Ο φασισμός δεν ξανάρχεται, διότι απλούστατα ποτέ δεν έφυγε. Πρόκειται για ιδεολογία, για πολιτική θέση υφιστάμενη εδώ και εκατό χρόνια, που γοήτευσε ή έπεισε ή έγινε ανεκτή από εκατομμύρια ανθρώπων. Η συντριβή των φασιστικών καθεστώτων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από το μέτωπο των δυτικών δημοκρατικών και της κομμουνιστικής ΕΣΣΔ δεν τον εξαφάνισε ως ιδεολογία. Και στις κατάλληλες συνθήκες αναζωπυρώθηκε, ως πολιτική άποψη και θέση. Και φασίστες εμφανίσθηκαν, αρχικά ως παρέες και λαθρόβια έντυπα και ύστερα, ως πολιτικές ομάδες, κρυμμένοι σε δεξιά ή ακροδεξιά κόμματα, μέχρι που επανεμφανίσθηκαν φανερά με τις σημαίες και τα σύμβολά τους και την όλη ιδεολογία τους, όπως έγινε και στην Ελλάδα με τη Χρυσή Αυγή, και εκλέχτηκαν με δόξα και τιμή στα Κοινοβούλια. Καθώς ο φασισμός δεν είναι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Όσοι πιστεύουν το αντίθετο πλανώνται πλάνην οικτράν και, αν έχουν εξουσία, η πλάνη τους αυτή τους οδηγεί σε πολιτικά λάθη και σε εγκλήματα. Δεν θα είχε εξαλείψει τον φασισμό ο Βελουχιώτης αν είχε σφάξει περισσότερους, όπως λέγεται ότι είπε σε μια έξαρση ειλικρινούς αυτοκριτικής, λίγο πριν κομματιάσει τον εαυτό του στο φαράγγι της Μελούνας.
Οδηγούμαστε έτσι στο δεύτερο ερώτημα. Όχι, οι κομμουνιστές δεν αντιμετωπίζουν τον φασισμό. Αντιθέτως, τον τροφοδοτούν, είναι το λάδι στη φωτιά. Ο Νόλτε θεωρεί πως ο ναζισμός υπήρξε απάντηση στον μπολσεβικισμό. Η ιστορική αλληλουχία επιβεβαιώνει, μερικώς τουλάχιστον, τη θέση του. Ξέρουμε πως οι κόκκινοι και οι μαύροι συγκρούονταν πολλά χρόνια στις μπιραρίες και στους δρόμους του Βερολίνου και των άλλων γερμανικών πόλεων. Τα αποτελέσματα, γνωστά. Και για τη Γερμανία και για τον κόσμο ολόκληρο. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ούτε ξεκίνησε ως σύγκρουση μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού ούτε κατέληξε έτσι. Ήταν σύγκρουση μεταξύ φασισμού και δημοκρατίας, συνεπικουρούμενης εν τέλει από τον κομμουνισμό. Αρχικά, μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και δύο δυτικών δημοκρατιών, της Γαλλίας και της Βρετανίας, που γρήγορα, μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, κατέληξε σε σύγκρουση μεταξύ δύο, της Γερμανίας και της Βρετανίας. Η ΕΣΣΔ είχε καθίσει στην άκρη. Δεν θα μάθουμε ποτέ τι θα είχε συμβεί αν ο Χίτλερ δεν είχε επιτεθεί απρόκλητα, στην ιδεολογική τρέλα του, κατά της ΕΣΣΔ. Η σύγκρουση μεταξύ κομμουνιστικής ΕΣΣΔ και ναζιστικής Γερμανίας, σημαντική για την έκβαση του πολέμου, αλλά όχι ως αναγκαία συνθήκη για τη νίκη, δεν καθαγιάζει την ΕΣΣΔ και τον κομμουνισμό. Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία όπου δύο ομοειδή καθεστώτα συγκρούονται μέχρι τελικής πτώσεως. Και οι γεωπολιτικοί λόγοι είναι πάντα ισχυρότεροι των ιδεολογικών αποχρώσεων και αντιθέσεων. Εάν δεν είχε συντρίψει το Βερολίνο ο Κόκκινος Στρατός, θα το είχε κάνει η ατομική βόμβα.
Μα υπάρχουν οι διαταγές για τους κομισάριους. Όμως αυτοί ήσαν τα στελέχη του καθεστώτος του εχθρού. Υπάρχουν οι διακόσιοι της Καισαριανής. Όμως, ναι, το ΚΚΕ πρωτοστάτησε στην Εθνική Αντίσταση. Αλλά αφού είχε επιτεθεί ο Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση. Η δε υπεράσπιση της σοβιετικής πατρίδας ήταν άρθρο πρώτο για τους κομμουνιστές της εποχής εκείνης. Εξάλλου, στο βάθος έβλεπαν να τους περιμένει η εξουσία, η λαϊκή δημοκρατία και ο σοσιαλισμός. Διαφορετικά, προς τι η αξίωση της μονοπώλησης του ένοπλου αγώνα, δηλαδή της βίας; Ήταν το κράτος; Μερικώς, τοπικά, ήταν – και όπου δεν ήταν σκόπευαν να γίνουν. Πουθενά, σε κανένα μέρος της χώρας, εφόσον μπορούσαν, από το 1943 και μετά, δεν ανέχθηκαν να έχει άλλος, εκτός από τον ΕΛΑΣ, όπλα. Τη φύση του αγώνα του την αποκαλύπτει επισήμως σήμερα το ΚΚΕ, που δεν διστάζει να προβάλει τον Δεκέμβρη ως ταξικό αγώνα «ενάντια στους άγγλους ιμπεριαλιστές και την ντόπια αστική τάξη». Δεν έχουν λοιπόν θέση οι κομμουνιστές σε ένα αντιφασιστικό μέτωπο; Ναι, αλλά ως ουραγοί, όχι ως ηγέτες. Σε ένα δηλαδή αντίστροφο ΕΑΜ.
Διότι, όσες καταγγελίες, πορείες και διαμαρτυρίες και να έκανε το ΚΚΕ, αν η κυβέρνηση Σαμαρά δεν αποφάσιζε να διαλύσει τη Χρυσή Αυγή, ύστερα από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, χωρίς να διστάσει μπροστά στους νομικισμούς που από άλλους χώρους παραδόξως αναδεικνύονταν, δεν ξέρουμε ποιες θα ήταν οι εξελίξεις.
Παρομοίως σήμερα, όσες αντιφασιστικές πορείες ή συγκεντρώσεις και αν γίνουν έξω από τα ΕΠΑΛ της Σταυρούπολης, όχι μόνο δεν θα αντιμετωπιστεί η αναζωπύρωση της Χρυσής Αυγής στα σχολεία αλλά, αντίθετα, θα ενισχυθεί. Διότι δεν έχουν τίποτε θελκτικό να προσφέρουν οι κομμουνιστές προκειμένου να πείσουν τους πολίτες πως αυτοί είναι οι αυθεντικοί εχθροί των φασιστών, εντέλει πως είναι καλύτεροι από τους φασίστες. Είναι κωμικό να πιστεύουν ότι ο κόσμος –πέρα από τους δικούς τους– προτιμάει τις καταλήψεις των σχολείων που γίνονται από κομμουνιστές αλλά καταδικάζει τις καταλήψεις που γίνονται από φασίστες.
Δεν είναι λοιπόν η δράση των κομμουνιστών που θα αντιμετωπίσει τον φασισμό στα σχολεία, αλλά για άλλη μια φορά η παρουσία των θεσμών της δημοκρατίας και μάλιστα όχι μόνο –αλλά και γιατί όχι, όπου χρειάζεται;– της εισαγγελίας και της αστυνομίας, αλλά όλων εκείνων που συνιστούν την κανονικότητα στη λειτουργία των σχολείων και της όλης κοινωνίας. Πόσο ακόμη με τις καταλήψεις κάθε Οκτώβριο; Αν ο νόμος και η εφαρμογή του διαπαιδαγωγούν, η ελληνική πολιτεία δεν τα πάει καθόλου καλά στο ζήτημα αυτό.
Τέλος, είναι μια σταθερά του Τύπου να σκεπάζει τις δράσεις της Αριστεράς και των κομμουνιστών με εύσχημες αοριστολογίες. Ειδικά τα «κομμουνιστής» και «κομμουνισμός» είναι εξορκισμένες λέξεις. Μόνο το ΚΚΕ και ο κομματικός τύπος θαρραλέα τις χρησιμοποιεί, όποτε θέλει. Διαφορετικά –και συνήθως– κρύβει την πραγματικότητα κάτω από ψευδείς γενικεύσεις: εργαζόμενοι, λαός, φοιτητές… Έχει τους λόγους του, εμφανίζει έτσι τις δικές του μικρές κινητοποιήσεις ως κινητοποιήσεις όλου του λαού, όλων των φοιτητών, όλων των εργαζομένων. Τα ΜΜΕ όμως γιατί;