Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν είναι η δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Σταύρου Τσακυράκη, Η ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (2021). Δεν είναι μόνον ο πρόλογος του Πάσχου Μανδραβέλη και το επίμετρο της Ιωάννας Τουρκοχωρίτη που δίνουν στο βιβλίο πρόσθετο ενδιαφέρον. Είναι και το πολύ πιο αεράτο lay out και η αισθητικά πιο ελκυστική γραμματοσειρά που καθιστούν την ανάγνωση πιο απολαυστική, σαν να πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα με νομική πλοκή και κεντρικούς ήρωες τον Holmes, τον Brandeis και τους άλλους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον!
Είναι και το ότι από το 1997, που το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε, μεσολάβησαν κοσμογονικές αλλαγές στο πεδίο της επικοινωνίας και της ενημέρωσης. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σε αυτά τα είκοσι πέντε χρόνια, με την ανάπτυξη του Ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων, εξαφανίστηκαν από τα περίπτερα οι παραδοσιακές εφημερίδες και τα ενημερωτικά περιοδικά. Στις μεσαίες πόλεις, για να μη μιλήσω ακόμη και για ολόκληρες συνοικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, δυσκολεύεται κανείς να βρει σημεία πώλησης.
Δεν θα σταθώ πάντως στις νεότερες αυτές εξελίξεις, όσο στο αν το βιβλίο του αείμνηστου συναδέλφου παραμένει παρά ταύτα επίκαιρο. Και θα επιμείνω κυρίως σε ένα από τα θέματα που θίγει, το ζήτημα του μισαλλόδοξου λόγου:
Από την «υπόθεση Πλεύρη» και την απαλλαγή του πρωτεργάτη του νεοναζισμού από την κατηγορία του αντισημιτικού λόγου, στην περίπτωση του Χάινς Ρίχτερ, που κατηγορήθηκε ότι στο βιβλίο του για τη Μάχη της Κρήτης προσέβαλε την κρητική λεβεντιά και, πιο πρόσφατα, του μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιου ο οποίος, με ανάρτησή του, καλούσε τους ευσεβείς χριστιανούς «να φτύνουν» τους ομοφυλόφιλους όταν τους συναντούν στο δρόμο, όλο και κάποια ανάμειξη είχα γνωμοδοτικά ή ως μάρτυρας στις σχετικές δίκες, αστικές ή ποινικές.
Περισσότερο απ’ όλες τις άλλες υποθέσεις, ωστόσο, εκείνη που με σημάδεψε ήταν της Χρυσής Αυγής. Ο λόγος της βέβαια ήταν κατεξοχήν μισαλλόδοξος, πλην όμως συνοδευόταν και από εγκληματικές πράξεις οι οποίες, αφού αποδείχθηκαν δικαστικά, οδήγησαν στην καταδίκη της ηγεσίας της για σύσταση ή/και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Πού θα πρέπει όμως να τραβήξουμε την κόκκινη γραμμή όταν ο μισαλλόδοξος λόγος δεν συνοδεύεται από εγκληματικές πράξεις;
Οι υποθέσεις του Charlie Hebdo, του Μπατακλάν και της Νίκαιας στη Γαλλία εκτόξευσαν στο επίκεντρο της πολιτικής και της συνταγματικής επικαιρότητας μια συζήτηση περιθωριακή έως τότε, τουλάχιστον στην Ευρώπη: σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι ανεκτός ένας λόγος τον οποίο μια μειονότητα, θρησκευτική ή άλλη, εκλαμβάνει ως μισαλλόδοξο και προσβλητικό; Ή μήπως, τουναντίον, όσοι εκφέρουν δημόσιο λόγο πρέπει να αυτοσυγκρατούνται, ώστε να μη σημειώνονται αιματηρά περιστατικά παρόμοια με εκείνα που συγκλόνισαν τη Γαλλία το 2015 και το 2016; Ακόμη όμως και αν θεωρούνταν ειλικρινείς οι ισχυρισμοί των ισλαμιστών που ανέλαβαν την ευθύνη και των τριών αυτών τρομοκρατικών ενεργειών, ότι τάχα είχαν προηγηθεί δημοσιεύματα και ενέργειες που έθιγαν τα βαθύτερα πιστεύω τους, αυτό, όπως ορθά έχει επισημανθεί, δεν αποτελεί ελαφρυντικό, ούτε πολύ λιγότερο μπορεί να δικαιολογήσει οποιαδήποτε αυτολογοκρισία.
Η «κόκκινη γραμμή» βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στον βαθμό εξατομίκευσης του ακραίου –ακόμη και του μισαλλόδοξου– λόγου. Στο αν, με άλλα λόγια, ο λόγος αυτός απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή, τουναντίον, αορίστως, σε ένα πληθυσμιακό σύνολο, μια συλλογικότητα. Αν δηλαδή αποκαλεί «παλιοεβραίο» και «δολοφόνο του Χριστού» τον Α, τον Β ή τον Γ ειδικά, ή «Βούλγαρους» τους οπαδούς του ΠΑΟΚ γενικά. Στην πρώτη περίπτωση, ο πόνος που προκαλεί –ή που μπορεί ενδεχομένως να προκαλέσει– ο μισαλλόδοξος λόγος δικαιολογεί, όπως πιστεύω, σχετικό περιορισμό. Στη δεύτερη όχι. Κάτι με το οποίο διαφωνεί ο Τσακυράκης, θεωρώντας πολύ ρευστό το «κριτήριο του πόνου».
Δεν νοούνται περιορισμοί στο λόγο
Τουναντίον, οι περισσότεροι συμφωνούμε με τον Τσακυράκη, όταν, με αναφορές πάντοτε στη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον, υποστηρίζει ότι δεν νοούνται περιορισμοί στον μισαλλόδοξο λόγο, όταν αυτός είναι γενικός, όπως π.χ. η αμφισβήτηση του Ολοκαυτώματος. Όπως σωστά επισημαίνει, κρίσιμη στο σημείο αυτό είναι η διάκριση μεταξύ της «υποκίνησης» (που είναι καταρχήν αθέμιτη) και «υποστήριξης» της χρήσης βίας (που είναι καταρχήν θεμιτή). Γιατί η υποκίνηση συνιστά και παρότρυνση ενώ η υποστήριξη μπορεί να είναι μόνο θεωρητική. Όπως φάνηκε και από την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, το κριτήριο αυτό είναι το ασφαλέστερο, ίσως και το μοναδικό, που μπορεί να χρησιμοποιείται σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία για την αντιμετώπιση ανατρεπτικών ομάδων, ακόμη και όταν περιβάλλονται το κέλυφος πολιτικού κόμματος: γιατί καμιά δημοκρατία δεν μπορεί να ανεχθεί τη χρήση ή την ευθεία υποκίνηση σε χρήση βίας. Αυτή είναι η δεύτερη, κατά τη γνώμη μου, κόκκινη γραμμή, την οποία, σημειωτέον, συμμερίζεται και ο Τσακυράκης.
Kατά τα λοιπά, θέλω να αναφερθώ ειδικά στην επίμονη και αδικαιολόγητη άρνηση των δικαστηρίων μας να αξιολογούν τον εγκαλούμενο λόγο στα συγκείμενα, στα συμφραζόμενά του. Είναι διαφορετικό να δημοσιεύει κανείς σκίτσα του Μωάμεθ σε μια ημερήσια εφημερίδα γενικής κυκλοφορίας, από να τα μοιράζει έξω από ένα τζαμί, την ώρα που σχολάνε οι μουσουλμάνοι πιστοί. Αυτή την τόσο σημαντική παράμετρο –από φόβο, άραγε, μπροστά στην αυθεντία των κυβερνώντων;– ο έλληνας δικαστής αρνείται συστηματικά να τη λάβει υπόψη. Η παράλειψη αυτή, καθώς και η υποβάθμιση ενός ακόμη θεμελιώδους κριτηρίου της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου, του αν δηλαδή ο επίδικος λόγος εντάσσεται στο πλαίσιο μιας συζήτησης γενικότερου ενδιαφέροντος, βρίσκεται πίσω από τις περισσότερες καταδίκες της χώρας μας για παράβαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Η μεγαλύτερη, κατά τη γνώμη μου, συμβολή του Σταύρου Τσακυράκη στο συνταγματικό μας δίκαιο, είναι η αταλάντευτη επιμονή του στο να δίνουμε τις νομικές μας μάχες σε επίπεδο αρχών. Και στο να κάνουμε σταθμίσεις, αναζητώντας πιθανές ισορροπίες, μόνο αφού εξαντλήσουμε βασανιστικά όλα μας τα επιχειρήματα στο επίπεδο αυτό. Οι γνωστές αντιρρήσεις του για την καταχρηστική επίκληση της αρχής της αναλογικότητας, μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να κατανοηθεί. Το ίδιο και ο αμέριστος θαυμασμός του προς το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουάσιγκτον, το οποίο, παλαιότερα ιδίως, επί προεδρίας Warren, αυτό ακριβώς δίδασκε. Ότι δηλαδή, για ορισμένα δικαιώματα –και ειδικά για την ελευθερία της έκφρασης– οι όποιες εκπτώσεις για λόγους σκοπιμότητας ισοδυναμούν με ήττα σε θέματα αρχής.
Πού οφείλονται όμως οι διαφορές μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής σε αυτό το πεδίο; Να φταίει η μεσολάβηση δύο ωκεανών που προφυλάσσουν καταρχήν τις ΗΠΑ από τις εστίες των μεγάλων εντάσεων της εποχής μας; Ή μήπως το βάρος της ιστορίας; Γιατί, ας μην το ξεχνάμε, από το 1776 οι ΗΠΑ δεν καταλήφθηκαν ποτέ από κάποια υπερδύναμη, ούτε έχουν ζήσει τραυματικές εμπειρίες ανάλογες με αυτές που έχουν περάσει οι ευρωπαϊκοί λαοί εδώ και αιώνες. Μήπως, τέλος, φταίνε οι διαφορετικές ηθικοπολιτικές παραδόσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών, οι οποίες εξακολουθούν σε πολλά να μη συγκλίνουν, παρά την κοινή καταγωγή τους από τον διαφωτισμό;
Αυτή ήταν μια από τις συζητήσεις που είχαμε αρχίσει πριν από χρόνια με τον Σταύρο Τσακυράκη και που θέλω να πιστεύω ότι θα συνεχιστεί, χάρη στο σχολιαζόμενο βιβλίο του.