Καμιά φορά, η αγωνία της αβεβαιότητας είναι προτιμότερη από την απελπισία της αλήθειας.
Μάιρα Παπαθανασοπούλου, Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής
Μια αναγνωρισμένη, επιτυχημένη συγγραφέας, που τάραξε πριν από 24 χρόνια τα μάλλον «ήσυχα νερά» της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας με ένα απρόβλεπτο μπεστ σέλερ, τον Ιούδα [που] φιλούσε υπέροχα, στα ίχνη της αγνοημένης επί δεκαετίες Ιωάννας Μπουκουβάλα-Αναγνώστου (μόνο ένα παλιό τεύχος του Διαβάζω έχει απομείνει εις μνήμην της, αλλά ο Γιάννης Μαρής στα «αθηναϊκά» του την ακολουθεί με σεβασμό), έρχεται έπειτα από αρκετά χρόνια να υπενθυμίσει την ορμητική της γραφή.
Ήδη, με την Ιεραποστολική στάση (2017), αλλά και με μια ενδιάμεση επίσκεψη στο κλασσικό whodunit (Μακάριοι οι πενθούντες, 2008), η Μάιρα Παπαθανασοπούλου έδειξε τις προθέσεις της, όχι μόνο για τη δυναμική επιστροφή της, αλλά και για να διευρύνει τον μάλλον στενό ορίζοντα μιας εγχώριας, εσωστρεφούς λογοτεχνίας που, παρά τις εξαιρετικές εξάρσεις της, ακόμα «ψάχνει τα βήματά της στο παρκέ του μυθιστορήματος», κάτι που όμως αφορά ευρύτερα τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, από τη στιγμή που εξέλιπαν οι «εθνικές λογοτεχνίες» στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον μας.
Εξ αρχής: αυτό είναι το σημαντικότερο βιβλίο, ίσως και το πιο απαιτητικό, της συγγραφέως, μέχρι, φυσικά, το επόμενο, ένας απαράβατος κανόνας για όλους τους συγγραφείς! Επίσης, είναι ένα «στενόχωρο» βιβλίο, που παίρνει τη σκυτάλη από την Ιεραποστολική στάση (βλ. και The Books’ Journal, τχ. 78, Ιούνιος 2017) και τη στριφογυρίζει πάνω στον ευρωπαϊκό χάρτη, με αφετηρία τη Βόρεια Ελλάδα του «ανταρτοπόλεμου», με ενδιάμεση στάση στη Νορβηγία τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής και με κατάληξη στο «κράτος των αγροτών και εργατών» που εγκαθίδρυσε η «αντιφασιστική γενιά» της ηττημένης Γερμανίας.
Η βιβλιοκριτική δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της, ακόμα και σε μια κριτική ανάγνωση του μυθιστορήματος: το να ασχοληθεί κανείς με τις αφηγηματικές δομές και τεχνικές του μυθιστορήματος και μόνο είναι σαν να αποστρέφει το βλέμμα και την προσοχή από το ίδιο το θέμα: το πραγματικό, ιστορικό δράμα των παιδιών που υπήρξαν θύματα της αδελφοκτόνας (αυτο)καταστροφικής σύρραξης! Όμως, ούτε κι αυτό αρκεί. «Προσφυγόπουλα» είχαμε και στον Ισπανικό Εμφύλιο[1], κυρίως από τη χώρα των Βάσκων, τα πρώτα που εμφανίζονται στην ταραχώδη ευρωπαϊκή Ιστορία, αλλά υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες ως προς τα «αίτια και τις αφορμές», ενώ το δράμα των δικών μας (γιατί, δικά μας παιδιά ήταν!) προσφυγόπουλων στη δίνη του Εμφυλίου αποτελούσε, πέραν του στίγματος των «παιδουπόλεων» και του «παιδομαζώματος»[2], και δημοσιεύσεων σχετικά με τα παιδιά των πολιτικών κρατουμένων, 1946-1949[3], μια μαύρη τρύπα στη σχετική ιστοριογραφία. Αναλογικά και συγκριτικά, με άλλα σχετικά θέματα της περιόδου, επικρατεί μια «μεγάλη σιωπή». Ίσως, και αιδήμων…
Κρατικά αρχεία της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας
Προσφυγόπουλα, παιδιά Ελλήνων στη Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949 και το τέλος του Εμφυλίου.
Αναγνώσεις και αναγνώστες
Όπως σε κάθε βιβλίο, κάθε αναγνώστης διαβάζει, συχνά, ερήμην του συγγραφέα και χωρίς την καθοδήγηση του κριτικού το «δικό του βιβλίο»: προσλαμβάνουσες, αναφορές, μνήμες, προκαταλήψεις, γνώσεις, εμπειρία αναγνωστική και προσωπική κουλτούρα διαμορφώνουν τον τρόπο «επανανάγνωσης», κυρίως σε ζητήματα για τα οποία πάνω-κάτω έχουμε την προσωπική μας εμπειρία και στάση πάνω στα θέματα τα οποία αναπλάθει η λογοτεχνία. Εδώ, ειδικά, διαμορφώνονται τουλάχιστον δύο αναγνωστικά «κοινά»: εκείνο που διαβάζει τα Παιδιά της μεγάλης σιωπής, με τις εγχώριες προσλαμβάνουσες, ως ένα δράμα των «ανταρτόπουλων», «ηρωικό, αλλά όχι πένθιμο», κι εκείνο που έχει την εμπειρία των «δύο Γερμανιών», των μεταναστών στη μία και των πολιτικών προσφύγων και των προσφυγόπουλων στην άλλη Γερμανία. Ειδικά, εκείνοι που «πέρασαν» από το χώρο της Αριστεράς (πιο σωστά των «αριστερών», ως άτομα και ως πολιτικά σχήματα και οργανώσεις), εδώ, αλλά και στις δύο «Γερμανίες», θα πρέπει όλοι να σκύψουν (να σκύψουμε) με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό στο θέμα, κάτι που φάνηκε και στη σχετική εκδήλωση για το βιβλίο της Μάιρας Παπαθανασοπούλου (Public, 25/1/2023), με τις εύστοχες παρεμβάσεις του Παύλου Τσίμα (πρώην στελέχους του ΚΚΕ) και του Γιάννη Ξανθούλη, με το γνωστό πνευματώδες και, ενίοτε, καυστικό του ύφος.
Το να έχει ζήσει κάποιος στην –τότε– Δυτική Γερμανία, έχοντας μια, έστω λειψή, μουντή και πικρή, «επίγευση» της Ντε-Ντε-Ερ, επισκεπτόμενος συχνά «σαν τουρίστας» το Ανατολικό Βερολίνο, χάρη στο μπρεχτικό Berliner Ensemble και το Μουσείο Περγάμου, με 25 ανατολικογερμανικά μάρκα στην τσέπη για δίσκους και βιβλία, χωρίς να σε έχει απασχολήσει τα «χρόνια της στράτευσης» το θέμα των παιδιών των πολιτικών προσφύγων αλλά και του «χαφιεδισμού» των Ελλήνων από τη Στάζι, είναι μάλλον από τα ζητήματα στα οποία οφείλει κανείς μια «επιστροφή». Και μια «συγγνώμη»! Τουλάχιστον…
Εκείνα τα χρόνια, το μόνο θέμα ήταν η «επιστροφή των πολιτικών προσφύγων», γενικά και αόριστα, αγνοώντας συχνά τα σημαντικά, δειλά έστω βήματα που ήδη είχαν ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1950 και συνεχίστηκαν επί Ενώσεως Κέντρου[4] κι ύστερα ακόμα και μέσα στη χούντα (εξίσου δειλά και μίζερα, βέβαια), μέχρι τη Μεταπολίτευση και τον οριστικό, αλλά στρεβλό σε πολλά πρακτικά θέματα, επαναπατρισμό τους, παρά τη συμβολή της αείμνηστης Ρούλας Κακλαμανάκη.
Η Μάιρα Παπαθανασίου με το βιβλίο αυτό κάνει το πρώτο βήμα, πιο σωστά το δεύτερο μετά την Ιεραποστολική στάση. Μεγάλο βήμα καθώς προέρχεται από μία ελληνίδα συγγραφέα που δεν έχει τα βιώματα της φοιτητικής μετανάστευσης και της πολιτικής ένταξης των μεταπολιτευτικών χρόνων στη Γερμανία, μάλιστα δεν αγαπά καν ιδιαίτερα τα γερμανικά, όπως και η ίδια δήλωσε στη σχετική παρουσίαση του βιβλίου. Κι αυτό το «παράδοξο» προσδίδει στο βιβλίο της σημαντική υπεραξία, πέραν του γεγονότος ότι αποδεικνύει τη λογοτεχνική της δεινότητα. Η Μάιρα Παπαθανσοπούλου, δηλαδή, πραγματοποίησε εκείνο που τόσα χρόνια, τόσοι συγγραφείς, δεν μπόρεσαν να αποτολμήσουν ή δεν ήθελαν να κάνουν.
Τα παιδιά του Μάρκου
Μόνο μετά την Πτώση του Τείχους άρχισαν να εκδίδονται σχετικές έρευνες και μελέτες, πρωτίστως νεότερων ιστορικών[5], κι αυτό για δύο βασικούς λόγους. Αφενός, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ κατέρρευσαν τα τελευταία ιδεολογικά αναχώματα που επιβεβαίωναν την ηγεμονία της Αριστεράς στην πολιτική σκηνή και συνακόλουθα στον ακαδημαϊκό χώρο μετά τη Μεταπολίτευση. Αφετέρου, διότι λόγω ακριβώς της κατάρρευσης, άνοιξαν πλέον και τα σχετικά αρχεία στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Γεγονός είναι ότι γύρω στα 30.000 παιδιά πήραν κι αυτά τον δικό τους «δρόμο για την εξορία», μαζί με τους πατεράδες ή τους συγγενείς τους, για να φιλοξενηθούν και να διαπαιδαγωγηθούν πάνω στις αξίες του «νέου ανθρώπου», αξίες προφανώς σοβιετικής κοπής. Αυτό το «παιδομάνι» χρησιμοποιήθηκε για δύο κυρίως λόγους: ώστε να αποτελέσει την «εφεδρεία» της λογικής του «όπλου παρά πόδα», αλλά και για να ενισχύσει το εξασθενημένο εργατικό δυναμικό στις χώρες που επλήγησαν από τα δεινά του πολέμου και την εθνικοσοσιαλιστική λαίλαπα. Αυτά τα παιδιά, όπως και οι ενήλικοι, ζούσαν κατ’ ουσίαν σε ένα «κενό αέρος»: εκπατρισμένα, με ελληνική όμως συνείδηση και αποξενωμένα στον τόπο υποδοχής, παρά τις όποιες προσπάθειες ένταξης.
Όμως, αυτά τα προσφυγόπουλα στις «αδελφές» ανατολικές χώρες (του μετέπειτα «υπαρκτού σοσιαλισμού»), τουλάχιστον στα γερμανικά «χρόνια της μαθητείας», δεν αποτελούσαν θέμα στους κόλπους της Αριστεράς «στην ΟΔΓ και ΔΒ»[6]: είτε, διότι το «ορθόδοξο» Κομμουνιστικό Κόμμα είχε επιβάλει τους δικούς του κανόνες στη διαχείρισή του, προβάλλοντας πρωτίστως το ζήτημα του επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων συνολικά και «χωρίς όρους», είτε διότι η υπόλοιπη Αριστερά (ανανεωτική, εξωκοινοβουλευτική, ρεφορμιστική) αδυνατούσε να διεμβολίσει τα κομματικά στεγανά και ταμπού, ου μην αλλά και τις ιδεοληψίες της (μας), ακόμα και μετά τη διάσπαση του 1968. Μαζί με τους ηττημένους «μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού» έφυγαν, θέλοντας και μη, πολλά παιδιά με αφετηρία κυρίως τη Γιουγκοσλαβία, όπου ακολούθησε «διασπορά» στις συμμάχους χώρες της ΕΣΣΔ.
Στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, με σύντονες προσπάθειες του Μάρκου Βαφειάδη πρωτίστως, και με τη συμβολή του Πέτρου Κόκκαλη (πατέρα του ιδρυτή της Intracom), κατέφυγαν γύρω στα 1.500 παιδιά, κυρίως στο Ραντεμπόιλ (Radebeul) της Σαξονίας (Sachsen) και «βαφτίστηκαν» αναλόγως, είτε από το τοπωνύμιο είτε από τον «πρωτεργάτη»: «τα παιδιά της μεγάλης σιωπής», του «Μάρκου», το flip side των «παιδιών των παιδουπόλεων» της Φρειδερίκης.
«Σιωπές και ψίθυροι»
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, στο λεγόμενο «παρακείμενο», ήδη έχουμε μια ευσύνοπτη παρουσίαση της υπόθεσης: προς το τέλος του Εμφυλίου, όταν το «παιγνίδι» αρχίζει να χάνεται για τον «Δημοκρατικό Στρατό», αρχίζουν οι πρώτες πρωτοβουλίες για τη μετακίνηση παιδιών στις «σοσιαλιστικές χώρες», με επίκεντρο την επικράτεια της λεγόμενης «Ελεύθερης Ελλάδας», στα χώματα της Μακεδονίας και γύρω από τις οροσειρές Γράμμος-Βίτσι.
Η «σκληρή επαρχία» αποτυπώνεται ανάγλυφα στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, χαραγμένη στα πρόσωπα και τη μοίρα των πρωταγωνιστών, πρωτίστως της ατίθασης Γερακίνας και των συντοπιτών της, όμως η ιστορία αρχίζει να εκτυλίσσεται αρχικά στην Ανατολική Γερμανία, σε κάποια όχθη του Έλβα (που τον τραγούδησε και ο Βολφ Μπίρμαν), σαν κινηματογραφικό πλάνο, εξ ου και η εναρκτήρια πρόταση: «Η κοπέλα που στάθηκε μπροστά του φαινόταν βγαλμένη από προπαγανδιστικό φιλμάκι του Τρίτου Ράιχ».
Ο «γιος της Γερακίνας» θα βρεθεί μαζί με άλλα παιδιά στο Ραντεμπόιλ και η αναπηρία του θα τον στιγματίσει ως «κουλοχέρη» ανάμεσα στο παιδικό «αγριεμένο πλήθος» και τους συμπατριώτες του έφηβους «ψευτόμαγκες» (Halbstarken)· σκηνές που κάπου κάπου θυμίζουν Ρόμπερτ Μούζιλ στις Αναστατώσεις του μαθητή Ταίρλες (αν και είναι περισσότερο οικότροφος παρά απλός μαθητής, κόντρα στην ελληνική απόδοση), προσαρμοσμένες στις ανάγκες του αφηγήματος. Η παρουσία και η συμβολή του Δασκάλου, που έχει θέση-κλειδί στην ανέλιξη της πλοκής, αποτυπώνει την αξία του Διαφωτισμού σε ένα σκοτεινό και εν μέρει σκοταδιστικό περιβάλλον, στο οποίο μεγαλώνουν και εκπαιδεύονται τα παιδιά για να γίνουν ισότιμοι πολίτες-σύντροφοι στη γερμανική εκδοχή της Λαοκρατικής Δημοκρατίας.
Ένα ζεύγος Άγγλων, η Κριστίν Μακόρμακ και ο Φιλ Χάμιλτον, από εκείνο το περίεργο είδος των άγγλων κομμουνιστών (όμως, ακόμα πιο περίεργο είναι αυτό των άγγλων τροτσκιστών, με «κορυφαία» τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ), θα παίξει, μαζί με τον Δάσκαλο, κομβικό ρόλο στην ενηλικίωση του ήρωα· κι εδώ, η συγγραφέας, όπως και στην Ιεραποστολική στάση, «κλείνει το μάτι» στο μυθιστορηματικό υπο-είδος (genre), όμως ούτε ακριβώς αυτό είναι, αφού το έργο και η συγγραφέας παίζουν σε πολλά ταμπλό.
Το βιβλίο ξεδιπλώνεται με τη φόρμα του ιστορικού-πολιτικού αφηγήματος. Αλλά ουσιαστικά είναι μια οιονεί οικογενειακή σάγκα που έχει την αφετηρία της τον 19ο αιώνα στη Δρέσδη (1872) και πρωταγωνιστή τον Ασημάκη Παπαδάκο, τον μεγάλο αδελφό της μάνας της Γερακίνας. Ο Παπαδάκος θα έχει λαμπρή σταδιοδρομία στη βιομηχανία τσιγάρων της Γερμανίας. Γίνονται ακόμα αναφορές στο εβραϊκό στοιχείο μέσα από το πρόσωπο της Σιμόνε. Με οιονεί βρετανικό χιούμορ, η Παπαθανασοπούλου μπορεί να μετατρέπει τη Σύσκεψη της Γιάλτας σε «Σύσκεψη της Γάτας», όπου συμμετέχουν οι τετράποδοι οικόσιτοι «Τσώρτσιλ», «Στάλιν» και «Ρούζβελτ». Ή να κάνει σαφείς αναφορές στην πολιτική ιστορία των μεταπολεμικών χρόνων στην Ανατολική Γερμανία. Η χρονολογία-σταθμός είναι το 1953, όταν πέθανε ο «Πατερούλης» Στάλιν, είναι η αφορμή για να «αλλάξει πίστα» η αφήγηση. Μάλιστα, από τη στιγμή που η πλοκή οδηγεί στη διαβόητη Στάζι, του Έριχ Μίλκε και του ιδιοφυούς μακιαβελικού Μάρκους Βολφ (αδελφού του σημαντικού Ανατολικογερμανού σκηνοθέτη Κόνραντ Βολφ, που δεν αναφέρεται εδώ), το αφήγημα αλλάζει κατεύθυνση και αρχίζει να συγγενεύει με το είδος του κατασκοπικού θρίλερ, ένα είδος που δεν ευδοκίμησε στη χώρα (με εξαίρεση τα κινηματογραφικά και ιδίως τα τηλεοπτικά κατορθώματα του Νίκου Φώσκολου). Όλα, κατά κάποιον τρόπο, συνδέονται, και όλα τελούν σε μια εύθραυστη εξισορρόπηση αισθημάτων και συναισθημάτων.
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
Συνελόντι ειπείν, είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο με ρυθμό ενίοτε κινηματογραφικό, με ένταση και επιδέξια ισορροπία (δεν είναι δηλαδή ούτε ιστορικό μυθιστόρημα αλλά ούτε και μελόδραμα). Κι όπως κάθε μυθιστόρημα που συγκροτεί ένα μυθοπλαστικό «σύμπαν», αποτελούμενο από (πειστικούς) χαρακτήρες, στέρεα πλοκή και συνήθως «μπλεγμένες» υποθέσεις, έτσι και τα Παιδιά της μεγάλης σιωπής αποτελούν ένα σύνθετο, σωστά «συναρμολογημένο» αφήγημα.
Το μυθιστόρημα δομείται, εξελίσσεται και ανελίσσεται, διεμβολίζοντας ιστορικό και αφηγηματικό χρόνο, σε τρεις βασικούς άξονες-χωροχρόνους. Στον καθημαγμένο ελληνικό «έρημο τόπο» τα χρόνια του αδελφοκτόνου πολέμου. Στη μακρινή Νορβηγία την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και της υλοποίησης τού, χιμλερικής έμπνευσης, ευγονικού προγράμματος με την ονομασία Lebensborn. Και στη Γερμανία, από τον 19ο αιώνα μέχρι τα «σοσιαλιστικά οράματα» της αντιφασιστικής γενιάς, που ενδιαφερόταν εντέλει για κάτι παραπάνω από την ικανοποίηση των αναγκών στη «ζωή των άλλων»: στην οργουελική οργάνωση, δηλαδή, της Ανατολικής Γερμανίας, ενός κράτους-παντεπόπτη για τη διασφάλιση των συμφερόντων μιας νομενκλατούρας και της υπερδύναμης που το καταδυνάστευε, συντηρώντας το. Για να το διατυπώσουμε με επικαιρικό τρόπο, για τη Λαϊκή Δημοκρατία στην οποία το κόμμα ήλεγχε «τους αρμούς της εξουσίας» του, με θύμα τον πολίτη, στον οποίο όμως απλόχερα πρόσφερε «στέγη, τροφή και προστασία»! Και κυρίως «ιδεολογία»…
Θα το επαναλάβουμε: η οποιαδήποτε φιλολογική προσέγγιση ή βιβλιοκριτική, ειδικά σε αυτό το μυθιστόρημα της Μάιρας Παπαθανασίου (συγγενές μυθιστόρημα με Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου που αποτέλεσε τομή στη «μεταπολιτευτική λογοτεχνία»), είναι αναγκασμένη να υπερβεί τις όποιες φορμαλιστικές αγκυλώσεις ή τις ακαδημαϊκές θεωρητικές επιδαψιλεύσεις σχετικά με τις αφηγηματικές τεχνικές της συγγραφέως. Σημασία δεν έχει να διαβάσει κανείς «ανάμεσα στις γραμμές» για να ανακαλύψει τις αρετές είτε και τις όποιες ενδεχόμενες αδυναμίες του αφηγήματος. Σημασία έχει να κοιτάξει «κατάματα» το ίδιο το θέμα: το δράμα «των παιδιών της μεγάλης σιωπής», τα ταραγμένα χρόνια ενός καταστρεπτικού Εμφυλίου, της «διπλής εξορίας» και της αποξένωσής τους.
Τα παιδιά εκείνα, σχεδόν 70 χρόνια μετά δηλώνουν «παρών» χάρη σ’ ένα σημαντικό μυθιστόρημα για το δράμα τους[7].
[1] Βλ. σχετ. Dorothy Legaretta, The Guernica Generation. Basque Refugee Children of the Spanish Civil War, University of Nevada Press, Reno/ Nevada 1984. Να σημειωθεί η άρνηση της αγγλικής κυβέρνησης να φιλοξενήσει παιδιά του Ισπανικού Εμφύλιου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
[2] Σημαντική παραμένει η διδακτορική εργασία (στα αγγλικά) της Μαντώς Νταλιάνη-Καραμπατζάκη, Παιδιά στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου σημερινοί ενήλικες, επιστ. επιμ.: Ι. Τσιάντης, Δ. Πλουμπίδης, Μουσείο Μπενάκη / Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας / Εκδ. της Σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Αθήνα 2009 (πρωτότυπη δημοσίευση στα αγγλικά: Karolinska Institute, Stockholm 1982).
[3] Σημαντική επίσης παραμένει η συμβολή των L. Baerentzen, T. Βερβενιώτη, Μ. Mazower στο θέμα αυτό, με βιβλία και σχετικά δημοσιεύματα, όπως και το βιβλίο του Γ. Γκαγκούλια, Παιδομάζωμα, Ιωλκός, 2004, αλλά και του Θανάση Μητσόπουλου, Μείναμε Έλληνες. Τα σχολεία των Ελλήνων προσφύγων στις σοσιαλιστικές χώρες, Αθήνα 1979, με το παλαιότερο όλων, αν και σαφώς μονόπλευρο, σαφώς «εν θερμώ» γραμμένο, και ψυχροπολεμικό, του Γεωργίου Μανούκα, Παιδομάζωμα. Το μεγάλο έγκλημα κατά της φυλής, Έκδοσις Συλλόγου Επαναπατρισθέντων εκ του Παραπετάσματος, Αθήνα 1961, ο οποίος όμως διετέλεσε γενικός επιθεωρητής του «Παιδομαζώματος». Η πλέον πρόσφατη και αρκούντως τεκμηριωμένη εργασία για το θέμα των «παιδιών του Εμφυλίου» αποτελεί το βιβλίο του Γιώργου Στ. Παλαιόπουλου, Στα ίχνη των παιδιών του Εμφυλίου. Τεκμήρια-μαρτυρίες, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2022. Να σημειωθεί πάντως πως, ενδιάμεσα, οργανώθηκαν αρκετά ενδιαφέροντα συνέδρια με το σχετικό θέμα, προσανατολισμένα όμως στις εγχώριες συνθήκες διαβίωσης και ανατροφής των «παιδιών του Εμφυλίου».
[4] Διόλου τυχαία, ο ελληνικός λαϊκός κινηματογράφος, «πέρασε» το θέμα των πολιτικών προσφύγων ευφυώς ανάμεσα στα καρέ των κωμωδιών του, όπως Οι κυρίες της αυλής και το remake του Υιέ μου, υιέ μου.
[5] Βλ. ενδεικτικά, Ειρήνη Λαγάνη - Μαρία Μποντίλα (επιμ.), «Παιδομάζωμα» ή «Παιδοσώσιμο». Παιδιά του Εμφυλίου στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2012. Λουκιανός Χασιώτης, Τα παιδιά του Εμφυλίου. Από την «Κοινωνική Πρόνοια» του Φράνκο στον «Έρανο» της Φρειδερίκης (1936-1950), Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2013. Riki Van Boeschoten, Loring M. Danforth, Παιδιά του Ελληνικού Εμφυλίου. Πρόσφυγες και πολιτική της μνήμης, μτφρ.: Μιχ. Λαλιώτης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015. Για μια πρώτη ευσύνοπτη βιβλιογραφία για το θέμα, βλ. Γεώργιος Στ. Παλαιόπουλος, Στα ίχνη των παιδιών του Εμφυλίου, ό.π. (υποσ. 3)
[6]« Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και Δυτικό Βερολίνο»: χαρακτηριστική συντομογραφία του πολιτικο-γεωγραφικού προσδιορισμού του ενός εκ των δύο γερμανικών κρατών.
[7] Βλ. και συνέντευξη της συγγραφέως στη Σώτη Τριανταφύλλου, στο Bookpress, 29/1/2023, με εναρκτήρια αναφορά στο ντοκιμαντέρ του Μάνου Ζαχαρία, Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας (1948), σε σενάριο του Γιώργου Σεβαστίκογλου (διαθέσιμο και στο ΥouΤube, με ουγγρικούς υπότιτλους).