Τότε τον γνώρισα, Ως λαϊκό ξεροκέφαλο όχι ακριβώς συγγραφέα αλλά περισσότερο παρεμβατικό πολίτη που διάβαζε, έγραφε, αλώνιζε την Αθήνα, είχε ωραίους φίλους και επίσης ωραίες μανίες. Μια απ’ αυτές, η ενασχόλησή του με τα σινεμά της πόλης – ως αυτοσχέδιος λαογράφος, στα χνάρια του Ηλία Πετρόπουλου, έκατσε ο αθεόφοβος κι έφτιαξε ένα αλφαβητικό λεξικό για τους κινηματογράφους της Αθήνας από την περίοδο 1896 ώς τις μέρες μας. «Περιλαμβάνονται όλων των ειδών οι κινηματογράφοι», έγραφε με το προσωπικό, ακατέργαστο ύφος του, «χειμωνιάτικοι και θερινοί, εντοπισμένοι και μη, λαϊκοί και κυριλέ, διατηρητέοι και όχι, βραχύβιοι και μακρόβιοι, κατεδαφισμένοι, κανονικοί και τσοντάδικα, κουφάρια ή σε λειτουργία κ.λπ.». Σε ένα άλλο βιβλίο μάζεψε τα προγράμματα των κινηματογράφων που είχε στη συλλογή του.
Ήταν παντού. Φοβερός δάσκαλος ελληνικών, φιλόλογος που κατόπιν δούλεψε και φροντιστής, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, συλλέκτης βιβλίων, ραδιοφωνιτζής (τον θυμάμαι στον Αθήνα 984, να επιμελείται την πρόζα έως και την τελεία και να φροντίζει τη μουσική, που την ανέβαζε και στο facebook). Κάποια στιγμή επικοινώνησε με το Books’ Journal, ήθελε να δημοσιεύει τις αγγελίες του με τις οποίες έκανε γνωστό ότι ρευστοποιούσε τις βιβλιοθήκες του. Εντυπωσιάστηκα. Ήταν μια Εθνική Βιβλιοθήκη μόνος του, δεν είχε βγει βιβλίο στη μεταπολίτευση που άξιζε τον κόπο και δεν το είχε αποκτήσει. Επίσης είχε όλα τα περιοδικά, όλα τα κόμικς και πληθώρα εφημερίδων – πλήρη σώματα, χρόνια ολόκληρα, δεκαετίες ολόκληρες. Συλλογές απίστευτες, τις είχε αρχίσει από παιδί. Είχε ακόμα πολλούς δίσκους, βινύλια. Ήταν ο άνθρωπος του καιρού του, αλλά είχε ενταχθεί ομαλά και στους νέους καιρούς.
Στη συνέχεια άρχισε να δημοσιεύει κριτικές και άλλα σημειώματα. Ζητούσε χώρο για κείμενα που τα είχε δουλέψει για βιβλία προσώπων που πίστευε ότι πάνε κόντρα σε ένα ρεύμα φτήνειας και κομφορισμού ή για πρόσωπα που θεωρούσε ότι η δουλειά τους άφησε ή αφήνει αποτύπωμα. Μερικά από τα κείμενά του αυτά είναι για τον Νίκο Δήμου, για τον Πεσόα, για τον Ι. Μπ. Σίνγκερ, για τον Ερνέστο Τσίλερ. Πήρε τηλέφωνο θορυβημένος όταν πέθανε ο Βασίλης Βασιλικός και ζήτησε να γράψει έναν προσωπικό αποχαιρετισμό. Έβαλε τίτλο: «Γράφω θα πει δεν τα μασάω». Αυτό νομίζω ήταν το δικό του μέτρο για τη συγγραφική τέχνη: δεν κώλωνε μπροστά σε τίποτα.
Οσο έγραφε τόσο προσέγγιζε τα θέματά του αυτοβιογραφικά. Οι ήρωές του, η Νιλουφέρ κι ο Μέσκουλας, επινοημένοι, παρέπεμπαν σε δικούς του ανθρώπους και στον εαυτό του. Στον Μήτσο. Που προετοίμασε συστηματικά τα τελευταία χρόνια το θάνατό του – αδειάζοντας τη βιβλιοθήκη, ξαναδουλεύοντας και συμπληρώνοντας τις λαογραφικές δοκιμές του και, στα τελευταία, γράφοντας το βιβλίο Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει. Προσπαθούσε να τελειώσει κι ένα λεξικό. Ελπίζω να βρεθεί το υλικό που είχε συγκεντρώσει και η οικογένειά του να το φροντίσει.
Αντίο Μήτσο. Δεν τα μάσαγες – κι ίσως γι’ αυτό είναι πιο βαριά η απουσία σου.