Η προγραμματισμένη ώρα προβολής μετατέθηκε κατά 40 λεπτά, μέχρι και ο τελευταίος θεατής να πάρει τη θέση του, κυρίως όμως, διότι, ως είθισται πλέον, έπρεπε ανυπερθέτως να υπάρχει και η ακτιβιστική παρέμβαση των artworkers: μια ομάδα 7-8 ηθοποιών ανέβηκε στη σκηνή, ξεδίπλωσε δύο πανό (ελληνικά, γαλλικά) για τον «αγώνα» τους και για την «Τέχνη» (που διώκεται στην Ελλάδα επί ημερών «χούντας», όπως οι μαύρες γάτες επί Ιεράς Εξετάσεως) απήγγειλε με το ηχόχρωμα της ντουντούκας ένα (γνωστό) τροπάριο, περί αγώνων, τέχνης, σινεμά, κινηματογράφων (ποιος, άραγε διαφωνεί με την αναγκαιότητα να διατηρηθούν οι δύο αίθουσες Άστορ και Ιντεάλ;), ηθοποιών κατατρεγμένων και πάει λέγοντας, λες και ήμασταν στην Ισπανία του Φράνκο ή, έστω, στις Κάννες του ’60, όπου κι εκεί δεν ήταν απόλυτα σύμφωνοι ο Γκοντάρ με τον Τρυφφώ. Και αν μεν επρόκειτο για μια πολιτική ταινία, ας δεχτούμε το καταγγελτικό «από σκηνής κήρυγμα», αλλά, βρε αδερφέ!, μια κωμωδία με όλες τις γαλλικές αρετές ήρθε να δει το κοινό για να ξεσκάσει και όχι τον Λένιν τον Οκτώβρη! Εξάλλου, αυτά δεν γινόντουσαν ούτε το 1974, στην Αλκυονίδα, όταν έτριζαν οι τοίχοι της και δονούνταν τα καθίσματα από τα θερμά χειροκροτήματα των θεατών και μόνο στο πλάνο με τα πανό να αναγράφουν «ΟΛΗ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΣΟΒΙΕΤ». Εντέλει, η επανάληψη της ιστορίας δεν είναι παρά μια κακοστημένη φαρσοκωμωδία και κάποιοι, μπροστά σε τέτοια ενσταντανέ, αισθάνονται σαν «τους γέρους του Μάπετ σώου»…
Το ζευγάρι των κομπέρ, Jérôme Kaluta και Holy Grace, είχε χάρη (εξ ου και grace) και γούστο: ο πρώτος, γνωστός ελληνοκογκολέζος τραγουδιστής, ηθοποιός και μουσικός παραγωγός, μας είχε δείξει τις ικανότητές του ήδη σε μια εκδήλωση στο Ιστορικό Μουσείο, το 2022 με θέμα τον Φιλελληνισμό στην Ελληνική Επανάσταση, αλλά και ζωντανό παράδειγμα πόσο χρήσιμη και πόσο δημιουργική μπορεί να είναι μια σωστή ενσωμάτωση του Άλλου (βλ. και οικογένεια Αντεντοκούνμπο), ακόμα και σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που δεν φημίζεται για τις πολιτικές ένταξης των «ξένων»· η δεύτερη, γνωστή Drag Queen, που καλωσόρισε το κοινό με τον χαρακτηριστικό τρόπο της diversité, σε έναν πνευματώδη «ντεμί διάλογο» μεταξύ τους, αλλά και με την αμέριστη βοήθεια της εξαιρετικής μεταφράστριας, όπως φάνηκε και στη συνέχεια, στην ομιλία του διευθυντή του Institut Français, Nicolas Eybalin.
Εκείνος, με τη σειρά του, ξεκίνησε την ομιλία του σε εξαιρετικά ελληνικά, χωρίς εκείνο το έντονο, αλλά χαριτωμένο, γαλλικό αξάν, όπερ σημαίνει εξοικειωμένος με τα ακούσματα της ελληνικής γλώσσας, και μίλησε «για τα καλοκαίρια του στην Ελλάδα, αλλά και τα θερινά σινεμά της Αθήνας», κυρίως (στα γαλλικά) «για τη σημασία του Γαλλόφωνου Σινεμά», το οποίο πλέον είναι ένας θεσμός που αφενός (εξ)απλώνεται στο παγκόσμιο χωριό, όχι μόνο το γαλλόφωνο, αφετέρου αναδεικνύει τη σημασία και τη βαρύτητα του τελευταίου εναπομείναντος εθνικού κινηματογράφου. Γιατί το σινεμά πλέον δεν απειλείται από το «κακό» Χόλλυγουντ, όπως παλιά πιστεύαμε, αλλά, πρωτίστως, από τις συνδρομητικές πλατφόρμες, όπου ακόμα και οι artworkers ονειρεύονται να δουν τους εαυτούς τους να πρωταγωνιστούν σε αυτές, ακόμα κι όταν τις καταγγέλλουν!
Όμως, «όλα τα λεφτά» είναι η ίδια η ταινία: η ιστορία της, η πλοκή της, οι πρωταγωνιστές, πιο σωστά οι πρωταγωνίστριές της (Nadia Tereskievicz, Pauline Mauléon, Isabelle Huppert, Evelyne Buyle κ.ά.), χωρίς να υπολείπονται πάντως και οι άνδρες (Fabrice Luchini, Dany Boon, André Dussollier, Michel Fau κ.ά.), οι ανατροπές της (εκεί που νομίζεις πως θα βγει το FIN, συνεχίζει απτόητη με νέα ευρήματα), οι διάλογοι, το χιούμορ ανάμεικτο με το γαλλικό ésprit: όλα «δένουν» σε μια υποδειγματική αστυνομική παρωδία, η οποία ανανεώνει το «υποείδος» (subgenre), από την εποχή των Ladykillers (ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Άλεκ Γκίνες, τον Πίτερ Σέλερς, αλλά και τη φοβερή σπιτονοικοκυρά τους;) και της Πρόσκλησης σε γεύμα για υποψήφιο δολοφόνο (με την απαράμιλλη παρέα του Τρούμαν Καπότε: Ντέιβιντ Νίβεν, Πίτερ Φολκ, Άλεκ Γκίνες κ.ά.). Και φυσικά, μην ξεχνώντας τις 8 Γυναίκες (2002), του ίδιου σκηνοθέτη!
Χωρίς καμιά διάθεση spoiling, μια αρχικά απλή, αλλά διαβολική σε σύλληψη και εκτέλεση ιδέα –μια εκκολαπτόμενη ενζενί, άδικα κατηγορούμενη για φόνο παραδέχεται την, «αποδεδειγμένη» από τις αρχές (ο ανακριτής με τον πονηρό γραμματέα του, ο αστυνομικός, στον αντίποδα του Μαιγκρέ, αλλά και «διάδοχος» του Λουί ντε Φινές, ο δικαστής, ο εισαγγελέας, όλοι τους «άτεγκτοι» φανφαρόνοι), ενοχή της στο δικαστήριο, με τη συνδρομή της φίλης και συγκατοίκου της δικηγόρου, κι η ζωή (τους) παίρνει μια ιλιγγιώδη τροχιά αμέσως μετά την πανηγυρική αθώωσή της – μετασχηματίζεται σε μια απολαυστική κωμωδία, με σωστό ρυθμό και με πινελιές από τον βουβό κινηματογράφο, όπως τον ενσαρκώνει εξαιρετικά η Ιζαμπέλ Ιπέρ, αλλά και την «Κομεντί Φρανσαίζ» (σχετική ατάκα στη διάρκεια της πολύκροτης δίκης), που διαχέει με ανάλαφρη γαλλική χάρη τόσο τα φεμινιστικά μοτίβα (ο θρίαμβος της Γυναίκας, ο φόβος των «ανδροκτονιών», τα λεσβιακά κουτσομπολιά και άλλα χαριτωμένα χωρίς, όμως, επιθετική-καταγγελτική gender politics), αλλά και την αδηφαγία του Τύπου, κλείνοντας στο τέλος, με έξυπνο τρόπο, και το μάτι στο αμερικανικό κινηματογραφικό κοινό. Μια ταινία, που και διασκεδάζει, αλλά και ψυχ-αγωγεί.
Μια εξαιρετική πρεμιέρα, μια απολαυστική ταινία, ένα ωραίο γκαλά. «Η συνέχεια επί της οθόνης», όπως έγραφαν και τα παλιά προγράμματα στις (παλιές) αίθουσες προβολής, με την ταξιθέτρια που από τη μια κρατούσε το φακό κι από την άλλη το φλιτ… Και το κατάμεστο Παλλάς στις καλύτερες στιγμές του. Chapeau!