Διαβάσαμε τα ρεπορτάζ για τον τρομοκράτη Σαλάχ Αμπντεσλάμ που εμφανίστηκε αμετανόητος και κήρυξε για μία ακόμη φορά το μίσος για τη ζωή και τη δημοκρατία. Πώς όμως αντιμετωπίζουμε εμείς, οι πολίτες των σύγχρονων κοινωνιών της διακινδύνευσης, τον τρομοκράτη που δικάζεται; Ποιος θυμάται σήμερα τι ειπώθηκε στη δίκη των μελών της Οργάνωσης 17 Νοέμβρη; Γιατί εκατοντάδες νέοι στάθηκαν πίσω από το πανό “Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη” και υποστήριξαν το αίτημα του καταδικασμένου τρομοκράτη Δήμητρη Κουφοντίνα; Τι σημαίνει γι’ αυτούς σήμερα τρομοκρατία; Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να απασχολούν όλες τις σύγχρονες κοινωνίες οι οποίες έχουν αντιμετωπίσει την τρομοκρατία και ζουν με την απειλή της.
Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις για τη μελέτη της τρομοκρατίας και της ριζοσπαστικοποίησης, ο συνδυασμός των οποίων μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το σύνθετο θέμα της τρομοκρατίας και να αναζητήσουμε το πώς μπορούμε να φτιάξουμε πολιτικές που να έχουν στην καρδιά τους την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών της. Αυτόν τον επιστημονικό και πολιτικό δρόμο ψάχνει η Ε.Ε. από το 2005, όταν η δική της απάντηση στην παγκόσμια τρομοκρατία ήταν η Στρατηγική για τη ριζοσπαστικοποίηση και τη στρατολόγηση τρομοκρατών. Πρέπει όμως να πάμε και πιο πέρα. Στις θυματοκεντρικές πολιτικές, που δεν έχουν στόχο να αναπαράγουν το τραύμα αλλά να ενδυναμώσουν το θύμα. Στις πολιτικές εξόδου, για κάποιον που έχει ριζοσπαστικοποιηθεί και θέλει να αφήσει πίσω του το μονοπάτι της βίας. Έξοδος σημαίνει απεμπλοκή - αποριζοσπαστικοποίηση - επανένταξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η κοινωνική ψυχολογία μπορεί να μας δώσει χρήσιμες ερμηνευτικές εξηγήσεις και βάσεις για αποτελεσματικές πολιτικές. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούμε σε αυτό το άρθρο, συνδυάζοντας την κοινωνική ψυχολογία με τις σπουδές για την τρομοκρατία.
Αποδομώντας την αναπαραγωγή του φόβου
Η έρευνα της Κοινωνικής Ψυχολογίας –σε σχέση με την εξέλιξη των τρομοκρατικών επιθέσεων και τον σχεδιασμό παρεμβάσεων υπέρ των θυμάτων τρομοκρατικής βίας– μπορεί σε γενικές γραμμές να χωριστεί σε δύο περιόδους: στην εποχή πριν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ και στην ποιοτική διαφοροποίηση των επιθέσεων, μετά. Όσο κι αν οι δύο αυτές περίοδοι μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, ταυτόχρονα διαφοροποιούνται σε σχέση με μια σημαντική παράμετρο που άρχισε να υπερισχύει σημαντικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου: το θάνατο. Μπορεί, ευτυχώς, να μην είχαμε μία ακόμη επίθεση με το θανατηφόρο αποτύπωμα της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά είχαμε πολλές, μικρότερες «11ες Σεπτεμβρίου» και, πάνω απ’ όλα, είχαμε τη νιχιλιστική κουλτούρα του θανάτου. Του θανάτου ως ψυχοδραστικής μεταβλητής και ως απολυταρχικής ιδέας. Ως νέα κουλτούρα για τον αφανισμό, ως μέσο για την επίτευξη σκοπού και ως ιδεολογία που υπερβαίνει οποιαδήποτε άλλη εξτρεμιστική και τέμνει, μεταξύ άλλων, ακραίους τζιχαντιστές, αλλά και ακροδεξιούς1. Η ετοιμότητα περισσότερων ισλαμιστών τρομοκρατών να χρησιμοποιήσουν το σώμα τους, ως όπλο μαζικής καταστροφής, πραγματοποιώντας τυφλές επιθέσεις σε “μαλακούς” στόχους, στην καθημερινότητα των πολιτών, άρχισε να επαναπροσδιορίζει τη στάση των κρατών και των κοινωνιών απέναντι τους. Ο θάνατος έκανε την ψυχολογική διαφορά και είναι αυτός που μας κάνει να ακούμε.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις δεν είναι πράξεις που έχουν μοναδικό στόχο να πλήξουν φυσικά πρόσωπα ή συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες: είναι στη βάση τους πολιτικά μηνύματα και, καταρχάς, ως τέτοια χρειάζεται να αντιμετωπιστούν. Αυτό είναι άλλωστε η τρομοκρατία, η υποστήριξη και η προώθηση μιας ιδέας με τη χρήση βίας. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, η Φράξια Μπάαντερ Μάινχοφ, η οργάνωση 17 Νοέμβρη ήταν όλες τρομοκρατικές ομάδες που εντάσσονται στο κύμα της “Νέας Αριστεράς” του David Rapoport2.
Η Αλ Κάιντα, το ISIS, η Αλ Σαμπαάμπ είναι οργανώσεις που ανήκουν στο θρησκευτικό κύμα της τρομοκρατίας. Ο Μπρέιβικ πραγματοποίησε τρομοκρατικές επιθέσεις για να προωθήσει το μήνυμά του για την «ανάγκη προστασίας της Ευρώπης από την άλωσή τους από τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς». Η Martha Crenshaw3 γράφει ότι οι τρομοκρατικές ενέργειες δίνουν έμφαση σε συγκεκριμένα στοιχεία που όμως έχουν πολλαπλασιαστική επιρροή, «χρειάζεσαι λίγα για να πάρεις πολλά». Στόχος τους είναι η προώθηση κοινωνικοπολιτικών αλλαγών μέσω του φόβου και της βίας, ενώ τα θύματα δεν είναι μονάχα όσοι αφήνουν την τελευταία τους πνοή στα σημεία μιας επίθεσης και οι συγγενείς τους, αλλά και οι υπόλοιποι που χρειάζεται να ζούμε με τον τρόμο. Και όχι απλώς να ζούμε, αλλά να τον ενσωματώνουμε στην καθημερινότητά μας, μέσα από προσπάθειες αποφυγής του εφιάλτη και προσπάθειες πρόληψης, παρέμβασης ή/και έγκαιρης καταστολής, μέσα στις κοινότητες που συμβιώνουμε. Αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό των κοινωνιών της διακινδύνευσης όπου ζούμε.
Εδώ ακριβώς είναι το θέμα: οι τρομοκρατικές ενέργειες είναι ζωντανά κύτταρα που αναδύονται εξελικτικά μέσα από κοινωνικές διεργασίες. Οι θεωρητικοί της προσέγγισης της τρομοκρατίας ως ορθολογική επιλογή “rational choice” υποστηρίζουν πως η μονοδιάστατη θεώρηση των τρομοκρατών, βασισμένη σε αφηγήματα τυφλού θρησκευτικού οπαδισμού ή μιας ψυχιατρικοποιημένης εικόνας προφίλ του τρομοκράτη, είναι υπεραπλουστεύσεις που ανακυκλώνονται στον δημόσιο λόγο, αλλά δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε την τρομοκρατία, πόσο μάλλον να δούμε τα βαθύτερα αίτια4. Αυτές οι απλουστεύσεις δεν είναι ικανές παράμετροι για να χτιστούν προγράμματα που έχουν στόχο την επούλωση των τραυμάτων σε επίπεδο κοινωνιών. Αντιθέτως, η υπενθύμιση του θανάτου σε κάθε σχετική αναφορά ενισχύει το αντανακλαστικό στερεότυπο υπέρ της ομάδας στην οποία ανήκουμε (θύματα) και μεγαλώνει το θυμό απέναντι στους δράστες (τρομοκράτες), αλλά δυστυχώς και της ευρύτερης ομάδας στην οποία τους εντάσσουμε (π.χ. η εξομοίωση των ισλαμιστών τρομοκρατών με τους μουσουλμάνους), επιβεβαιώνει δηλαδή το στόχο τους. Ανακυκλώνει το μίσος και χρησιμοποιεί την πρώτη ύλη στην οποία στοχεύει η τρομοκρατική πράξη: τη μεγιστοποίηση του φόβου, τη διατήρηση μιας αισθητικής του δέους μέσα μας. Η υπενθύμιση του θανάτου οδηγεί αντανακλαστικά σε ένα διχασμό, τον οποίο οι τρομοκράτες επιδιώκουν διακαώς. Στην απλουστευτική μορφή της, η προπαγάνδα των τζιχαντιστών υποστηρίζει πως η παγκόσμια τζιχάντ των τρομοκρατών είναι το ιερό καθήκον προστασίας της Παγκόσμιας Κοινότητας των Πιστών (Ummah) από τους “άλλους”, τους απίστους.
Η Θεωρία Διαχείρισης του Τρόμου (Terror Management Theory)5 στην κοινωνική ψυχολογία εξηγεί το μηχανισμό πίσω από την υπενθύμιση του κεντρικού θέματος του θανάτου στις καθημερινές αναφορές μας: η υπενθύμιση της θνητής μας φύσης (mortality salience) και οι σκέψεις φθοράς, απώλειας ή επικείμενου θανάτου μάς κάνουν πιο συντηρητικούς σε σχέση με τις πράξεις και τις αποφάσεις μας στη ζωή. Ένα άτομο ή μια ομάδα είναι περισσότερο πιθανό να υποστηρίξουν τα πιστεύω και τις αξίες τους με πάθος, σε περίπτωση που αισθανθούν πως κάποιο εξωτερικό ερέθισμα απειλεί την ακεραιότητά τους. Μπροστά σε επικείμενο θάνατο ή με την απειλή του, θα ενεργοποιήσουμε όλες τις άμυνες που προστατεύουν τον ψυχισμό μας από το φόβο. Πρωτίστως, θα αντιδράσουμε θετικά σε ομοϊδεάτες (ingroup bias) και αρνητικά σε όσους έχουν διαφορετικά πιστεύω από μας. Θα συρρικνώσουμε μόνοι μας τον κόσμο, για αυτοπροστασία. Αυτό δηλαδή ακριβώς που θέλουν να καταφέρουν οι τρομοκρατικές ενέργειες. Είναι το σημείο που χτίζεται η αντιθετική ταυτότητα και βρίσκει έδαφος η ισλαμοφοβία, αλλά βρίσκει έδαφος και ο ακροδεξιός εξτρεμισμός. Η διατήρηση του φόβου δημιουργεί ευκαιρίες για τον άλλον εξτρεμισμό, αυτόν που «ανταγωνίζεται» τον ισλαμιστικό αλλά επί της ουσίας τον τροφοδοτεί, σε έναν φαύλο κύκλο αντιμαχόμενων εξτρεμισμών που εκμεταλλεύονται την πόλωση.
Δεν είμαστε καταδικασμένοι να μισούμε: οι άλλοι δρόμοι
Η υπενθύμιση του θανάτου μάς επιστρέφει στον πυρήνα μας, σφιχταγκαλιασμένους με τις αντιλήψεις που μας βοηθούν να αντλήσουμε νόημα στη ζωή. Τα θρησκευτικά πιστεύω, το εθνικό φρόνημα, οι οπαδικές ταυτότητες, οι πολιτικές ιδεολογίες, η οποιαδήποτε μορφή που μπορεί να πάρει το «ανήκειν» μάς κάνουν να αισθανόμαστε ασφαλείς σε έναν ακατανόητο κόσμο. Τα προγράμματα επιστροφής στην κανονικότητα, ωστόσο, χρειάζεται να μιλήσουν για την ελευθερία της αποσύνδεσης από το αρνητικό συναίσθημα, την αναζήτηση νοήματος μακριά από ανταγωνιστικές ταυτότητες. Χρειάζεται να μιλήσουν γι’ αυτό που ονόμαζε ο Lifton6 «συμβολική αθανασία», τη «διαδικασία μιας αναπαράστασης». Ένα μονοπάτι για το μέλλον: μια επιθυμία για υπέρβαση εαυτού και αυτοπραγμάτωση, προκειμένου να νικηθεί ο φόβος. Και στην πραγματικότητα, να γίνουμε «ήρωες», στη στάση μας απέναντι στο θάνατο, βγάζοντας τη γλώσσα στη φράση που αποδίδεται στον Οσάμα μπιν Λάντεν, στην κεντρική ιδέα από όπου δηλαδή ξεκίνησε το κακό: «Εμείς αγαπάμε τον θάνατο, εσείς αγαπάτε τη ζωή». Αυτό έκανε ο Ζακ Έμπραχιμ, ο γιος ενός τρομοκράτη που δεν ακολούθησε το δρόμο του πατέρα του και αφιέρωσε τη ζωή του στην αντιμετώπιση του εξτρεμισμού και του φόβου7. Αυτό έκανε και ο Αντουάν Λερίς, ο γάλλος δημοσιογράφος που έχασε τη γυναίκα του στην τρομοκρατική επίθεση στο Μπατακλάν και έγραψε το σπαρακτικό, αλλά παράλληλα δυνατό βιβλίο, Και όμως, δεν θα σας μισήσω8.
Ο Έμπραχιμ ακολούθησε τον άλλο δρόμο, όχι επειδή υπήρχε κάποιο πρόγραμμα για να τον υποστηρίξει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 που ο πατέρας του πραγματοποίησε την τρομοκρατική επίθεση δεν είχε αναπτυχθεί η προσέγγιση της υποστήριξης των οικογενειών των θυτών. Δεν υπήρχαν προγράμματα απεμπλοκής και αποριζοσπαστικοποίησης. Δεν υπήρχαν δηλαδή επιλογές για τους συγγενείς των θυτών, οι οποίοι ήταν καταδικασμένοι στον φαύλο κύκλο του μίσους. Το έχουμε δει και στη χώρα μας. Χωρίς υποστήριξη αφήνεις ένα παιδί ή μια γυναίκα σε μια γραμμική, αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Δεν έπρεπε να είναι έτσι. Οι σύγχρονες πολιτικές αντιμετώπισης της τρομοκρατίας πρέπει να έχουν στην καρδιά τους την πρόληψη, την υποστήριξη των θυμάτων, αλλά και των οικογενειών των θυτών, την αποριζοσπαστικοποίηση, την ιδεολογική αντιμετώπιση. Στη Μεγάλη Βρετανία έχει δημιουργηθεί μια μορφή καρτούν, ο Abdullah X, το οποίο αξιοποιείται για την αποδόμηση του μηνύματος και της προπαγάνδας των ισλαμιστών εξτρεμιστών. Ο άνθρωπος που το δημιούργησε ήταν εξτρεμιστής, έχασε τρία δάχτυλα του ενός χεριού του από την πρόωρη έκρηξη της βόμβας που έφτιαχνε. Βίωσε ο ίδιος την τυφλή βία στην οποία πίστευε και το βίωμά του έγινε ο καταλύτης για να αλλάξει. Κατάφερε να αλλάξει γιατί υπήρχαν προγράμματα υποστήριξης και αποριζοσπαστικοποίησης.
Αυτή η προσέγγιση δεν σημαίνει πως οι κοινωνίες και τα κράτη αφήνουν περιθώριο στην τρομοκρατία να ανθίσει. Το αντίθετο, της αφαιρούν τα ίδια της τα όπλα: το μίσος, το φόβο, το φανατισμό, τη διαίρεση. Ο πλουραλισμός, η ένταξη, η υποστήριξη του ευάλωτου, είτε αυτός βρίσκεται στα θύματα είτε στο περιβάλλον των θυτών, είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Οι δημοκρατίες δεν μισούν κανέναν, ούτε τους τρομοκράτες. Είναι αυστηρές και δίκαιες στην επιβολή του νόμου. Δίνουν όμως παράλληλα την ευκαιρία στον ευάλωτο να ακολουθήσει τον άλλο δρόμο. Είναι η ενότητα έναντι του διχασμού. Η ανθεκτικότητα έναντι του κατακερματισμού.
Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας δεν σταματά με την εξάρθρωση των οργανώσεων και την απονομή δικαιοσύνης, συνεχίζεται. Κάποια στιγμή, οι δράστες, οι δολοφόνοι, θα αποφυλακιστούν. Αυτό είναι το νομικό πλαίσιο των δημοκρατιών. Έχουν προετοιμαστεί οι κοινωνίες γι’ αυτή τη στιγμή; Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, είναι όμως απαραίτητες. Αυτή τη συζήτηση πρέπει να ανοίξουμε και στην Ελλάδα: και δεν μπορούμε να την κάνουμε χωρίς να κατακερματίσουμε και να κατανοήσουμε την τρομοκρατία.
1 Roy O., (2017), Η Τζιχάντ και ο Θάνατος, Αθήνα: Πόλις
2 Rapoport, D.C. (2004). “Modern terror: the four waves”, in A.K. Cronin and J.M. Ludes (eds), Attacking Terrorism: Elements of a Grand Strategy, Washington, DC: Georgetown University Press
3 Crenshaw, M. (1981). The Causes of Terrorism. Comparative Politics, 13(4), 379–399.
4 Abrahms, M., (2004). “Are Terrorists Really Rational? The Palestinian Example”. Orbis, 48(3), σ. 533-549. Caplan, B., (2006). “Terrorism: The relevance of the rational choice model”. Public Choice, Volume 128, σ. 91-107. Chenoweth, E., Miller, N. & McClellan, E., (2009). “What Makes Terrorists Tick”. International Security, 33(4), σ. 180-202. Crenshaw, M., (2011). Explaining Terrorism: Causes, Processes and Consequences. 1st ed. London: Routledge.
5 Rosenblatt, A., Greenberg, J., Solomon, S., Pyszczynski, T., & Lyon, D. (1989). “Evidence for terror management theory: I. The effects of mortality salience on reactions to those who violate or uphold cultural values”. Journal of Personality and Social Psychology, 57(4), 681-690.
6 Lifton, R. J. (1979). The broken connection. New York: Basic Books.
7 Ebrahim Z., Giles J., (2016), Γιος Τρομοκράτη: η aληθινή ιστορία μίας επιλογής, Αθήνα: Key Books
8 Leiris A., (2016), Και όμως δεν θα σας μισήσω, Αθήνα: Στερέωμα.