικό από άλλες πολιτείες της εποχής. Μια σημαντική ειδοποιός διαφορά ήταν η noblesse  de robe,  η ανώτερη τάξη των αξιωματούχων καριέρας, στην οποία ανήκε και ο Μιχαήλ Ατταλειάτης», νομικός, δημόσιος λειτουργός, δικαστής –κριτής του Ιπποδρόμου και του βήλου–,  επιχειρηματίας, διανοούμενος, στο πλευρό του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένη, ευθέως, λοιπόν, εξαρτώμενος από τις πολιτικές διακυμάνσεις και τις εσωτερικές ανακατατάξεις κατά τον 11ο αιώνα στη «Ρωμανία», στη μεσαιωνική ρωμαϊκή πολιτεία, όπως οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν το κράτος  τους και επιλέγει ο Κράλλης να το αποκαλέσει.

Το άρτια τεκμηριωμένο, θαυμαστά αρχιτεκτονημένο βιβλίο του καθηγητή στο Simon Fraser University, συνιστά μικρο-ιστορία, μελέτη για τους γραφιάδες και τους οφικιάλιους του Βυζαντίου,  για το ρόλο που έπαιξαν οι αξιωματούχοι ευρύτατης μόρφωσης στα πολιτικά τεκταινόμενα της Αυτοκρατορίας. Θεσπίζοντας νόμους, πλαισιώνοντας την αυτοκρατορική ιδεολογία, προωθώντας μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, ερμηνεύοντας το ρωμαϊκό παρελθόν για τους αυτοκράτορες, αλλά και για τους πολίτες. Οι αυλικοί και οι γραφειοκράτες συνιστούν σημείο διακριτό της Ρωμανίας από άλλες φεουδαρχικές πολιτείες, τις αναδυόμενες πόλεις-κράτη και τις θαλασσοκρατορίες της Δύσης.  Ο Ευστάθιος Ρωμαίος, ο Μιχαήλ Ψελλός,  ο Χριστόφορος Μυτιληναίος, ο Συμεών Σηθ, ο Βασίλειος Μαλέσης, σύγχρονοι και τρόπον τινά συνοδίτες του Ατταλειάτη, με τον βίο και το έργο τους, συγκροτούν τη ζωή του Ατταλειάτη, από την Αττάλεια  μέχρι την Κωνσταντινούπολη, σαν φθαρμένη τοιχογραφία. Και ο Κράλλης, ως ιστορικός, διαβάζει πάνω από τον ώμο αυτών που εκείνη την εποχή διαβάζουν.

Ο καιρός του Ατταλειάτη ήταν εποχή οικονομικής ανάπτυξης, εποχή κατά την οποία ο νέος πλούτος αναζητούσε μια θέση στον ήλιο και οι νέοι αστέρες της αστικής κοινωνικής πραγματικότητας επεδίωκαν με αγωνία να ενισχύσουν με ρευστό τους σεβαστούς τους οίκους. Επίσης, ήταν εποχή δημογραφικής έκρηξης και πολιτικής επικοινωνίας που απηχούσε παλαιότερες ρωμαϊκές δημοκρατικές παραδόσεις – το Δικαστήριο του Ιπποδρόμου το καταδεικνύει. Ήταν επίσης εποχή που αύξανε το ενδιαφέρον για τα γράμματα. Το αποδεικνύει ο τίτλος του «ύπατου των φιλοσόφων» που αποδίδει ο Αυτοκράτορας στον Ψελλό. Στα μάτια ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος της ελίτ αναμφίβολα νομιμοποιούσε  την τάση ενός εκάστου φιλοσόφου να προσεγγίζει τη φύση και τη θέση του ανθρώπου σε αυτήν, μέσα από πρίσμα όχι πάντα συμβατό με το θρησκευτικό δόγμα, τη θρησκευτική ορθοταξία. Από κοντά βρίσκονταν και οι οφικιάλιοι, οι οποίοι διαμόρφωναν το νομικό πλαίσιο, μέσω του οποίου η αυτοκρατορία προσπαθούσε να προστατεύσει τους υπηκόους της, την εθνική τους ταυτότητα, ενώ, συγχρόνως,  εφάρμοζαν τη φορολογική πολιτική.

 

Ταυτότητες

Αλλά για ποια εθνική ταυτότητα συζητούμε;  Ήδη από τον 5ο αιώνα οι όροι «Έλλην» και «ελληνικός» δεν αναφέρονται στην κρατική υπόσταση ή στην εθνική ταυτότητα  –όχι, πάντως, σε μία εθνική ταυτότητα–, αλλά παραπέμπουν στην αρχαιότητα και στις ειδωλολατρικές θρησκείες. Από τον 6ο έως και τον 11ο αιώνα το πολιτισμικό περιεχόμενο του όρου «Έλλην» υποχωρεί και υπερκαλύπτεται  από το θρησκευτικό περιεχόμενο: ο όρος αναφέρεται σε κάθε μη χριστιανό και μη εβραίο, γι’ αυτό και ο Φώτιος, εκπρόσωπος του βυζαντινού ουμανισμού, διατυπώνει την άποψη πως οι Ρώσοι, πριν εκχριστιανιστούν, είχαν  «ελληνικήν και άθεον δόξαν».  Ήδη με τον Φώτιο, και σαφέστερα με τον Ψελλό, από τον 11ο αιώνα –ας θεωρήσουμε συμβατική ημερομηνία το 1071 (Μάχη του Ματζικέρτ) ή το  1081 (στέψη του Αλέξιου Κομνηνού, οπότε τα ηνία αναλαμβάνει η πρώτη ελληνική δυναστεία)–, ο ελληνισμός αποκτά συνείδηση του εαυτού του ως πολιτισμικής και  πολιτικής οντότητας. Ο όρος  «Ρωμανοί» σημασιοδοτεί και σημασιογονεί  πως όλοι είναι υπήκοοι της χριστιανικής αυτοκρατορίας, της «βασιλείας των Ρωμαίων». Συνεκτικό τους στοιχείο δεν είναι πρωτίστως η εθνική καταγωγή, όσο το χριστιανικό φρόνημα, τουλάχιστον ώς το 1204. Οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας  δεν προσδιορίζονταν ούτε από τη γλώσσα ούτε από την εθνικότητά τους –ο Κράλλης το δείχνει καλά–, αλλά από την υπαγωγή τους  στο βυζαντινό κράτος. 

Με αυτή την έννοια,  στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξε μία «Βυζαντινή Αυτοκρατορία», αλλά ένα ρωμαϊκό κράτος με κέντρο την Κωνσταντινούπολη – ο όρος «βυζαντινός», ειρήσθω εν παρόδω, επινοήθηκε κατά τον 16ο αιώνα, για να παραπέμπει στο ιστορικό κράτος στο οποίο σήμερα αναφερόμαστε. Από την εποχή της μεγάλης επέκτασής του σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τη συρρίκνωσή του και τη μετατροπή του σε ένα μικροσκοπικό σύμπλεγμα από έθνη-κράτη κατά τον 14ο αιώνα, το Βυζάντιο ήταν πάντα Αυτοκρατορία, ποτέ δεν έγινε έθνος. Και πολλοί Βυζαντινοί, καθώς το κράτος οδηγούνταν προς την άλωση και την πένα είχε αντικαταστήσει το ξίφος, αναζητούσαν καινούργια ταυτότητα. 

Το στέμμα που ο Καντακουζηνός και η σύζυγός του φόρεσαν κατά τη στέψη τους ήταν στολισμένο με γυαλί χρωματιστό, αφού τα πετράδια του στέμματος είχαν δοθεί ενέχυρο στη Βενετία.  Λίγα χρόνια αργότερα, το βυζαντινό κράτος έπαψε να κόβει χρυσά νομίσματα. Το κράτος δεν χρειαζόταν πια αυτοκράτορα,  αλλά οικονόμο, είχε αναφωνήσει ο Μανουήλ Β’.  Αλλά η εποχή του Ατταλειάτη έχει προ πολλού παρέλθει, όπως και η εποχή της  «βασιλοκεντρικής δημόσιας  σφαίρας» για τους πολιτικώς δρώντες, ήδη από τον 12ο αιώνα, με την οριστική καταστροφή της αυτοκρατορικής ενότητας: με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και από τους Οθωμανούς μιας πόλεως-κράτους.

Η ελληνικότητα έχει γίνει πια ορθοταξία, στοιχείο πολιτικής συνοχής, άρα και εδαφικής. Αυτή την ορθοταξία πιθανόν υπερασπίστηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αυτή του την πολιτική επιλογή, όχι τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης, ώστε να αναγεννηθεί η Αυτοκρατορία του Πατριαρχείου και των οφικιαλίων, ο τόπος της ορθόδοξης αυταπάτης, ένας ου-τόπος.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:

Γιώργος Τ. Τσερεβελάκης, «Γραφειοκράτης στο Βυζάντιο», τεύχος 126: https://booksjournal.gr/kritikes/istoria/4325-grafeiokratis-sto-vyzantio

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.