Δεν υπάρχει μεταναστευτική λογοτεχνία. Τι αισθητική αξία να έχει αυτή;
Αγλαΐα Μπλούμη, Αποχαιρέτα τη Στουτγάρδη, Αστυάναξ
Καινούργια στοιχεία δεν πρόκειται να βρείτε. Είναι τα ίδια εξ αρχής από τότε που άρχισε η μετανάστευση μέχρι τότε που θα ξεψυχήσει.
Βασίλης Βασιλικός, Το μαγνητόφωνο
Για ποιο θέμα μιλάμε ακριβώς;
Τέλη της δεκαετίας του 1950 υπογράφεται ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η πρώτη διακρατική σύμβαση για τη μετάβαση ελλήνων εργατών στη Γερμανία οι οποίοι, μαζί με τους Ιταλούς, τους Ισπανούς, τους Τούρκους, τους Γιουγκοσλάβους και τους Πορτογάλους, θα ενταχτούν στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας: η νότια περιφέρεια θα συμμετάσχει ενεργά σε μια αναδιάταξη του μεταπολεμικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στην ευρωπαϊκή μητρόπολη[1], σε ένα οικονομικό πλαίσιο εκμετάλλευσης και υπανάπτυξης ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο. Η έλευσή τους θα θεωρηθεί αρχικά προσωρινή, εξ ου και ο αρχικός χαρακτηρισμός των Gastarbeiter (φιλοξενούμενοι εργάτες), Το δράμα τους θα το τραγουδήσει ο Καζαντζίδης. Ο Σταθμός του Μονάχου θα γίνει το «σύμβολο της ξενιτιάς», ένα κέντρο διερχόμενων ψυχών που ξεριζώνονται, εργάζονται και νοσταλγούν την πατρίδα. Δυσκολίες προσαρμογής μέχρι την ένταξη, αποξένωση, νοσταλγία – και, ανάμεσά τους, ένα πολιτισμικό χάσμα (cultural gap) και μια αρχική περιθωριοποίηση σε μια Γερμανία που, ακόμα, μέχρι την έλευση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του SPD και του Βίλι Μπραντ, ακόμα δεν είχε απεξαρτηθεί απόλυτα από το ναζιστικό παρελθόν της.
Η εργατική –και φοιτητική– μετανάστευση στον βιομηχανικό Βορρά, 60 χρόνια μετά, αναζητεί την κοινωνική της ιστορία. Και μόνο η λογοτεχνία και εν μέρει η δημοσιογραφία (το ρεπορτάζ) περιέσωσε το «μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα» της ξενιτιάς. Συγγραφείς όπως ο Δημήτρης Χατζής με το απαράμιλλο Διπλό βιβλίο, ο Βασίλης Βασιλικός με το Καφενείο Εμιγκρέκ, τον Πλανόδιο πλασιέ και πολλά άλλα βιβλία την εποχή των Εκδόσεων 8½, ο Άρης Φακίνος με τους Παράνομους, αργότερα και ο Αντώνης Σουρούνης με τα Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, αλλά και ο Νίκος Παπατάκης με τη Φωτογραφία (βιβλίο και ταινία), όπως και ο σκηνοθέτης Λευτέρης Ξανθόπουλος (Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης, Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα κ.ά.) περιέσωσαν αυτή τη σύγχρονη Οδύσσεια. Αντίθετα, φιλολογική κριτική και ακαδημαϊκή έρευνα έμειναν μάλλον παγερά αδιάφορες σε ένα λογοτεχνικό είδος που χαρακτηρίστηκε, στη Γερμανία κυρίως, ως Exil-und-Migrationliteratur (Λογοτεχνία της Εξορίας και της Μετανάστευσης)[2], αλλά και σ’ εμάς ως Λογοτεχνία της Διασποράς, και όχι απλώς ως «μεταναστευτική λογοτεχνία». Ίσως γιατί, εκείνα τα «ασπρόμαυρα χρόνια», η μετανάστευση ήταν και μια μορφή (αυτο)εξορίας στη «σκληρή ξενιτιά». Χωρίς αυτά τα προαπαιτούμενα δεν μπορούμε να μιλάμε για «μεταναστευτική λογοτεχνία» σήμερα, είδος που έχει πλέον εκλείψει εκ των πραγμάτων και, άρα, δεν έχει raison d’etre.
Αυτό εδώ το βιβλίο, όμως, έχει ένα «υστερόγραφο».
Ποιος είναι ο Αστυάναξ;
Αντίθετα με τα Ομηρικά έπη, ο Αστυάναξ της Βασιλικής Μπλιούμη δεν είναι ούτε παιδί της Ανδρομάχης και του Έκτορα ούτε και ο «βασιλιάς της πόλης», όπως δηλώνει το όνομά του. Εξάλλου, όπως δηλώνεται και στον τίτλο, δεν βρίσκεται στην πολύπαθη Τροία, αλλά στην πάλαι ποτέ βροχερή Στουτγάρδη και στο παρακείμενο Λούντβιγκσμπουργκ, ένα από τα σημαντικά βιομηχανικά κέντρα της πάλαι ποτέ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Mercedes, Porsche, Bosch, SAP κ.ά.), με ελληνικό προξενείο τα παλιά χρόνια, στο κρατίδιο της Βάδης Βυρτεμβέργης, οι κάτοικοι του οποίου φημίζονται για την εργατικότητα, τη νοικοκυροσύνη, αλλά και την τσιγγουνιά τους. Και το βιβλίο είναι «η ιστορία του Παντελή και της Κατερίνας», που το γράφει η Αγλαΐα. Η οποία, όμως, είτε ως Αγλαΐα είτε ως (εκγερμανισμένη) Agi, δεν υπάρχει, σύμφωνα τουλάχιστον με τα γραφόμενα. Υπάρχει όμως μια βαλίτσα κόντρα πλακέ, όπως ήταν παλιά οι φτηνές αποσκευές των μεταναστών οι συχνά δεμένες με σκοινί, που κρύβει μέσα της «μυστικά και ντοκουμέντα»: αφηγήσεις, ιστορίες, μνήμες, περιπέτειες και περιπλανήσεις, κυνηγητά (στην Ελλάδα) και μοναξιά (στη Γερμανία) από σχεδόν 80 χρόνια (1940-2019), μικρασιατική και ποντιακή προσφυγιά, προσφυγόπουλα, μεταναστόπουλα και Γερμανάκια, Massaker της Βέρμαχτ στην Κατοχή, πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα… Πρόσωπα χαραγμένα από τις κακουχίες, τη στέρηση και τις περιπέτειες της ξενιτιάς, ενίοτε πολύ θυμό και άλλοτε βαθιά πίκρα, πολυμήχανους Οδυσσείς και εργατικές Πηνελόπες και, κάπου ανάμεσά τους, ο Κ. Π. Καβάφης με τους στίχους του. Η συγγραφέας είναι γέννημα-θρέμμα της Στουτγάρδης, παιδί μεταναστών, με σημαντική ακαδημαϊκή και εκπαιδευτική (απο)σκευή, με διδασκαλία της «Σημειωτικής της μεταναστευτικής λογοτεχνίας» και με δημοσιεύσεις στα γερμανικά, που εδώ παρουσιάζει το πρώτο της λογοτεχνικό εγχείρημα.
Η γραφή ζωντανεύει το παρελθόν, τη μνήμη, τη ζωή και την καθημερινότητα στη Γερμανία και (πίσω) στην Ελλάδα, πότε σαν αναπόληση και πότε σαν αγκομαχητό: διασπορά της αφήγησης, διασπορά της μνήμης, ελληνική διασπορά και μετανάστευση. Αυτή η «βαλίτσα» είναι, θαρρείς, γεμάτη «τετράδια», ανακατεμένα και στοιβαγμένα, όχι ταξινομημένα, με χρονικά άλματα, «πισωγυρίσματα» και προβολές, οικογενειακά ενσταντανέ, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες, λόγια και κουβέντες, άλλοτε με ντοπιολαλιά της επαρχίας κι άλλοτε με την ελληνογερμανική ιδιόλεκτο των μεταναστών που στον ξένο τόπο «χάνουν τη μιλιά τους», τη γλώσσα τους, δηλαδή «το σπίτι που κατοικού[ν]» (Χάιντεγκερ), ζώντας στο «άξενο των (γερμανικών) πόλεων» – κι όταν επιστρέφουν στην πατρίδα είναι «για τους Έλληνες Γερμανοί και για τους Γερμανούς ξένοι».
Είναι η προσωπική Οδύσσεια της Αγλαΐας (να εικάσουμε βάσιμα και της συγγραφέως), που θα περάσει από σαράντα κύματα, στη σχολική φλογέρα της οποίας, που δεν ήταν ξύλινη, ίσως και να κρύβεται η άλλη, η παλαμική «φλογέρα του βασιλιά», με τους καημούς και τα πάθη της Ρωμιοσύνης. Ποιος το ξέρει; Όμως, ο Αστυάναξ της δεν παραδίδει εύκολα το κλειδί της βαλίτσας, όχι τουλάχιστον στην πρώτη σκηνή ενός ημιτελούς θεατρικού έργου.
«Καινούργια στοιχεία δεν θα βρείτε»
Αφηγήσεις, ημερολογιακές καταγραφές, αναμνήσεις, φωτογραφίες, παλινδρομήσεις μέσα στο χρόνο, τον παρελθόντα και τον παρόντα. Γλώσσα ανάμεικτη (ελληνικά, ντοπιολαλιές, γερμανικά που τους μη γερμανόφωνους αναγνώστες τούς αποκλείουν εκ των πραγμάτων – όπως στο κεφάλαιο «Zigeunerzug»), ρέουσα ζωντανή γραφή με στοιχεία άμεσου προφορικού λόγου και αλλού λόγια, ίσως παρατονισμένη, Ρευστές ταυτότητες (η μετανάστευση εκείνα τα χρόνια οδηγούσε σε διπλή αποξένωση), αλλά και έμφυλες (που εκδηλώνονται με τον νεανικό, κοριτσίστικο αυθορμητισμό στο αγορίστικο ποδόσφαιρο και το ποδήλατο), προκαταλήψεις και κλισέ, χαρακτηριστικά του ελληνικού μεταναστευτικού στοιχείου που ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους ή «ανάμεσα σε δύο καρέκλες», όπως είναι η γερμανική έκφραση: η «βαλίτσα» της συγγραφέως (και του Αστυάνακτα) ξεχειλίζει από ένα πληθωρικό υλικό, που παρά την προσπάθειά της στοιβάζεται «ατάκτως εριμμένο». Ίσως αυτό να είναι το ατού του βιβλίου και το τίμημα του εγχειρήματος, ίσως αυτή και η πρόθεσή της αλλά, πιθανόν, και το αδύναμο στοιχείο του.
Μαρτυρία ή απόπειρα «μεταναστευτικής λογοτεχνίας και «ταξιδιωτικού μυθιστορήματος». Καταγραφή και χρονικό, μια γέφυρα με το παρελθόν κι ένας λογοτεχνικός διάλογος ανάμεσα σε δύο χώρες και δύο λαούς. Με στενές πολιτισμικές σχέσεις και επιρροές (η «Αθήνα του Ίζαρ», η «Αθήνα του Σπρεε»), αλλά με έντονα, αδιαπέραστα στερεότυπα, προκαταλήψεις και Ressentiments, όπως έδειξαν και τα «χρόνια της κρίσης». Ο «αποχαιρετισμός του Αστυάνακτος». Από τη φύση, την ανάπτυξη του θέματος και τη σύνθεσή του, υπό μορφή ενός χαοτικού κολλάζ, είναι ένα ενδιαφέρον αν και αντιφατικό βιβλίο που μας μεταφέρει, τουλάχιστον εκείνους που έχουν τις ανάλογες μνήμες και εμπειρίες από τη Γερμανία πριν από την επανένωση, σε γνώριμα μονοπάτια, κάπου πάντως ξεχασμένα.
Το «νόστιμον ήμαρ», η επιστροφή στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη και τα «δώρα της μικγκρατσιόν» από τη Στουτγάρδη μέχρι το (ενοποιημένο και αγνώριστο στον ανατολικό τομέα) Βερολίνο, όλα καταλήγουν στο συμπέρασμα: «η σύγχυση είναι αξεπέραστο δώρο της μετανάστευσης». Η ευλογία της, ίσως, όμως, είναι και η κατάρα της.
Σαν με το βιβλίο αυτό να μπαίνουν «τίτλοι τέλους» σε μια λογοτεχνία που, όταν ανθούσε, πέρασε απαρατήρητη από την εγχώρια κριτική και διανόηση, επιβεβαιώνοντας ότι «είναι τα ίδια στοιχεία εξαρχής» στα χρόνια που πέρασαν και «ξεψύχησε» μετά η μετανάστευση (χάρη και στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας) και, όντως, για τους νεότερους δεν έχει καμιά ιστορική και λογοτεχνική, πόσο μάλλον αισθητική αξία. «Ο Αστυάναξ δεν μένει πια εδώ». Το βιβλίο του μένει.
[1] Από τις σημαντικές μελέτες εκείνης της περιόδου, ενδεικτικά: Marios Nikolinakos, Politische Ökonomie der Gastarbeiterfrage, Rowohlt, Reinbek bei Hamburg 1973, Μάριος Νικολινάκος (επιμ.), Οικονομική ανάπτυξη και μετανάστευση στην Ελλάδα, Κάλβος, Αθήνα 1974, Νίκος Πουλαντζάς, Η κρίση των δικτατοριών, Παπαζήσης 1975 (αργότερα, Θεμέλιο).
[2] Ως διακριτό είδος, η «λογοτεχνία της μετανάστευσης» –που πάντως διαχωρίζεται σε δύο διακριτά είδη, εκείνη που γράφτηκε από αναγνωρισμένους συγγραφείς στην παραμονή τους, εξόριστους και αυτοεξόριστους, στην Ευρώπη (Β. Βασιλικός, Δ. Χατζής, Ά. Φακίνος, Π. Κοροβέσης κ.ά.) και εκείνη από Έλληνες και Ελληνίδες που έζησαν και έγραψαν πρωτίστως στη Γερμανία (Ντ. Σιδέρη, Ελ. Τορόση, Μ. Παπανάγνου, κ.ά.)– καθώς και οι εκπρόσωποί της δεν απασχόλησαν την εγχώρια ακαδημαϊκή κοινότητα. Τη «χαμένη τιμή» της διέσωσε η δημοσιογραφία. Βλ. ενδεικτικά, Γιάννης Ματζουράνης, Έλληνες εργάτες στη Γερμανία, Gutenberg, Αθήνα 1976, Γιάννης Ματζουράνης (ανθολ.-έρευνα), Ανάμεσα σε δύο κόσμους. Συγγραφείς στη Γερμανία με ελληνικό διαβατήριο, Καστανιώτη, Αθήνα 1995², περιοδικό Ουτοπία, «Μετανάστευση και Λογοτεχνία», τ. 4-5, Αμβούργο 1985, περιοδικό Η Λέξη, «Η ελληνική λογοτεχνία της Διασποράς», τ. 110, 1992.