Σύνδεση συνδρομητών

Η Ελλάδα χωρίς τη Βαβέλ

Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου 2021 23:01
Συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την έκδοση του πρώτου τεύχος της Βαβέλ.
Φωτογραφία Αρχείου
Συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την έκδοση του πρώτου τεύχος της Βαβέλ.

Ο ζωγράφος και κριτικός, από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, Μάνι Φάρμπερ, όρισε ως «τέχνη των τερμιτών» αυτή που βρίσκεται «εκεί όπου το επίκεντρο του πολιτισμού δεν εντοπίζεται πουθενά ξεκάθαρο, με αποτέλεσμα ο τεχνίτης να μπορεί να είναι πρόστυχος, πεισματάρης, καλλωπιστικός και πεισματικά συγκεντρωμένος, κάνοντας τέχνη που δεν του εξασφαλίζει τα προς το ζην και δεν ενδιαφέρεται για το τελικό αποτέλεσμά της». Αυτή η ανάγκη, το να είναι η τέχνη τρόπον τινά «άσχημη», να κατευθύνεται εκεί όπου δεν είναι επιθυμητή, χτίζοντας και καταστρέφοντας χαοτικά λαγούμια σαν τους τερμίτες, ήταν ισχυρή στη δημιουργία του περιοδικού Βαβέλ, σαράντα χρόνια πριν, τον Φεβρουάριο του 1981.

Η Βαβέλ ήταν ένα περιοδικό «κόμικς – και όχι μόνο», όπως καυχιόταν, χρησιμοποιώντας μια –μάλλον μέτρια– μετάφραση του σλόγκαν του θρυλικού ιταλικού περιοδικού κόμικς Linus, που άνθιζε εκείνη την περίοδο.

 

Αέρας ανανέωσης

Σε μια εποχή μεγάλου κοινωνικού αναβρασμού και εντονότατης πολιτικοποίησης, μια παρέα νέων με σπουδές στην Ιταλία, αγάπη για τα κόμικς και με τα λεφτά των διακοπών που δεν πήγαν, εξέδωσε ένα περιοδικό κόμικς. Πρωτεργάτες η Νίκη Τζούδα και ο Γιώργος Μπαζίνας – ο οποίος, στην πορεία, διαφώνησε και αποχώρησε για να δημιουργήσει το δικό του περιοδικό κόμικς, το Παρά Πέντε. Επηρεασμένη από το περιοδικό Linus, και τα γαλλικά Charlie Hebdo και τον πρόγονό του, το Hara-Kiri, η Βαβέλ προσέφερε σε ένα ουσιαστικά αμύητο κοινό, από το πρώτο κιόλας τεύχος της, σατιρικά κόμικς και στριπ. Λεγόταν, τότε, ότι η Βαβέλ (και το περιοδικό Μαμούθ, που είχε προηγηθεί) είναι περιοδικό ανθολογίας κόμικς όχι για παιδιά, που θεωρούνταν το βασικό κοινό των κόμικς, αλλά για ενήλικους. Αλλά, προφανώς, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ήταν αρκετός. Τα κόμικς που φιλοξένησε η Βαβέλ, σε πολύ μεγάλο βαθμό, κυμαίνονταν στο γενικότερο κλίμα ελευθεριότητας και ριζοσπαστισμού που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή στα ευρωπαϊκά έντυπα, φιλοξενώντας τη δουλειά δημιουργών όπως ο Altan, ο Copi, ο Reiser, ο πατέρας της Μαφάλντα Quino, ο Wolinski, αλλά και ο Crepax, ο  Moebius, o Enki Bilal, οι Munoz-Sampayo να κάνουν την εμφάνισή τους από τα πρώτα κιόλας τεύχη της.

Δυσανάλογα επιδραστική, ειδικά αν αναλογιστούμε πως επρόκειτο για κόμικς, η Βαβέλ ήταν ένα έντυπο στο οποίο στράφηκε το κομμάτι εκείνο της νεολαίας της δεκαετίας του 1980, το οποίο ηταν μπουχτισμένο από τον συντηρητισμό των υπαρχόντων μίντια και την αναχρονιστική στάση της κυρίαρχης Αριστεράς απέναντι στην κουλτούρα. Εκτός από διάφορες μοντέρνες αφηγηματικές εκδοχές στα κόμικς και εκτός της καταλυτικής παρουσίας εκπροσώπων του χιουμοριστικού κόμικς που γεννήθηκαν μέσα στον ριζοσπαστισμό του Μάη του ’68, η Βαβέλ λειτούργησε ταυτόχρονα ως υπέρμαχος πολιτικού φιλελευθερισμού σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής.

Στις σελίδες της, φιλοξενήθηκαν –μεταξύ άλλων– εξαιρετικά κείμενα για τον κινηματογράφο, τη γραφιστική, αλλά και κείμενα παρέμβασης για το AIDS, τα ναρκωτικά κ.ά. Όλα αυτά, συνοδευόμενα από πολλών λογιών στήλες, κείμενα και διηγήματα, μα κυρίως γουστόζικα ενορχηστρωμένα, τυλιγμένα μέσα σε εντυπωσιακούς γραφιστικούς πειραματισμούς, με τον Σταύρο Κούλα να αφήνει το αποτύπωμα των «γουορχολικών» και ποπ επιρροών του (μετά την αποχώρηση του Γιώργου Μπαζίνα, η γραφιστική πρωτοπορία που ερχόταν από περιοδικά τύπου Actuelle αλλά και από αμιγώς κόμικς προσπάθειες όπως το Frigidaire επικράτησαν), αλλά και αργότερα τον Soto Anagno να αφήνει το στίγμα του στο lay-out του περιοδικού.

 

Κόμικς και άλλα κόμικς

Η Βαβέλ σύστησε στο ελληνικό κοινό σπουδαίους δημιουργούς, και μεταξύ τους ορισμένους κλασικούς, όπως ο δημιουργός του ντετέκτιβ Σπίριτ Will Eisner, o δημιουργός του Κόρτο Μαλτέζε Hugo Pratt, o «μάγος» από την Αργεντινή Alberto Breccia που πειραματιζόταν όσο κανείς με το χρώμα και την «αφή» της γραμμής, ο υπερρεαλιστής Caza, o Gotlib, o Pazienza, o Vuillemin, ο Mordillo, o Margerin, ο Liberatore, o Loustal, o Igort, o Tardi, o Daniel Clowes (που στην Ελλάδα μας συστήθηκε καλύτερα με το κόμικς Υπομονή, εκδ. Οξύ), ο Ralf König που με τα κόμικς του σατίριζε τον κοινοτισμό των γκέι, και τόσοι άλλοι. Παράλληλα όμως, έδωσε βήμα σε σπουδαίους Έλληνες δημιουργούς να αναδειχθούν μέσα από τις σελίδες της. Από τη Βαβέλ ξεκίνησε ο Αρκάς που πρωτοδημοσίευσε τα στριπ του με τον Κόκορα, στη Βαβέλ άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες ο Γιάννης Καλαϊτζής την Τσιγγάνικη ορχήστρα, το πρώτο μοντέρνο ελληνικό graphic novel, έναν συναρπαστικό εικονογραφικό περίπατο στην μεταπολιτευτική Αθήνα του 1980, εκεί πρωτοεμφανίστηκε ο χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο οποίος δημοσίευσε κυρίως τη δεκαετία του ‘90 συναρπαστικά γκέι κόμικς με θέμα τον έρωτα, τον εικαστικό Γιώργο Μπότσο, την Έλενα Ναβροζίδου και τον Κώστα Βιτάλη με τα ποιητικά και «ακραίου ερωτισμού» κόμικς που δημιούργησαν, τον Νίκο Κούτση, τον Νικόλα Κούρτη, τον Κώστα Μανιατόπουλο, τον Λέανδρο με την χαοτική και ιδιοφυή σχεδιαστική γραμμή του που κατάφερε να ενθουσιάσει ακόμα και τον θρύλο Moebius σ’ ένα από τα φεστιβάλ της Βαβέλ στο Γκάζι, τη Μαρία - Ηλέκτρα Ζογλοπίτου, τον Σπύρο Βερύκιο κ.ά.

Μια από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές του περιοδικού, κατά την κρίση μου, ήταν μια δημιουργική σύγκρουση, που φιλοξενήθηκε στα τεύχη 32-33. Στο τεύχος 32, πρωτοδημοσίευσε τον «Ευρύμαχο» ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, πεντασέλιδο εικαστικής καταγωγής κόμικς, που συνοδευόταν από μια «συστατική επιστολή» του καθηγητή του, Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος ισχυριζόταν ότι «η ζωγραφική και το χρώμα οδηγεί σε άλλου είδους κόμικς» σε αντίθεση με «τα παραμύθια των μυών, τα κακοσχεδιασμένα ή τα υποπαράγωγα της σιχασιάς και της απογοητεύσεως». Ο Τσαρούχης αντιτασσόταν στα κόμικς ηρωικής φαντασίας, που κατά τη γνώμη του δεν ήταν παρά «τροποποιημένες από τον ρατσιστικό μικροαστισμό και ισχνό ρασιοναλισμό, απεικονίσεις των ζωοφόρων του 4ου αιώνα». Στο επόμενο τεύχος, στον Τσαρούχη απάντησε ο Αντώνης Ευδαίμων (ο Αρκάς, πριν γίνει ευρύτερα γνωστός), υποστηρίζοντας ότι ο Τσαρούχης είναι εγκλωβισμένος στα κλισέ που ακολουθούν την τέχνη των κόμικς, και  όπως και άλλοι διανοούμενοι, έτσι και αυτός, όταν δεν την αφορίζουν ως αντιδραστικό προϊόν της δυτικής υποκουλτούρας, προσπαθούν να βρουν συγγενείς της στις άλλες τέχνες ή στην ιστορία για να καταδείξουν αφενός μεν ότι δεν είναι μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη τέχνη, αφετέρου ότι υπάρχουν και πολύ καλύτερα παραδείγματα. Αντίθετα, λέει, τα κόμικς είναι μια εντελώς καινούργια τέχνη με τους δικούς της κανόνες και τα δικά της μέσα, η οποία μπορεί να υπάρξει μόνο σε έντυπη μορφή καθώς «η ένταξή τους μέσα στο είδος του εντύπου, η προσαρμογή τους στο μέγεθός του, η σελιδοποίησή του, δεν είναι απλά τεχνικά θέματα, είναι αισθητικά προβλήματα, καθώς τα κόμικς αποκτούν πλήρη υπόσταση μόνο όταν τυπωθούν». Τέλος αναφέρει πως, όπως κάθε καινούργια τέχνη, έτσι και τα κόμικς δανείζονται από τις προηγούμενες, ενώ όσοι κάνουν κόμικς δεν έχουν καμία υποχρέωση να αποδείξουν πως είναι λογοτέχνες, πως ξέρουν να κάνουν κινηματογράφο, πως ξέρουν να ζωγραφίζουν, ούτε καν πως ξέρουν να σχεδιάζουν. Τα κόμικς χειρίζονται κάτι ξένο στις εικαστικές τέχνες: τον χρόνο. Κάθε καρέ είναι ανολοκλήρωτο χωρίς το επόμενο και το προηγούμενο, ενώ όσο πιο ολοκληρωμένο είναι, τόσο πιο δυσκίνητο γίνεται.

 

Επιδραστικότητα με αντίκτυπο

Η επιδραστικότητα της Βαβέλ δεν φαινόταν μόνο στην απήχησή της ιδίως στις τάξεις των νέων – οι φοιτητές κυκλοφορούσαν με μια Βαβέλ στο χέρι. Η επιδραστικότητα του εντύπου αυτού καθώς και η δουλειά που είχε ρίξει η ομάδα πίσω από το περιοδικό, αναφορικά με την απενοχοποίηση των κόμικς και την γνωριμία σπουδαίων δειγμάτων της τέχνης αυτής με το αναγνωστικό κοινό, φάνηκε στα φεστιβάλ που διοργάνωσε το περιοδικό.

Στα 14 Φεστιβάλ που διοργανώθηκαν συνολικά από το 1996 (επέτειος 15 χρόνων κυκλοφορίας του περιοδικού) μέχρι και το 2012 (όλα πραγματοποιήθηκαν στην Τεχνόπολη, πλην του τελευταίου που έλαβε χώρα στη Διπλάρειο Σχολή), έγιναν δεκάδες εκθέσεις και εκδηλώσεις, ενώ σπουδαίοι δημιουργοί τίμησαν με την παρουσία τους το Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Αθήνας ή Φεστιβάλ της Βαβέλ, όπως έμεινε τελικά στην ιστορία. Από τον –πατέρα της Μαφάλντα και πρόσφατα εκλιπόντα– Quino, ο οποίος όπως μας αναφέρει η συνεκδότρια του περιοδικού Νίκη Τζούδα, ακούραστος, έμενε στους χώρους του Φεστιβάλ ολημερίς μιλώντας με το κοινό και υπογράφοντας τις δουλειές του, τους Francesco Tulio Altan, Daniele Brolli, Max Cabanes, Pablo Echaurren, Édika, Vittorio Giardino, Jacques de Loustal, Frank Margerin, Lorenzo Mattotti, Miguelanxo Prado, Philippe Vuillemin, αλλά και τον Moebius, τον Jeff Smith του Bowes, τον Max Andersson, τον Thomas Ott, τον König, τη δημιουργό του Περσέπολις Marjane Satrapi, τον μαιτρ του νουάρ José Muñoz, τις δημιουργικές ομάδες όπως η L’ Association των Lewis Trondheim και David B. και η Ultrapop. Προφανώς, συμμετείχαν και σπουδαίοι έλληνες καλλιτέχνες, ο Αρκάς, ο Διαμαντής Αϊδίνης, ο Σπύρος Βερύκιος, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Λέανδρος, ο Γιάννης Ιωάννου, ο Νίκος Κούρτης, ο Γιάννης Καλαϊτζής, η Έλενα Ναβροζίδου, κ.ά., με έργα τους και μοναδικές εγκαταστάσεις.

Μοναδική στιγμή των Φεστιβάλ, η έκθεση πρωτότυπων έργων του Will Eisner.

Η Βαβέλ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κοινό προσλαμβάνει τα κόμικς ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στην αισθητική και την πολιτική χειραφέτηση των αναγνωστών της. Της είμαστε ευγνώμονες.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.