Το είπε η Χάννα Άρεντ και «αμαρτίαν ουκ έχει»: όταν το ψέμα κατακυριεύει τον κόσμο, τότε ο «σωτήρας της αλήθειας», ως ο τελευταίος μάρτυράς της επί γης, είναι ο ίδιος ο ψεύτης.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον υποκριτή. Διότι «το έγκλημα του υποκριτή είναι ότι ψευδομαρτυρεί ενώπιον του ίδιου του εαυτού του» (Χάννα Άρεντ, Για την Επανάσταση).
Με συνέπεια, η ανθρώπινη ακεραιότητα, η οποία μπορεί να υπάρξει «κάτω από το κάλυμμα όλων των άλλων ελαττωμάτων», να πεθαίνει με την υποκρισία, κάτι που την αναδεικνύει σε «κορυφαίο ηθικό ελάττωμα».
Γι’ αυτό, μπορεί «το έγκλημα και ο εγκληματίας [να] μας φέρνουν αντιμέτωπους με την πολυπλοκότητα του ριζικού κακού, αλλά μόνον ο υποκριτής είναι πραγματικά σάπιος ώς το κόκαλο».
Με δεδομένο επίσης ότι ο ανθρώπινος κόσμος συγκροτείται από αμοιβαίες υποσχέσεις, η υποκρισία, ως αθέτηση της θεμελιώδους «υπόσχεσης» του να είμαστε αυτό που δείχνουμε, καταστρέφει τον ίδιο τον κόσμο. Διότι είναι κατ’ εξοχήν α-κοσμική, αφού «εκφράζει την απάνθρωπη άρνηση ανταπόκρισης στους όρους της εγκοσμιότητας» (Βάνα Νικολαΐδου - Κυριανίδου, Hannah Arendt).
Αφορμή για τον περί υποκρισίας λόγο σε καιρό Αυγούστου είναι αυτή ακριβώς η «άρνηση των όρων της εγκοσμιότητας» που παρουσιάζει η ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη διαχείριση της υπόθεσης με την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη.
Η λεία υποκλοπών ως «προοδευτικό» εργαλείο
Και επειδή στην πολιτική το είναι και το φαίνεσθαι «αποτελούν ένα και το αυτό», τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ως προς το «νομικά», ηθικά και αισθητικά επιτρεπτό των παρακολουθήσεων τη γνωρίζουμε ήδη από τις ίδιες τις πράξεις της ηγεσίας του όταν, ως κυβέρνηση, επιχείρησε το κλείσιμο των ανεπιθύμητων καναλιών, υπό τον μανδύα της δήθεν ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου.
Εγχείρημα που προκάλεσε προσφυγή στη Δικαιοσύνη για κήρυξη αντισυνταγματικών των σχετικών ρυθμίσεων. Οπότε δεν αρκέστηκαν στο «μοναρχικό» μήνυμα του Αλέξη Τσίπρα, ότι θεωρούσε αδιανόητο να ακυρώσει η Δικαιοσύνη πράξη της κυβέρνησης, αλλά είπαν να χρησιμοποιήσουν και «μαστίγιο».
Έτσι λοιπόν, επειδή υπήρχε δικαστής υψηλού κύρους, η ψήφος του οποίου κατά τη διάσκεψη θα επηρέαζε και άλλους δικαστές να λάβουν την ίδια θέση, επιχείρησαν να τον εξουδετερώσουν.
Και ως μέσον για την εξουδετέρωση του δικαστή χρησιμοποίησαν τη δημοσίευση στην Αυγή της λείας υποκλοπών που είχαν διαπραχθεί εις βάρος του και αφορούσαν την προσωπική του ζωή!
Αρχείο The Books' Journal
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Αυγή, 18/10/2016, στο οποίο εκτίθεται η αποκάλυψη μέσω υποκλοπών της ιδιωτικής ζωής δικαστή και γίνεται προσπάθεια σύνδεσής της με τις τηλεοπτικές άδειες.
Η δημοσίευση στην κυβερνητική εφημερίδα του προϊόντος του εγκλήματος των υποκλοπών δείχνει τουλάχιστον και την πανηγυρική συναίνεσή τους στην παράνομη παραβίαση του απορρήτου, αρκεί αυτή «να συμφέρει».
Γι’ αυτό και όχι μόνον δεν παραιτήθηκε κανείς για τη βάρβαρη παραβίαση του νόμου, όχι μόνο δεν ζήτησε κανείς συγγνώμη, έστω για τη χρήση του προϊόντος της υποκλοπής, αλλά επιπλέον μεθόδευσαν και την πειθαρχική δίωξη του δικαστή για την ολοκληρωτική συντριβή του!
Με τον τρόπο αυτό απέδειξαν εμπράκτως και κάτι άλλο: τη νοσηρή τους θέση ότι δεν δεσμεύονται από τον νόμο.
Όταν όμως κάποιος δεν δεσμεύεται από τον νόμο, τότε κάποιος άλλος δεν προστατεύεται.
Είναι αυτό που τους επιτρέπει να θεωρούν ότι μία κατηγορία ανθρώπων –όπως εν προκειμένω ο δικαστής επειδή τον υποπτεύονταν ότι δεν θα ψήφιζε σύμφωνα με τις επιταγές τους– «δεν έχουν το δικαίωμα να έχουν δικαιώματα».
Υποκριτές
Σήμερα λοιπόν οι ίδιοι που τότε ενήργησαν με κριτήριο την τερατώδη αρχή ότι η εξουσία δεν δεσμεύεται από το νόμο και, κατά συνέπεια, γι’ αυτήν «τα πάντα επιτρέπονται», μέχρι σημείου να ορίζει ποιες κατηγορίες ανθρώπων «δεν έχουν δικαίωμα να έχουν δικαιώματα», σε ένα παραλήρημα υποκρισίας, εκφράζουν «ιερή αγανάκτηση» για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη.
Και επειδή πρόκειται για υποκρισία, η «αγανάκτηση» εγείρεται όχι για κάτι που συνέβη αλλά για κάτι που δεν συνέβη.
Συγκεκριμένα: Αν στην περίπτωση του Νίκου Ανδρουλάκη είχε παραβιαστεί ο νόμος, τα πράγματα θα ήταν απλά για όλους: θα εντοπίζαμε τους δράστες της παρανομίας και τώρα θα ήταν στον εισαγγελέα.
Ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ, υποδυόμενος τον «ενσαρκωτή» του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», θα απαιτούσε τη φυλάκισή τους χωρίς δίκη. (Το ότι επί ΣΥΡΙΖΑ έγινε το αντίθετο και οδηγήθηκε το θύμα της παρακολούθησης και της διαπόμπευσης σε πειθαρχική δίκη είναι παράδειγμα προς αποφυγήν).
Δεν είναι όμως τυχαίο ότι ουδείς παραπέμπεται στον εισαγγελέα, διότι ουδείς επισημαίνει –τουλάχιστον έως τώρα– συγκεκριμένη διάταξη που παραβιάστηκε. Φέρεται μάλιστα η παρακολούθηση να τελεί και υπό εισαγγελική έγκριση.
Πράγμα που οδηγεί –με τα έως τώρα στοιχεία– στο εξής παράδοξο: το πρόβλημα δημιουργήθηκε ακριβώς επειδή εφαρμόστηκε ο νόμος και όχι επειδή παραβιάστηκε, όπως θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο οποίος προβάλλει απεγνωσμένα την εγκαταλειφθείσα στον δημόσιο διάλογο εκδοχή, ότι επειδή ο βουλευτής δεν υποχρεούται σε μαρτυρία στο δικαστήριο για πληροφορίες που έλαβε κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 61 παρ. 3 του Συντάγματος), άρα έχει προνόμιο εξαίρεσης και ως προς την άρση του απορρήτου.
Εξαίρεση όμως μαρτυρίας, υπό τις ίδιες μάλιστα συνθήκες, έχει και μία σειρά άλλων κατηγοριών πολιτών, για όσα πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Από δικηγόρους έως ιερείς (Βλ. 371 ΠΚ σε συνδ. με 212 ΚΠΔ, όπως και 400 ΚΠολΔ). Και ουδείς διανοήθηκε να ισχυριστεί ότι εξαιτίας της απαλλαγής τους από την υποχρέωση μαρτυρίας, οι δικηγόροι και οι ιερείς έχουν το προνόμιο του ανεξέλεγκτου.
Για μια δημοκρατική πολιτεία λοιπόν, που οφείλει να αναστοχάζεται διαρκώς πάνω στους θεσμούς της, εφόσον, όπως τουλάχιστον προκύπτει μέχρι σήμερα, δεν παραβιάστηκε ο νόμος, τα πράγματα για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών είναι πολύ σοβαρότερα, απ’ ό,τι αν είχε διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση. Διότι αυτό και μόνον αποτελεί πραγματοπαγή απόδειξη ότι πάσχει ο ίδιος ο θεσμός.
Από μόνη της ως εκ τούτου αυτή η διαπίστωση στοιχειοθετεί την επιτακτική συνθήκη, που επιβάλλει την άμεση μεταρρύθμιση όλου του θεσμικού πλαισίου ώστε, μαζί με την αποτελεσματικότητα της κρατικής υπηρεσίας, να προστατεύονται και τα δικαιώματα όλων των πολιτών. (Όχι μόνον όσων μετέχουν στην εξουσία).
Με πρώτη πράξη τη μετατροπή της ΕΥΠ από διακομματικό «σανατόριο πελατών» σε σύγχρονη υπηρεσία. Με λειτουργούς υψηλής παιδείας, που δεν θα αντιμετωπίζουν γραφειοκρατικά, ως υποθέσεις ρουτίνας, τα δικαιώματα των πολιτών. Και κυρίως θα έχουν διδαχθεί ότι «οι ζωές των άλλων» δεν ανήκουν σε κανέναν άλλο!
Και με δεύτερη πράξη την ίδρυση επάλληλων θεσμών ελέγχου και αυτοπεριορισμού. Έτσι ώστε να προστατεύονται αποτελεσματικά τα δικαιώματα του πολίτη, σε κάθε περίπτωση. Και αυτό να είναι θεσμικά ορατό και ελέγξιμο.
Είναι αυτά ακριβώς που, εκ του αποτελέσματος τουλάχιστον, φαίνεται να μην προσφέρει η μέχρι σήμερα θεσμική συγκρότηση της ΕΥΠ. Πράγμα που σημαίνει ότι, αν μείνουν τα πράγματα ως έχουν, το πρόβλημα θα επαναληφθεί και θα οξυνθεί. Και το χειρότερο; Όλα θα γίνουν στο πλαίσιο του νόμου…
Μάλιστα, ούτε η επιπλέον συμμετοχή των δικαστικών αρχών –επείγουσα διευθέτηση που επιλέγει η κυβέρνηση– λύνει το πρόβλημα. Διότι ναι μεν είναι θεμελιώδης η συμβολή μιας ανεξάρτητης Δικαιοσύνης στην ίδια την ύπαρξη της δημοκρατίας, αφού ως εξουσία περιστέλλει όλες τις άλλες εξουσίες, πλην όμως το δικαστικό σώμα, στερούμενο φαντασίας, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, λειτουργεί φορμαλιστικά, με συντηρητικά στερεότυπα, που δεν επιτρέπουν κανέναν θεσμικό αναστοχασμό. Το αποδεικνύει και η χωρίς φαντασία –διότι αν υπήρχε φαντασία θα είχε εκτιμήσει τις συνέπειες– εισαγγελική έγκριση της επίμαχης παρακολούθησης.
Άρα η μεταρρύθμιση πρέπει να είναι ριζική και να μην εξαντληθεί σε εύκολες και εύπεπτες λύσεις, όπως είναι η διεύρυνση του εισαγγελικού ελέγχου. Η θεσμική κουλτούρα που έχουν δημιουργήσει οι ανεξάρτητες αρχές ως επιτυχημένα αντίβαρα σε κάθε εξουσία –δεν είναι τυχαίο το μίσος των μανιακών της εξουσίας απέναντί τους– αποτελεί το προσφορότερο υπόδειγμα για τον έλεγχο της ΕΥΠ, αν δεν αρκεί η ΑΔΑΕ.
Ο θρήνος των δημαγωγών
Οι δημόσιος ως εκ τούτου «θρήνος» του ΣΥΡΙΖΑ ότι παραβιάστηκε δήθεν κάποιος νόμος, ο οποίος απονέμει κάποιο ιερό προνόμιο ανεξέλεγκτου στους ανθρώπους της εξουσίας, είναι καθαρός δημαγωγικός θόρυβος.
Διότι –και ευτυχώς– ουδέποτε θεσπίστηκε τέτοιο προνόμιο για τα πρόσωπα της εξουσίας. Με αποτέλεσμα να υπόκεινται όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, στους θεσμισμένους ελέγχους που σκοπεύουν στην προστασία της χώρας και ισχύουν για όλους τους πολίτες, αφού ο νόμος δεν εξαιρεί κανένα μέλος του προσωπικού της εξουσίας.
Η «σκηνοθετημένη» κατ’ ακολουθίαν «οργή» του Αλέξη Τσίπρα για τα δήθεν προνόμια του προσωπικού της εξουσίας που προσβλήθηκαν θυμίζει τη συμβουλή παλαιού δικηγόρου προς τον νεότερο, πριν από την αγόρευση: «Κύριε συνάδελφε, στο σημείο αυτό πρέπει να υψώσετε τον τόνο της φωνής σας και να χτυπήσετε με οργή το χέρι στο έδρανο, διότι το επιχείρημά σας δεν στηρίζεται ούτε στη λογική ούτε στην πραγματικότητα».
Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή η αντιπολιτική δημαγωγία του θορύβου –η δημαγωγία είναι πάντα αντιπολιτική, αφού αδιαφορεί για τον κόσμο, του οποίου όμως η μέριμνα είναι ο πυρήνας της πολιτικής–, εκτός από τη γραφική, έχει και μια βαθύτατα συντηρητική πλευρά. Διότι, κραυγάζοντας ότι το πρόβλημα δημιουργήθηκε από την παραβίαση του νόμου, υπονοούν ότι αρκεί η εφαρμογή του για να μην επαναληφθεί. Δηλαδή να μην αλλάξει τίποτε.
Ενώ, ακριβώς επειδή το πρόβλημα δημιουργήθηκε από την εφαρμογή του νόμου, η μέριμνα για τα κοινά επιβάλλει τη ριζική αλλαγή του, για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης δημοκρατίας στην οποία δεν μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν δικαίωμα να έχουν δικαιώματα.
Παρά τη μελαγχολία όμως που έχει προκληθεί, υπάρχει και η αισιόδοξη πλευρά. Όχι όμως λόγω κάποιας αντίληψης περί διαρκούς προόδου, αλλά από τα γεγονότα. Έτσι, στην περίπτωση του ανώτατου δικαστή, που δεν συνέβη στα χρόνια του εμφυλίου αλλά «χθες», κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης, πληροφορηθήκαμε το γεγονός από την Αυγή, όχι λόγω καταγγελίας της υποκλοπής αλλά λόγω της χρήσης του προϊόντος της υποκλοπής.
Ουδείς συγκινήθηκε από την τότε κυβέρνηση. Ουδείς παραιτήθηκε. Ούτε καν ο διευθυντής της Αυγής. Ωσάν να ήταν κάτι σύνηθες και νόμιμο το έγκλημα που διαπράχθηκε.
Ουδείς επίσης φέρεται να διώχθηκε από τους δράστες της σειράς των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν. Αντίθετα, διώχθηκε το θύμα της υποκλοπής, το οποίο βρέθηκε σε μία απόλυτη θεσμική, πολιτική και ηθική ερημία.
Και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μπροστά στο αντιδημοκρατικό τέρας που εκδηλωνόταν, έκανε δηλώσεις που «τρομοκρατούσαν» την Τουρκία.
Ενώ σήμερα λειτούργησαν, έστω αργοπορημένα, οι θεσμοί. Έτσι μάθαμε την παρακολούθηση, όχι από τη δημοσίευση του προϊόντος της υποκλοπής αλλά από τον έλεγχο Ανεξάρτητης Αρχής, της ΑΔΑΕ. (Δεν είναι τυχαία η αποστροφή του ΣΥΡΙΖΑ για τις Ανεξάρτητες Αρχές).
Ουδείς διανοήθηκε να θέσει υπό διωγμόν τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Η κυβέρνηση φαίνεται να κινητοποιείται. Και να απαντά στο πρόβλημα με έκτακτες θεσμικές παρεμβάσεις. (Αν μείνει εκεί, θα είναι ανεπαρκείς).
Παρεμβαίνει ακόμη και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για να υπενθυμίσει ότι οι διατάξεις που σχετίζονται με τέτοιου είδους επεμβάσεις στην προσωπική ζωή, είναι στενά ερμηνευτέες, εκφράζοντας έτσι το πνεύμα της καστοριαδικής διδασκαλίας, ότι «δημοκρατία είναι το καθεστώς του αναστοχασμού και του αυτοπεριορισμού».
Η διαφορά δεν είναι και μικρή. Διότι η ιστορία με τον δικαστή παραπέμπει σε αντιμετώπιση από μία πολιτεία που μαγεύεται με τον πειρασμό των ολοκληρωτικών λύσεων, ενώ η υπόθεση Ανδρουλάκη στο ακριβώς αντίθετο, έστω κουτσά - στραβά, έστω καθυστερημένα.
ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Δημοκρατία
Είναι όμως προφανές ότι, όσες θεσμικές αλλαγές και αν γίνουν, όσο και αν προστατευτούν τα δικαιώματα των πολιτών, η υπόθεση Ανδρουλάκη υπάρχει κίνδυνος να αφήσει σοβαρό τραύμα στην ίδια τη Δημοκρατία.
Άρα η κάθαρση είναι αναγκαία. Και αυτή θα έρθει αν δεν μείνει τίποτε κρυφό και αν μάθουμε τα πάντα. Ακόμη και με “ad hoc” νομοθετική μεταρρύθμιση, ώστε να γίνει αυτό δυνατό.
Σε συνεργασία όμως του Νίκου Ανδρουλάκη με τους δημοκρατικούς μας θεσμούς, ώστε να παρέχει ο ίδιος την άδεια για οτιδήποτε κοινολογηθεί. Και είναι προφανές ότι θα το πράξει, με συνείδηση προστασίας και της χώρας.
Άλλωστε, εκπροσωπεί το κόμμα που πρωτοστάτησε στην προστασία της Δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, όταν αυτά απειλήθηκαν ευθέως από τους «επαγγελματίες αγανακτισμένους», που «αγανακτούν» και σήμερα δήθεν για λογαριασμό του.
Διότι το ΠΑΣΟΚ, αποκαθαρμένο από όλα τα αντιδημοκρατικά στοιχεία που εξέθρεψε το ημιολοκληρωτικό ρεύμα του «αυριανισμού», αφού αυτό μετανάστευσε και μετονομάστηκε σε ΣΥΡΙΖΑ, έχει και την κουλτούρα και τη δυνατότητα, γι’ αυτό και την ευθύνη, να μην επιτρέψει να παραμείνει κανένα τραύμα στη δημοκρατία.
Μόνον έτσι και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ θα αποφύγει την ομηρία, στην οποία –σε μια τελευταία παράσταση υποκρισίας– το καλούν οι σειρήνες της αντιδημοκρατικής «αγανάκτησης».
Διότι, με δεδομένη την εκ μέρους τους απουσία κάθε σεβασμού στο απόρρητο των επικοινωνιών, όπως αυτή εκφράστηκε και εμπράκτως όταν είχαν την εξουσία, αποκλειστικός σκοπός τους είναι η δεύτερη λεηλασία του.
Η οποία μπορεί να μετατραπεί σε αυτοχειρία του ΠΑΣΟΚ. Με ανυπολόγιστη βλάβη της ίδιας της δημοκρατίας.