Στο πιο γνωστό και ίσως σημαντικότερο έργο της, τη Vita Activa, που εκδόθηκε στην αγγλική το 1958 με τον τίτλο The Human Condition (και στην ελληνική ομοίως με τον τίτλο Η ανθρώπινη κατάσταση), η Χάννα Άρεντ εκκινεί από την αριστοτελική διάκριση θεωρητικού και πρακτικού βίου και από το πρωτείο που λαμβάνει ιστορικά ο πρώτος, ο οποίος κατά τον Μεσαίωνα θα διαμορφωθεί ιστορικά στην εκδοχή της vita contemplativa. H θεωρία προσεγγίζεται από την Άρεντ με τρόπο αρνητικό, ως μια φιλοσοφική δραστηριότητα που παρακάμπτει την πράξη, τη vita active – και είναι προφανές ότι η προσέγγισή της αυτή είναι ελλειμματική. Το έλλειμμα αυτό θα διαγραφεί καθαρά στα μάτια και της ίδιας της Άρεντ, μετά την εμπειρία που αποτέλεσε γι’ αυτήν η παρακολούθηση της δίκης του Άιχμαν (1961). Αν το κακό είναι, στην ουσία του, όχι πλέον το ριζικό κακό της παράδοσης, αλλά μια κοινότοπη ιδιότητα που προκύπτει από «έλλειψη σκέψης», τότε η προέλευσή του δεν μπορεί πλέον να αναζητείται σε μια αυθυπόστατη μεταφυσική αρχή που παράγει την κακία στον κόσμο, αλλά στην ανθρωπολογική κατάσταση της ασκεψίας.
Κατά την περίοδο που μεσολαβεί ανάμεσα στη δημοσίευση του βιβλίου Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (1963) και στο θάνατό της, το 1975, η Άρεντ επιχειρεί μια επιστροφή στην θεωρίαν, με διττή αφόρμηση: αφενός, την ανάγκη αναπλήρωσης ενός συστηματικού ελλείμματος· αφετέρου, την επίγνωση ότι η βασική θεωρητική δραστηριότητα, το σκέπτεσθαι, δεν είναι άμοιρο ηθικών και πολιτικών συνεπειών. Προϊόν αυτής της επιστροφής είναι Η ζωή του νου: Ένα opus magnum, αποτελούμενο από τρία μέρη: τη Σκέψη, τη Βούληση και την Κρίση. Η Άρεντ πεθαίνει έχοντας μόλις ολοκληρώσει τη Βούληση, και αφήνοντας στη σελίδα της γραφομηχανής της την επικεφαλίδα μόνο του τρίτου μέρους: «Κρίση». Πρόκειται, μάλλον, για την τελευταία λέξη που έγραψε ποτέ.
Ο σκόλοψ τη σαρκί
Η ζωή του νου είναι όμως κι ένα προϊόν του έρωτα. Υποστηρίζω ότι η Ζωή του Νου αποτελεί σε μεγάλο βαθμό καρπό μιας κριτικής αναμέτρησης της Άρεντ με τον δάσκαλο και ερωμένο της, ο οποίος υπήρξε μεν ένας θρασύδειλος άνθρωπος και κυρίως ένας ναζί, υπήρξε όμως και ένας μεγάλος φιλόσοφος: ο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ολόκληρο το έργο, υποστηρίζω, συγκροτείται ως μια διττή διαδικασία αφομοιωτικής σύγκλισης και απορριπτικής απόκλισης προς την κληρονομιά του δασκάλου. Κι αυτό είναι σαφές ήδη από τον τίτλο του έργου: «Η σκέψη είχε πάλι αποκτήσει ζωή», έγραφε η Άρεντ μιλώντας για τον πρώιμο Χάιντεγκερ, όπως τον γνώρισε ως νεαρή φοιτήτρια στο Μάρμπουργκ. Η «ζωτικότητα» εκείνη εισφέρει τώρα τον τίτλο του δικού της έργου, η «σκέψη» τον υπότιτλο του πρώτου μέρους/τόμου. Αυτή είναι η πρώτη σύγκλιση. Η πρώτη απόκλιση απαντά στον τίτλο του δεύτερου μέρους/τόμου: Η Βούληση, αυτή που για τον δάσκαλο συνόψιζε την όξυνση της μεταφυσικής επιθυμίας κατίσχυσης επί των όντων και εδραίωσης της λήθης του Είναι, η Βούληση εκείνη της μεταφυσικής παράδοσης, γίνεται εδώ αντικείμενο μιας ενδελεχούς και πρωτότυπης εξέτασης, με θετικό πρόσημο και ριζικό τρόπο.
Η Άρεντ βλέπει στη Βούληση μια λειτουργία του Νου ισότιμη με τη Σκέψη και όχι υποταγμένη σε αυτήν. Στο εγχείρημά της αυτό, κατανοεί ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο μέρος της φιλοσοφικής παράδοσης. Οι φιλόσοφοι, οι «επαγγελματίες διανοητές», έχουν δείξει μια ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα απέναντι στη Βούληση, αναγνωρίζοντας ότι αυτή, ως κατεξοχήν ελεύθερη, υπονομεύει αυτό που επί αιώνες έχει θεωρηθεί βασική αποστολή της φιλοσοφίας: την αναγνώριση και κατάφαση της αναγκαιότητας.
Πράγματι, όταν μιλάμε για Βούληση δεν εννοούμε παρά την ελεύθερη βούληση. Η Άρεντ είναι σαφής: η αναφορά σε «ελεύθερη βούληση» αποτελεί ταυτολογία (94, 108), η βούληση είναι εξ ορισμού ελεύθερη και μόνο ως τέτοια μας αφορά. Σε αυτή την εκδοχή της, η Βούληση παραμένει όντως άγνωστη στην αρχαία σκέψη. Η πιο κοντινή έννοια στη Βούληση είναι ίσως η αριστοτελική προαίρεσις, αυτή που θα εκρωμαϊστεί ως liberum arbitrium, και που εκλαμβάνεται ως ενέργημα επιλογής των μέσων που οδηγούν σε έναν ήδη καθορισμένο σκοπό. Η πραγματική Βούληση, αντίθετα, γίνεται κατανοητή, με τα λόγια του Καντ, ως «δύναμη αυθόρμητης έναρξης μιας σειράς διαδοχικών πραγμάτων ή καταστάσεων» (86).
Βέβαια, ο Καντ έχει διατυπώσει αυτόν τον ορισμό με τη μορφή ενός υποθετικού ερωτήματος, χωρίς κατά τα άλλα να εισφέρει κάτι θετικό στην έννοια της κατεξοχήν Βούλησης – και τούτο διότι, κατά την Άρεντ, η καντιανή Βούληση είναι μια εκδοχή πρακτικού Λόγου, ο οποίος παραμένει πάντα Λόγος· η καντιανή Βούληση παραμένει εντέλει μια εκδοχή Σκέψης. Ιχνηλατώντας τα στοιχεία που μπορούν να συμβάλουν σε μια έννοια της Βούλησης, η Άρεντ θα στραφεί έτσι περισσότερο σε θεολόγους παρά σε φιλοσόφους. Ξεκινώντας από τον Απόστολο Παύλο ως οιονεί πρόδρομο, η Άρεντ θα αναγνωρίσει τον Αυγουστίνο ως τον πρώτο στοχαστή που αναδεικνύει μια έννοια αυτόνομης Βούλησης.
Η αυγουστίνεια έννοια της ελεύθερης Βούλησης αφορμάται από τη θεολογική αντιμετώπιση του ανθρώπου ως εικόνας του Θεού, και άρα ως ελεύθερου όντος. Αυτή η ριζική ελευθερία τον καθιστά δημιουργό: όχι του σύμπαντος κόσμου, βέβαια, αλλά της δυνατότητας αυθόρμητης έναρξης μιας εντελώς νέας διαδοχής πραγμάτων και καταστάσεων στον κόσμο. Μια τέτοια έναρξη, μια κατεξοχήν δημιουργία αποτελεί η ίδια η γέννηση ενός ανθρώπου. Η γεννητότητα (natality) είναι η ύψιστη διακήρυξη της ανθρώπινης ελευθερίας.
Άλλοι σημαντικοί ήρωες αυτού του πανθέου διανοητών της Βούλησης είναι ο Θωμάς Ακινάτης και ο Ιωάννης Δουνς Σκώτος. Ο πρώτος, βέβαια, υποστήριξε το πρωτείο της Νόησης έναντι της Βούλησης, ενώ ο δεύτερος καταφάσκει την ενδεχομενικότητα τόσο στα ανθρώπινα όσο και στα θεία ενεργήματα, και καθίσταται ο μεγαλύτερος ίσως υπερασπιστής της αυτονομίας της Βούλησης (228): «τίποτε άλλο εκτός από τη βούληση δεν είναι η πλήρης αιτία της βούλησης».
Στον τόμο για τη Βούληση, η Άρεντ επιχειρεί μια εκλεκτικιστική ανάγνωση αυτών των σημαντικών στοχαστών, επιχειρώντας να παρακάμψει το ακραιφνώς θεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσουν τα επιχειρήματα και την προβληματική τους. Η ίδια εμβολιάζει αυτές τις αναγνώσεις με τη δική της αναζήτηση, η οποία –ας το επαναλάβουμε– πασχίζει να αναδείξει μια εκδοχή Βούλησης ως αυτόνομης ανθρώπινης ικανότητας, διακριτής και ανεξάρτητης από τη Σκέψη, και ιδίως ως μιας ικανότητας απροϋπόθετης· μιας ικανότητας, θα πρέπει να πούμε, απόλυτης. Όπως στον πρώτο τόμο της Σκέψης, έτσι και εδώ η Βούληση δεν ενδιαφέρει τόσο για τα αποτελέσματα, τις παραγωγές, τις διαμορφώσεις της, αλλά αποκλειστικά ως ενέργεια και δραστηριότητα, εμβληματική της ανθρώπινης ελευθερίας. Η Βούληση είναι «το νοητικό όργανο του μέλλοντος, ταυτόσημο με τη δύναμη να αρχίζει κάτι καινούργιο» (112).
Το πρόβλημα της Βούλησης είναι ο σκόλοψ τη σαρκί, το αγκάθι στο σώμα της φιλοσοφίας. Αφενός, η κατάφαση της ελεύθερης Βούλησης φαίνεται να συγκρούεται με την έννοια της αιτιότητας. Αφετέρου ωστόσο, η απόρριψή της αφήνει μετέωρη την αναζήτηση ηθικής ευθύνης, ή ακόμη και τη νομιμοποίηση της επιβολής ποινών στο πλαίσιο μιας κοινότητας. Η προσπάθεια της Άρεντ να αντιμετωπίσει αυτόν τον σκόλοπα είναι ηρωική και συγκινητική, ακόμη και όταν δεν πείθει – ή μάλλον: ιδίως όταν δεν πείθει. Οι πραγματεύσεις της Άρεντ στον τόμο της Βούλησης είναι άνισες, το νήμα που τις συνδέει χαλαρό, η ακριβής στόχευσή της όχι πάντοτε διακριτή. Και εντέλει, ενώ σε όλη την έκταση της μελέτης φαίνεται να προϋποθέτει ότι η πολιτική ελευθερία (το βασικό θέμα ολόκληρου του προηγούμενου έργου της) στηρίζεται στη βουλητική ελευθερία του Νου και την προϋποθέτει, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου θα κάνει τη δική της «στροφή»: από τους ανθρώπους της πράξης, θα πει εκεί, έχουμε να μάθουμε για την ελευθερία περισσότερα απ’ όσα έχουν να μας πουν οι φιλόσοφοι. Η αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας της Βούλησης παραμερίζει έτσι, για να αφήσει την κοινωνικά και ιστορικά αγκυρωμένη πολιτική ελευθερία της πράξης, αυτήν που στο προηγούμενο έργο της πρωτίστως την ενδιέφερε, να επανέλθει στο προσκήνιο.
Αmo: volo ut sis
Σε δύο σημεία του έργου (197, 234), η Άρεντ συμπυκνώνει τη θέση τόσο του Αυγουστίνου όσο και του Δουνς Σκώτου στη φράση amo: volo ut sis: «Σε αγαπώ, θέλω να υπάρχεις – και όχι “θέλω να σε έχω” ή “θέλω να σε εξουσιάζω”». Ο ρόλος και η λειτουργία αυτή της αγάπης μένουν ωστόσο μετέωρα στο δικό της έργο. Μάλιστα, η ίδια η φράση δεν απαντά στο έργο ούτε του Αυγουστίνου ούτε του Σκώτου. Απαντά όμως σε μια επιστολή του Χάιντεγκερ, ο οποίος την απευθύνει στην Άρεντ αποδίδοντάς την στον Αυγουστίνο. Η σκιά του Χάιντεγκερ δεν περιορίζεται βέβαια εδώ, αλλά απλώνεται σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο, αγγίζοντας τον πυρήνα της προσέγγισης της Άρεντ. Ο τόμος για τη Βούληση είναι μια πραγματεία ενάντια στη χαϊντεγκεριανή ερριμμενότητα. Ο όρος αποδίδει την Geworfenheit: τη θεμελιώδη κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία βρίσκεται πάντοτε ριγμένη μέσα σε ένα πεδίο οριοθετημένο κοινωνικά, ιστορικά, πολιτισμικά· το πεδίο αυτό δεν το έχουμε επιλέξει, και είναι αυτό που μας συγκροτεί ως κατεξοχήν πεπερασμένα όντα:
Το Dasein αντλεί [...] τις αυθεντικές δυνατότητες της ύπαρξής του μέσα από την ερριμμενότητα [...] Η αποφασιστικότητα [...] διανοίγει τις εκάστοτε δυνατότητες αυθεντικής ύπαρξης μέσα από την κληρονομιά που το Dasein αναλαμβάνει ως ερριμμένο. (Χάιντεγκερ, Είναι και χρόνος, 383)
Αν για τον Χάιντεγκερ η ερριμμενότητα είναι κάτι που το Dasein καλείται να αναλάβει, και στην καλύτερη περίπτωση να συμφιλιωθεί μαζί της ως μια εκδοχή αναγκαίας αποξένωσης, η Βούληση που αναζητεί εδώ η Άρεντ σχεδιάζεται ως μια ριζική, ηρωική έξοδος από το προδιαγεγραμμένο πεδίο των δυνατοτήτων μας. Η Βούληση εγγράφεται, όπως η ίδια σημειώνει (112), σε μια «ιδέα της απόλυτης έναρξης»· διότι «της δύναμης να ξεκινήσει κάτι πραγματικά νέο δεν θα μπορούσε να προηγείται οποιαδήποτε δυνατότητα, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί μία από τις αιτίες της ολοκληρωμένης πράξης». Πρόκειται για την προσδοκία μιας απόλυτης δημιουργικής αρχή, η οποία δεν περιορίζεται από προτυπωμένες δυνατότητες αλλά μιμείται εξεικονιστικά τον μονοθεϊστικό Δημιουργό.
Όπως ήδη υπαινίχθηκα, η Άρεντ δεν βγαίνει νικήτρια από αυτή την αναμέτρηση. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν απομειώνει τη σημασία του έργου, ούτε δημιουργεί κάποια αμφιβολία για το αν άξιζε ο μεγάλος κόπος που κατέβαλε ο Δημήτρης Ψυχογιός για να φέρει εις πέρας με μεγάλη επιτυχία αυτό το πολύ δύσκολο μεταφραστικό εγχείρημα (προτάσσοντας μάλιστα και ένα στοχαστικό δοκίμιο για την επικαιρότητα ενός αβερροϊστικού αριστοτελισμού – το οποίο δυστυχώς δεν μπορεί να συζητηθεί εδώ).
Το έργο για τη Βούληση είναι σημαντικό για τρεις τουλάχιστον λόγους:
α. επαναφέρει στην επικαιρότητα μια μάλλον ξεχασμένη έννοια, υπενθυμίζοντας συνεκδοχικά τη σημασία που έχει και φιλοσοφικά, ως αιώνιο ζητούμενο, το πρόβλημα της ελευθερίας·
β. αναδεικνύει τη σημασία που έχει για τη φιλοσοφία ο διάλογος με εκδοχές λόγου που δεν είναι αμιγώς φιλοσοφικές· εν προκειμένω, με τη θεολογία και με τον πολιτικό στοχασμό·
γ. μας υπενθυμίζει (αν βέβαια έχει βάση η ερμηνευτική υπόθεση που εξέθεσα σήμερα εδώ) ότι οι σχέσεις μαθητείας είναι παραγωγικές και ουσιαστικές μόνο όταν εκβάλλουν σε μια ριζική αμφισβήτηση του δασκάλου από τη μαθήτρια.
Η δίτομη Ζωή του νου αξίζει να μελετηθεί, στο σύνολό της.