Λίγες μέρες αργότερα περνούσα για πρώτη φορά και με δέος την είσοδο της Χρήστου Λαδά 3. «Και γιατί νομίζετε ότι μπορείτε να γράψετε σε ένα έντυπο κύρους;» με ρώτησε χωρίς χρονοτριβή «Τι ακριβώς ξέρετε για το θέμα;» Απαντούσα όσο καλύτερα μπορούσα, αλλά ήταν μια αμήχανη συζήτηση. Κάποια στιγμή προς το τέλος της μου λέει ξαφνικά: «Εγώ, πρέπει να ξέρετε κ. Ναθαναήλ» (δεν εγκατέλειψε ποτέ τον πληθυντικό), «είμαι κακός άνθρωπος». «Εδώ δεν ήρθα για να γίνουμε φίλοι, αλλά για να συνεργαστούμε» αντιγύρισα με το θράσος των 26 μου χρόνων. Έφυγα υποσχόμενος ότι θα στείλω σύντομα ένα δείγμα γραφής. Δεν το έκανα ποτέ.
Δυο χρόνια αργότερα, χειμώνα, έστριβα τη γωνία του Ντόλτσε στο Κολωνάκι, για να πάρω τα σκαλιά προς Λυκαβηττό, όταν ξαφνικά άκουσα πίσω μου μία φωνή: «Κύριε, σας έπεσε το κασκόλ σας!» Και, όταν γύρισα, σε χαμηλότερο τόνο: «Είναι κρίμα να το χάσετε». Τον ευχαρίστησα, δίστασα για μία στιγμή και μετά πρόσθεσα: «Τελικά κ. Ψυχάρη, δεν είστε τόσο κακός άνθρωπος όσο λέτε». Με κοίταξε σαστισμένος. Το βλέμμα του -πρώτη και τελευταία φορά- ήταν το βλέμμα ενός μικρού παιδιού.