Σύνδεση συνδρομητών

Στο μυαλό του τρομοκράτη

Ο Τζιχάντι Τζον, ψευδώνυμο του γεννημένου στο Κουβέιτ Βρετανού Μοχάμεντ Εμουάζι, μέλους του Ισλαμικού Κράτους που υπήρξε αποκεφαλιστής Δυτικών. Σκοτώθηκε το 2015, στη διάρκεια ενός βομβαρδισμού από αμερικανικά αεροπλάνα.
YouTube / ISIS
Ο Τζιχάντι Τζον, ψευδώνυμο του γεννημένου στο Κουβέιτ Βρετανού Μοχάμεντ Εμουάζι, μέλους του Ισλαμικού Κράτους που υπήρξε αποκεφαλιστής Δυτικών. Σκοτώθηκε το 2015, στη διάρκεια ενός βομβαρδισμού από αμερικανικά αεροπλάνα.

Μπορούμε να κατανοήσουμε τους τρομοκράτες; Γύρω από αυτό το ερώτημα έχει δομηθεί μια μεγάλη επιστημονική και πολιτική αντιπαράθεση που στην καρδιά της έχει το δίλημμα «δρα ή όχι ο τρομοκράτης ορθολογικά;». Υπάρχει μια διακριτή θεωρητική σχολή μελέτης της τρομοκρατίας που υποστηρίζει ότι οι τρομοκράτες είναι ορθολογικοί δρώντες και όχι απλώς θανατολάγνοι φανατικοί.

Αυτή η αντιπαράθεση ήταν κυρίαρχη και στο ζήτημα των διαπραγματεύσεων με τους τρομοκράτες. Πέρα από την ηθική διάσταση του θέματος από την πλευρά του κράτους, υπήρχε και ο προβληματισμός για το αν και πώς μπορεί κάποιος να διαπραγματευτεί με έναν μη ορθολογικό δρώντα. Το 1981, σε ένα άρθρο του για την τυποποίηση των διαπραγματευτικών διαδρομών/τακτικών ανάμεσα σε κράτη και οργανώσεις τρομοκρατών, ο Jerome Corsi έγραφε ότι, για τις περισσότερες κατηγορίες ενεργειών, οι τρομοκράτες διαθέτουν αναλυτικό πλάνο εξόδου και επιβίωσης και ότι πολύ λίγοι στην πραγματικότητα εμφανίζονται ξεκάθαρα αυτοκτονικοί στις κινήσεις τους.  Ως εκ τούτου, η διαπραγμάτευση μαζί τους αποτελούσε επιλογή, ενορχηστρωμένη με τρόπο που όχι μόνο μείωνε το ρίσκο απώλειας αλλά μπορούσε να διδαχθεί ως υψηλή τέχνη διπλωματίας. 

Οι τρομοκρατικές οργανώσεις του 20ού αιώνα είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε μεγάλο βαθμό ήταν δομημένες και λειτουργούσαν ως κλειστές σέχτες, ακολουθώντας όλες τις συνωμοτικές διαδικασίες. Ο αριθμός των μελών μιας οργάνωσης ήταν μικρός, ενώ η διαδικασία ένταξης ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη. Πρέπει εδώ να συνυπολογίσουμε και την παράμετρο της τεχνολογίας, η οποία άλλαξε δομικά τόσο την τρομοκρατία, όσο και τη ριζοσπαστικοποίηση. Για να μπορέσουν λοιπόν, πέρα από τις επιχειρήσεις σύλληψης, να έρθουν σε επαφή οι αρχές με τρομοκράτες, έπρεπε να ακολουθήσουν δύο διαδικασίες: α) τη διείσδυση και β) τη διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση, πάντα στο πλαίσιο που αναπτύχθηκε παραπάνω, πέραν της στενής της διάστασης (διαπραγματευόμαστε με τους τρομοκράτες για να αποτραπεί μια τρομοκρατική ενέργεια ή να περιοριστεί στο μεγαλύτερο δυνατό το κόστος της, π.χ. κάποιες ομηρίες), είχε και μια ευρεία διάσταση. Μέσω της επαφής με τους τρομοκράτες, οι αρχές μπορούσαν να συλλέξουν πληροφορίες, να καταλάβουν καλύτερα το δράστη και την ψυχολογική-συναισθηματική του κατάσταση και, στο βαθμό που αυτό ήταν εφικτό, να τον επηρεάσουν, έστω στη βάση του περιορισμού μιας επίθεσης ή, απλώς, προκειμένου να κερδηθεί χρόνος για να διεξαχθεί μια επιχείρηση της αστυνομίας.

Με άλλα λόγια, η διαπραγμάτευση μπορούσε να λειτουργήσει και ως τρόπος να μπει κάποιος στο μυαλό ενός τρομοκράτη. Δεν είναι τυχαίο το πώς τόσο επιστημονικά, όσο και σε επίπεδο μυθιστορίας –κυρίως σε ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές–, η ιδιάζουσα σχέση μεταξύ διαπραγματευτή και τρομοκράτη έχει βρει αρκετό έδαφος.

Δυστυχώς για την προβλεψιμότητά τους, τον εικοστό αιώνα οι τρομοκρατικές οργανώσεις εξελίχθηκαν πολυδιάστατα και εκσυγχρονίστηκαν,  ακριβώς όπως συνέβη σε κάθε δι-ομαδική διεργασία που επηρεάστηκε από την παγκοσμιοποίηση.  Οι αλλαγές, μεταξύ άλλων, αφορούσαν το ιδεολογικό υπόβαθρο, με την επικράτηση μιας νιχιλιστικής- θανατολαγνικής αποδομημένης μετα-ιδεολογίας,  στον τρόπο στρατολόγησης και ριζοσπαστικοποίησης, κυρίως λόγω των νέων τεχνολογιών, αλλά και στη στρατηγική και στο τελικό στάδιο που αυτές προωθούν ως το μεγάλο τους αφήγημα, όπως το παγκόσμιο χαλιφάτο των ισλαμιστικών οργανώσεων.  Σημαντικές αλλαγές βλέπουμε στους δράστες, στο ψυχολογικό προφίλ τους, όπως έγινε ευρέως αντιληπτό με τη διεύρυνση της δεξαμενής πιθανής στρατολόγησης από το ISIS. Υπάρχουν ακόμα μοναχικοί δρώντες που λειτουργούν σε καθεστώς υψηλής συναισθηματικής φόρτισης.

Αυτές οι αλλαγές, σε συνδυασμό με την απαξίωση της διαδικασίας της όποιας πιθανής επικοινωνίας πριν από τα χτυπήματα από μια νέα γενιά τρομοκρατών που, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ (όπου και κυριάρχησε μια κουλτούρα τζιχαντιστικού θανάτου, όπως την ορίζει ο Olivier Roy), οδήγησαν κατά κάποιον τρόπο την in situ διαπραγμάτευση στο περιθώριο. 

Από τη στιγμή που η τρομοκρατία έπαψε να χωράει σε καλούπια, ο τρόμος που προκαλεί πολλαπλασιάστηκε.  Μπορούμε να καταλάβουμε τι έχουν στο μυαλό τους οι τρομοκράτες του 21ου αιώνα;  Η διαπραγμάτευση με την ευρεία έννοια, ως διαδικασία συλλογής πληροφοριών, κατανόησης των τρομοκρατών και της  ψυχολογικής- συναισθηματικής τους κατάστασης  και,  στο βαθμό που αυτό ήταν εφικτό, ως επιρροή, ως μια διαδικασία δηλαδή επικοινωνίας, διαφοροποιήθηκε.  Άλλαξε τόπο και τρόπο διεξαγωγής: από τη σκηνή μιας ανθρωπογενούς καταστροφής, στην πρώτη γραμμή των πρωτοβουλιών απο-ριζοσπαστικοποίησης και επανένταξης στο πλαίσιο των γενικότερων πολιτικών πρόληψης.  Επειδή δηλαδή οι τρομοκρατικές ενέργειες έγιναν περισσότερο εσωτερικές ως προς το σχεδιασμό, τη στοχοθέτηση και το τελικό αποτέλεσμα, ταυτόχρονα η επικοινωνία μετατοπίστηκε σε άλλα κανάλια (διαπραγμάτευση με κρατούμενους, προγράμματα απεμπλοκής και απο- ριζοσπαστικοποίησης μέσα σε φυλακές) και έγινε σημαντικό μέσο άντλησης πληροφοριών σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, αφού βοηθάει την ανάδυση των αδυναμιών που βασανίζουν τις ομάδες και τη βαθύτερη κατανόηση των αναγκών που καλύπτει η τρομοκρατία ως βίαιη διαδικασία αλλαγής δεδομένων.  

Η μετάβαση αυτή, ωστόσο, δεν έγινε χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις ή απουσίες από το χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, που τώρα προβάλλουν δύο βασικά επιχειρήματα υπέρ μιας ψυχολογικής προσέγγισης στην τρομοκρατία.

1. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις διέπονται από τις ίδιες αρχές και ακολουθούν το ίδιο τελετουργικό ανάπτυξης και διαστρωμάτωσης με οποιαδήποτε άλλη ομάδα.  Η έρευνα που αφορά την ιδιαίτερη προσωπικότητα των τρομοκρατών και τα γενεσιουργά αίτια των πράξεών τους  έχει ακόμη μεγάλο περιθώριο εξέλιξης, αλλά η παραδοχή ότι είναι αδύνατο να κατακτήσουμε σε βάθος τη γνώση που απαιτούν οι προσπάθειες έγκαιρης αντιμετώπισης έχει γίνει πλέον καθολική. 

2. Μπορεί οι παράμετροι που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη στην αναλυτική διαδρομή να ποικίλλουν, υπάρχουν όμως τουλάχιστον δύο σημαντικά στοιχεία που διέπουν τις τρομοκρατικές ενέργειες: α) το στοιχείο της εχθρότητας προς συγκεκριμένη ομάδα-στόχο και β) την επιβολή φόβου σε άμαχο πληθυσμό.  Η ανάλυση του «μυαλού του τρομοκράτη» και της επιθετικότητας που οικοδομείται σταδιακά μέσα από την αρχική ένταξή του σε μία ομάδα, από την οποία αυτός αντλεί νόημα και αποκτά ταυτότητα, είναι ένα σύγχρονο πρώτο βήμα προς το σχεδιασμό πολιτικών ανάσχεσης της τρομοκρατικής βίας. 

Σήμερα –χωρίς να αποκλείεται η πολιτικοκοινωνική προσέγγιση και η συνθεώρηση διαφορετικών μεταβλητών στη γέννηση της τρομοκρατίας–, σε μεγάλο βαθμό ενθαρρύνεται μια bottom-up προσέγγιση στο θέμα, που εξετάζει τα άτομα και τις ομάδες μέσα στις οποίες αυτά κινούνται και εξελίσσονται.  Κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται μέσα σε κάποιο απομακρυσμένο εργαστήριο θεωρητικής προσέγγισης στο πρόβλημα, αλλά στα «κοινωνικά εργαστήρια» των συνομιλιών με τους δράστες που είναι ζωντανοί και αποτελούν πηγή πληροφοριών.  Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις τρομοκρατών που απο-ριζοσπαστικοποιήθηκαν και συνεργάζονται στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση πολιτικών πρόληψης.  Από την ανάλυση καθαυτής της ενέργειας, στην ανάλυση των στοιχείων που οικοδομούν την προσωπικότητα των δραστών, αυτό που αναζητείται επιπλέον είναι η κατανόηση των κινήτρων που ωθούν ένα άτομο να εξυπηρετήσει έναν κοινωνικοπολιτικό σκοπό με τον πιο βάναυσο τρόπο.  Η τρομοκρατία ως επιλογή αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για τους κοινωνικούς ερευνητές και τους συνδιαμορφωτές πολιτικών πρόληψης του μέλλοντος.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Corsi, J.  R.  (1981).  Terrorism as a Desperate Game.  Fear, Bargaining, and Communication in the Terrorist Event.  Journal of Conflict Resolution, 25(1), 47-85

Görzig, C.  (2009).  Predicting Terrorism. Négociations, 11, 105-120

Roy O. (2017), Η Τζιχάντ και ο Θάνατος, μετάφραση: Κίττυ Ξενάκη, Πόλις, Αθήνα

Victoroff, J.  (2005).  The Mind of the Terrorist.  A Review and critique of psychological approaches.  Journal of Conflict Resolution, 49(1), 3-42

Δέσποινα Λιμνιωτάκη -Τριαντάφυλλος Καρατράντος

Δέσποινα Λιμνιωτάκη. Κοινωνική ψυχολόγος, συνιδρύτρια της Healing Tree Community for Mental Health.

Τριαντάφυλλος Καρατράντος. Διδάκτωρ ευρωπαϊκής ασφάλειας και νέων απειλών, επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.