Σύνδεση συνδρομητών

Το ελληνικό έθνος στο έργο της Άννας Φραγκουδάκη

Πέμπτη, 07 Μαρτίου 2024 10:25
Η Άννα Φραγκουδάκη.
Αρχείο Θάλειας Δραγώνα
Η Άννα Φραγκουδάκη.

Άννα Φραγκουδάκη, Τα αναγνωστικά βιβλία του δημοτικού σχολείου. Ιδεολογικός πειθαναγκασμός και παιδαγωγική βία, Θεμέλιο, Αθήνα 1978, 240 σελ.

Άννα Φραγκουδάκη, Ορατός και αόρατος ρατσισμός στον 21ο αιώνα. Η δυτική μυωπία, η ισχύς του σεξισμού και η άρνηση του αντισημιτισμού, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022, 336 σελ.

Στο πλαίσιο της σειράς εκδηλώσεων με τίτλο «Το Πρόσωπο και το Έργο», η  Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη αφιέρωσε, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών,  στις 30 Νοεμβρίου 2023, μια βραδιά στη γνωστή συγγραφέα και ομότιμη καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Άννα Φραγκουδάκη. Για το έργο της μίλησαν οι συνάδελφοι και παλιές συνεργάτριές της Έφη Αβδελά, Νέλλη Ασκούνη, Έλενα Ιωαννίδου (η οποία έστειλε την εισήγησή της από την Κύπρο) Μαρία Ζωγραφάκη, καθώς και ο  συνταγματολόγος Ν.Κ. Αλιβιζάτος, του οποίου και δημοσιεύουμε την εισήγηση. Επακολούθησε συζήτηση με την τιμώμενη, την οποία  συντόνισε η Κατιάννα Μίχα, πρόεδρος της Εταιρείας Σπουδών.

Ξεκινώντας, θα σας μεταφέρω νοερά σε μιαν εκδήλωση με θέμα την «Ανώτατη παιδεία στην Ελλάδα», η οποία πραγματοποιήθηκε  μια Κυριακή του Μαΐου του 1975 στο Παρίσι, σε μια κατάμεστη αίθουσα ενός μικρού δρόμου, της  rue Cabanis, στο 14ο Διαμέρισμα.  Οργανωτής ήταν το  Μορφωτικό Κέντρο Παρισιού, ένα σχήμα που είχαν τότε συγκροτήσει ο Ρήγας Φεραίος  και ο Δημοκρατικός Αγώνας, πρώτη δύναμη στις  φοιτητικές εκλογές  εκείνης της χρονιάς στην ιστορική ΕΠΕΣ (την Εν Παρισίοις Ένωσιν Ελλήνων Σπουδαστών). Ομιλητές ήταν η Άννα Φραγκουδάκη, σε μιαν από τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις της, και  ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς.

Ήταν η εποχή του Κοινού Προγράμματος  της Αριστεράς, η οποία, για πρώτη φορά από την εγκαθίδρυση της Ε’ Γαλλικής Δημοκρατίας απειλούσε την κυριαρχία της Δεξιάς. Στον χώρο της διανόησης, εξ άλλου, ηγεμόνευαν  οι διάφορες εκδοχές του μαρξισμού, με πρώτο τον κύκλο του Λουί Αλτουσέρ, στον οποίο πρωτοστατούσε και ο δικός μας Νίκος Πουλαντζάς. Δεν ήταν έτσι τυχαίο ότι, και σε μας τους Έλληνες, επικρατούσε η  αυταπάτη ότι, μετά την πτώση της χούντας, δεν θα αργούσε να ανατείλει  και στην Ελλάδα μια «αριστερή άνοιξη». Εκείνη την περίοδο η μεν  Άννα υποστήριζε τη διατριβή της για τα σχολικά εγχειρίδια στο Paris V, ο δε Τσουκαλάς την Εξάρτηση και αναπαραγωγή στη Σορβόνη.   

Η φήμη των ομιλητών ήταν μεγάλη και σημειώθηκε κοσμοσυρροή.  Στο φυλλάδιο που μοιράσαμε  στους πάνω από τριακόσιους  προσελθόντες, αντί άλλου κειμένου, η Άννα μας είχε παρακαλέσει να περιλάβουμε  άρθρο της από τη Συνέχεια, το περιοδικό που είχαν κυκλοφορήσει ως διάδοχο έντυπο  των περίφημων  Δεκαοχτώ  και των Νέων Κειμένων των εκδόσεων  Κέδρος,  ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Μίμης Μαρωνίτης και ο Αλέξανδρος Αργυρίου (τ. 6, Αύγουστος 1973).

Για το «επαναστατικό»  κλίμα των ημερών, ο τίτλος του άρθρου αλλά και της εισήγησης που μας παρουσίασε η  Άννα Φραγκουδάκη ήταν μάλλον συμβατικός: «Και πάλι για το γλωσσικό πρόβλημα. Μερικές σκέψεις μέσα από ένα άλλο πρίσμα». Και πράγματι το πρίσμα της ομιλήτριας  ήταν διαφορετικό, γιατί επιχειρούσε να απαντήσει πολιτικά στο ερώτημα, γιατί τελικά, από το τέλος του 19ου αιώνα, δεν έγινε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που επί τόσες δεκαετίες επιδίωκε το ιστορικό κίνημα των δημοτικιστών. Ένα ερώτημα  επίκαιρο εκείνες τις μέρες, όχι μόνο γιατί ζούσαμε τότε στο κλίμα των μεγάλων προσδοκιών των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, αλλά και γιατί, λίγο πρωτύτερα, το είχε θέσει πολύ πειστικά ο Αλέξης Δημαράς, στη   Μεταρρύθμιση που δεν έγινε,  τη δίτομη συλλογή κειμένων που είχε  κυκλοφορήσει  στη Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων Ερμής.

Ιδού λοιπόν πώς απαντούσε η Άννα Φραγκουδάκη στο ερώτημα: Γιατί δεν έγινε;   

«Για να γίνει η δημοτική,  γλώσσα του σχολείου σε όλα τα επίπεδα της πυραμίδας του, για να διδάσκεται στο δημοτικό σχολείο η δημοτική και μόνον αυτή, πρέπει να είναι γλώσσα του κράτους. Γιατί αν μόνη γλώσσα του δημοτικού σχολείου είναι η δημοτική […] πώς θα επικοινωνούν το 70% των Ελλήνων με το κράτος; […] Όσο γλώσσα του κράτους είναι η καθαρεύουσα, μοιραία θα διδάσκεται και στο σχολείο (το δημοτικό)»[1].

Δεν είμαι βέβαια ειδικός, αλλά, όπως πιστεύω, ήταν από τις λίγες φορές που το γλωσσικό είχε τεθεί  με τόση ευθύτητα στην πολιτική του διάσταση και μάλιστα υπό συνθήκες δικτατορίας. Δεν ήταν ζήτημα εκπαιδευτικό, αλλά πολιτικό: μόνο αν επιβαλλόταν η δημοτική  στο κράτος από το ίδιο το κράτος,  μόνο τότε θα μπορούσε να επιβληθεί και στην εκπαίδευση. Με την απάλειψη από το μεταδικτατορικό Σύνταγμα του παλιού άρθρου για την «επίσημη γλώσσα του κράτους», δηλαδή του άρθρου 107 του Συντάγματος του  1952[2], ο δρόμος είχε ανοίξει. Ένα  χρόνο αργότερα, με τον νόμο  309/1976  του Γεωργίου Ράλλη, ο στόχος  εκπληρώθηκε. Έκλεισε ωστόσο οριστικά το γλωσσικό; Ή μήπως όχι; 

 

Τα Αναγνωστικά του δημοτικού

Στο γλωσσικό ήλθε και επανήλθε η Άννα τα χρόνια που ακολούθησαν. Δεν θα σταθώ στις απόψεις της γι’ αυτό,  αλλά σε κάτι λιγότερο προφανές, αλλά, κατά τη γνώμη μου,  ουσιαστικότερο: στο κρυφό νήμα που συνδέει τα βιβλία της, είτε αυτά είναι αφιερωμένα στα Αναγνωστικά του δημοτικού – ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στο Θεμέλιο το 1978 και ήταν αφιερωμένο στον ιδεολογικό πειθαναγκασμό που ασκείται στα παιδιά μέσω των σχολικών εγχειριδίων[3], είτε στον ρατσισμό, ορατό και αόρατο, στον 21ο αιώνα[4]: ποιο ήταν αυτό νήμα;

Ήταν η ανάδειξη μιας φιλελεύθερης αντίληψης  –συνταγματική, θα την  ονόμαζα αν δεν φοβόμουν μήπως κατηγορηθώ για επαγγελματική διαστροφή–, μιας φιλελεύθερης αντίληψης για το έθνος, σε αντίστιξη προς τη φυλετική, που ήταν η κρατούσα και σε μεγάλο βαθμό παραμένει ευρύτατα διαδεδομένη  έως τις μέρες μας

Πεμπτουσία της πρώτης, δηλαδή της φυλετικής αντίληψης για το έθνος, που η Άννα –σημειωτέον-  αποκαλεί «μοναδικότητα»,  είναι η πεποίθηση  ότι από την εποχή του Περικλή αν όχι και του Ομήρου, το ίδιο αίμα ρέει στις φλέβες των κατοίκων της ευλογημένης αυτής περιοχής του κόσμου. Λαός περιούσιος, οι Έλληνες μπορεί να υπέστησαν κατακτήσεις και δηώσεις, μπορεί και να μετανάστευσαν κατά χιλιάδες έως τα πέρατα της υφηλίου, κράτησαν ωστόσο την ουσία της ελληνικότητάς τους άσπιλη.

Σε αυτό, πάντοτε σύμφωνα με την ίδια αντίληψη,  τους βοήθησε και η Ορθοδοξία,  πραγματώνοντας μια μοναδική «σύνθεση»: τη σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού, η οποία, μετά τον Εμφύλιο του 1946-49, επιχειρήθηκε μάλιστα να κατοχυρωθεί και συνταγματικά, με τον διαβόητο «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό». Στον όρο αυτόν, προτού η χούντα τον απαξιώσει τελεσίδικα, πνευματικοί άνθρωποι του διαμετρήματος ενός Κων. Τσάτσου έβλεπαν το κυριότερο ανάχωμα προς τον ιδεολογικό κόσμο του «λεγόμενου ιστορικού υλισμού». 

Από τον Μάρκο Ρενιέρη, που υποστήριζε από το 1841 -πριν δηλαδή από την εξαγγελία της Μεγάλης Ιδέας από τον Κωλέττη, τον Ιανουάριο του 1844-    ότι στον ελληνισμό ανήκει να λύσει το πολιτικό πρόβλημα της Ανατολής, στον Θεόκλητο Α’  του αντιβενιζελικού «αναθέματος» (1916), τον Χριστόδουλο των ταυτοτήτων (2000) και τους λαλίστατους σημερινούς επιγόνους τους στις Μητροπόλεις  παλαιότερα των Καλαβρύτων και σήμερα πλέον του  Πειραιά,  βρίσκει κανείς τους οπαδούς της εσωστρέφειας και της «μικράς και εντίμου Ελλάδος». Βρίσκει επίσης  τους θιασώτες ενός πρωτόγονου αντισημιτισμού και ενός δύσκολα αποκρυπτόμενου φιλοπουτινισμού, οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως γραφικοί, αν δεν ήταν επικίνδυνοι. Διότι ψαρεύουν  στα θολά νερά της ανασφάλειας, που οι ιλιγγιώδεις  αλλαγές  της εποχής μας γεννούν στα πλατιά λαϊκά στρώματα.

Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται η φιλελεύθερη αντίληψη  για το έθνος. Η αντίληψη αυτή στηρίζεται στις αρχές του Διαφωτισμού, καθώς  και την πεποίθηση ότι η ειρηνική συμβίωση μπορεί να επιτευχθεί με την αποδοχή του Συντάγματος ως δεσμευτικού συμβολαίου για την ατομική και τη συλλογική διαβίωση και δράση, καθώς και για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του καθενός. Θεμέλιο του έθνους είναι, με άλλα λόγια, η ειλικρινής προσχώρηση του λαού κάθε χώρας στις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Η γλώσσα, οι κοινές παραδόσεις, η φυλετική καταγωγή και οι δεσμοί αίματος, όσο σημαντικοί παράγοντες και αν είναι, έπονται.

Από την εποχή του Κοραή, η αντίληψη αυτή για το έθνος προσέκρουσε στις οξύτατες επικρίσεις των οπαδών της παράδοσης, της  επιστροφής στις ρίζες και στις παλιές συνήθειες.  Είτε πρόκειται για τους ρομαντικούς υποστηρικτές των κοινοτήτων της τουρκοκρατίας (πολέμιους του κοινοβουλευτισμού) και της άκριτης ρωσοφιλίας,  είτε για τους γλωσσαμύντορες, οι πολέμιοι του ανοίγματος και της προόδου δεν μπόρεσαν παρά ταύτα να ανακόψουν την πορεία της χώρας προς τα μπρος:  από το 1821, η Ελλάδα έγινε αυτή που είναι  χάρη στην τόλμη  των ηγετών της άλλης παράταξης, δηλαδή των υποστηρικτών της εξωστρέφειας και των πλατιών οριζόντων.

Έτσι, ο Αλέξανδρος  Μαυροκορδάτος, ο Χαρίλαος Τρικούπης,  ο Ελευθέριος  Βενιζέλος και   ο Κωνσταντίνος  Καραμανλής -για να περιοριστώ μόνο στους παλαιότερους-  συνέδεσαν τις τύχες τους με μια ρεαλιστική πολιτική σοβαρής προετοιμασίας και συμμαχιών, η οποία  βρίσκεται  τελικά πίσω από εμβληματικά γεγονότα όπως το Ναυαρίνο (1827), η προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881), οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13), ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1917-18), η ένταξή μας στην ΕΟΚ (1979) αλλά και στην ΟΝΕ (2001). Αντίθετα, οι αντίπαλοί τους ήταν πίσω από μια σειρά μαύρων στιγμών της νεότερης ιστορίας μας, όπως το 1854, το 1897, το 1922 και το 1974. Διότι, από φανατισμό ή αφέλεια, θυσίασαν το ταλέντο τους σε χαμένες υποθέσεις.

Θα ήταν πάντως λάθος να θεωρήσει κανείς ότι τα αμοιβαία όρια φυλετικής και  φιλελεύθερης αντίληψης για το έθνος ήταν πάντοτε ξεκάθαρα. Για παράδειγμα, οι οπαδοί της πρώτης –συμπεριλαμβανομένων του Ιωάννου  Μεταξά και του Γεώργιου Παπαδόπουλου- δεν αμφισβήτησαν ποτέ σοβαρά την πρόσδεση της Ελλάδας στην «άθεη» Δύση και ειδικά στην αγγλοαμερικανική συνιστώσα της. Όσο για τους υποστηρικτές της δεύτερης, η αναφορά στην αρχαιότητα και τη γλωσσική συνέχεια του ελληνισμού τους διευκόλυνε δίχως άλλο σε δύσκολες ώρες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το φιλελληνικό κίνημα πριν και μετά το 1821 και, πιο πρόσφατα, την εναρκτήρια τελετή των ολυμπιακών αγώνων του 2004. Ο Γιώργος Σεφέρης είναι το καλύτερο παράδειγμα για το πώς οι περισσότεροι από μας κουβαλάμε μέσα μας  έναν δυτικόστροφο ορθολογιστή και  έναν ρομαντικό Ανατολίτη.

Να συμβαίνει άραγε αυτό και με τους  διανοούμενους της Αριστεράς, με τους οποίους η Άννα συμπορεύτηκε τη μεγαλύτερη περίοδο της ζωής της;  Ανάμεσα στον  αντιδυτικισμό που επέβαλε η πολιτική στράτευση και την προσήλωση στον Διαφωτισμό, δεν ήταν πάντοτε  εύκολο να ξεχωρίσουν το συγκυριακό από το μακροπρόθεσμο, την τακτική από την στρατηγική, τα μέσα –θα τολμούσα να πω- από τον σκοπό.   Από αυτό το πρίσμα, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τις υπαρξιακές αντιφάσεις που δίχασαν κατά καιρούς διανοούμενους του διαμετρήματος ενός Φίλιππου Ηλιού, αλλά και λιγότερο προφανείς  περιπτώσεις, όπως είναι αυτή της  τιμώμενης απόψε.

 

Το πρόγραμμα της Θράκης

Καταλήγοντας, θέλω να διατυπώσω το ερώτημα που οι οργανωτές μου ζήτησαν να υποβάλω στην Άννα. Στο επίμετρό της  στον συλλογικό τόμο που εξέδωσαν με τη Θάλεια Δραγώνα για το πρόγραμμα της Θράκης[5],  διαβάζουμε ότι, μέσα σε 15 χρόνια, τετραπλασιάστηκε ο αριθμός των μαθητών της μειονότητας που φοιτούσαν στο γυμνάσιο, ότι η μαθητική διαρροή από την γυμνασιακή βαθμίδα, που έφτανε το 2000 το 65%, μειώθηκε βαθμιαία στο μισό, ενώ υπερδιπλασιάστηκε και η πρόσβαση στο Λύκειο. Διερωτώμαι, κατόπιν αυτού,  αν το πρόγραμμα της Θράκης, θα μπορούσε  τελικά να κατανοηθεί καλύτερα από το πρίσμα που σας πρότεινα. Ως χαρακτηριστική δηλαδή περίπτωση affirmative action ή, reverse discrimination –δηλαδή «θετικών» μέτρων,  όπως  τα ονομάζει το άρθρο 116§2 του Συντάγματος1–, για την ένταξη της μειονότητας στο αξιακό πλαίσιο του φιλελεύθερου ελληνικού έθνους (και όχι βέβαια του «άλλου»). Ένα σύνολο δηλαδή δράσεων, οι οποίες αποβλέπουν να καταστήσουν κοινό τόπο και σημείο αναφοράς της εθνικής μας συμβίωσης το Σύνταγμα και τα θεμελιώδη δικαιώματα.

 

[1] Έμφαση δική μου (ΝΚΑ). Σημειωτέον ότι τα οκτώ τεύχη της Συνέχειας έχουν ψηφιοποιηθεί από τα ΑΣΚΙ και είναι προσβάσιμα: https://www.askiweb.eu/index.php/el/2015-09-21-08-27-59/2015-09-21-09-40-15/268-1973.

[2] Θυμίζω ότι την γλωσσοκτόνο αυτή  διάταξη είχε πρωτοσυμπεριλάβει στο Σύνταγμα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, το 1911, ως «απάντηση» στους γλωσσαμύντορες: το Σύνταγμα δεν καθιέρωνε την καθαρεύουσα, αλλά παρέπεμπε στη γλώσσα που ήταν συντεταγμένο το ίδιο και οι νόμοι του κράτουςˑ επομένως, σύμφωνα με τον βενιζελικό «μύθο», δεν αποκλειόταν να καθιερωθεί η δημοτική, αν άλλαζε η γλώσσα του Συντάγματος και των νόμων.

[3] Βλ. Άννας Φραγκουδάκη, Τα αναγνωστικά βιβλία του δημοτικού σχολείου. Ιδεολογικός πειθαναγκασμός και παιδαγωγική βία, Αθήνα, Θεμέλιο, 1978. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μοναδικής αυτής –ελέω Μίμη Δεσποτίδη- έκδοσης  είναι ότι αναπαράγονται οι σχολιαζόμενες σελίδες των αναγνωστικών, με τις κρίσιμες κατά την συγγραφέα λέξεις σημειωμένες με κόκκινο μελάνι.

[4] Βλ. Άννας Φραγκουδάκη, Ορατός και αόρατος ρατσισμός στον 21ο αιώνα. Η δυτική μυωπία, η ισχύς του σεξισμού και η άρνηση του αντισημιτισμού, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2022.

[5] Βλ. Θάλειας Δραγώνα, Άννας Φραγκουδάκη (επιμ.) Πρόσθεση όχι αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, όχι διαίρεση. Η μεταρρυθμιστική παρέμβαση στην εκπαίδευση της μειονότητας της Θράκης, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2008, σ. 483.

Νίκος Κ. Αλιβιζάτος

Ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία 1821-1941 (1981), Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974 - Όψεις της ελληνικής εμπειρίας (1983), Κράτος και Ραδιοτηλεόραση - Η θεσμική διάσταση (1986), H συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων (1987), Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός (2001), Η βασιλική περιουσία στο Στρασβούργο (2003), Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010 (2011), Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; (2013), Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι (2015), Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.