[…] ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΟΡΕΣ, πάλι, που ο Σώστρατος γινόταν ένας σχεδόν τρυφερός πατέρας, όπως τότε που κυκλοφόρησε η είδηση ότι ο περίφημος σοφιστής Σκοπελιανός από τις Κλαζομενές, σπουδασμένος και που διέπρεπε στη Σμύρνη, μαθητής εκείνου του θρυλικού Σμυρναίου Νικήτη, έφτασε στο Πάριο, περαστικός από την πόλη, και όχι επί τούτω, που όμως τον πείσανε να δώσει για τους Παριανούς θαυμαστές του μία σοφιστική παράσταση, να εκφωνήσει λόγο, και μάλιστα στο θέατρο.
Πατέρας και γιος, κι οι δυο με επίσημη περιβολή, ο Σώστρατος και κρεμασμένος απ’ το χέρι του ο πεντάχρονος Περεγρίνος, ένας ελεύθερος πολίτης σε μικρογραφία, παιδί σοβαρό κι ευτυχισμένο που περπάταγε, ένα βήμα μιμούμενο τον βηματισμό του πατέρα του και δύο τρέχοντας να τον προλάβει, ο χιτωνίσκος, το ιμάτιο που μπερδευόταν στα ποδαράκια του, τα μαλακά δερμάτινα παπουτσάκια του, η Ανθία τούς καμάρωνε χαμογελαστή ενώ ανηφόριζαν στον αμαξιτό πλατύ δρόμο κατευθυνόμενοι στο πολύ κοντινό τους θέατρο, το περίλαμπρο κτίριο με τα κορινθιακά κιονόκρανα στην εντυπωσιακά υψηλή πρόσοψη. Μ’ όλο τον συνωστισμό βρήκαν καθίσματα ανάλογα της κοινωνικής τους θέσης, στην κεντρική κερκίδα στο κάτω διάζωμα, ο Σώστρατος είχε πιάσει την κουβέντα μ’ έναν γνωστό του από δίπλα, εκθείαζαν το… δαιμόνιο του σοφιστή, τη σπάνια φύση του. Ο συνομιλητής του ήταν ένας εύσωμος μεσήλικας με μαλακά άσπρα ξυρισμένα προγούλια, με γυαλισμένους μαύρους βοστρύχους και βαμμένα μάτια, όπως κι ο Σώστρατος άλλωστε, με λαμπρό πορφυρό ιμάτιο που διαρκώς το χάιδευε με τα παχιά αβρά δάχτυλά του, που επιπλέον λαμπίριζαν από τα χρυσά και φορτωμένα με πολύτιμους λίθους δαχτυλίδια του. Αργά το απόγευμα και παρ’ όλο που ακόμα είχε κάποιο φως, ήταν ήδη αναμμένες οι δάδες περιμετρικά στο δάπεδο του λογείου αλλά και οι πυρσοί στους τοίχους με τον πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο της διώροφης σκηνής, όπως σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι του το παιδί σχεδόν τρόμαξε από τον μαρμάρινο Τρίτωνα στην αριστερή πάροδο, ο εύσωμος κύριος από δίπλα τον έκοψε με την άκρη του ματιού του και σαν εν παρόδω σχολίασε στον Σώστρατο, «–ο γιος σου φαίνεται από τώρα, καλοβαλμένο, όμορφο αγόρι–», και συνέχισε την αφήγησή του για τον σοφιστή που ανέμεναν από στιγμή σε στιγμή στο επόμενο τέταρτο της ώρας να εμφανιστεί στη σκηνή, ο οποίος «σαν ήτανε βρέφος πέντε ημερών και στα σπάργανα, αυτός και ο δίδυμος αδελφός του, το ένα μωρό δίπλα στο άλλο, έπεσε κεραυνός, το αδελφάκι του κάηκε, ναι, αλλά ετούτος δεν έπαθε τίποτε, απολύτως τίποτε, καμία βλάβη, να κουφαθεί έστω, ή κάποια άλλη αναπηρία, να τυφλωθεί ίσως, ναι, απίστευτο δεν είναι, παρόλο που φαντάζεσαι τι ποσότητα θειάφι εκλύθηκε, που άλλοι τόσο κοντά τους να πέσει κεραυνός πεθαίνουν και μόνο απ’ τον φόβο τους…» Γέλαγε, «Καλέ, μένουνε σύξυλοι, κάρβουνο, και στη στάση που τους εύρει η φωτιά, άλλος κάτω από δέντρο, άλλος δίπλα στην καμινάδα του σπιτιού του, το συζητάς, όχι νιάνιαρο πράγμα και να μην πάθει τίποτε…» Εντωμεταξύ στη σκηνή, κοντά στη δεξιά πάροδο, ένας νεαρός αυλητής έδινε τον τόνο στο ύφος της επίσημης δημόσιας εκδήλωσης, και ο οποίος σταμάτησε και υποκλινόμενος αποχωρούσε με το που εμφανίστηκε ο δημόσιος κήρυκας για να αναγγείλει τον διακεκριμένο ομιλητή.
«Ο ελλόγιμος, ο σοφός Σκοπελιανός, ο ορμώμενος από τις Κλαζομενές, ο σοφιστής, ο ρήτορας, ο διδάσκαλος που διαπρέπει στην αρχαία και μεγάλη πόλη της Σμύρνης, είναι απόψε εδώ και μας τιμάει με την παρουσία του και την ομιλία του», ο κήρυκας, ένας νεαρός με όντως δυνατή φωνή, καθαρή άρθρωση, ψηλός και με άγαρμπες κινήσεις είχε στραφεί ήδη προς τη δεξιά πάροδο και χειροκροτούσε τον σοφιστή, ο οποίος παρόλο που περασμένα πενήντα, κινούνταν εντυπωσιακά ζωηρός και καλοδιάθετος, γελαστός.
Ο μικρός Περεγρίνος νιώθει να γίνεται γύρω του πανδαιμόνιο. Άντρες εκστασιασμένοι, ανάμεσά τους κι ο πατέρας του, επευφημούν, στην πλειονότητά τους όρθιοι, άλλοι σφυρίζουν, άλλοι ζητωκραυγάζουν, οι περισσότεροι χειροκροτούν. «Είναι φοβερός, κοίτα τον τι μπρίο, πώς αλωνίζει την σκηνή», σχολιάζει ενθουσιασμένος ο Σώστρατος. Πράγματι όλο γέλια ο σοφιστής, με καλά λόγια προς τη πόλη και τους φιλόξενους κατοίκους της, κινείται μόνος του πια πέρα-δώθε στη σκηνή, μοιάζει ήδη να έχει μοιράσει τουλάχιστον ένα βλέμμα οικειότητας στον καθένα ξεχωριστά απ’ το κοινό, παρότι το κοινό το απαρτίζουν μερικές εκατοντάδες άτομα.
«Άνδρες Παριανοί, προτείνετέ μου εσείς την υπόθεση. Τι θα θέλατε να σας αναπτύξω, σας ακούω, εμπρός», και ήδη χτύπαγε τον μηρό του σαν για να δώσει ρυθμό μ’ ένα τύμπανο. Ήτανε καλοστεκούμενος για την ηλικία του, με σκούρα μαλλιά, βαμμένα μάτια και ξυρισμένο πρόσωπο, αλλά κι ευθυτενής και ευσταλής. Πάνω απ’ τον κλασικό επίσημο χιτώνα με τις δυο κάθετες κόκκινες ταινίες είχε ριγμένη ελαφριά χλαμύδα από μαλακό ύφασμα και που η ασημένια πόρπη της στον δεξή ώμο του γυάλιζε κάθε λίγο. Στα πόδια του φόραγε κλειστά σανδάλια, κρηπίδες, σαν ταξιδιώτης, που όμως κι αυτά ελαφριά και μαλακά, και που φαίνονταν από καλό τσαγκάρη και καμωμένα με δυσανάλογα για το είδος του παπουτσιού ακριβό δέρμα. Μα και καθετί πάνω του μαρτυρούσε την ησυχία ανθρώπου που συνήθισε από πολλά χρόνια να είναι και εύπορος και ισχυρός. Ένας ακόμα λόγος για να εντυπωσιάζονται οι κατά βάση επαρχιώτες, αλλά και καλοζωισμένοι και φιλήσυχοι Παριανοί.
Ο μικρός Περεγρίνος παρακολουθούσε συναρπασμένος. Σηκώθηκε όρθιος στο κάθισμά του για να μπορεί να βλέπει, γέλαγε ή χειρονομούσε μιμούμενος τους θεατές γύρω του, αντιδρούσε λες και εννοούσε όσα λέγονταν. Ο Σώστρατος μια-δυο φορές τού ’ριξε λοξό παιχνιδιάρικο βλέμμα και μειδίασε.
Στο αίτημα του σοφιστή οι ίδιοι οι θεατές να του προτείνουν το θέμα της ομιλίας του, οι προτάσεις του κοινού έπεφταν πολλές και διαφορετικές, κανονικό κομφούζιο, αλλά κι η λέξη που ακουγόταν συχνότερα ήταν η «μηδική», κάποια απ’ τις μηδικές υποθέσεις του δηλαδή – ήτανε φημισμένες οι ομιλίες του Σκοπελιανού οι σχετικές με τους Δαρείους ή τους Ξέρξες Πέρσες βασιλείς. Εκείνος διάλεξε τη χαρακτηριστικότερη και με το μεγαλύτερο σουξέ του, τις μηχανορραφίες στην αυλή του Μεγάλου Βασιλέα Δαρείου, σειόταν και φθεγγόταν μιμούμενος τους Πέρσες στην αφήγησή του, τόσο παραστατικός και ζωντανός, που μια θεατρική μάσκα τού έλειπε για να έχει τη λάμψη και τη γοητεία εκλεκτού πρωταγωνιστή της σκηνής, το κοινό αντιδρούσε μαγεμένο, καθηλωμένο, θαύμαζε το μέταλλο της φωνής, την ευγλωττία, τα ωραία αττικίζοντα ελληνικά του, που περισσότερο μάντευαν την αρτιότητά τους παρά γιατί τα κατείχαν και οι ίδιοι οι Παριανοί. Μετά το πέρας της παράστασης, οι θεατές που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν όρθιοι, καθοδόν ύστερα προς το σπίτι οι εκδηλώσεις θαυμασμού από συντροφιά σε συντροφιά, αλλά και τις επόμενες αρκετές μέρες ο μικρός Περεγρίνος δεν θα άκουγε παρά σχόλια που κυριολεκτικά εκθείαζαν τον σοφιστή, και όλ’ αυτά τού εντυπώνονταν βέβαια. Όπως δεν θα ξεχνούσε και τις φορές –και τότε πώς κορδωνόταν ο μικρός– που ο πατέρας του μιλώντας τον έδειχνε: «Μέχρι κι ετούτος εδώ, να δείτε πώς έκανε, τρελάθηκε απ’ τη χαρά του που τον έβλεπε!» Και πάντως αυτή υπήρξε η πρώτη επαφή του Περεγρίνου με σοφιστή. Και που με κάποιο τρόπο συνδέθηκε μαζί του. Στα παιχνίδια του, φερειπείν, για έναν καιρό τού άρεσε να αυτοσυστήνεται: «Είμαι ο φοβερός σοφιστής Περεγρίνος και τώρα θα σας βγάλω λόγο!» Κάθιζε με το ζόρι τα παιδιά που παίζανε μαζί του κάπως ημικυκλικά απέναντί του κι εκείνος μιμούνταν σαν στη σκηνή του θεάτρου τους μορφασμούς και τα σαλταρίσματα του Σκοπελιανού. […]