Το βιβλίο του Αλέξανδρου Μπαζούκη στηρίζεται στη διδακτορική διατριβή που ο ίδιος υποστήριξε στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, το 2017. Με βασικές και μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου εργάστηκε κοντά στη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ο συγγραφέας ειδικεύεται στη νεοελληνική φιλολογία και, ειδικά, στους πεζογράφους και ποιητές της μεταπολεμικής εποχής. Εδώ και χρόνια ζει και εργάζεται στην Κύπρο.
Το σχολιαζόμενο βιβλίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι περιλαμβάνει δύο αυτοτελείς μα και αλληλοσυμπληρούμενες μελέτες. Τίτλος της πρώτης, αν εκδιδόταν μόνη της, θα ήταν «Η λογοτεχνική κριτική στην εποχή των άκρων». Σε αυτήν, ο Μπαζούκης καταγράφει τις αντιδράσεις που προκάλεσαν στην πνευματική Αθήνα τα πρώτα βιβλία του Ρόδη Ρούφου, όταν εκδόθηκαν: αρχικά το Χρονικό μιας σταυροφορίας, δηλαδή το τρίτομο και σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό μυθυστόρημα του Ρούφου για τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης (1954-1958) και, στη συνέχεια, η Χάλκινη εποχή, δηλαδή το «μυθιστόρημα του κυπριακού αγώνα» –όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος ο συγγραφέας του (1960)– που είχε πρώτα γραφεί στα αγγλικά και κυκλοφορήσει στο Λονδίνο, λίγους μήνες πρωτύτερα, ως απάντηση στα Πικρολέμονα του Λώρενς Ντάρελ (The Age of Bronze).
Όσο για τη δεύτερη μελέτη του βιβλίου, θα μπορούσε να επιγράφεται «Τα κίνητρα ενός δημόσιου διανοούμενου σε ώρα κρίσης»: τοποθετώντας τα ανωτέρω βιβλία στα ιστορικά και πολιτικά συγκείμενά τους, εξετάζει λεπτομερώς τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της πολιτικής καταρχάς ιδεολογίας του Ρούφου ως συγγραφέα «στρατευμένου», όχι υπέρ ενός κόμματος ή έστω μιας παράταξης, αλλά υπέρ μιας φιλοσοφίας, του πολιτικού φιλελευθερισμού. Κάτι ασφαλώς σπάνιο και μάλλον παράδοξο λίγο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, σε μια εποχή δηλαδή που δεν ευνοούσε παρόμοιες «πολυτέλειες» ούτε βέβαια τις αποχρώσεις: ήσουν είτε με τους μεν είτε με τους δε. Κριτικές τοποθετήσεις δεν χωρούσαν.
Ας δούμε όμως το σχολιαζόμενο βιβλίο από πιο κοντά.
Ο αιφνιδιασμός του Ρούφου
Το «μπαμ» που προκαλεί ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας με το πρωτόλειό του, γραμμένο με πρόθεση να προκαλέσει, είχε απασχολήσει παλιότερα τον Γιώργο Θεοτοκά: εμπνευσμένος από την υποδοχή του δικού του Ελεύθερου πνεύματος το 1929, ο συγγραφέας της Αργώς είχε «παίξει» με το θέμα της εξεζητημένης αναζήτησης της «δόξας μέσω της πρόκλησης, στο πρόσωπο του Νικηφόρου Νοταρά· και τούτο, στο πρώτο κεφάλαιο του γνωστότερου μυθιστορήματός του. Μακριά από μένα κάθε πρόθεση να καταλογίσω στον Ρούφο παρόμοια επιδίωξη. Το βέβαιο πάντως είναι ότι, όταν κυκλοφόρησε η Ρίζα του μύθου, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του, στο τέλος του 1954, αυτό τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της πνευματικής Αθήνας: με είκοσι έξι κριτικές σε Ελλάδα και Κύπρο, δημοσιευμένες όλες σε μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά, προκάλεσε πολύ εντονότερες συζητήσεις από τα άλλα δύο βιβλία με παραπλήσιο ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό που είχαν δει το φως την ίδια περίοδο, την Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά (1953) και τα Δόντια της Μυλόπετρας του Νίκου Κάσδαγλη (1955).
Ο λόγος ήταν απλός: με το πρωτόλειό του, ο Ρούφος είχε θελήσει να ανατρέψει πολύ πιο «βίαια» από άλλους ομοτέχνους του το αφήγημα της Αριστεράς για την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Παρά τη διπλή ήττα της, τον Δεκέμβριο του 1944 και τον Αύγουστο του 1949, και χάρη σε μεγάλο βαθμό στην πένα εξαιρετικών λογοτεχνών, όπως ο (μεταπολεμικός) Κοσμάς Πολίτης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Δημήτρης Χατζής, η Μέλπω Αξιώτη, ο Μενέλαος Λουντέμης και ο Στρατής Τσίρκας, η Αριστερά, σε πείσμα των επίσημων αποκλεισμών και των κάθε είδους πιο «καθημερινών» απαγορεύσεων, είχε κατορθώσει να ηγεμονεύσει στον μικρόκοσμο ειδικά των γραμμάτων. Αναδεικνύοντας το εαμικό έπος ως ηττημένο μόνον εξαιτίας της «προδοσίας» της εγχώριας αστικής τάξης και των «δολοπλοκιών» της πονηράς Αλβιώνος, οι αριστεροί λογοτέχνες κατάφεραν να φέρουν σε αμηχανία την πνευματική ηγεσία των νικητών του Εμφυλίου, δηλαδή τους δεξιούς και τους κεντρώους διανοούμενους. Δεν αναφέρομαι βέβαια στην Ακαδημία Αθηνών ούτε στο Καποδιστριακό, που οι εκπρόσωποί τους, πλην ευάριθμων και δακτυλοδεικτούμενων εξαιρέσεων, συναγωνίζονταν με τους επίσημους ιδεολόγους του κράτους σε μισαλλόδοξο αντικομμουνισμό, αλλά στις εφημερίδες και τα περιοδικά της πνευματικής Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Μη θέλοντας να ταυτιστούν με τις εκτελέσεις, τον έλεγχο των κοινωνικών φρονημάτων, τη Μακρόνησο και τις εκτοπίσεις, οι συνεργάτες των εντύπων αυτών –λογοτέχνες οι ίδιοι, κριτικοί και πνευματικοί άνθρωποι γενικότερα– δεν αντιδρούσαν στο αφήγημα των ηττημένων. Προτιμούσαν να σιωπούν.
Τη στάση τους αυτή ενίσχυσε η νίκη του Συναγερμού το 1952 –την οποία, πολύ αργότερα, ο Ρόδης Ρούφος αποκαλούσε «νίκη του παρελθόντος πάνω στο μέλλον»– και, προπάντων, το 1967, η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο τριαντάχρονος τότε Ρούφος ήταν ο πρώτος εκπρόσωπος του αστικού πνευματικού κόσμου που τόλμησε να τα βάλει με την Αριστερά στο «γήπεδό» της, γράφοντας δηλαδή με τη δική της γλώσσα. Το έκανε βασιζόμενος στις προσωπικές εμπειρίες του ως φοιτητή στην κατεχόμενη Αθήνα και στο δράμα του Κίτσου Μαλτέζου, ήρωα και ειδώλου του, ο οποίος είχε δολοφονηθεί από την ΟΠΛΑ, το 1944. Γι’ αυτό και υιοθέτησε πολεμικούς τόνους.
Από αυτή την άποψη, οι οξύτατες αντιδράσεις που προκάλεσε στην αριστερή κριτική η Ρίζα του μύθου ήταν αναμενόμενες: τον Ρούφο και τον Θεόφιλο Φραγκόπουλο –ο οποίος την ίδια εποχή είχε εκδώσει τη δική του Τειχομαχία– ο Κώστας Πορφύρης χαρακτήριζε από τις στήλες της Αυγής ως συγγραφείς της «εθνοπροδοσίας» και «απολογητές της συνεργασίας με τους κατακτητές». «Τι ζητούν οι νεαροί μπλαζέ των ιδεών με την ξαφνική τους εξόρμηση στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;», ρωτούσε από τη μεριά του ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, όχι σε κάποια φυλλάδα, αλλά σε βιβλιοκριτική που δημοσίευσε στην πολύ σοβαρή Επιθεώρηση Τέχνης. Εκπρόσωποι της «μαύρης πολιτικής λογοτεχνίας», οι δύο συγγραφείς καταδικάζονταν χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Τουναντίον, τον σημερινό αναγνώστη εκπλήττουν οι αρνητικές κριτικές ορισμένων σημαντικών εκπροσώπων της άλλης πλευράς, δηλαδή της συντηρητικής παράταξης. Προηγήθηκε στην Ελευθερία η κριτική του Διονυσίου Ρώμα, ο οποίος χαρακτήριζε την παρέα των «σταυροφόρων» «πολιτικά αντιδραστική» και πάσχουσα «από μια διανοητική υπερευαισθησία» που συχνά άγγιζε «τα όρια της over-sophistication». Ακολούθησε, λίγες μέρες αργότερα, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, διευθυντής τότε της Καθημερινής, ο οποίος, σε δύο εκτενή σημειώματα, απέδιδε στη Ρίζα «ατροφία σκέψεως», εκεί που, κανονικά, θα περίμενε κανείς «σαρκώδη και πειστικό λόγο». Είναι κρίμα που ο Μπαζούκης δεν θυμίζει στον αναγνώστη την πνευματική διαδρομή έως τότε του σημαντικού εκείνου ιδεολογικού ταγού της μεταπολεμικής Δεξιάς, από τον τροτσκισμό κατά τον Μεσοπόλεμο στις παρυφές της άκρας Δεξιάς μετά την Απελευθέρωση· μια διαδρομή η οποία ενδέχεται να εξηγεί το πάθος που φανέρωναν κάποια σημεία της κριτικής του.
Ακόμη πιο δηλητηριώδης ήταν η επιστολή ενός συνομήλικου και συναγωνιστή του Ρούφου τα χρόνια της Κατοχής, του Γιώργου Κουμάντου. Ο μετέπειτα γνωστός καθηγητής, που ξαναβρέθηκε με τον Ρούφο στην αντίσταση κατά της χούντας, όχι μόνο συμμεριζόταν τις επικρίσεις του Χουρμούζιου κατά της Ρίζας, αλλά επαύξανε, μιλώντας για έναν «επιδεικτικό αισθητισμό, με τον οποίον κρίνοντα[ν] όλες οι εκδηλώσεις της κατοχικής εποχής». Και ναι μεν επαναλάμβανε τότε την παλιά αντίθεσή του με την απόφαση του Ρούφου να ενταχθούν σε ένοπλες ομάδες του εθνικιστικού στρατοπέδου και, εντέλει, στον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα, πλην όμως το ύφος του πρόδιδε μιαν εν πολλοίς ανεξήγητη κακία (την οποία, ωστόσο, ανασκεύασε αργότερα, όταν συνέπλεε με τον Ρούφο, υπό τις πολύ διαφορετικές βέβαια συνθήκες της στρατιωτικής δικτατορίας).
Τον κύκλο των επικριτών έκλεισε το 1959 ο Μ. Καραγάτσης, σε μια κριτική του τρίτου βιβλίου της τριλογίας, της Άλλης όχθης (1958). Ο τόνος του δεν ήταν απλώς κριτικός· ήταν πολεμικός: η ομάδα των «σταυροφόρων», έγραφε,
δεν αντιπροσωπεύει τίποτα το ουσιαστικό μέσα στον οργανισμό του Ελληνισμού· δεν τον εξοπλίζει με το παραμικρό. […] Τα παιδιά αυτά […] όχι μόνο δεν βοήθησαν στο παραμικρό, αλλά υπήρξαν ενοχλητική τροχοπέδη των «σκληρών» ρεαλιστών της ιδεολογίας (ιδεολογία ρομαντική και ιδεολογία ρεαλιστική), που δεν ήθελαν ν’ αποκαρδιώσουν τους καλοπροαίρετους αυτούς νέους.
Πού οφειλόταν όμως τόσος φανατισμός και μάλιστα «εξ οικείων»; Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει ο Μπαζούκης στη δεύτερη «μελέτη» του βιβλίου, που τη συγκροτούν τα δύο καταληκτήρια κεφάλαιά του. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί τον όρο «προσκλητήριο», δηλαδή το κάλεσμα του Ρούφου πρώτα για αφύπνιση μετά τον πόλεμο και για ανάδειξη μιας νέας ηγεσίας, τολμηρής και ριζοσπαστικής, η οποία θα έχτιζε μια νέα Ελλάδα, απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις του Εθνικού Διχασμού και τις πρακτικές του παλαιοκομματισμού. Για να το αντιληφθεί ο αναγνώστης, χρήσιμο θα ήταν, όπως πιστεύω, να διαβάσει το σχολιαζόμενο βιβλίο παράλληλα με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον δοκίμιο για τη «νεοελληνική συντηρητική ιδεολογία», που έγραψε ο Ρούφος την ίδια εποχή, το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου (1971, 2018). Όπως σημείωνε,
δεν υπήρξαν ποτέ στη νεότερη Ελλάδα αξιόλογα κόμματα μη συντηρητικά. Το πολύ-πολύ να παρουσιάζουν διαφορές στον βαθμό του συντηρητισμού τους, σε θέματα όπως το δυναστικό, η εκπαιδευτική και η αγροτική μεταρρύθμιση. Κανένα κόμμα δεν στάθηκε αντικληρικό ή διεθνιστικό, όπως σ’ άλλες χώρες, όπου διαφοροποιήθηκαν νωρίς οι συνειδήσεις κι αμφισβητήθηκαν σοβαρά κι οργανωμένα τ’ αντίστοιχα συντηρητικά ιδανικά […].
Η ανάπτυξη ενός διακριτού ρεύματος ιδεών, πολιτικά φιλελεύθερων καταρχήν, προς αυτή την κατεύθυνση, με απώτερο στόχο την ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος που δεν θα επαναλάμβανε τα λάθη του Ενωτικού τού Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ήταν το όραμα του Δίωνα (δηλαδή του Ρούφου) και του Μιχαήλ (δηλαδή του Κίτσου Μαλτέζου) στο Χρονικό. Κάτι που ακόμη και τα πιο προχωρημένα μυαλά της συντηρητικής παράταξης, όπως ο Γιώργος Κουμάντος τότε, αδυνατούσαν (ή δεν ήθελαν) να καταλάβουν. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι, λίγα μόλις χρόνια αργότερα, κάποιοι από τους συναγωνιστές του Ρούφου επί Κατοχής δεν δίστασαν όχι απλά να προσχωρήσουν αλλά και να γίνουν υπουργοί της χούντας, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της απογοήτευσης που θα πρέπει να ένιωσε όταν το όραμα της γενιάς του για την ελεύθερη, δημοκρατική και ευρωπαϊκή Ελλάδα κονιορτοποιήθηκε από τις ερπύστριες των τανκς στις 21 Απριλίου 1967.
Κοσμοπολίτικος πατριωτισμός
Όσο για το δεύτερο, κατά Μπαζούκη, προσκλητήριο του Ρόδη Ρούφου, το εξέπεμψε με τη Χάλκινη εποχή. Ήταν ένα κάλεσμα κατά της πατριδοκαπηλίας και υπέρ ενός κοσμοπολίτικου πατριωτισμού, ο οποίος υπερασπίζεται τα εθνικά δίκαια, προβάλλοντάς τα με αποφασιστικότητα αλλά και με μετριοπάθεια έναντι των ξένων, φίλων μας και μη. Χαρακτηρίζοντάς τον ως «άλλο Ίωνα Δραγούμη», ο Μπαζούκης αναδεικνύει γλαφυρά αυτό το σκέλος της ιδεολογίας του Ρούφου, το οποίο εναρμονίζεται απολύτως με όσα ο τελευταίος υποστήριζε για την ανάγκη καινοτόμων μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό μέτωπο.
Από το κεφάλαιο αυτό του σχολιαζόμενου βιβλίου, ξεχωρίζω πάντως την επισήμανση από τον Μπαζούκη μιας μάλλον άγνωστης κριτικής που άσκησε ο Ρούφος, σε έναν άλλο σημαντικό βρετανό φίλο της Ελλάδας, τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Με αφορμή την κυκλοφορία, της μετάφρασης στα αγγλικά των απομνημονευμάτων ενός κρητικού αγωνιστή της εθνικής αντίστασης από τον διάσημο συγγραφέα [: The Cretan Runner, O αγγελιαφόρος από την Κρήτη (1955, 1988)], ο Ρούφος ανασκεύαζε την εικόνα του Νεοέλληνα, όπως την αποτύπωνε ο «Πάντι», αλλά και μερικοί άλλοι βρετανοί φιλέλληνες εκείνα τα χρόνια. Χωρίς να αμφισβητεί την ειλικρινή αγάπη του Λη Φέρμορ για τη χώρα μας και τους «απλοϊκούς» αντάρτες που με θάρρος, εξυπνάδα και ανιδιοτέλεια είχαν δουλέψει μαζί του στην Κρήτη επί Κατοχής –μεταξύ άλλων και για το παράτολμο κατόρθωμα της απαγωγής του γερμανού στρατηγού Κράιπε– ο Ρούφος τόνιζε: «Αλλά έτσι μιλούσε συχνά και ο Kipling για τους Ινδούς, ο Lawrence για τους Βεδουίνους του, ο Somerset Maugham για τους Μαλαισίους. Η εντύπωση που θ’ αποκομίζει απ’ το βιβλίο ο μέσος ξένος αναγνώστης του για τους Έλληνες», συνέχιζε ο Ρούφος, «(ενώ είμαι βέβαιος ότι δεν επιδιώκει αυτό ο μεταφραστής) είναι ότι πρόκειται για αρκετά συμπαθητικούς ιθαγενείς υπηρέτες που έκαναν καλά το καθήκον τους προς τους Συμμάχους αξιωματικούς κατά την διάρκεια του πολέμου».
Συνοψίζοντας, το βιβλίο του Αλέξανδρου Μπαζούκη, πέρα από μια θέση στον κλάδο της νεοελληνικής φιλολογίας, τον οποίο από χρόνια ο συγγραφέας υπηρετεί και στην πράξη, διεκδικεί, κατά τη γνώμη μου, εξίσου πολύ μιαν αναγνώριση στο πεδίο που συνήθως αποκαλούμε «ιστορία των ιδεών και των νοοτροπιών». Γιατί, με αφορμή έναν σπουδαίο διανοούμενο, που χάθηκε δυστυχώς πολύ νωρίς, αναδεικνύει μια κορυφαία σύγκρουση, την οποία η καθιερωμένη ιστοριογραφία συνήθως αγνοεί: την ιστορική διχοστασία ανάμεσα, από τη μια, στην (εσωστρεφή) ιδεολογία του βαθέος ελληνικού κράτους, του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και των ποικίλων παραλλαγών της εθνικοφροσύνης και, από την άλλη, την (εξωστρεφή) ιδεολογία του εξευρωπαϊσμού, του πολιτικού φιλελευθερισμού και της ανοιχτοσύνης.
Αν ο συγγραφέας περιλάμβανε στο σχολιαζόμενο βιβλίο και τους Γραικύλους, το τελευταίο μυθιστόρημα του Ρούφου, που μόλις επανεκδόθηκε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας σε τρίτη έκδοση, αλλά και το τρίτο «προσκλητήριο» που ο τελευταίος απηύθυνε επί χούντας, όταν πρωταγωνιστούσε στον αντιδικτατορικό αγώνα των πνευματικών ανθρώπων, νομίζω ότι θα μας είχε δώσει ένα ολοκληρωμένο κεφάλαιο ενός βιβλίου που ακόμη δεν έχει γραφεί: την όψιμη εξομάλυνση ή γιατί καθυστέρησε τόσο ο αστικός εκσυγχρονισμός στη χώρα μας;
30 Μαΐου 2022