Ο θάνατος του Κωνσταντίνου (1940-2023) επανέφερε τη χώρα εκεί όπου κάποιοι τη θέλουν σταθερή και αμετακίνητη: στην «ατέλειωτη εκδρομή» ταραγμένων δεκαετιών, με κακούς βασιλείς και καλούς στρατιώτες, Εθνάρχες και Γέροντες της Δημοκρατίας, με «χθόνιους» αυλικούς συμβούλους (πρωτοστατούντος του Αρναούτη) και «κακιές πεθερές» Βασιλομήτορες, με «προίκα στην παιδεία και όχι στη Σοφία», οπερετικά «αντικινήματα» (πράγματι, ερασιτεχνικά σχεδιασμένα) και Εθνικό Κήπο, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας Βοτανικός Κήπος, της Αμαλίας, συζύγου του Όθωνα: από τους Βίττελσμπαχ στους Γκλύγκσμπουργκ, ένα περιφραγμένο, περιποιημένο κατά τα αυστριακά πρότυπα, άλσος δρόμο κι ένα επίθετο, που κάθε άλλο παρά συμβόλιζε ή προμήνυε τον «πύργο της ευτυχίας», όπως ήθελε το επίθετο να υπόσχεται ή να παραπλανά (Glücksburg).
Συνήθως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αποφεύγουμε τους σκοπέλους με το φληνάφημα «Θα τον κρίνει η Ιστορία». Όμως, σύμφωνα με τον Σκαρίμπα, «η Ιστορία δεν είναι κρέμα καραμελέ να την τρως με το κουταλάκι στη βεράντα». Όπερ σημαίνει ότι κάποιοι ιστορικοί θα πρέπει να καθήσουν και να μελετήσουν σοβαρά και ψύχραιμα, μέσα από Αρχεία, μαρτυρίες, τεκμήρια, χαρακτηρισμένα και μη έγγραφα, Ημερολόγια, ελληνικές και ξένες πηγές, βιβλιογραφίες, βιογραφίες και αυτοβιογραφίες (μία από αυτές, διόλου ασήμαντη, της Φρειδερίκης), χωρίς εμπάθεια, χωρίς εμμονές. Γένοιτο…
Όμως, αυτό που οι ιστορικοί αποφεύγουν και οι πολιτικοί αγνοούν είναι, συνήθως, η «ανάμνηση του γεγονότος» στο όνομα της ιστορικής, συλλογικής μνήμης, κι εδώ, δύο κείμενα, του Γιώργου Ναθαναήλ (https://booksjournal.gr/gnomes/4167-axnes-proimes-anamniseis-apo-ti-vasileia) και της Καρολίνας Μέρμηγκα (https://booksjournal.gr/gnomes/4166-to-v-tou-tromou) έρχονται να υπενθυμίσουν τις «βλαβερές συνέπειες της υστερικής αμνησίας». Όχι πως θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τις, έτσι κι αλλιώς, χρόνια τώρα κατεστραμμένες ισορροπίες ούτε και να ξεχωρίσουν στα τετριμμένα και αυτονόητα που πλασάρονται με εύπεπτο τρόπο, περί «νοσταλγίας του Crown», σε μια χώρα που αρέσκεται στις αντιπαλότητες αλά «Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός», δηλαδή στην εν γένει ποδοσφαιροποίηση της δημόσιας σφαίρας και της πολιτικής αντιπαράθεσης: η Ελλάδα δεν είναι Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελισάβετ δεν είναι Κωνσταντίνος, τόσο απλά!
Στα swinging sixties της αθηναϊκής ευωχίας, που αποτυπώθηκαν ανάγλυφα στα εξώφυλλα και τα ρεπορτάζ του περιοδικού Εικόνες, αλλά και στα «αθηναϊκά μυθιστορήματα» («δεν συμμετέχει ο αστυνόμος Μπέκας!») του Γιάννη Μαρή, ο οποίος είχε λάβει προσωπική πρόσκληση σε βασιλική χοροεσπερίδα, ο Κωνσταντίνος, μετέπειτα μαζί και με την Άννα-Μαρία, μονοπωλούσαν την επικαιρότητα, που σκιαζόταν συνήθως από κοινοβουλευτικές έριδες και κομματικές διαμάχες, κοινώς «κοκορομαχίες», καυστικά σχολιασμένες από το πενάκι του Φωκίωνος Δημητριάδη και του Κώστα Μητρόπουλου.
Στο αποκορύφωμά αυτής της, πράγματι «ενορχηστρωμένης» προβολής του βασιλικού ζεύγους (αρραβώνες, γάμος, γεννητούρια, ενθρόνιση), το "Geronimo Yanka" των Forminx είχε κατακλύσει τον κόσμο και κατακυριεύσει την ελληνική νεολαία, σε βαθμό που σε μια εκδοχή του ακουγόταν το «Γιάνκα χορεύει η Άννα-Μαρία / γιάνκα χορεύει και ο Βασιλεύς / γιάνκα χορεύει και η Αλεξία / μέ-σα στις φα-σκιές», και όσοι το χόρευαν ή/και το τραγουδούσαν παθιασμένα κάθε άλλο παρά «βασιλικοί» ήταν! Κάτι το παρουσιαστικό, κάτι η «προμοταρισμένη» προβολή, κάτι η αίγλη και η λάμψη ενός νεανικού ζεύγους που δεν είχε ακόμα εμπλακεί στο «βρώμικο παιγνίδι» της πολιτικής, αφ’ενός είχε επισκιάσει το ρόλο του Παλατιού, αφετέρου είχε καταστήσει ποπ τον Διάδοχο, στα όρια του ινδάλματος, που μέχρι και liaison dangereuse είχε «κυκλοφορήσει» με την «εθνική σταρ». Η νεολαία της εποχής, των «Μοντέρνων καιρών», του Νίκου Μαστοράκη, των πρωινών συναυλιών, των κλαμπ, των τζουκ-μποξ, αλλά και των φλίπερ, δεν έδινε «διάρα τσακιστή / για ό,τι έχει κερδηθεί / για ό,τι έχει πια χαθεί» (Σαββόπουλος, «Ο παλιάτσος κι ο ληστής», αργότερα), παρά μόνο ξεφάντωνε στα παραλιακά κέντρα, στις πλαζ (στη «δημοκρατία του μπικίνι», Ηλ. Καφάογλου), ανέμελη, απερίσπαστη, και ο ποπ πολιτισμός αυτών των ελληνικών, αθηναϊκών κυρίως, swinging sixties, δεν έκανε διακρίσεις κι ούτε είχε τις ιδεολογικές αγκυλώσεις των πατεράδων της.
Σ’ αυτό το πολιτισμικό context, ο Κωνσταντίνος, μέχρι τουλάχιστον να αναλάβει τις βαριές ευθύνες του «Ανωτάτου Άρχοντος» στην πολυτάραχη βασιλευομένη δημοκρατία της Ελλάδας, ήταν και δημοφιλής και ποπ και, επιπλέον ίνδαλμα, κυρίως για τις αθλητικές του επιδόσεις. Θα μπορούσε, αν η Ιστορία δεν είχε διαφορετική γνώμη, να ήταν πιο κοντά στον «μπον-βιβέρ και "πλαίη-μπόυ’"» Αλέξανδρο (μια εξαιρετική λογοτεχνική νωπογραφία βρίσκουμε στο Εις την ψυχήν ελπίδα, του Άγη Πετάλα), παρά σ’ εκείνον που φορτώθηκε εκών-άκων με «αποστασίες», «κηπουρούς» και, μετέπειτα, «εδιώκετο από χωρίου εις χωρίον».
Ο θάνατός του, πράγματι, δεν σηματοδότησε κανένα «τέλος εποχής». Η κηδεία του δεν απειλεί την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Μεσίστιες σημαίες μόνο η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, δικαιολογημένα, ανάρτησε. Κιλλίβαντας δεν θα μεταφέρει τη σορό. Το Τατόι θα τον «φιλοξενήσει» παντοτινά, μέχρι να αποκατασταθεί πλήρως ο χώρος. Αλλά και η μνήμη ενός που δεν είναι σίγουρο αν «ήθελε να γίνει Βασιλιάς».