Το σεξ, σε όλες τις μορφές του -ως έννοια, φαντασίωση, διαδικασία, εκπαιδευτική πρακτική, τακτική και κίνητρο στη διάπραξη επιθέσεων- χρησιμοποιείται συνδυαστικά ως μηχανισμός στρατολόγησης, εμψύχωσης, αποφόρτισης, ως στρατηγικό δηλαδή μέσο για την οργανωμένη τρομοκρατία. Η συστηματική έκθεση των διοργανωτών επιθέσεων σε ερεθίσματα που σχετίζονται με το σεξ και κατόπιν η εργαλειοποίησή του για την επίτευξη των στόχων των τρομοκρατικών οργανώσεων είναι σημαντικές παράμετροι για την κατανόηση της σεξουαλικής βίας καθαυτής, αλλά πολύ περισσότερο για την κατανόηση των επιμέρους στοιχείων των εξτρεμιστικών διεργασιών.
Το σεξ, από τις απαρχές της ριζοσπαστικοποίησης ατόμων, βρίσκεται στο κέντρο των συνωμοσιών και του σχεδιασμού επιθέσεων ως στρατηγικό μέσο (παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει η συμμετοχή της Σερβιλίας, μητέρας του Βρούτου και ερωμένης του Καίσαρα, την οποία είχε εγκαταλείψει, στη δολοφονία του Καίσαρα). Ως δόλωμα για μοναχικούς απογοητευμένους που αναζητούν εναγωνίως ταυτότητα μέσα στις ουτοπίες και, αργότερα, ως συγκολλητική ουσία που δένει τα μέλη μιας ομάδας μεταξύ τους, μέχρι την υλοποίηση των πλάνων τους.
Αλλά παρότι σήμερα έχουμε στα χέρια μας αρκετά στοιχεία για να αποκωδικοποιήσουμε ερευνητικά το ρόλο που καταλαμβάνει το σεξ στην τρομοκρατία, εντούτοις απουσιάζουν οι αναφορές στο ψυχολογικό του εκτόπισμα από τις προτάσεις πρόληψης για την αντιμετώπιση του βίαιου εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας. Χρειάζεται, επομένως, να μελετηθεί όχι απλώς σοβαρά αλλά, κυρίως, χωριστά από οποιαδήποτε άλλη μεταβλητή.
Σεξουαλική βία και ένοπλες συγκρούσεις
Η αξιοποίηση του σεξ ως μέσου επιβολής δεν είναι χαρακτηριστικό που συναντάμε μόνο στην τρομοκρατία, αλλά και γενικότερα στις εμπόλεμες και κυρίως στις εμφύλιες συγκρούσεις. Στο πλαίσιο των ένοπλων συγκρούσεων έχουν δημιουργηθεί κράτη και έχουν χαραχτεί σύνορα, διαλύοντας κοινότητες και σπρώχνοντας πληθυσμούς να μετακινηθούν από τις εστίες τους. Η σεξουαλική βία σε εμπόλεμες ζώνες ως εργαλείο διάλυσης κοινοτήτων, διασποράς τρόμου, εκμηδένισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αλλοίωσης της ανθρωπογεωγραφίας μιας περιοχής είναι μία διαχρονική εγκληματική πρακτική. Χρειάστηκαν όμως πολλές δεκαετίες για να χαρακτηριστεί ως τέτοια και πολύ περισσότερος χρόνος προτού συνειδητοποιήσουμε το πόσο ευρέως είναι διαδεδομένη. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι σημαντική η δουλειά του ΟΗΕ και κυρίως του Γραφείου του Ειδικού Εκπροσώπου του Γενικού Γραμματέα για τη Σεξουαλική Βία στις Συγκρούσεις.
Ήταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 που ήρθαμε αντιμέτωποι με τη φρίκη της σεξουαλικής εκμετάλλευσης κοριτσιών και γυναικών κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία, ακούγοντας στα ΜΜΕ μαρτυρίες γυναικών που είχαν υποστεί βιασμό σε επιδρομές που είχαν στόχο την εθνοκάθαρση. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των γυναικών-θυμάτων σεξουαλικής βίας από τη γειτονική μας πρώην Γιουγκοσλαβία φτάνει τις 50.000. Άνθρωποι δηλαδή που επέζησαν για να περιγράψουν τα «στρατόπεδα βιασμού», τους χώρους μέσα στους οποίους κακοποιήθηκαν βάναυσα ή έμειναν έγκυες σε απομόνωση προκειμένου να μην έχουν την ευκαιρία να προχωρήσουν σε άμβλωση και έτσι να γεννήσουν τα «παιδιά του νέου έθνους».
Χρειάστηκαν και άλλες πρωτοβουλίες, όπως αναδείχθηκαν από επιβιώσασες της γενοκτονίας στη Ρουάντα και από γυναίκες που κατάφεραν να ξεφύγουν από τους βασανιστές τους -για παράδειγμα αυτή της Yazidi, Nadia Murad-, αλλά και από άνδρες οι οποίοι μίλησαν μετά από χρόνια για τον μη στατιστικά καταγεγραμμένο βιασμό τους στην Ουγκάντα και το Κονγκό, προκειμένου να συνθέσουμε όλο το παζλ της σεξουαλικής βίας σε συγκρουσιακά περιβάλλοντα (conflict-related sexual violence, CRSV). Μαζικές καταγραφές παρόμοιων ενεργειών δεν αφήνουν αμφιβολία στη διεθνή κοινότητα σήμερα από το να θεωρεί τη σεξουαλική βία ισχυρό μέσο καταστολής και χειραγώγησης, μέσο οικονομικών συνδιαλλαγών και αθρόας πηγής εσόδων και, τελικά, όπλο μαζικής σύνθλιψης των κοινωνιών στις οποίες επιβάλλεται.
Σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα, το σεξ αναφέρεται στο μέλλον, στο όραμα που έχουν αυταρχικοί ηγέτες για καθαρότητα της φυλής τους. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί άλλωστε η χρήση του σεξ στη ναζιστική Γερμανία.
Ταυτόχρονα, μετατρέπεται στο νούμερο ένα σε δύναμη, φθηνό μέσο μαζικής χειραγώγησης κοινωνιών στις οποίες εμφυτεύεται η ντροπή και η εκμηδένιση της αξιοπρέπειας, τραύματα του μυαλού που δεν επουλώνονται με φαρμακευτικές παρεμβάσεις ή/και ποτέ. Από την ιδέα που εμπνέει τους στρατιώτες να δεσμευτούν σε ένα σκοπό, το σεξ γίνεται η πράξη που σκοτώνει την προοπτική, για τα θύματα των στρατιωτικών επιδρομών και συρράξεων.
Από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες στο Ισλαμικό Κράτος (ISIS)
Η χρησιμοποίηση της λέξης «σεξ», σε ένα κείμενο που καλείται να βοηθήσει στην αποσαφήνιση της λειτουργίας του στην τρομοκρατία, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η λέξη και μόνο οδηγεί στις διαφορετικές του διαστάσεις, είτε αυτές αφορούν τη σεξουαλική πράξη είτε το συναισθηματικό της αποτύπωμα. Το σεξ συμπεριλαμβάνει ένα ιδιόμορφο κουβάρι από ψυχαναλυτικές αναφορές στις ενορμήσεις και το πώς αυτές μεταφράζονται συμπεριφορικά, προκειμένου να λειτουργήσουν ως εξισορροπητικός μηχανισμός ενάντια στο φόβο του θανάτου. Έχει θεολογικές καταβολές και παρουσιάζει κοινωνικοϊστορική εξέλιξη. Ως θέμα συζήτησης, επιφορτισμένο από στερεότυπα και πολιτισμικές νόρμες, το σεξ είναι διχαστικό. Οδηγεί σε συνειρμούς για την απόλαυση αλλά και την ενοχή. Είναι σημαντικό λοιπόν να δούμε τους τρόπους με τους οποίους το σεξ και οι συναφείς με αυτό εκδηλώσεις συνυφαίνουν το αφήγημα της δέσμευσης σε ένα ριζοσπαστικό ιδεολόγημα που δεν γνωρίζει σύνορα ή όρια, ακριβώς όπως και η ανθρώπινη φαντασία, και που φλερτάρει με το εσωτερικό κενό των ανθρώπων οι οποίοι θα έλθουν για πρώτη φορά σε επαφή με αυτό. Διαδικασία που δίνει ταυτότητα και παράλληλα ενσωματώνει συστηματικά έναν άνθρωπο σε μια εξτρεμιστική ιδεολογία, αξιοποιώντας το σεξ ως μηχανισμό ένταξης. Κατά κάποιον τρόπο, το σεξ εδώ λειτουργεί όπως ο ατομικός μηχανισμός, «η δύναμη της αγάπης» των McCauley και Moskalenko, οδηγώντας τον άνθρωπο στην ένταξη σε μια ριζοσπαστική ομάδα.
Στις τρομοκρατικές οργανώσεις του κύματος της «Νέας Αριστερής» Τρομοκρατίας, το σεξ και γενικότερα οι ερωτικές και συντροφικές σχέσεις ήταν καταλυτικός παράγοντας για τη δημιουργία και το δέσιμο των τρομοκρατικών οργανώσεων. Η σχέση της Ούλρικε Μάινχοφ με τον Αντρέας Μπάαντερ ήταν ο άξονας οργάνωσης της τρομοκρατικής οργάνωσης Φράξια-Κόκκινος Στρατός (ή Μπάαντερ-Μάινχοφ) στη Γερμανία. Μια αντίστοιχη κατάσταση συναντάμε και στις Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία με το ζευγάρι Μάρα Κάγκολ και Ρενάτο Κούρτσιο. Σε αυτές τις οργανώσεις, με την κλειστή και συνωμοτική δομή, το σεξ είχε διττή λειτουργία. Από τη μία, μέσο στρατολόγησης και από την άλλη, δεσμός σύνδεσης και προστασίας για τη διατήρηση της συνωμοτικής λειτουργίας της ομάδας. Δεν είναι τυχαίο πως σε αρκετές τέτοιου τύπου οργανώσεις ήταν σύνηθες να υπάρχουν ερωτικές σχέσεις με περισσότερα από ένα μέλη του κλειστού κύκλου.
Το σεξ ως συστατικό στοιχείο της τρομοκρατίας περνά σε άλλο επίπεδο με τις τζιχαντιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, που στηρίζονται πρωτίστως σε εννοιολογικές δομές και στο φαντασιακό των προσήλυτων, προωθούν τον «ιερό πολεμιστή» (mujahideen) ως το πρότυπο του «αληθινού άνδρα» ή αντίστοιχα του «jihadi cool», στην περίπτωση των νέων «αλλοδαπών τρομοκρατών μαχητών» που εντάχθηκαν στο ISIS, στη λογική και της «περιπετειώδους» τρομοκρατίας (adventure terrorism). Αυτές οι οργανώσεις τοποθετούν το σεξ στο κέντρο της προπαγάνδας τους, όταν για παράδειγμα ενθαρρύνουν νεαρά κορίτσια να σπρώξουν νεαρά αγόρια σε έναν μαρτυρικό, ηρωικό θάνατο μέσω της υπόσχεσης σεξ, όχι σε μια άλλη ζωή στην οποία θα συναντήσουν τις θεολογικά περίφημες «παρθένες», αλλά στο εδώ-και-τώρα. Το σεξ λοιπόν είναι, καταρχάς, δόλωμα για ριζοσπαστικοποίηση και ένταξη σε εξτρεμιστικούς και τρομοκρατικούς πυρήνες.
Βουλιάζοντας τα μέλη ολοένα και περισσότερο στις οργανώσεις που φλερτάρουν με την καταστροφή και το θάνατο, ανακαλύπτουν περαιτέρω το σεξ ως την ψυχοδραστική «ουσία» που θα τα ανακουφίσει, λειτουργώντας ως μαξιλαράκι ασφαλείας απέναντι στο υπαρξιακό άγχος. Τόσο ως πρακτική, χρησιμοποιώντας γυναίκες-σκλάβες του σεξ, όσο και ως οικονομική δραστηριότητα μέσω της οποίας οι οργανώσεις γιγαντώνονται και παγκοσμιοποιούνται (σε τοπικό επίπεδο οι γυναίκες πωλούνται ως σκλάβες, ενώ σε διεθνές, εξαναγκάζονται στην πορνεία μέσω της εμπορίας ανθρώπων), η ηγετική ομάδα των τρομοκρατικών οργανώσεων εκμεταλλεύεται το σεξ σε όλες του τις πιθανές εκδοχές. Η σεξουαλική βία, κοινώς ο βιασμός, εξυπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς, από την «εκτόνωση» των τρομοκρατών μαχητών μέχρι τη γενοκτονία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αν και όχι πάντα, πλήττεται η γυναίκα, η μάνα, η μήτρα που φιλοξενεί τη ζωή. Σε αυτό το σημείο, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε το παράδειγμα της συστημικής προώθησης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, όπως οργανωμένα εκτελείται από το ISIS. Μέσω κεντρικών οδηγιών, που μάλιστα μοιράζονται σε φυλλάδια, οι επικεφαλής εκπαιδεύουν τους τρομοκράτες μαχητές να απαγάγουν, να κρατούν αιχμάλωτες και να βιάζουν τις σκλάβες (sabaya) των επιδρομών τους, διατηρώντας τη μήτρα τους άδεια (istibra) μέσω εξαναγκασμού στην αντισύλληψη. Έτσι το σεξ γίνεται στην πραγματικότητα «κρατικά» ελεγχόμενο, μέσω αυστηρών κανονισμών, το σημαντικότερο θέμα του στρατηγικού σχεδιασμού των τρομοκρατών αφού η ιεροτελεστία του βιασμού πρέπει να αποδοθεί με τρόπο που να εξασφαλίζει τη συνέχειά του. Σημαντική λεπτομέρεια: ο βιασμός εδώ ανακόπτει τη διαγενεακή πορεία μιας οργανωμένης κοινότητας ανθρώπων, π.χ. των Yazidi, δολοφονώντας το μέλλον της ξανά και ξανά, μέσω της πώλησης των γυναικών σε διαφορετικούς βασανιστές που θα συνεχίσουν να την καταστρέφουν.
Η σεξουαλική βία αναφέρεται από τον Ahram και ως δομικό συστατικό της δημιουργίας της κρατικής υπόστασης του ISIS αφού αφενός προωθεί τη χρήση βίας στη λογική του ισλαμιστικού εξτρεμισμού, αφετέρου ακολουθεί την «παράδοση» των μυστικών υπηρεσιών αυταρχικών καθεστώτων της Μέσης Ανατολής μέσα στα οποία η σεξουαλική βία χρησιμοποιείται σε βασανιστήρια κρατουμένων, ως μέθοδος διατήρησης της ιεραρχίας και ως μέσο καταστολής αντιφρονούντων. Επομένως, το σεξ ενυπάρχει στις δομές και στις προτεραιότητες του ISIS ως στρατηγικό μέσο, καθώς η οργάνωση, στην φάση της επέκτασης και της ανάπτυξής της, εξαπλώθηκε και κυριάρχησε και μέσω αυτού.
Σεξ, πρόληψη και απεμπλοκή
Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι τι θα μπορούσαμε να κάνουμε όλη αυτή την πληροφορία, πώς θα μπορούσαμε να την εντάξουμε στα προγράμματα πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης κατά του εξτρεμισμού και της ριζοσπαστικοποίησης. Είναι σημαντικό να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό, ανάμεσα στην κρατική προσέγγιση και την ιδιωτική εμπειρία. Η βία είναι σε μεγάλο βαθμό μια προσωπική υπόθεση - ξεκινάει μέσα στο κεφάλι του δράστη. Χρειάζεται να χαρτογραφήσουμε τη γέννηση ενός εξτρεμιστή, τον εσωτερικό, διαπροσωπικό αγώνα με την ιδέα που τον γοητεύει και τον παρακινεί να ενταχθεί στην ομάδα. Αυτό που μας διαφεύγει είναι οι αλλαγές στα εξελικτικά στάδια μέσα από τα οποία αυτός περνά και η συστηματική παρακολούθηση των σταδίων σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο. Αλλά μας διαφεύγει και το αντίθετο, το πώς δηλαδή μπορεί να υπάρξει απευαισθητοποίηση από την εξαρτημένη μάθηση για ένα δράστη. Άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό, η επιλογή του να λειτουργήσει κάποιος με βία, είναι μια συμπεριφορική «απάντηση» σε ένα ερέθισμα. Ακούγεται απεχθές, αλλά χρειάζεται να καταλάβουμε τη γλώσσα που ο δράστης μιλάει προτού ισχυριστούμε ότι μπορούμε να κάνουμε οποιαδήποτε πρόληψη. Πολύ περισσότερο, προκειμένου να καταφέρουμε να δώσουμε απαντήσεις στις κοινωνίες-θύματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κατανόηση της λειτουργίας και της εργαλειοποίησης του σεξ, από τη μία πλευρά ως μηχανισμού ριζοσπαστικοποίησης και από την άλλη ως μέσου προετοιμασίας επιθέσεων, μπορεί να αποτελέσει σημαντική μεταβλητή για το σχεδιασμό προγραμμάτων πρόληψης και υποστήριξης ευάλωτων στη ριζοσπαστικοποίηση ανθρώπων, αλλά και προγραμμάτων απεμπλοκής και απο-ριζοσπαστικοποίησης.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ahram, A. (2015). Sexual Violence and the Making of ISIS. Survival, 57(3), 57-78.
Birnbaum, G., Hirschberger, G. and Goldenberg, J. (2011). Desire in the face of death: Terror management, attachment, and sexual motivation. Personal Relationships, 18: 1-19.
El-Masri, S. (2018). Prosecuting ISIS for the sexual slavery of the Yazidi women and girls. The International Journal of Human Rights, 22(8), 1047-1066.
McCauley C. and Moskalenko, S. (2008), ‘Mechanisms of Political Radicalization: Pathways Toward Terrorism’, Terrorism and Political Violence, Vol. 20, pp. 415–433.
Mendelsohn B., (2011), “Foreign Fighters – Recent trends”, Orbis, 55 (2).
Paulussen C., (2021), ISIS and Sexual Terrorism: Scope, Challenges and the (Mis)Use of the Label, ICCT, The Hague
Pyszczynski, T., Greenberg, J., & Solomon, S. (1997). Why do we need what we need? A terror management perspective on the roots of human social motivation. Psychological Inquiry, 8(1), 1-20.
Rand D. and Vassalo A., (2014), “Bringing the Fight Back Home: Western Foreign Fighters in Iraq and Syria”, Center for a New American Security.
Rosenblatt, A., Greenberg, J., Solomon, S., Pyszczynski, T., & Lyon, D. (1989). Evidence for terror management theory: I. The effects of mortality salience on reactions to those who violate or uphold cultural values. Journal of Personality and Social Psychology, 57(4), 681-690.