Κώστας Θ. Καλφόπουλος
Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Βιβλία του: Στην εποχή της περιπλάνησης (2000), Tilt! Δοκίμιο για το φλίππερ (2005), Far from the RAF. 30 χρόνια από το «γερμανικό φθινόπωρο»(2007), Καφέ Λούκατς. Budapest Noir (2008), Ένα παράξενο καλοκαίρι (2011), Καρέ-καρέ και άλλα διηγήματα (2013), Φλίππερ (2016). Μόλις κυκλοφόρησαν τα βιβλία του, Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις (με τον Άγη Πετάλα) και Ένα φέρετρο για τη Σόφια (με τον Ανδρέα Αποστολίδη), Multiball (επιμ.).
Καρλ Σμιτ, αμφιλεγόμενος και απρόβλεπτος
Carl Schmitt, Στεριά και Θάλασσα. Μια κοσμοϊστορική θεώρηση, μετάφραση από τα γερμανικά: Ιωάννα Αβραμίδου, Σμίλη, Αθήνα 2022, 114 σελ.
Carl Schmitt, Άμλετ ή Εκάβη, μετάφραση από τα γερμανικά: Ηρακλής Πεκιαρίδης, Κουκκίδα, Αθήνα 2021, 98 σελ.
Ένα αφήγημα, σαν μακροσκελές, συναρπαστικό παραμύθι από τον πατέρα στην κόρη («διήγηση για την Άνιμα»), πάνω στην πολιτική κοσμογραφία με γεωστρατηγικούς όρους, και μια μονογραφία που διαπερνά το θεατρικό σώμα του βασιλιά Άμλετ για να συναντήσει τον κόσμο του κλασικού δράματος αναδεικνύουν εμφατικά τις πτυχές ενός radical thinker, που σημάδεψε τα «μονοπάτια της σκέψης»[1] στον 20ό αιώνα. Δύο «περιφερειακά» έργα του Καρλ Σμιτ, τώρα και σε εξαιρετική ελληνική μετάφραση, διευρύνουν σημαντικά την πρόσληψή του σε μια χώρα που το έργο του παρέμεινε παρεξηγημένο, «περιθωριακό» και αποσπασματικό.
Γαλλόφωνο σινεμά: une première excellente. Σκόρπιες εντυπώσεις
Κάθε πρεμιέρα έχει λάμψη, πλήθος, πάθος, προσδοκίες, αλλά και απρόοπτα. Η εναρκτήρια προβολή της ταινίας του Φρανσουά Οζόν, Mon crime (2023) στο Παλλάς (21/3), που άνοιξε και την αυλαία του 23ου Γαλλόφωνου Κινηματογράφου στην Ελλάδα (https://www.ifg.gr/events/23o-festival-gallofonou-kinimatografou/), είχε όλα τα συστατικά μιας άκρως επιτυχημένης «αβάν πρεμιέρ»: ένα ζευγάρι «κομπέρ», που καλωσόρισε το κοινό δίγλωσσα, αλλά στα ελληνικά με «Καλησπέρα σε όλα / όλες / όλους», καθώς στα γαλλικά δεν υφίσταται ουδέτερο γένος (quel daumage pour la diversité!), έναν διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου που απευθύνθηκε στο κοινό, καίτοι τουλάχιστον κατά το ήμισυ γαλλόφωνο, εκτενώς στα ελληνικά –εμβόλιμα, δύο ερωτήσεις κρίσεως: «ποιος διευθυντής του Ινστιτούτου Γκαίτε μίλησε στο ακροατήριο του αμφιθέατρου τελευταία φορά στα ελληνικά;» και «ποιο αμφιθέατρο ξένου Ινστιτούτου στην Ελλάδα φέρει το όνομα έλληνα δημιουργού;–, ένα χάπενινγκ που χαρακτηρίζεται «ακτιβισμός» και μια ταινία που υπερβαίνει κατά πολύ τον χαρακτηρισμό «αστυνομική παρωδία». Ας ξετυλίξουμε όμως το φιλμ της πρεμιέρας προς τα πίσω…
Τα «παιδιά του Μάρκου» ποιαν είχανε μητέρα;
Μάιρα Παπαθανασοπούλου, Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής, Πατάκη, Αθήνα 2023, 404 σελ.
Με το μυθιστόρημα της Μάιρας Παπαθανασίου «κατεβαίνουμε» από τα «ψηλά βουνά μ’ αντάρτες ΕΠΟΝίτες» και τις μάχες του «Δημοκρατικού Στρατού» με τον Εθνικό Στρατό, για να «κουτρουβαλήσουμε» στο τέλος σ’ ένα δράμα των παιδιών των πολιτικών προσφύγων στην Ανατολική Ευρώπη, κυρίως στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Ένα οδυνηρό οδοιπορικό στην Ιστορία μέσα από την ευαίσθητη γραφή της συγγραφέως, που μας οδηγεί στις περιπέτειες μιας «χαμένης γενιάς» μέσω Ελλάδας, Νορβηγίας και Ανατολικής Γερμανίας (DDR).
«Οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά 2.0»
Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μας είχε συνεπάρει ένα άλμπουμ του Θάνου Μικρούτσικου, με τον τίτλο Τροπάρια για φονιάδες, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, ο οποίος (Μικρούτσικος) ήδη είχε διεμβολίσει την «Αγία Τριάδα Χατζηδάκια’μ, Θουδουράκια’μ», που «τρώγαν και πίναν παρέα πια με τον Νιόνιο», που και αυτός, με τη σειρά του, είχε βγάλει ίσως το καλύτερο μέχρι τότε άλμπουμ του, τα 10 χρόνια κομμάτια. Οι Κνίτες, που, όταν δεν κυνηγούσαν στις σχολές ΑΑΣΠΕδες και ΠΠΣΠήδες, αρχικά είχαν ενθουσιαστεί με τα Πολιτικά τραγούδια του μαθηματικού από την Πάτρα (και αδελφού του «τηλεοπτικού» Ανδρέα, αλλά και Παναθηναϊκού!, που συνεργάστηκε και με τον Μανώλη Ρασούλη, να τα λέμε όλα), κάπου είχαν όμως δυσανασχετήσει με ένα τραγούδι, για τον «Νίκο Πλουμπίδη», καθώς έκανε παρέα στη Ρόζα Λούξεμπουργκ και στον Κώστα Καρυωτάκη της «Πρέβεζας και του Κιλκίς», για τους γνωστούς και ευνόητους λόγους (ο οποίος, σύμφωνα με τους συντρόφους, για να μην ξεχνιόμαστε, ήταν «πράκτορας και ζούσε στις ΗΠΑ με τα χρήματα της προδοσίας»).
Η «μικρή Μαρία» και οι μεγάλες της συνέπειες στη Γερμανία
Θαρρεί κανείς, πως το παλιό γερμανικό γνωμικό «Όλα τα καλά (πράγματα) είναι τρία» (Alle gute Dinge sind drei) επαληθεύτηκε στον επίλογο της ιστορίας «της μικρής Μαρίας, που, ανήμερα της Παναγιάς, τη δάγκωσε σκορπιός στην ελληνική νησίδα του Έβρου και πέθανε από την αναλγησία του Ελληνικού κράτους»: πρωτίστως, Spiegel, Frankfurter Allgemeine Zeitung και Neue Zürcher Zeitung, σταδιακά και κλιμακωτά έκλεισαν το θέμα, που, αφού σαν «δορυφόρος» έκανε μια ολόκληρη τροχιά γύρω από τη «Γη των ΜΜΕ», έπεσε με πάταγο στο τραχύ έδαφος της Αλήθειας. Μια επισκόπηση του ξένου, γερμανόφωνου Τύπου, για το scoop της προηγούμενης χρονιάς και τον «Έλληνα Relotius».
«Γιάνκα χορεύει και ο Βασιλεύς…»
Στον Γιώργο και την Καρολίνα
Για άλλους ήταν ο «Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων» και για άλλους ο «Κωνσταντίνος Γκλύγκσμπουργκ και γιος της Φρειδερίκης», για κάποιους «Ολυμπιονίκης Διάδοχος Κωνσταντίνος», που κάποτε έσκιζε με το ιστιοπλοϊκό του τα νερά, με πλήρωμα τους Εσκιτζόγλου και Ζαΐμη (Ρώμη 1960) και κοσμούσε κάποιους δρόμους των αθηναϊκών περιχώρων (στο Χαλάνδρι;) και για άλλους «κόκκινο πανί» στις δημοκρατικές ευαισθησίες τους: ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας και ύστατος επίγονος ενός δόλιου και καταστροφικού Εθνικού Διχασμού, όπου κάποιοι είχαν το δίκιο της Ιστορίας εργολαβικά με το μέρος τους, ενώ κάποιοι άλλοι προσέβλεπαν μάταια πως, κάποτε, «Κωνσταντίνος την έχασε, Κωνσταντίνος θα την ξαναπάρει». Όμως, κανείς δεν έλυσε το μυστήριο του «εξαδάκτυλου»…
Υπάρχει σήμερα «λογοτεχνία της μετανάστευσης»;
Αγλαΐα Μπλιούμη, Αποχαιρέτα τη Στουτγάρδη, Αστυάναξ, Κέδρος, Αθήνα 2022, 331 σελ.
Μνήμη Ελένης Τορόση
Έχει κανείς την αίσθηση, πως ο Πέτρος Μάρκαρης ήταν ο μόνος Έλληνας συγγραφέας που σχετικά πρόσφατα, με τον επίλογο της Τριλογίας της Κρίσης (Τίτλοι τέλους, 2014), θυμήθηκε τα χρόνια των ελλήνων μεταναστών στον ευρωπαϊκό Βορρά, πρωτίστως στη Γερμανία, ανοίγοντας και κλείνοντας ταυτόχρονα μια παρένθεση στη σύγχρονη νεοελληνική, αστυνομική έστω, λογοτεχνία. Η Αγλαΐα Μπλούμη μάς μεταφέρει ξανά πίσω στη Γερμανία του 1970, αφήνοντας στο «Τελωνείο των αναγνωστών» μια λογοτεχνική βαλίτσα γεμάτη μνήμες και προσδοκίες. Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγει (ή κλείνει;) και μια χρόνια τώρα ξεχασμένη συζήτηση γύρω από τη «λογοτεχνία της μετανάστευσης».
«Ο Διακογιάννης ίσως να μην πέθανε»
Στο ποδόσφαιρο τo απλό είναι και δύσκολο
Γιάννης Διακογιάννης
Αν κάτι ξεχώριζε τους (έντυπους) Νew Υork Τimes, για τους φανατικούς αναγνώστες τους, ήταν η σελίδα με τις «Νεκρολογίες» (Οbituaries), που συμπλήρωναν ουσιαστικά, αλλά και πεισιθάνατα, All the news that fit to print. Όμως, και ο ευρωπαϊκός Τύπος –η Monde, o Figaro ή η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ)– κατέχει την τέχνη του «μεταθανάτιου εγκώμιου», που έρχεται από τους ρωμαϊκούς χρόνους ώς τις μέρες μας και αποτίει τον ύστατο φόρο τιμής στην εκλιπούσα προσωπικότητα. Είναι άχαρη αυτή η «δουλειά» και δύσκολη: «εκθειάζει» κανείς εκ των υστέρων, ανέκκλητα, τις αρετές ενός προσώπου στο πλαίσιο μιας μάλλον μακάβριας, επαγγελματικής συνήθως, υποχρέωσης, ενίοτε στα όρια της εξιδανίκευσης. H FAZ, όμως, έχει και μια άλλη «φόρμουλα»: συνηθίζει τα εγκώμιά της ανά δεκαετία στα εκάστοτε γενέθλια του τιμώμενου προσώπου.
Ο οίκος του Χίτλερ και οι εστίες του κακού
Δέσποινα Στρατηγάκου, Ο Χίτλερ στο σπίτι, μετάφραση από τα αγγλικά: Στέφανος Παπαγεωργίου, Παπαζήση, Αθήνα 2022, 590 σελ.
Αυτό είναι ένα κατ’ εξοχήν παράδοξο και απρόβλεπτο, γι’ αυτό και εξαιρετικό βιβλίο. Παράδοξο στη θεματική του, απρόβλεπτο για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα, εξαιρετικό στη σύνθεσή του, ακόμα κι αν ήδη διαθέτουμε το τελευταίο διάστημα κάποια σημαντικά βιβλία που διεισδύουν «περιφερειακά» στο εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς της Γερμανίας (1933-1945)[1].
Αστυνομική Ιστορία
Αχιλλέας Φωτάκης, Αστυνομία Πόλεων. Τα πρώτα βήματα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Θεμέλιο, Αθήνα 2022, 365 σελ.
Ο Αχιλλέας Φωτάκης, ένας νέος ιστορικός, φωτίζει με εξαιρετική ερευνητική και θεωρητική επάρκεια ένα ένθεν κακείθεν «ναρκοθετημένο» πεδίο και αναδεικνύει τις ιστορικές και πολιτικές αντιφάσεις ενός κατασταλτικού και ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους με τις νεοελληνικές του ιδιαιτερότητες, που έχουν τη ρίζα τους στον Μεσοπόλεμο.