«Εστείλαμε φιρμάνι
κι ήρθαν οι πολιτσμάνοι
και διώξαν όλα τα θεριά».
«Στου Όθωνα τα χρόνια»
(στίχοι: Ν. Γκάτσος,
μουσική: Στ. Ξαρχάκος,
ερμηνεία.: Στ. Κόκοτας)
Για την ιστορία της ελληνικής αστυνομίας (όχι της ΕΛ.ΑΣ.) γνωρίζουμε μάλλον ελάχιστα, πλην κάποιων βιβλίων γραμμένων κυρίως από στελέχη και αξιωματικούς της. Στη συλλογική μνήμη, ίσως και στο ιστορικό υποσυνείδητο, ακόμα και στο άκουσμα της λέξης «αστυνομία», έχει εντυπωθεί η εικόνα ενός μηχανισμού που λειτουργούσε συνήθως, επί δεκαετίες, σε καθεστώς αυθαιρεσίας, και ο αστυνόμος στην Ελλάδα ουδέποτε έχαιρε της εκτίμησης που έχουν οι συνάδελφοί του, πρωτίστως στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως «bobbies», αλλά και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά στη Γερμανία ως «φίλος και βοηθός».
Το κενό έρχεται να καλύψει η εργασία του νέου ιστορικού Αχιλλέα Φωτάκη, ο οποίος αναδεικνύει τις ιστορικές και πολιτικές αντιφάσεις ενός κατασταλτικού και ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους με τις νεοελληνικές του ιδιαιτερότητες, που έχουν τη ρίζα τους στον Μεσοπόλεμο.
Κατά τα βρετανικά πρότυπα
Η εμφάνιση του αστυνομικού σώματος στην Ελλάδα καθυστέρησε σημαντικά σε σχέση με τα αντίστοιχα σώματα στην Ευρώπη: ο έλληνας Ιαβέρης θα αργούσε σχεδόν έναν αιώνα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι, από το έτος ίδρυσης του ελληνικού κράτους (1830) έπρεπε να περάσουν πολλές δεκαετίες μέχρι την εγκαθίδρυση του ολοκληρωμένου έθνους-κράτους, αφού ενσωματώθηκαν σταδιακά στον εθνικό κορμό περιοχές (και πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα) που απελευθερώθηκαν από τον ξένο ζυγό ενώ άλλες (Δωδεκάνησα) τελούσαν υπό ιταλική επικυριαρχία. Το ρόλο της αστυνόμευσης, στις πόλεις και στην περιφέρεια, ανέλαβε αποκλειστικά η Χωροφυλακή, οργανωμένη ως μοντέλο στρατιωτικο-αστυνομικής εποπτείας και ελέγχου της παραβατικότητας, αντιμετωπίζοντας αρχικά με επιτυχία το φαινόμενο των ληστών.
Η ιδρυτική ημερομηνία της Αστυνομίας Πόλεων θεωρείται εν πολλοίς η 18η Ιανουαρίου 1925, όταν από ένα κτίριο της οδού Λέκκα (στο παλιό εμπορικό κέντρο, όπου για πολλά χρόνια, αν η μνήμη δεν απατά, υπήρχε το Α΄Αστυνομικό Τμήμα) βγαίνουν οι πρώτοι «πολιτσμάνοι» για εκτέλεση υπηρεσίας στους αθηναϊκούς δρόμους. Όμως, πριν από την Αθήνα, μέσα σε τρία χρόνια (1921-23) είχαν ήδη Αστυνομία Πόλεων η Κέρκυρα, η Πάτρα και ο Πειραιάς. Από τη Χωροφυλακή και την Οροφυλακή, που θα προστάτευε τα «νέα καθεστώτα ιδιοκτησίας και εργασίας υπό τη νέα διοίκηση», μέχρι την Αστυφυλακή του περιώνυμου Δημητρίου Μπαϊρακτάρη (τον αναφέρει μέχρι και ο Νίκος Τσιφόρος) και τις πρώτες μεταρρυθμίσεις, έπειτα από μετάκληση ιταλών καραμπινιέρων, γύρω στο 1911, τα όρια της αστυνόμευσης στις πόλεις ήταν ρευστά.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ακόμα μια φορά, θα αποδεικνυόταν οραματιστής, ένας «άνθρωπος του καιρού του», με όλες τις αρετές αλλά και τα ελαττώματα του μεγάλου πολιτικού: το 1918 μετακαλείται η πρώτη βρετανική αποστολή για την οργάνωση μιας Αστυνομίας, ξέχωρα από τη Χωροφυλακή, ως έκφραση και υλοποίηση μιας «φιλελεύθερης μεταρρυθμιστικής βούλησης» και ενός αστικού εκσυγχρονισμού, που όμως δεν μπορούσε να απεξαρτηθεί από το προσδοκώμενα πολιτικά οφέλη εις βάρος των αντιπάλων του βενιζελισμού.
National Portrait Gallery
O Βρετανός Φρέντρικ Λοχ Χαλιντέι, με εμπειρία στην Ινδία, που το 1918 ήταν επικεφαλής της πρώτης βρετανικής αποστολής που είχε στόχο την οργάνωση μιας Αστυνομίας, ξέχωρα από τη Χωροφυλακή. Ο Χαλιντέι είχε την πρώτη του άσχημη εμπειρία κατά την άφιξή του στην Αθήνα: του έκλεψαν τις αποσκευές του ήδη στο σταθμό!
Η άφιξη του «ινστρούχτορα» Φρέντρικ Λοχ Χαλιντέι στην Αθήνα ξεκίνησε με τους «καλύτερους οιωνούς»: ήδη στο σταθμό κλάπηκαν οι αποσκευές και ένα δέμα του!
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι στην Αθήνα αρχικά δεν στάλθηκε ένας υψηλόβαθμος της Metropolitan Police (MET), αλλά ένα έμπειρο και δοκιμασμένο στέλεχος της (βρετανικής) Ινδικής Αστυνομίας (με credits από την Καλκούτα, αλλά και από τη «διοίκηση στρατοπέδων κράτησης ξένων υπηκόων εχθρικών κρατών»): η ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων δεν ακολούθησε τις συντεταγμένες της Μητρόπολης, αλλά την αποικιοκρατική εμπειρία της Αυτοκρατορίας που, όμως, συνοδευόταν απαρέγκλιτα από την υποχρέωση εκμάθησης της γλώσσας!
Από την πάταξη της ληστοκρατίας, ως κύριο, αρχικό μέλημα του ελληνικού κράτους στα σπάργανά του μέχρι την «πολιτική διαχείριση κρατικών προβλημάτων, προβλημάτων δημόσιας τάξης και της κοινωνικής βίας», η οργάνωση και η συγκρότηση ενός νέου σώματος, ειδικά εκπαιδευμένου και προσαρμοσμένου στις συνθήκες αστεακής συγκρότησης του χώρου, που θα επέβαλε «τον νόμον και την τάξιν» στις αναδυόμενες πόλεις της Νέας Ελλάδας ήταν ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα για τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Η αναγκαιότητα ύπαρξης και η εξέλιξη ενός πολυσχιδούς μηχανισμού αστυνόμευσης με πολλαπλά καθήκοντα (καταπολέμηση της παραβατικότητας και της παρανομίας, προστασία του πολίτη, εφαρμογή σύγχρονων εγκληματολογικών μεθόδων, προστασία προσωπικοτήτων, εσωτερική ασφάλεια κ.ά.), σαφώς με την τεχνογνωσία του βρετανικού παράγοντα, δεν ακολούθησε μια γραμμική πορεία ούτε στην πρακτική ούτε –κυρίως– στη «φιλοσοφία της αστυνόμευσης».
Η Αστυνομία Πόλεων, ως κρατικός και δημόσιος-διοικητικός διαμεσολαβητής, όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας, καλείται να κερδίσει «θέση έγκυρου συνομιλητή απέναντι στα αστικά στρώματα», ισορροπώντας αποτελεσματικά ανάμεσα στην πρόληψη και την καταστολή (αν και συχνά με βίαιο τρόπο, όταν εμπλεκόταν στις πολιτικές έριδες και στις κοινωνικές αναταραχές, ένα στοιχείο που θα το συναντήσουμε και κατά τη δεκαετία του 1960), στο ευρύτερο πλαίσιο «μιας διακυβέρνησης διά της ελευθερίας». Η Αστυνομία, παρά τη διάχυτη αρχική καχυποψία (και την εκ των υστέρων προκατάληψη σχεδόν ώς τις μέρες μας), εφαρμόζοντας, έστω καθυστερημένα σε σχέση με την ευρωπαϊκή παράδοση και πρακτική, πρωτοπόρες για τα νεοελληνικά δεδομένα μεθόδους συγκέντρωσης στοιχείων (ταυτοποίηση, συλλογή και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων, ειδικά τμήματα διακρίβωσης και εξιχνίασης, αρχείο κ.λπ.), συνέβαλε σημαντικά σε μια πολιτική επιτήρησης «προς δημόσια χρήση» και για το δημόσιο όφελος, όπως ορθώς συμπεραίνει ο Αχιλλέας Φωτάκης στον επίλογό του.
Οι πολιτικές παρεμβάσεις, κυρίως όμως η έλλειψη μιας σταθερής, συγκροτημένης πολιτικής αστυνόμευσης που θα απεμπλεκόταν από τις πολιτικές διαμάχες και τις κοινωνικές συγκρούσεις (κάποιες από αυτές με σαφές ταξικό πρόσημο σε σχέση και με τις συνδικαλιστικές και κομμουνιστικές οργανώσεις της εποχής), μέσα στο «καμίνι» του Διχασμού, αλλοίωσαν εξαρχής το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα στο οποίο βασίστηκε η συγκρότηση της Αστυνομίας Πόλεων. Η κορύφωση αυτών των, άλλοτε πολιτικών-κομματικών και άλλοτε φατριαστικών, συγκρούσεων, που ταλάνισαν και συχνά αποδιοργάνωσαν το Σώμα, επήλθε με την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου: μία παρ’ ολίγον «πατροκτονία» που συμπαρέσυρε την Αστυνομία σε «εμφύλια διαμάχη» με καθοριστικές συνέπειες για το μέλλον του σώματος αλλά και της χώρας.
Παράλληλα, η εγγενής αντιπαλότητα μεταξύ Αστυνομίας Πόλεων και Χωροφυλακής για την πρωτοκαθεδρία της επιτήρησης, με κάποια φωτεινά διαλείμματα αγαστής συνεργασίας, παραπέμπει αυτονόητα στη σύγκρουση ανάμεσα στο (παραδοσιακό) στρατοκρατικό και το εκσυγχρονιστικό μοντέλο αστυνόμευσης. Το στοιχείο αυτό επίσης καθόριζε τις εξελίξεις και τις επόμενες δεκαετίες, ώς τη (μάλλον λανθασμένη) συγχώνευση των δύο σωμάτων με αρχικά (ΕΛΑΣ) που, εσφαλμένα, παραπέμπουν στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο.
Μια ωφέλιμη εργασία
Όσο επίμοχθο ήταν για τον συγγραφέα να εντοπίσει, να ταξινομήσει και να τιθασεύσει ένα άναρχα διαθέσιμο υλικό, αλλού καταχωνιασμένο και αλλού «καλά φυλαγμένο», με βάση πρωτίστως τα Βρετανικά Αρχεία, άλλο τόσο δύσκολο είναι να «χωρέσει» και να παραθέσει κανείς σ’ ένα «ριβιού» αυτή την εργώδη προσπάθεια. Ας δούμε όμως κάποιες αρετές του βιβλίου: πρώτον και κύριον, για πρώτη φορά έχουμε στη διάθεσή μας την πρώτη τεκμηριωμένη ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, έστω στη μεσοπολεμική περίοδο, μέσα από μια νηφάλια, διερευνητική αλλά και κριτική ματιά, που διαλύει τις μέχρι πρότινος προκαταλήψεις (μαζί και το «ταμπού» των εκατέρωθεν αγκυλώσεων και ιδεοληψιών). Έτσι, είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε την εξελικτική ιστορία ενός μηχανισμού, τις τομές και τις συνέχειες που τον διέπουν, τις οργανωτικές δομές και τη συγκρότησή του, τις πολιτικές παρεμβάσεις που τον διαμορφώνουν, την ανθρωπογεωγραφία της στελέχωσης (με σαφώς τοπικιστικά και κομματικά κριτήρια), αλλά και τη θέση του στην κοινωνία του Μεσοπολέμου, που είναι η περίοδος-κλειδί για να κατανοήσουμε την πορεία του έθνους και της κοινωνίας μέσα από τα πάθη, τους κλυδωνισμούς αλλά και τις επιτυχίες του ελληνισμού.
Δεύτερον, εξίσου βασικό: αυτή η ενδελεχής τεκμηρίωση και η θεωρητική συγκρότηση του έργου επιτελεί δύο βασικές, ευεργετικές, λειτουργίες: τη διαφώτιση, άρα και την απομυθοποίηση. Φωτίζει σχεδόν όλες τις σκοτεινές πτυχές που επί δεκαετίες ήταν στα «αζήτητα» της ιστορικής έρευνας, ταυτόχρονα όμως απαλλάσσει το μηχανισμό από το «μύθο από τα δεξιά και το μύθο από τα αριστερά»: η Αστυνομία (Πόλεων) δεν είναι, εξ ορισμού, ούτε σώμα πραιτωριανών της αστικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ούτε όμως ο «φύλακας άγγελος της κοινωνίας»· το αντίθετο, είναι ένας μηχανισμός που ενώ (αλλού) εντέλλεται να επιβάλει το νόμο και την τάξη (law and order), πάντα στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του με επαγγελματισμό και σεβασμό των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, εμπλέκεται (εδώ) συχνά και στις μηχανορραφίες των πολιτικών προϊσταμένων του που και αυτοί με τη σειρά τους ακολουθούν τις εντολές των πολιτικών, στη δίνη των πολιτικών και ταξικών συγκρούσεων του Μεσοπόλεμου. Τρίτον, επίσης σημαντικό: ο ιστορικός εδώ δεν αποδύεται μόνο σ’ ένα δύσκολο ερευνητικό έργο ώστε να περιέλθουν τα αρχεία και τα σχετικά τεκμήρια στα χέρια του (με τη γνωστή καχυποψία πολλών κρατικών υπηρεσιών απέναντι στην ιστορική έρευνα), αλλά μπορεί και συναρμόζει το πρωτογενές υλικό με τις αναγκαίες θεωρητικές προϋποθέσεις ώστε να καταλήξει σε χρήσιμα και καίρια συμπεράσματα: ούτε «στρατευμένος» αλλά ούτε θιασώτης μιας (παρεξηγημένης) αξιολογικής ουδετερότητας, ο συγγραφέας ακροβατεί με επιδεξιότητα ανάμεσα στα αντιμαχόμενα πεδία και μέρη, με νηφάλιο βλέμμα, κριτικό πνεύμα και μια γραφή που κρατάει εξαρχής το ενδιαφέρον του αναγνώστη ζωντανό.
Αξίζουν εύσημα στην Ιστορική Βιβλιοθήκη του Θεμέλιου (του αείμνηστου Θεόδωρου Μαλικιώση, στα ίχνη του Δημήτρη-Μίμη Δεσποτίδη), που ενέταξε στη σειρά την εργασία ενός νέου, πολλά υποσχόμενου ιστορικού: ένας εκδοτικός οίκος που γνώρισε «από την καλή και την ανάποδη» τι σημαίνει και τι συμβαίνει όταν η Αστυνομία εκτρέπεται από τις συνταγματικές επιταγές που καθορίζουν την εύρυθμη λειτουργία της κι όταν ο αστυνόμος γίνεται «μπάτσος».
Ένα αξιανάγνωστο, αυθεντικό «αστυνομικό αφήγημα» από κάθε άποψη. Για ένστολους, κυρίως, και υπεύθυνους πολίτες.