Σκηνή πρώτη
Η μεγάλη μου κόρη ήταν 15 χρονών· το σχολικό πρόγραμμα της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, στην οποία φοιτούσε, πρόβλεπε ελληνογερμανική σχολική ανταλλαγή μετά το τέλος των μαθημάτων. Έτσι το παιδί βρισκόταν, την επομένη της προκήρυξης του δημοψηφίσματος από τον Αλέξη Τσίπρα, φιλοξενούμενη σε μια γερμανική οικογένεια, σε μια γερμανική πόλη· λίγες εβδομάδες αργότερα επρόκειτο να φιλοξενήσουμε με τη σειρά μας ένα συνομήλικό της κορίτσι από αυτή την οικογένεια. Η συγκεκριμένη δε οικογένεια θα μετακόμιζε, κατά σύμπτωση, λίγον καιρό αργότερα στην Ελλάδα για να εργαστούν εδώ οι γονείς, για έναν δημόσιο γερμανικό φορέα. Είχαν λοιπόν ένα λόγο παραπάνω να παρακολουθούν τις σχετικές με τη χώρα μας ειδήσεις. Μίλησα με το παιδί μου τη μέρα εκείνη στο τηλέφωνο, κι ύστερα ζήτησε να μου μιλήσει η μητέρα της οικογένειας που τη φιλοξενούσε. Δεν είχα δει φυσικά ποτέ τούς ανθρώπους αυτούς, ούτε είχαν ώς τότε επικοινωνήσει μαζί μου. Η ανταλλαγή οργανώθηκε από το σχολείο, χωρίς δική μας ανάμειξη.
Άκουσα στο τηλέφωνο την άγνωστη γυναίκα να με ρωτά ευγενικά αν θα ήθελα, για λόγους ασφαλείας, να κρατήσουν το παιδί παραπάνω καιρό μαζί τους, στη Γερμανία, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Μη θεωρήσετε ότι ήταν τίποτα υπερπληροφορημένα στελέχη σε ειδικού ενδιαφέροντος τομείς. Ήταν απλοί, απλούστατοι καθημερινοί άνθρωποι της μισθωτής μεσαίας τάξης, ίσως μάλιστα μικρομεσαίας για τα γερμανικά δεδομένα· θρησκευόμενοι. Την ευχαρίστησα. Η αλήθεια είναι πως η φωνή μου είχε σπάσει· δεν την έλεγχα 100%. Το αποστασιοποιημένο, ψύχραιμο στυλ μου είχε, σε κλάσμα του δευτερολέπτου, κονιορτοποιηθεί. Της είπα ότι έλπιζα να μη χρειαστεί. Αλλά δεν το απέκλεισα κιόλας. Την ευχαρίστησα ξανά. Θα πρέπει να της έδωσα και κάποια πολύ ελληνική ευχή, σε απευθείας ακατέργαστη μετάφραση.
Έκλεισα το τηλέφωνο. Ένας πρωτόγνωρος θυμός με κυρίευσε, βοηθώντας αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του αρχόμενου πανικού. Αναδύθηκε από τη μνήμη μου μια πολύ παλιά σκηνή, ολότελα ώς τότε λησμονημένη. Ήμουν 9,5 ετών, καλοκαίρι του 1974· είχε μόλις κηρυχθεί η επιστράτευση. Η μαμά μου και η θεία Γεωργία (που είχαν ήδη πάρει το γιο της φαντάρο) καθόντουσαν στα σκαλιά του σπιτιού (μονοκατοικία, δυτική Θεσσαλονίκη), σαν να μην μπορούσαν πια ποτέ να ξαναμπούνε μέσα. Οι φούστες τους είχαν ανασηκωθεί αλλά δεν φαινόταν να τις νοιάζει. Έβλεπα τα πόδια τους, τροφαντά και λευκά, σε μια ασυνήθιστη αποκαλυπτικότητα, που μαρτυρούσε το εξαιρετικό της περίστασης, αφού είχαν ολοφάνερα απολέσει τον έλεγχο. Αυτό μου προκαλούσε αμηχανία. Κουνιόντουσαν μπρος-πίσω και με έναν ήσυχο, αλλά πολύ θλιβερό τρόπο, χτυπιόντουσαν και επαναλάμβαναν: «ανάθεμα στους αίτιους».
Σκηνή δεύτερη
Ο μπαμπάς μου ήταν ακριβώς 88 ετών, ενώ ο παιδικός του φίλος και συγχωριανός Λουκάς Κούσουλας, ο ποιητής, ήταν 86. Πού και πού έπαιρνα με το αυτοκίνητο τον μπαμπά μου από τα Ιλίσια και πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή, όπου έμενε ο Λουκάς. Τον βάζαμε στο αυτοκίνητο από την είσοδο της πολυκατοικίας του, γιατί λόγω αναπηρίας και ηλικίας δυσκολευόταν να βαδίσει σε μεγαλύτερες αποστάσεις, και πίναμε έναν καφέ όλοι μαζί. Δυο ωραίοι άντρες, με το μυαλό στη θέση του, με μνήμη ξυράφι. Κάθε κουβέντα, κάθε στιχομυθία ήταν απόλαυση. Ιστορίες, προπάντων, από το χωριό και από τα χρόνια της Αντίστασης. Πείνα, έρωτες, ανέκδοτα, ηθογραφία, η ΕΠΟΝ, η μετεμφυλιακή τρομοκρατία, η πικρότατη απογοήτευση από την Αριστερά, όλα γλαφυρά, με χιούμορ, με χάρη. Κάθε τρεις λέξεις, γέλιο.
«Να σας πάω στο χωριό να ψηφίσετε»; Το μετάνιωσα μετά, προπάντων για τον Λουκά, που είχε ευαίσθητη υγεία. Με έπιασε άγχος. Κατακαλόκαιρο μάλιστα, αυθημερόν μέχρι τους πρόποδες του Παρνασσού και πίσω; Πώς το πήρα αυτό το ρίσκο; Κι αυτοί οι ευλογημένοι γιατί συμφώνησαν; Και να ’σου μας να ταξιδεύουμε και να αστειεύονται για το υπέρογκο, αν το μετρούσαμε σε έτη ζωής, συνολικό φορτίο του αυτοκινήτου μου! Και δώσ’ του ιστορίες και γέλια. Ο Λουκάς ήταν μαγικός. Στο «πήγαινε», προπάντων όμως στο «έλα», που με οδήγησε να το πάμε «από μέσα», όχι από την Εθνική, και να σταματήσουμε για καφέ στην Αλίαρτο, είχε να μαρτυρήσει για κάθε σπιθαμή της διαδρομής και μια αρχαία ή μοντέρνα βιβλιογραφική αναφορά. Εδώ ο Πλούταρχος, πιο κάτω ο Γιώργος Ιωάννου. Ο μπαμπάς μου παρεμβαλλόταν για να θυμίσει κάποια μάχη, κάποια παράνομη δουλειά της ΕΠΟΝ, κάποια αποκοτιά, κάποιο κορίτσι, κάποιο παλικάρι. Πήγαμε και γυρίσαμε στο τσακίρ κέφι (η καρδιά μας το ήξερε).
Αμέσως μετά την ψήφο, ωστόσο, περάσαμε για έναν καφέ από την πλατεία του χωριού. Κόσμος πολύς στα τραπεζάκια, κάτω από τα πλατάνια. Και να ’σου τον έρχεται καμαρωτός ένας τοπικός άρχων, να τους καλωσορίσει μεγαλόφωνα: «Οι Επονίτες ήρθαν στο χωριό!». «Μάλιστα», μουρμούρισε ο Κούσουλας· ο πατέρας μου δεν μίλησε καθόλου. Κάθισε μαζί μας ο άρχων (όλη η πλατεία είχε στραφεί και κοίταζε), χωρίς να τον καλέσουμε, και ξεκίνησε να λέει – μεγαλόφωνα πάντα: «Εγώ, αυτή τη φορά, αποφάσισα να ακολουθήσω τους νέους: θα ψηφίσω ό,τι μου είπαν τα παιδιά μου»! Δεν πρόλαβε να φτάσει στην κακιά τη λέξη. Ο Λουκάς ύψωσε το χέρι του – είχε σηκώσει το μανίκι στο πουκάμισο, γιατί έκανε ζέστη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ (μα ποτέ) αυτό το γυμνό, κοκαλιάρικο, αδύναμο χέρι, που έμοιαζε να σηκώθηκε πάνω από όλη την πλατεία και πάνω από το σούσουρο. Το κούνησε επιδεικτικά όπως διώχνουμε μια μύγα, πολύ ενοχλητική. «Σήκω φύγε τώρα», του είπε, καθαρά, και πολύ ήρεμα. «Αν ήρθες να μας πεις αυτά, σήκω και φύγε αμέσως». Η λεπτή γεροντική φωνή είχε καταφέρει να πιάσει εν προκειμένω αξιοσημείωτα μπάσα. Ο άρχων κοκκίνισε· σηκώθηκε και, χωρίς να πει λέξη, αποχώρησε. Βρεγμένη γάτα. Η πλατεία σαν να αναβόσβησε για μια στιγμή ολόκληρη, μέχρι να κάνει επανεκκίνηση. Οι δυο γέροντες αντάλλαξαν μεταξύ τους, σε ήρεμο τόνο, κάτι του στυλ «άκου θράσος φίλε μου». Όπως τινάζει κανείς τη σκόνη από το μανίκι.
Αφήσαμε τον Λουκά στον αδερφό του να ξεκουραστεί και εμείς πήγαμε για φαγητό με δικούς μας συγγενείς. Περάσαμε και τον πήραμε αργότερα και, πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, πήγαμε στην Απάνω Σουβάλα για καφεδάκι. Ακολούθησε η μαγική επιστροφή που σας έλεγα, μέσω Αλιάρτου. Καμιά φορά λέγανε, στη διάρκεια της διαδρομής, χωρίς όμως ένταση: «μωρέ θράσος που το είχε», κι αυτό ήταν όλο.
Σκηνή τρίτη
Είχανε βγει τα αποτελέσματα δυο μέρες πριν, και ζούσαμε αυτό που ξέρετε. Μαζεύονταν στο σπίτι φίλοι. Ποικίλων ιδεολογικών αποχρώσεων και στρατεύσεων. Άλλος είχε στοκάρει χαρτί υγείας, άλλος φάρμακα. Μιλούσα κάθε τόσο με την αδερφή μου ψάχνοντας λύσεις για τους γονείς, για να διασφαλίσουμε τα ιατρικά τους στα δύσκολα χρόνια που μπορεί να ακολουθούσαν. Ήρθε, ανάμεσα σε άλλους, και η φίλη με την πιο ξεκάθαρη στράτευση. Αγαπημένη φίλη, τα παιδιά μας τα είχαμε μεγαλώσει μαζί. Τρόμαξα. Δεν είχα, νομίζω, ξαναδεί άνθρωπο πραγματικά αλλόφρονα. Το πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο, τα μαλλιά πετούσαν. Βρέθηκα στην πολύ παράξενη θέση να την παρηγορώ εγώ, για κάτι που είχαν προκαλέσει τα συντρόφια της. Καλά βρε, της λέω, μην κάνεις έτσι. Θα τα καταφέρουμε. Θα είναι δύσκολα τα χρόνια, αλλά κάπως θα γίνει. «Δεν είναι αυτό», μου λέει. «Δηλαδή»; τη ρώτησα. «Δεν φοβάμαι για τη φτώχεια που μπορεί να έρθει». «Αλλά»; εξακολούθησα να μην καταλαβαίνω. Είπε: «Φοβάμαι μήπως σας συλλάβουν».
Wikipedia
5 Ιουλίου 2015, Σύνταγμα, Αθήνα. Οπαδοί του «Όχι», που θριάμβευσε στις κάλπες με ποσοστό 61,31%, πανηγυρίζουν. Αλλά την επομένη, στριμωγμένος από την πραγματικότητα, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε το δημοψήφισμα, έκανε αυτό που μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες αποκάλεσαν kolotoumba.