Οι πολύ γνωστές αυτές παραινέσεις που ο Ιερεμίας Μπένθαμ απηύθυνε το 1823 στους «αναγεννώμενους νομοθέτες» της Ελλάδας[2] δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, καλύτερα από πολλές μαρτυρίες, διηγήσεις και άλλα τεκμήρια την εξιδανικευμένη εικόνα που είχαν σχηματίσει για την επαναστατημένη Ελλάδα οι προοδευτικοί διανοούμενοι, απ’ άκρου εις άκρο της Ευρώπης. Κληρονόμοι ενός αρχαίου πολιτισμού, οι πρόγονοί μας αντιμετωπίζονταν ως «αθώοι» πάσης αμαρτίας και, κατά συνέπεια, απαλλαγμένοι από τα κακά που καταδυνάστευαν τους παλιούς ευρωπαϊκούς λαούς την επαύριο των ναπολεόντειων πολέμων. Στην Ευρώπη της Παλινόρθωσης και της Ιεράς Συμμαχίας, οι ξεσηκωμένοι Έλληνες θα ανταποκρίνονταν στην πρόκληση;[3]
Τέσσερα Συντάγματα σε ένα χρόνο
Τον Ιανουάριο του 1822, δηλαδή λιγότερο από ένα χρόνο από το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο, στις απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδας ίσχυαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, τέσσερα Συντάγματα: από τη μια μεριά, τα τρία «τοπικά» –δηλαδή ο Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος που με πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου είχε ψηφιστεί στο Μεσολόγγι τον Νοέμβριο του 1821, η Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος που είχε ψηφιστεί στα Σάλωνα –τη σημερινή Άμφισσα– λίγο αργότερα, με εμπνευστή τον Θεόδωρο Νέγρη και ο Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας που είχε ψηφιστεί στην Επίδαυρο τον Δεκέμβριο του 1821 με ιθύνοντα νου τον Δημήτριο Υψηλάντη. Και, από την άλλη, πάνω από τα τρία τοπικά πολιτεύματα, ίσχυε το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου, όπως ονομάστηκε το πρώτο εθνικό Σύνταγμα της χώρας, το οποίο –σημειωτέον– ήταν και το χρονολογικά πρώτο Σύνταγμα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το είχε ψηφίσει η Α’ Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα, τη σημερινή Νέα Επίδαυρο, ένα χωριό της ανατολικής Αργολίδας.
Έως την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, τον Φεβρουάριο του 1833, ψηφίσθηκαν άλλα τρία εθνικά Συντάγματα: του Άστρους (το 1822), της Τροιζήνας (το 1827) και το λεγόμενο «ηγεμονικό» στο Άργος (το 1832). Εκτός από το τελευταίο –που προέβλεπε βασιλιά («ηγεμόνα») και γι’ αυτό συνήθως παραβλέπεται, παρότι το είχαν ψηφίσει οι «Καποδιστριακοί» και άρα εξέφραζε κατά τεκμήριο τις απόψεις του πρόσφατα δολοφονημένου τότε κυβερνήτη–, τα άλλα τρία Συντάγματα του Αγώνα καθιέρωναν πολίτευμα αβασίλευτης δημοκρατίας. Όλα είχαν ψηφισθεί από εκλεγμένες Εθνοσυνελεύσεις, κάτι που βέβαια ξένιζε τους ξένους παρατηρητές, δεδομένων των πολεμικών συνθηκών της εποχής[4]. Πώς εξηγείται η απίθανη αυτή αλληλουχία Συνταγμάτων και εκλογών, ακόμη και την ώρα που κινδύνευε η ίδια η τύχη της Επανάστασης μετά την απόβαση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ;
Με έντονα ρομαντικούς τόνους, η κρατούσα ιστοριογραφία αποδίδει τη δημοτικότητα των Συνταγμάτων από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, καθώς και τη ροπή προς τις εκλογές, στον «ατίθασο» χαρακτήρα των προγόνων μας και στην αγάπη τους προς την ελευθερία. Σε συνδυασμό προς την έκκληση προς τους Ευρωπαίους ότι επιδιώκουν να «εξομοιωθούν» προς αυτούς και να μη ζουν ως δούλοι, οι επαναστατημένοι Έλληνες ήταν φυσικό –πάντοτε σύμφωνα με την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση– να στραφούν προς ό,τι πιο προχωρημένο είχε ισχύσει έως τότε σε Ευρώπη και Αμερική.
Μια δεύτερη σχολή σκέψης, πάντοτε δημοφιλής στους κύκλους ιδίως των παντός είδους κυνικών της ιστορίας, κοιτάζει τα επαναστατικά Συντάγματα «αφ’ υψηλού», τονίζοντας τον ουτοπικό τους χαρακτήρα[5]. Αφού δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της σχολής αυτής, δεν έχει νόημα η μελέτη τους και, πολύ λιγότερο, η ανάδειξή τους υψηλά, ως τεκμηρίων της ιδεολογικής μας ταυτότητας[6].
Όση αλήθεια και αν περιέχουν οι δύο αυτές ερμηνευτικές σχολές, οι οποίες, επαναλαμβάνω, είναι και οι πιο διαδεδομένες, δεν εξηγούν κατά τη γνώμη μου την αλληλοδιαδοχή ανόμοιων και συχνά αλληλοαναιρούμενων μεταξύ τους ρυθμίσεων στα Συντάγματα του Αγώνα. Δεν εξηγούν προπάντων τις οξύτατες συγκρούσεις μεταξύ των ξεσηκωμένων προγόνων μας, οι οποίες όχι μόνο δεν απορροφήθηκαν από τις πέντε Εθνοσυνελεύσεις της επαναστατικής περιόδου, αλλά οδήγησαν σε τρεις αιματηρούς Εμφυλίους. Πάνω απ’ όλα, η εξιδανικευμένη προσέγγιση της ιστορίας του 1821 από τη μια, και η μηδενιστική αντίληψη των κυνικών από την άλλη, δεν βοηθούν την εθνική αυτογνωσία. Μήπως είναι καιρός, με την ευκαιρία της φετινής επετείου, να τις αναθεωρήσουμε; Για να το πετύχουμε, χρειάζεται αφενός μεν να επιμείνουμε στις λεπτομέρειες και να προσεγγίσουμε τα Συντάγματα του Αγώνα ως προϊόντα και ενός συχνά αμείλικτου εσωτερικού αγώνα με αβέβαιη έκβαση, αφετέρου να τα τοποθετήσουμε στον διεθνή τους περίγυρο.
Για τους Ελληνες και τους Ευρωπαίους
Θα ξεκινήσω από το δεύτερο, δηλαδή τα διεθνή συγκείμενα των Συνταγμάτων του Αγώνα. Είναι γνωστό ότι, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τον Μάρτιο του 1821, οι ξεσηκωμένοι πρόγονοί μας έκαναν μια μείζονα στρατηγική επιλογή την οποία έμελλε έκτοτε να ακολουθήσουν απαρασάλευτα: δεν απευθύνονταν μόνο στους απανταχού Έλληνες, αλλά και στους Ευρωπαίους. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την «Προειδοποίησιν» που απηύθυνε «εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς», μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, στις 28 Μαρτίου 1821, δηλαδή στην εναρκτήρια κιόλας εβδομάδα της επανάστασης στην Πελοπόννησο, ο «φιλογενής αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών στρατευμάτων Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης», όπως αυτοαποκαλούνταν, καθώς και η λεγόμενη «Μεσσηνιακή Γερουσία» (ή Σύγκλητος) την οποία ο ίδιος είχε συγκαλέσει:
[…] η κεφαλή μας η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον βαρύτατον ζυγόν, τον ανετίναξε και άλλο δεν φρονεί ειμή την ελευθερίαν· η γλώσσα μας, η αδυνατούσα εις το να προφέρη λόγον εκτός των ανωφελών παρακλήσεων προς εξιλέωσιν των βαρβάρων τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της ελευθερίας· εν ενί λόγω, όλοι απεφασίσαμεν ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν. Τούτου ένεκεν προσκαλούμεν επιμόνως την συνδρομήν και βοήθειαν όλων των εξευγενισμένων ευρωπαϊκών γενών, ώστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχύτερον εις τον ιερόν και δίκαιον σκοπόν μας, και να λάβωμεν τα δίκαιά μας, να αναστήσωμεν το τεταλαιπωρημένον ελληνικόν γένος μας· δικαίω τω λόγω, η μήτηρ Ελλάς, εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε, απαιτεί ως εν τάχει την φιλάνθρωπον συνδρομήν σας, και διά χρημάτων και διά όπλων και διά συμβουλής, της οποίας είμεθα ευέλπιδες ότι θέλει αξιωθώμεν’[7].
Πολύ περισσότερο που οι Έλληνες δεν είμαστε άξεστοι στασιαστές, που ξεσηκωθήκαμε δι’ ίδιον τάχα όφελος, αλλά, όπως υπογραμμιζόταν σε ένα ακόμη ιστορικότερο κείμενο, λίγο αργότερα,
απόγονοι του σοφού και φιλανθρώπου Έθνους των Ελλήνων, σύγχρονοι των νυν πεφωτισμένων και ευνομουμένων λαών της Ευρώπης και θεαταί των καλών, τα οποία ούτοι υπό την αδιάρρηκτον των νόμων Αιγίδα απολαμβάνουσι.
Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε η Διακήρυξη που ψήφισε στις 15 Ιανουαρίου 1822 η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το, κατά την ταπεινή γνώμη μου, ωραιότερο κείμενο της επαναστατικής περιόδου[8]. Συντεταγμένη, όπως φαίνεται από δύο δυτικοσπουδαγμένους, τον Αναστάσιο Πολυζωίδη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το μοναδικής καθαρότητας κείμενο αυτό απευθυνόταν επίσης στους Ευρωπαίους και ήταν ακόμη σαφέστερο:
Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών, μακράν του να στηρίζεται εις αρχάς τινας δημαγωγικάς και στασιώδεις ή ιδιοφελείς, […] είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής, τα οποία, ενώ την σήμερον όλοι οι ευνομούμενοι και γειτονικοί λαοί της Ευρώπης τα χαίρουσιν, από ημάς […] η σκληρά και απαραδειγμάτιστος των Οθωμανών τυραννία επροσπάθησε με βίαν να αφαιρέση και εντός του στήθους ημών να πνίξη· είχομεν ημείς τάχα ολιγώτερον παρά τα λοιπά Έθνη λόγον διά να στερώμεθα τέτοιων δικαίων, ή είμεθα φύσεως κατωτέρας και αχρειεστέρας διά να νομιζώμεθα ανάξιοι αυτών και καταδικασμένοι εις αιώνιον δουλείαν να έρπωμεν ως κτήνη […].
Στη συνέχεια, η Διακήρυξη υπενθύμιζε την υιοθέτηση των τριών τοπικών πολιτευμάτων και υπογράμμιζε την ανάγκη «να γενή και έν άλλον Γενικόν Προσωρινον Πολίτευμα, εις όλα τα πράγματα και εις όλας τας εσωτερικάς και εξωτερικάς σχέσεις της Ελλάδος επεκτεινόμενον». Αυτό ήταν βέβαια το Σύνταγμα της Επιδαύρου, που προέβλεπε δύο σώματα, το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό, «από τα οποία», όπως αναφερόταν, «διορίζεται και το Δικαστικόν, ανεξάρτητον όμως από εκείνα διόλου»[9].
Εναλλακτικές συνταγματικές επιλογές
Ποιες ήταν όμως οι εναλλακτικές συνταγματικές επιλογές για τους παραστάτες, όπως αποκαλούνταν τότε οι 59 πληρεξούσιοι της Α’ Εθνοσυνέλευσης; Η summa divisio, η μείζων διάκριση των πολιτευμάτων που είχαν υιοθετηθεί έως εκείνη τη στιγμή ήταν από τη μια τα μοναρχικά, από την άλλη οι αβασίλευτες δημοκρατίες.
Γνωστότερο μοναρχικό Σύνταγμα εκείνη την εποχή ήταν το χρονολογικά πρώτο της Γαλλικής Επανάστασης, που το είχε ψηφίσει η Συντακτική Εθνοσυνέλευση, η Constituante, το 1791, ως Σύνταγμα της συνταγματικής μοναρχίας[10]. Υπενθυμίζω ότι οι Βουρβόνοι παρέμεναν ακόμη στον γαλλικό θρόνο και ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ προσπαθούσε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, καθώς οι αρμοδιότητές του είχαν περικοπεί δραστικά υπέρ της μονήρους της Βουλής, που εκλεγόταν από τον λαό, με περιορισμένη όμως ψηφοφορία. Πρότυπο του πολιτεύματος εκείνου ήταν η βρετανική μοναρχία, όπως είχε εξελιχθεί μετά την «Ένδοξη Επανάσταση» του 1688, την οποία είχε περιγράψει επακριβώς ο Τζον Λοκ και μεταφέρει στην ηπειρωτική Ευρώπη ο Μοντεσκιέ στο Πνεύμα των νόμων. Με μια ουσιώδη διαφορά, ωστόσο: την απουσία άνω Βουλής (Γερουσίας), η οποία, κατά το πρότυπο της Βουλής των Λόρδων στο Λονδίνο, θα επιχειρούσε να διαιωνίσει κάποια από τα παραδοσιακά προνόμια της παλαιάς αριστοκρατίας[11]. Ήταν το δημοφιλέστερο Σύνταγμα της Ευρώπης εκείνα τα χρόνια αφού, με αποχρώσεις ασφαλώς, που έπαιρναν υπόψη της εθνικές ιδιομορφίες, επρόκειτο να χρησιμεύσει ως μοντέλο για το σουηδικό Σύνταγμα του 1809, το ισπανικό του Κάδικος (Cádiz) το 1812 (που όμως ο βασιλιάς Φρειδερίκος Ζ΄ το κατάργησε λίγο μετά την ψήφισή του), το νορβηγικό του 1814, το ολλανδικό του 1815, τις γαλλικές χάρτες του 1814 και του 1830, το πορτογαλικό Σύνταγμα του 1822, το βελγικό του 1831 και το δανέζικο του 1849[12]. Σε αυτό στηρίχθηκε και το δικό μας «ηγεμονικό» του 1832, ενώ από αυτό εμπνεύσθηκε, μέσω προπάντων του βελγικού Συντάγματος του 1831, η Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου το οθωνικό Σύνταγμα του 1844[13]. Ήταν φυσικό αφού, καλύτερα από κάθε άλλο πολίτευμα, το Σύνταγμα της συνταγματικής μοναρχίας προσιδίαζε στη μεταβατική περίοδο από την απόλυτη μοναρχία στη βασιλευόμενη δημοκρατία και διευκόλυνε τη βήμα βήμα, χωρίς βίαιες εξεγέρσεις και θεαματικές ανατροπές, μετάβαση από την κυριαρχία των προυχόντων στη δημοκρατία των μαζών.
Υπήρχαν όμως τότε στην Ελλάδα οπαδοί της μοναρχίας; Σε μια εποχή όπου κάθε σοβαρό κράτος στην Ευρώπη –πλην της Ελβετίας– είχε το βασιλιά του, η απάντηση του Σπυρίδωνα Τρικούπη ήταν κατηγορηματικά ναι. Όπως υποστήριζε στον Β’ τόμο της μνημειώδους ιστορίας του της ελληνικής επανάστασης,
μεταξύ των τριών συστημάτων, του μοναρχικού, του ολιγαρχικού και του δημοκρατικού, το μοναρχικόν ήτο αναντιρρήτως το δημοφιλέστερον εν Ελλάδι. «Πότε θα μας έλθη ο αφέντης;», ηρώτων οι Έλληνες απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδος[14].
Σχετική αναφορά γινόταν ύστερα από πρόταση, προφανώς του ευφυέστατου Θεόδωρου Νέγρη στο τοπικό πολίτευμα της Ανατολικής Στερεάς[15], ενώ, ήδη από το 1823, εχέφρονες πολιτικοί, όπως ο σοφός Κορίνθιος Πανούτσος Νοταράς, καθώς τα μαύρα σύννεφα του πρώτου εμφυλίου σκοτείνιαζαν τον ορίζοντα, πρότεινε με την ιδιότητα του «επιτροπικώς προεδρεύοντος» του Βουλευτικού και με πολύ προσεγμένη, σημειωτέον, διατύπωση,
[ν]α γένη σκέψις περί της μελετωμένης αποστολής εις έρευναν συνταγματικού βασιλέως, φυλαττομένης της ανεξαρτησίας του Έθνους,
με ταυτόχρονη όμως ψήφιση Συντάγματος «από όλον το παραστατικόν σώμα»[16]. Ζητούμενο προφανώς ήταν να αποσειστεί η υποψία του «καρμποναρισμού» και του εξίσου επίφοβου για τις ευρωπαϊκές αυλές «μασσονισμού», κάτι που οι πραγματιστές πρόκριτοι αντιλαμβάνονταν πολύ καλά. Τότε ήταν που, όπως λέγεται, βολιδοσκοπήθηκαν (ανεπιτυχώς, προφανώς) διάφοροι ευρωπαίοι πρίγκιπες για το θρόνο της Ελλάδας, μεταξύ άλλων και ένας Πορτογάλος[17].
Εν τούτοις, η κατάσταση στη χώρα ήταν τότε ακόμη εξαιρετικά ρευστή και αβέβαιη ώστε να δεχθεί ξένος πρίγκιπας να έρθει στην Ελλάδα, ενώ, από Έλληνες, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο μόνος που κατά τον Τρικούπη θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει ευρύτερα αποδεκτός, μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Μολδοβλαχία είχε τεθεί εκτός.
Απέμεναν επομένως προς επιλογή τα πολιτεύματα αβασίλευτης δημοκρατίας, τα οποία, εκείνα τα χρόνια, ήταν δύο ειδών: αυτά με μονοπρόσωπη εκτελεστική εξουσία, στα οποία ανήκε βέβαια το αμερικανικό, και εκείνα με πολυπρόσωπο εκτελεστικό, που είχαν δοκιμαστεί στη Γαλλία τα χρόνια της Επανάστασης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το προεδρικό πολίτευμα των ΗΠΑ ήταν γνωστό στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια. Επιπλέον, είχε έναν πολύ σημαντικό υποστηρικτή στο πρόσωπο του Αδαμαντίου Κοραή, ο οποίος, αλληλογραφώντας με τον Τόμας Τζέφερσον την ίδια περίοδο, το συνέστηνε στις «Σημειώσεις» του ως το ιδανικότερο για τη χώρα μας[18]. Ο θεσμός του προέδρου, ωστόσο, δηλαδή το μονοπρόσωπο του εκτελεστικού, αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία. Και ναι μεν, το 1827, το αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 ήταν πηγή έμπνευσης πολλών διατάξεων του Συντάγματος της Τροιζήνας, πλην όμως, κατά τη γνώμη μου, το τελευταίο δεν θα ψηφιζόταν από την Γ’ Εθνοσυνέλευση αν προηγουμένως δεν είχε επιλεγεί από αυτήν ο Ιωάννης Καποδίστριας ως κυβερνήτης – αν, με άλλα λόγια, δεν είχε γίνει προηγουμένως μια επιλογή ratione personae. Ο Καποδίστριας, θυμίζω, τους πρώτους εκείνους μήνες της Επανάστασης, κάθε άλλο παρά ήταν πρόθυμος να απαντήσει θετικά σε μια πιθανή πρόταση να αναλάβει τα ηνία της χώρας, όπως έκανε το 1827.
Απομένει έτσι το μοντέλο του πολυπρόσωπου Εκτελεστικού, πενταμελούς για την ακρίβεια, του γαλλικού θερμιδοριανού Συντάγματος του 1795[19], το οποίο –σημειωτέον– είχε διαδώσει και καταστήσει δημοφιλές στην Ελλάδα με τη Νέα Πολιτική Διοίκηση[20], δηλαδή με το σχέδιο Συντάγματός του, ο Ρήγας Βελεστινλής, το 1797. Με δεδομένο τον κατακερματισμό της ισχύος όχι μόνο κατά περιοχές (Πελοπόννησος, Ρούμελη, Νησιά), αλλά και κατά οικογένειες (αρκούμαι στους Μαυρομιχαλαίους, τους Δεληγιανναίους, τους Κουντουριώτηδες, για να σταθώ σε μερικές εμβληματικές), το μοντέλο αυτό, στο οποίο τα καθήκοντα του αρχηγού του κράτους θα ασκούσε ένα πενταμελές συλλογικό όργανο και όχι ένα πρόσωπο από μόνο του (το οποίο θα διόριζε τους υπουργούς και το οποίο, με θητεία ενός μόνο έτους, θα ήταν υπόλογο σε μια πανίσχυρη Βουλή των 50-70 πληρεξουσίων, με θητεία επίσης ενός έτους), ανταποκρινόταν –δεν θα τολμούσα βέβαια να πω σε κάποιες ανάγκες αλλά– σίγουρα σε μια δεδομένη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Κατοχυρωνόταν έτσι η κεντρική θέση, η «κεντρικότητα» (centrality) της Βουλής, ως συλλογικού σώματος στο οποίο θα εκπροσωπούνταν όλες οι τάσεις και τα κάθε είδους συμφέροντα του εξεγερμένου ελληνισμού (αλλά και πέραν αυτού). Δεν πρέπει, συνεπώς να εκπλήσσει ότι αυτό τελικά το μοντέλο επελέγη στην Επίδαυρο το 1822 και επιβεβαιώθηκε στο Άστρος το 1823, όπου μάλιστα το Βουλευτικό ενισχύθηκε περαιτέρω, αφού η σύμπραξή του ήταν απαραίτητη για το διορισμό ακόμη και των επάρχων, στην άσκηση δηλαδή μιας κατεξοχήν αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας.
Χρειάστηκε να μεσολαβήσει η λαίλαπα του Ιμπραήμ, το 1825, και η περίπου ολοσχερής καταστολή της Επανάστασης από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματά του τελευταίου για να αλλάξουν οι κανόνες του παιχνιδιού, το 1827, στην Τροιζήνα· όχι όμως και οι συσχετισμοί. Με εισήγηση τότε του Κολοκοτρώνη, οι μεν Κόχραν και Τσερτς διορίστηκαν από τη Γ’ Εθνοσυνέλευση επικεφαλής του στόλου και των χερσαίων μας δυνάμεων· ο δε Ιωάννης Καποδίστριας επελέγη ως κυβερνήτης. Όπως υπογράμμιζε στην, από 16 Μαρτίου 1827, ιστορική «αναφορά» του προς την Εθνοσυνέλευση,
[ε]ίναι αναντίρρητον ότι η πολυμέλεια του Νομοτελεστικού της Διοικήσεως [δηλαδή το πολυπρόσωπο Εκτελεστικό] μας έβλαψε πολύ και εμπόδισε τας προόδους του έθνους μας· και είναι γνώμη σοφή, και αρχαίων και νεωτέρων, ότι «ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη». Ένας λοιπόν πρέπει να είναι ο κυβερνήτης μας, ο των νόμων εκτελεστής, και ούτος ανήρ ειδήμων της πολιτικής και του φωτισμένου κόσμου. Άνδρα τοιούτον, κατ’ ευχήν, και άνδρα μάλιστα Έλληνα, έμπειρον, κατά καλήν τύχην, της υψηλής αυτής επιστήμης, έχομεν τον περίφημον Ιωάννην Καποδίστριαν, του οποίου τας ειρημένας υπεροχικάς αρετάς κανείς δεν αγνοεί· δυνάμεθα, λοιπόν, επίσης τον μεταχειρισθώμεν επί τούτω. Ιδού η γνώμη μου![21]
Ο δρόμος για το μονοπρόσωπο εκτελεστικό είχε έτσι ανοίξει. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι το πολίτευμα μετατρεπόταν σε προεδρικό. Ο κυβερνήτης δεν μπορούσε να αντιταχθεί στη Βουλή, στην οποία ανήκε βέβαια η νομοθετική εξουσία, παρά μόνο να αναβάλλει για λίγο την ψήφιση των νόμων. Η Βουλή, με άλλα λόγια, παρέμενε στο κέντρο του πολιτεύματος και κάθε βουλευτής είχε «δικαίωμα να ζητή και να λαμβάνη τας αναγκαίας πληροφορίας» από τους υπουργούς. Παρότι τους τελευταίους διόριζε και απέλυε ο κυβερνήτης κατά το δοκούν, πολλοί είδαν στο δικαίωμα αυτό των βουλευτών ένα σπέρμα κοινοβουλευτικής ευθύνης, η οποία έμελλε βέβαια να καθιερωθεί με την «αρχή της δεδηλωμένης», μισόν αιώνα αργότερα, το 1875.
Κοντολογίς, στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, παρά την προέχουσα θέση του κυβερνήτη, η Βουλή παρέμενε στο επίκεντρο της νέας θεσμικής διευθέτησης. Ίσως λοιπόν δεν είχε άδικο ο Μέντελσον Μπαρτόλντι όταν σημείωνε, με περισσό κυνισμό, ότι σε αυτό,
εκπροσωπείται η δυσπιστία προς τον προσωρινόν του κράτους αρχηγόν, τον κυβερνήτην, ούτινος σκοπόν είχον να δέσωσιν εκ των προτέρων τας χείρας[22].
Κοινό λοιπόν χαρακτηριστικό και των τριών Συνταγμάτων του αγώνα ήταν η κεντρικότητα της Βουλής, κάτι που εξηγείται, όπως πιστεύω, από τον πολυεπίπεδο, οριζόντιο και κάθετο κατακερματισμό των κέντρων ισχύος στην ξεσηκωμένη Ελλάδα, τα οποία κέντρα, προφανώς, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, έτσι όπως είχε σχεδιαστεί, το αποδυναμωμένο Εκτελεστικό.
Αντιπροσωπευτικό εκλογικό σύστημα
Προτού προχωρήσω στα συμπεράσματά μου, θα σταθώ σε μερικά ακόμη σκόρπια χαρακτηριστικά περιστατικά, που φωτίζουν, όπως πιστεύω, τη συνολική εικόνα:
Τις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, τη δεύτερη κατά σειρά, προκήρυξε στις 9 Νοεμβρίου 1822 το Εκτελεστικό, με μιαν απόφαση που συγκαλούσε τους κατοίκους όλων των χωριών, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο ιζ’ του 1822, να εκλέξουν αντιπροσώπους σε επίπεδο επαρχίας, οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα εξέλεγαν έναν βουλευτή αν ο πληθυσμός της επαρχίας δεν ξεπερνούσε τους 25.000 κατοίκους και δύο βουλευτές αν ήταν μεγαλύτερος[23]. Για όσους από μας πιστεύουμε ότι οι εκλογές για την ανάδειξη Βουλής αποτελούν, από την πρώτη στιγμή, το στοιχείο εκείνο που χαρακτηρίζει τον νεοελληνικό πολιτικό και συνταγματικό βίο, δύο διατυπώσεις της προκήρυξης εκείνης –μάλλον αγνοημένης έως σήμερα από τους ιστορικούς– έχουν ιδιαίτερη σημασία:
Πρώτον, ότι καλούνταν να ψηφίσουν οι πάντες, «μικροί και μεγάλοι, ιερείς και λαϊκοί, πάσης τάξεως και καταστάσεως άνθρωποι, εν ενί λόγω ο λαός ολόκληρος». Και ναι μεν, όπως προβλεπόταν, ως αντιπροσώπους όφειλαν να εκλέξουν μόνον «ευϋπολήπτους γέροντας» και οι εκλεγησόμενοι βουλευτές έπρεπε να είναι αυτόχθονες και τουλάχιστον 30 ετών, οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν αλλοίωναν το βασικό χαρακτηριστικό εκείνης της εκλογής, δηλαδή τη σχεδόν καθολική (ανδρική βέβαια ακόμη) ψηφοφορία.
Μια δεύτερη διατύπωση της προκήρυξης του Νοεμβρίου 1822 δεν έχει προσεχθεί όσο θα έπρεπε: η έξαρση του αντιπροσωπευτικού συστήματος ως του μόνου κατάλληλου τρόπου διακυβέρνησης:
Μόνον η παραστατική Διοίκησις, τονιζόταν, ανήκει εις τους Έλληνας, οίτινες διά να διοικούνται ορθώς ώρμησαν κατά του τυράννου, κάμνοντες τόσας και τόσας θυσίας[24].
Κατά την εκλογική διαδικασία που ακολούθησε σημειώθηκαν βέβαια διάφορα παρατράγουδα, όπως άλλωστε συνέβη και στις εκλογές για την ανάδειξη και των άλλων Εθνοσυνελεύσεων του Αγώνα, πλην όμως η αντιπροσωπευτικότητά της δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά. Οι ηττημένοι, με άλλα λόγια, αποδέχονταν καταρχήν το εκλογικό αποτέλεσμα, ακόμη και όταν δεν τους ευνοούσε. Αυτό, για παράδειγμα, συνέβη με τους στρατιωτικούς, τόσο στην Επίδαυρο, όσο και στο Άστρος. Κάτι που, εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν αυτονόητο. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκτός από την κοινή θρησκεία και, σε μικρότερο βαθμό, τη γλώσσα, δεν ήταν πολλά τα στοιχεία που ένωναν τους ξεσηκωμένους προγόνους μας: έντονοι τοπικισμοί, ταξικές και μορφωτικές διακρίσεις, αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και εξίσου έντονα αντιθετικές επιρροές των Μεγάλων Δυνάμεων αναδείκνυαν περισσότερο τις διαφορές παρά τα κοινά χαρακτηριστικά[25]. Με κίνδυνο λοιπόν να κατηγορηθώ ότι ωραιοποιώ τις τότε καταστάσεις, πιστεύω ότι οι εκλογές και οι Εθνοσυνελεύσεις, παρά τις οξύτατες αντιπαραθέσεις που τις σημάδευαν, λειτουργούσαν τελικά με κανόνες και, κατ’ αποτέλεσμα, ως χωνευτήρι. Αδιάψευστο τεκμήριο για τους νομικούς, η ψήφιση, κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση και των τριών πρώτων Εθνοσυνελεύσεων του Αγώνα, λεπτομερών κανονισμών εργασιών, οι ρυθμίσεις των οποίων, σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες μαρτυρίες, καταρχήν τηρούνταν.
Ένα δεύτερο περιστατικό στο οποίο θα ήθελα να σταθώ ήταν η κατάργηση από την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, τον Μάρτιο του 1823, του θεσμού του αρχιστρατήγου. Η ενέργεια αυτή απέβλεπε προφανώς στην αποδυνάμωση του Κολοκοτρώνη, το κύρος του οποίου, μετά τη νίκη του στα Δερβενάκια, είχε εκτοξευθεί. Το σκεπτικό πάντως της σχετικής πράξης είχε γενικότερη σημασία: όπως προβλεπόταν,
επειδή η αρχηγία των κατά γην και κατά θάλασσαν εθνικών δυνάμεων ανήκει εις μόνην την Διοίκησιν [δηλαδή την πολιτική εξουσία] κατά μίμησιν των σοφών Εθνών του κόσμου, τίτλος Αρχιστρατήγου είναι [απολύτως] απαράδεκτος εις το ελληνικόν Έθνος, επ’ ουδεμία προφάσει και περιστάσει, παρεκτός εν καιρώ εκστρατείας τινός και ωρισμένης.[26]
Ήταν –και ας μου επιτραπεί σε αυτό το σημείο ένα σχόλιο που μπορεί να φανεί σε κάποιους ανεπίτρεπτα ετεροχρονισμένο– μια πρώτη αλλά όχι λιγότερο πανηγυρική εξαγγελία της αρχής του προβαδίσματος της πολιτικής εξουσίας έναντι της στρατιωτικής, μια αρχή που έπρεπε να περάσουν 150 χρόνια από τότε για να συνειδητοποιήσουμε, μόλις το 1975, την τεράστια σημασία της.
Μια τρίτη, τέλος, πράξη, πάντοτε της Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, σημαντικότερη καθεαυτήν από πολλές επιμέρους συνταγματικές διατάξεις, αφορούσε την κατάργηση των τοπικών πολιτευμάτων, δηλαδή της Γερουσίας στη Δυτική Στερεά, του Αρείου Πάγου στην Ανατολική και της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Ασφαλώς, εκτός της Γερουσίας του Μεσολογγίου, την οποία ο Μαυροκορδάτος διατηρούσε τεχνητά στη ζωή γιατί αποτελούσε το βασικότερο πολιτικό έρεισμά του, τα τοπικά πολιτεύματα είχαν αδρανοποιηθεί. Παρά ταύτα, η ρητή κατάργησή τους ήταν σημαντική γιατί ισοδυναμούσε με ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας. Και εδώ, το σκεπτικό της κατάργησης ήταν σημαντικό. Την επέβαλλε, όπως αναφέρεται στο πρακτικό της συνεδρίασης της 30ής Μαρτίου, η ανάγκη ισχυρής «δημόσιας οικονομίας»:
[μ]ετά ταύτα εγένετο λόγος περί υπάρξεως μερικών διοικήσεων, οίων Γερουσιών, Αρείου Πάγου κ.λπ. Επειδή ανεδείχθη επιβλαβής αυτών η ύπαρξις δι’ όσα μεγάλα επιφέρει εμπόδια εις την πρόοδον της δημοσίας οικονομίας, ομογνωμόνως εξέδωκεν η Συνέλευσις περί καταλύσεως αυτών ψήφισμα.[27]
Έτσι, όπως διευκρινιζόταν αμέσως μετά,
αμέσως υπό την Εθνική Διοίκησιν να εξαρτώνται οι διάφοροι λαοί της Ελλάδος.[28]
Ποιοι διεκδικούσαν την εξουσία
Πίσω από τις συγκρούσεις για τα Συντάγματα του Αγώνα παιζόταν τελικά ένα παιχνίδι εξουσίας. Ποιος θα είχε το πάνω χέρι; Και ποιος θα κυβερνούσε τη χώρα στο υπό ίδρυση νέο κράτος; Οι πανίσχυροι τοπικοί παράγοντες της περιόδου της τουρκοκρατίας, οι προεστοί δηλαδή ή κοτζαμπάσηδες, με επικεφαλής τις πολύ γνωστές οικογένειες στις οποίες ήδη αναφέρθηκα; Οι στρατιωτικοί που, με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη, είχαν βέβαια αναλάβει το κύριο βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων και, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το ειδικό βάρος τους ήταν πολύ μεγαλύτερο από τον αριθμό τους; Ή μήπως μια μερίδα δυτικόστροφων διανοουμένων, των κατά Διαμαντούρο «εκσυγχρονιστών»[29], με καλή παιδεία και συγκροτημένο πολιτικό λόγο, που επιχείρησαν να παρασύρουν τους υπόλοιπους προς το πρότυπο του ενιαίου συγκεντρωτικού κράτους (Μαυροκορδάτος[30], Νέγρης, Σπ. Τρικούπης κ.ά.).
Με τη μία ή με την άλλη μορφή, οι ανωτέρω πρωταγωνίστησαν σε όλες τις εμφύλιες συγκρούσεις της επαναστατικής περιόδου, η έκβαση των οποίων ήταν συνάρτηση των συμμαχιών που εκάστοτε συγκροτούσαν. Αν έπρεπε πάντως κανείς να αναδείξει ποιο ήταν τελικά το θεσμικό ζητούμενο αυτών των συγκρούσεων, νομίζω ότι η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μία: το πόσο ισχυρή θα έπρεπε να είναι η κεντρική εξουσία στο νέο ελληνικό κράτος και ποιος θα ήταν ο φορέας αυτής της εξουσίας. Υποστηρικτές του ισχυρού κεντρικού κράτους οι δυτικόστροφοι, είχαν σε αυτό συμμάχους τούς στρατιωτικούς. Απέναντί τους, οι προεστοί που, μπροστά στην ισχυρή κεντρική εξουσία, έβλεπαν τα παραδοσιακά προνόμιά τους μοιραία να περιορίζονται.
Η κατάργηση των τοπικών πολιτευμάτων στο Άστρος, από τη Β’ Εθνοσυνέλευση, ήταν μια νίκη των «εκσυγχρονιστών»[31]. Αλλ’ η διατήρηση του πενταμελούς Εκτελεστικού και η πρόβλεψη της διεξαγωγής εκλογών κάθε χρόνο για την ανάδειξη του Βουλευτικού ήταν νίκη των προεστών. Γιατί προφανώς αυτοί έλεγχαν –για να μην πω χειραγωγούσαν– την εκλογική διαδικασία. Αντίστοιχα, το μονοπρόσωπο εκτελεστικό, δηλαδή ο κυβερνήτης, στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, ήταν μια νίκη των δυτικόστροφων, την οποία εν τούτοις ισοστάθμιζε σε μεγάλο βαθμό η κεντρική θέση της Βουλής. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για μια συνεχώς εξελισσόμενη διαμάχη, με αβέβαιη έκβαση, στην οποία έθεσε προσωρινό τέλος ο παραμερισμός του Συντάγματος της Τροιζήνας από τον Καποδίστρια, αμέσως μετά την άφιξή του στην Αίγινα, τον Ιανουάριο του 1828, και η επιβολή, το 1833, της Αντιβασιλείας και της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα από τις προστάτιδες δυνάμεις, ερήμην βέβαια των άμεσα ενδιαφερομένων.
Το αβασάνιστο συμπέρασμα από τη συνοπτική αυτή ανασκόπηση είναι ότι, τελικά, η παρακαταθήκη των Συνταγμάτων του αγώνα ήταν περιορισμένη. Στην πράξη δεν εφαρμόστηκαν, ούτε βέβαια μπορούσαν να εφαρμοστούν υπό τις τότε συνθήκες, στη δε χώρα επιβλήθηκε τελικά ένα απολυταρχικό καθεστώς, χωρίς Σύνταγμα και δεσμευτικούς νόμους.
Όπως προανέφερα, η μηδενιστική αυτή ανάγνωση των Συνταγμάτων του Αγώνα δεν είναι κατά τη γνώμη μου ορθή. Τα Συντάγματα αυτά καθιέρωσαν πρώτα πρώτα μια γλώσσα και την ορολογία μιας σύγκρουσης, η οποία ήταν εντέλει νεωτερική. Ταυτόχρονα, έθεσαν τα θεμέλια μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής παράδοσης, η οποία, τα χρόνια που ακολούθησαν, αποτέλεσε τον πυλώνα του ελληνικού συνταγματισμού. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι, σε σύγκριση με άλλες χώρες, που θεωρούνται συνήθως συνταγματικά πιο προηγμένες, όπως η Γερμανία και η Ιταλία (για να μη μιλήσει κανείς για τους βαλκάνιους γείτονές μας), από το 1844, που ψηφίστηκε το Σύνταγμα της συνταγματικής μοναρχίας, έως τις μέρες μας, τα χρονικά διαστήματα που η χώρα κυβερνήθηκε χωρίς Σύνταγμα ήταν ελάχιστα και σχετικά βραχέα. Παράλληλα, από το 1843, όταν αναδείχθηκε η Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου, έως το 2019, έχουν διεξαχθεί στη χώρα μας 67 εκλογές για την ανάδειξη Βουλών και Εθνοσυνελεύσεων, από τις οποίες διαβλητές ή ελάχιστα αντιπροσωπευτικές λόγω αποχής ήταν μόνο 12-13. Οι υπόλοιπες 55 ήταν γνήσιες. Ελάχιστες μόνο χώρες έχουν να επιδείξουν συγκρίσιμο απολογισμό.
Κοντολογίς, σε τελευταία ανάλυση, από τότε, και παρά τις συγκρούσεις του εικοστού αιώνα, η μάχη για την εξουσία στη χώρα μας γίνεται κατά κανόνα με εκλογές και Συντάγματα και όχι με τα όπλα. Ποιος θα τολμούσε να ισχυριστεί ότι σε αυτό δεν βοήθησαν και τα Συντάγματα του Αγώνα;
Θα κλείσω με ένα κρητικό απόφθεγμα, που ο Γιώργος Σεφέρης παραθέτει σε ένα άρθρο του αφιερωμένο στον Γιώργο Θεοτοκά, λίγο μετά το θάνατο του τελευταίου, το 1966, και το οποίο ευχόταν να χαραχτεί στο «ανώφλι των πυλών της Βουλής των Ελλήνων»:
Την τύχη του κάθε λαός
την κάνει μοναχός του,
κι όσα του κάνει η τρέλα του
δεν του [τα] κάνει ο οχτρός του[32].
ΛΕΖΑΝΤΕΣ
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος (Κόρινθος, 1822) του πρώτου εθνικού Συντάγματος της χώρας, το οποίο ήταν και το χρονολογικά πρώτο Σύνταγμα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το είχε ψηφίσει την 1η Ιανουαρίου 1822 η Α’ Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα, τη σημερινή Νέα Επίδαυρο, ένα χωριό της ανατολικής Αργολίδας. Και μια σελίδα από την ίδια έκδοση, όπου καταχωρίζονται τα ονόματα των εκλεγμένων μελών του πρώτου Βουλευτικού Σώματος.
Βιβλιοθήκη της Βουλής
Ο Κολοκοτρώνης οδηγών τον στρατόν του εις Νεμέαν κατά του Δράμαλη. Μυθοποιητική χρωμολιθογραφία αγνώστου, 54x69 εκ. (φύλλο), περ. 1908. «Ο ανήρ ούτος, άγων το 52ον έτος της ηλικίας», σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, «δεν δύναται να ονομασθή ανήρ μεγαλοφυής, είχεν όμως τοιαύτην και τοσαύτην ορθότητα πνεύματος, ευγλωττίαν, στρατηγικήν δεξιότητα, πανουργίαν και γνώσιν των πραγμάτων και των προσώπων οία και όσα απαιτούντο ίνα υπαγάγη τους Μωραΐτας του 1821»
Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής, αρ. ευρ. 577
[1] Τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής ήταν η 14η ομιλία του κύκλου 21 ομιλίες για το ’21, την οποία, με τίτλο «Οι απαρχές του κοινοβουλευτισμού στα Συντάγματα του Αγώνα», παρουσίασα διαδικτυακά, στις 12/5/2021, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών για τα διακόσια χρόνια της Επανάστασης· βλ. το σχετικό τεύχος του ΕΚΠΑ, με υπεύθυνη την καθηγήτρια Μαρία Ευθυμίου, Αθήνα, ευγενική χορηγία Τράπεζας Πειραιώς, 2021.
[2] “Jeremy Bentham to Greek Legislators” (1823, βλ. «Ο Ιερεμίας Μπένθαμ προς τους Έλληνες νομοθέτες» (1923), στον τόμο Ο Ιερεμίας Μπένθαμ και η ελληνική επανάσταση, επιστ. διεύθυνση: Κων. Παπαγεωργίου, εισαγωγή-επίμετρο: Κων. Παπαγεωργίου Φιλ. Παιονίδης, Αθήνα, Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων, 2012, σελ. 59 & επ. - Στο αγγλικό πρωτότυπο: “You are not cursed by Kings. You are not cursed by Nobles. Your minds are not under the tyranny of Priests. Your minds are not under the tyranny of Lawyers”.
[3] Στο «υπαρξιακό» αυτό ερώτημα για την εθνική μας αυτογνωσία επιχειρεί να απαντήσει με το τελευταίο βιβλίο του και ο Ξενοφών Κοντιάδης, Η περιπετειώδης ιστορία των επαναστατικών Συνταγμάτων του 1821. Η θεμελιωτική στιγμή της ελληνικής πολιτείας, Αθήνα, Καστανιώτη, 2021. Από την πρόσφατη αρθροβιβλιογραφία, βλ. και την ανασκόπηση του Σπ. Βλαχόπουλου, «Τα Συντάγματα της Επανάστασης», στον συλλογ. τόμο των Θάνου Βερέμη & Αντ. Κλάψη (επιμ.), 1821. Η επανάσταση των Ελλήνων, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2021, σ. 279-297. Από τη μεριά μου, συγκεντρώνω παλαιότερες σκέψεις στη συμβολή μου με τίτλο “Assemblies and Constitutions” στον συλλογικό τόμο των P.M. Kitromilides & C. Tsoucalas (eds), The Greek Revolution. A Critical Dictionary, Cambridge/London, The Belknap Press of Harvard University Press, 2021, σελ. 439-452.
[4] Βλ. για παράδειγμα την παρουσίαση των εργασιών της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους (30/3-18/4/1823) από τον Βρετανό W. Alison Philips, The War of Greek Independence, 1821-1833, London, Smith, Elder & Co, 1897: “Among this motley assemblage there was of course little question of useful legislation. The Greeks from of old have loved oratory and the game of debate, and the making of laws better than the observance of them; and the new born liberties of Greece seemed now in danger of being designed in a flood of talk, or strangled in a network of intrigues” (σελ. 121).
[5] Στη «μηδενιστική» αυτή προσέγγιση ενδίδει και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, για τον οποίο, τα Συντάγματα του 1822 και του 1823 όχι απλώς «ουδέποτε σπουδαίως εφηρμόσθησαν και τη αληθεία αδύνατον ήτο να εφαρμοσθώσι»· το χειρότερο ήταν ότι καταρτίστηκαν για να μην εφαρμοστούν: «Ο διερχόμενος ταύτα επιμελώς νομίζει μάλιστα ότι εξ αρχής συνετάχθησαν επί τω σκοπώ του να μη εκτελεσθώσι ποτέ», βλ. Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. ΣΤ’, 5η έκδ., Αθήναι, εκδ. Ελευθερουδάκη, 1925, σ. 41. Αποτίμηση στην οποία, παραδόξως τον ακολουθεί χωρίς αποχρώσεις ο συνήθως πολύ πιο ευαίσθητος Ν.Ν. Σαρίπολος, Ελληνικόν συνταγματικόν δίκαιον, τ. Α’, γ’ έκδ., εν Αθήναις, Ραφτάνης, 1915, σ. 18-19.
[6] Στην κατηγορία αυτή ανήκει δίχως άλλο και ο γνωστός λόγιος Δημ. Βερναρδάκης, ο οποίος, σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Καποδίστριας και Όθων (1875), που ανέσυρε ο Ξεν. Κοντιάδης (υποσημ. 3, σ. 23), υποστήριζε –όχι απολύτως εν αδίκω!– ότι το Σύνταγμα ήταν για τους κοτζαμπάσηδες «ταχυδακτυλούργημα πολιτικόν»: «Το Σύνταγμα ήτο λέξις μαγική, ήτις ηλέκτρισε τους λογιωτάτους, όσοι ανεγίγνωσκον εις τα βιβλία και τας εφημερίδας της Ευρώπης τόσα και τόσα θαύματα περί της πολιτικής αυτής πανακείας. Διά τους προεστούς δε ήτο νέκταρ και αμβροσία, επειδή το Σύνταγμα ήτο δι’ αυτούς ταχυδακτυλούργημα πολιτικόν, επαναφέρον εις τας πατρικάς αγκάλας την δραπετεύσασαν αυτών εξουσίαν».
[7] Βλ. Ηλία Κυριακόπουλου (επιμ.), Τα Συντάγματα της Ελλάδος, Αθήναι, Εθνικόν Τυπογραφείον, 1960, σ. 614 και την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ΙΕΕ) της Εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΒ’, Αθήνα, 1975, σ. 128.
[8] Βλ. το πλήρες κείμενο του καταστατικού αυτού κειμένου της ελληνικής ανεξαρτησίας –το οποίο θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να διδάσκεται στα σχολεία ως εισαγωγικό στη νεοελληνική πολιτική ιστορία– στα Αρχεία της ελληνικής παλιγγενεσίας, 1821-1932 (ΑΕΠ), τ. Α’, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, επανέκδ. 2021, σ. 40-42 (όπου και οι υπογραφές των 59 πληρεξουσίων της Α’ Εθνοσυνέλευσης).
[9] ΑΕΠ, τ.Α’, όπ.π. σ. 41.
[10] Βλ. το γαλλικό Σύνταγμα της 3ης/9/1791, στο οποίο προτάσσεται η ιστορική –και ισχύουσα έως τις μέρες μας– Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου της 26ης/8/1789, σε Jacques Godechot (présentation), Les Constitutions de la France depuis 1789, Paris, GF Flammarion, 1995, σ. 33 & επ.
[11] Για το Σύνταγμα αυτό και τις συνθήκες υπό τις οποίες ψηφίστηκε ως συμβιβασμός των διαφόρων τάσεων της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης του 1789, βλ. J.J. Chevallier, Histoire des institutions et des régimes politiques de la France, de 1789 à nos jours, 4η έκδ., Paris, Dalloz, 1972, σ. 41 & επ.
[12] Για την απήχηση του Συντάγματος αυτού στην Ευρώπη του 19ου αιώνα βλ., αντί πολλών, Giuseppe de Vergottini, Derecho constitucional comparado, Madrid, Espasa-Calpe, 1983, σ. 205-206, καθώς και Ν.Κ. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010, Αθήνα, Πόλις, 2011, σ. 200 & επ.
[13] Βλ. Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, όπ.π., σ. 89 & επ.
[14] Βλ. Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, γ’ έκδ. (φωτ. αναπαραγωγή Ιδρύματος της Βουλής, 2007), τ. Β’, εν Αθήναις, 1888, σ. 109-110.
[15] Στο προοίμιο του Γ’ κεφαλαίου του Α’ Τμήματος της Νομικής Διάταξης της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (15/11/1821), γινόταν λόγος για την συσταθησόμενη «Εθνική Βουλή» ως «κέντρου της Ελλάδος», η οποία θα ήταν «ο τοποτηρητής του εσομένου Βασιλέως, τον οποίον η Ελλάς θέλει ζητήση από την χριστιανικήν Ευρώπην και τον οποίον», όπως επί λέξει τονιζόταν, «αφού καθυποβάλη εις τους εθνικούς νόμους της, τους οποίους, αν κοινώς αποδεχθή, έχει να αναγνωρίζη μονάρχην της», βλ. σε Ανδρέα Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, τ. Α΄, εν Πειραιεί, τυπογρ. Ηλ. Χριστοφίδη «Η αγαθή τύχη», 1839, σ. 43 & επ., 49.
[16] Βλ. την από 10/11/1823 «προτρεπτική» και «νουθετική» έκθεση του Π. Νοταρά προς το Βουλευτικό, που περιλαμβάνεται στα πρακτικά της ίδιας ημέρας, σε ΑΕΠ, τ. Β’, σ. 187-188. Για την πολύτιμη αυτή παραπομπή, χάριτας οφείλω στους Θ. Βερέμη, Γ. Κολιόπουλο και Ιάκ. Μιχαηλίδη, 1821. Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2018, σ. 369.
[17] Βλ. περισσότερα για το κεφάλαιο αυτό σε Βερέμη, Κολιόπουλο, Μιχαηλίδη, όπ.π., σ. 346 & επ.
[18] Ιδού τι υποστήριζε ο μεγάλος Χιώτης για το «αγγλοαμερικανικόν σύστημα»: «Επειδή το Σύνταγμα της Ελλάδος ονομάζεται προσωρινόν, ευχής άξιον ήτο, αφού οι Έλληνες λάβωσιν άνεσιν από τους κατά του τυράννου πολέμους, διά να συντάξωσιν, ακολουθούντες κατά πάντα το πολιτικόν σύστημα των Αγγλοαμερικανών, σύστημα μαρτυρούμενον και από την κρίσιν όλων των πολιτικών φιλοσόφων και από την ισχυροτέραν πάσης αποδείξεως, την πείραν, ότι είναι παρά τας σημερινάς όλας ευνοουμένας πολιτείας το τελειότερον», Αδ. Κοραής, Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος, εισαγωγή-επιμέλεια: Πασχ. Κιτρομηλίδης, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής, 2018, σ. 117 (υπογρ. του ίδιου του Κοραή).
[19] Βλ. το κείμενο του μετριοπαθούς αυτού Συντάγματος της 22/8/1795 (γνωστότερου στη Γαλλία ως Constitution de l’ an III) σε Les Constitutions de la France, όπ.π., σ. 101 & επ. – Για μιαν εισαγωγή στα Συντάγματα της Γαλλικής Επανάστασης, τα οποία, μέσω της ελληνόφωνης Εφημερίδος της Βιέννης, διαδίδονταν ευρύτατα μεταξύ των Ελλήνων λίγο μετά τη θέσπισή τους, βλ. Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, όπ.π., σ. 195 & επ.
[20] Bλ. το κείμενό της στον Ε’ τόμο της μνημειώδους έκδοσης των έργων του Ρήγα από τη Βουλή των Ελλήνων, Ρήγα Βελεστινλή. Άπαντα τα σωζόμενα, εισαγωγή, επιμ., σχόλια: Πασχ. Κιτρομηλίδης, Αθήνα, 2000, σ. 31 και επ. Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνεται ως «πρότυπο» του Ρήγα και το γαλλικό Σύνταγμα της 24/6/1793 (σ. 117 & επ.). Εξίσου όμως πρότυπο για τον Βελεστινλή ήταν και το θερμιδοριανό Σύνταγμα του 1795 (βλ. την προηγούμενη υποσημείωση) από το οποίο ο μεγάλος οροματιστής εμπνεύσθηκε το πενταμελές Διευθυντήριο (:πρότυπο) για το Εκτελεστικό του Συντάγματος της Επιδαύρου).
[21] ΑΕΠ, όπ.π., τ. Α’, σ. 422-424. Δεν αντέχω στον πειρασμό, σε αυτό το σημείο, να μην παραθέσω τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο: «Ο ανήρ ούτος, άγων το 52ον έτος της ηλικίας, τωόντι πεπλασμένος ίνα άρξη της Πελοποννήσου, όπως άττη είχεν επί του αγώνος. Το ευπαγές αυτού σώμα, η μεγάλη κεφαλή, η μακρά κόμη, οι αετώδεις οφθαλμοί, το ευρύ μέτωπον, η βροντώδης φωνή, τα πάντα ήσαν παρ’ αυτώ επιτήδεια να καταπλήξωσιν εκ πρώτης όψεως τους ρωμαλέους της χερσονήσου ορείτας. […] Ο Κολοκοτρώνης δεν δύναται να ονομασθή ανήρ μεγαλοφυής, είχεν όμως τοιαύτην και τοσαύτην ορθότητα πνεύματος, ευγλωττίαν, στρατηγικήν δεξιότητα, πανουργίαν και γνώσιν των πραγμάτων και των προσώπων οία και όσα απαιτούντο ίνα υπαγάγη τους Μωραΐτας του 1821 […]», Ιστορία του ελληνικού έθνους, όπ.π., σ. 51.
[22] ΙΕΕ, τ. ΙΒ’, όπ.π., σ. 440. Ενδιαφέρον έχει η παρά ταύτα εγκωμιαστική αποτίμηση του Συντάγματος της Τροιζήνας από τον W. Alison Phillips, The War of Greek Independence, όπ.π.: “Apart from the pronounced Panhellenism, the constitution was remarkable for an enunciation of democratic ideas, far in advance of those of any State in Europe, including as it did the principle of government by the people, the equality of all before the law, freedom of opinion and the press and provisions against arbitrary taxation and imprisonment without trial”, σ. 226).
[23] Την προκήρυξη εκείνη υπέγραφαν ο Αθανάσιος Κανακάρης, ως αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, και ο Θεόδωρος Νέγρης, ως αρχιγραμματέας της Επικρατείας, βλ. ΑΕΠ, τ. Α’, όπ.π., σ. 4750.
[24]Αυτόθι. Σημειωτέον ότι τον όρο «παραστάτη» χρησιμοποιούσε το Σύνταγμα της Επιδαύρου (βλ. τις παραγρ. ια’: «Το Βουλευτικόν σύγκειται εκ πληρεξουσίων εκλελεγμένων παραστατών των διαφόρων μερών της Ελλάδος». Τον είχε χρησιμοποιήσει και ο Ρήγας, στη Νέα Πολιτική Διοίκηση, το άρθρο 21 της οποίας έχει ιδιαίτερη σημασία διότι καθιερώνει, εκτός από το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, και την καθολική ψηφοφορία: «21. Παρασταίνει όλον το έθνος το πλήθος του λαού, το οποίον είναι το θεμέλιον της εθνικής παραστήσεως, και όχι μόνοι οι πλούσιοι ή οι κοτζιαμπάσηδες». Ορθά ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης επισημαίνει την προσθήκη του Ρήγα στο αντίστοιχο άρθρο 7 του γαλλικού Συντάγματος του 1793, το οποίο αρκείτο σε μια λακωνική (θετική) διατύπωση (:“Le peuple souverain est l’ universalité des citoyens français”), βλ. Ρήγα Βελεστινλή άπαντα τα σωζόμενα, όπ.π., 93-94.
[25]Έτσι, χαρακτηριστικότατα, η από 30/3/1823 πράξη της Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, με την οποία καταργήθηκαν τα τρία τοπικά πολιτεύματα (βλ. υποσημ. 28, πιο κάτω), έκανε μνεία των «διαφόρων λαών της Ελλάδος»!
[26] Παράγραφος Β’ (§Β’) της από 29.3.1823 απόφασης της Β’ Εθνοσυνέλευσης, (του Άστρους), βλ. Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν, όπ.π., τ. Α’, σ. 84-85.
[27] Βλ. Α. Μάμουκα, όπ.π., 61-62. Ένας ευφάνταστος σχολιαστής θα διέκρινε πίσω από την επίκληση της «δημόσιας οικονομίας» στοιχεία «χαμιλτονιανής» προσέγγισης. Κατά τον Alexander Hamilton, εκ των «πατέρων» του αμερικανικού Συντάγματος του 1787 και πρώτο υπουργό των Οικονομικών των ΗΠΑ, αναγκαία προϋπόθεση για την «ύπαρξη» και επιβίωση του σύγχρονου κράτους είναι η ισχυρή κεντρική εξουσία, συνταγματικά εξοπλισμένη με τη δυνατότητα χάραξης και επιβολής νομισματικής και δημοσιονομικής, βλ. αντί πολλών, A. Kelly, W. Harbison & H. Belz, The American Constitution, Its Origins and Development, 6η έκδ., New York, London, Norton & Co, 1983, σ. 129 & επ.
[28] Βλ. Μάμουκα, όπ.π., σ. 98, όπου το κείμενο της από 30/3/1823 πράξης της Β’ Εθνοσυνέλευσης.
[29] Βλ. την ελληνική έκδοση της διδακτορικής διατριβής του, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, μτφρ.: Κ. Κουρεμένος, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2002.
[30] Ας μου επιτραπεί να σταθώ στην περίπτωση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του έλληνα πολιτικού με συμβολή στην κατάρτιση των περισσότερων Συνταγμάτων που θεσπίστηκαν από το 1821 και μετά, αφού είχε συμμετάσχει στη συζήτηση και την ψήφιση όχι μόνον των δυο πρώτων Συνταγμάτων του Αγώνα –δηλαδή της Επιδαύρου και της Τροιζήνας– αλλά στο ανεξάρτητο πλέον κράτος, και των Συνταγμάτων του 1844 και του 1864. Ένα ρεύμα σκέψης –ισχυρότατο, σημειωτέον, έως τις μέρες μας, βλ. π.χ. το σχετικό λήμμα στο Λεξικό της ελληνικής επανάστασης του 1821 του Χρ. Α. Στασινόπουλου (Αθήνα, εκδ. Δεδεμάδη, 1979), φωτοτ. ανατύπ. 2021 από το Βήμα– όχι μόνον υποβαθμίζει την αποφασιστική συμβολή του ιδίως στη διεθνή ακτινοβολία της Επανάστασης και την επιτυχία της γενικότερα, αλλά και του αποδίδει άκρατο αριβισμό και ιδιοτέλεια, με χαρακτηρισμούς όπως «κακός δαίμονας» της Επανάστασης, «δολιοφθορέας της ενότητας» και άλλους παρόμοιους. Περιορίζομαι και εδώ να παραθέσω τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του Κων. Παπαρρηγόπουλου: «Ο δε Μαυροκορδάτος υπήρξε ομολογουμένως ο εξοχώτερος πολιτικός ανήρ ον παρήγαγε η επανάστασις, επενεργήσας όσον ουδείς άλλος εις την τύχην του έθνους, διά τε των αρετών αυτού και των ελαττωμάτων […]. [Α]ιμύλος τους τρόπους, ευφυής εις το λέγειν, επιτήδειος εις το γράφειν, δεξιός περί την χρήσιν των ανθρώπων, ηγάπησε και επεζήτησε την αρχήν διά παντός σχεδόν του βίου», Ιστορία…, όπ.π. τ. ΣΤ’, σ. 37.
[31] Την είχε υποστηρίξει, σημειωτέον, και ο Κοραής, ο οποίος επέκρινε τη διατήρηση σε ισχύ των τοπικών πολιτευμάτων από το Σύνταγμα της Επιδαύρου (§ ρα’): «Ημείς σήμερον, παρά την ευτυχίαν να είμεθα ομογενείς, ομόγλωσσοι και ομόθρησκοι, έχομεν όλα τα μέσα και βοηθήματα, όσα εγέννησεν η πρόοδος των φώτων· ζώμεν την 19ην εκατονταετηρίδα, ήτις μέλλει ονομασθή εις την ιστορίαν Εκατονταετηρίς της ελευθερίας των εθνών […]»: Σημειώσεις, όπ.π., σ. 196.
[32] Βλ. «Η συνομιλία με τον Φαβρίκιο», Εποχές, τ. 45 / Ιαν. 1967· περιλαμβάνεται στον τόμο: Γιώργος Θεοτοκάς & Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία, φιλολ. επιμ.: Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ερμής, 1975, σ. 31 & επ., 39.