Σύνδεση συνδρομητών

Ένας Αμερικανός από το Βελιγράδι. Ο ποιητής Τσαρλς Σίμικ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Τετάρτη, 11 Ιανουαρίου 2023 11:58
Ο ποιητής Τσαρλς Σίμικ.
Βίκυ Γεωργοπούλου
Ο ποιητής Τσαρλς Σίμικ.

Την 1η Νοεμβρίου 2010, ο αμερικανός ποιητής Τσαρλς Σίμικ (1938-2023) μίλησε στους διψασμένους για κοσμοπολιτισμό Αθηναίους, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – σε μια εκδήλωση που καπελώθηκε βάναυσα από τη σκηνοθεσία αλλά, παρ’ όλα αυτά, αποζημίωσε τους ακροατές που ήταν διατεθειμένοι να ακούσουν μια σύγχρονη φωνή, η ποίηση της οποίας «έχει το βλέμμα της στραμμένο προς το μέλλον μ’ αυτό τον παράξενο τρόπο που μπορεί να το πράξει η γλώσσα-τέχνη, ανακαλώντας δηλαδή το παρελθόν διαρκώς, ενδογενώς. Γεφυρώνοντας κόσμους, ανθρώπους και καιρούς». Με αφορμή το θάνατο του Τσαρλς Σίμικ, αναδημοσιεύουμε σήμερα από το δεύτερο τεύχος του Books’ Journal (Δεκέμβριος 2010) το ρεπορτάζ της Μαρίας Τοπάλη από την εκδήλωση – χρήσιμο, εκτός των άλλων, και αυτοκριτικά, για να κατανοήσουμε πώς πολύ συχνά οι Έλληνες αδυνατούμε να κατανοήσουμε ό,τι δεν ορίζεται από τα πεπερασμένα όριά μας. [TBJ]

Τα δελτία εισόδου είχαν εξαντληθεί πριν από την έναρξη της εκδήλωσης· την πρώτη Νοεμβρίου η αίθουσα MC2 του Μεγάρου Μουσικής ήταν κατάμεστη, με όρθιους, κι υπήρχε κόσμος που παρακολουθούσε από οθόνες, στο φουαγιέ. Ο αμερικανός ποιητής Τσαρλς Σίμικ (γεννημένος Ντούσαν Σίμιτς στο Βελιγράδι του 1938), ένας από τους μεγαλύτερους της εποχής μας, ήταν εκεί με ένα κοινό, όχι αποκλειστικά ελληνόφωνο, ορεξάτο να τον ακούσει, να τον δει, να τον γνωρίσει. Να τον απολαύσει, με τον τρόπο που απολαμβάνει κανείς, συνήθως, τα «live»: φωνή, έκφραση, όψη και, πάνω απ’ όλα, ανταλλαγή ενέργειας ανάμεσα στον δημιουργό και στον κόσμο που για αυτό τον ελάχιστο έστω χρόνο γίνεται δικός του.

«Το φιλμ της ζωής μου αρχίζει με μια έκρηξη», λέει. Κρότος, γυαλιά, καπνοί, εκτυφλωτικές λάμψεις. Το Βελιγράδι του 1941 βομβαρδίζεται. Εν αρχή ην η καταστροφή: τι είδους ποίηση γεννά αυτή η μνήμη; Στη συνέχεια ήταν η μετανάστευση, ο χωρισμός της οικογένειας, η Γαλλία, η Αμερική, το ξανασμίξιμο. Η νέα ταυτότητα κι η νέα γλώσσα – ο Σίμικ είναι ήδη 16 ετών όταν καλείται να ενταχθεί στη νέα πραγματικότητα. Το πράττει και θριαμβεύει. ως άλλος Κόνραντ, προσχωρεί ολοκληρωτικά στη νέα πατρίδα. Γίνεται ένας μεγάλος αμερικανός ποιητής, επηρεασμένος από τον Γουάλας Στήβενς και τον Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς. Πιο Αμερικανός δεν γίνεται. Τι είδους γλώσσα είναι η γλώσσα τούτης της προσχώρησης;

Ας πάρει μία γεύση ο αναγνώστης από το αντιπροσωπευτικό ποίημα που δημοσιεύεται, σε μετάφραση Μάνιας Μεζίτη (ειδικά για την παρούσα έκδοση) https://booksjournal.gr/poiimata/4164-pethane-o-spoudaios-poiitis-charles-simic-kai-ena-poiima-tou.[1]

Ένα «άλλο» ακούγεται διαρκώς ανάμεσα στους στίχους του. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως το χιούμορ ή η ειρωνεία του Σίμικ –ο ίδιος μοιάζει ιδιαίτερα εύθυμος στην επικοινωνία με το κοινό– δεν είναι παρά το απαραίτητο τέχνασμα, η δόση που χρειάζεται για να συνυπάρξει κανείς με τη φρίκη και την οδύνη ως δεδομένα, ως βιωμένη πραγματικότητα. Ο Σίμικ είναι δυνατός εικονοποιός αλλά οι εικόνες του έχουν και ηθικοπολιτική δουλειά να κάνουν: βάζουν καθήκοντα, περιέχουν αινίγματα, χρησμούς, μικρά ή μεγάλα ταρακουνήματα που επιδιώκουν να θέσουν κάτι σε κάποια κίνηση. Είναι ποιήματα ταραχοποιά για τη δυσκίνητη φάλαινα της πραγματικότητας. Είναι ποίηση κριτική του ιστορικού κόσμου, ποίηση των ατομικών στάσεων αλλά με πλήρη συνείδηση του γενικού και του καθολικού και σε συνάρτηση προς αυτά.

Ποίηση διαρκώς διπλή: όχι αμφίσημη αλλά διπλή και πολλαπλή. Συνέχεια νοιάζεται να δώσει το λόγο στους αφανείς και άφωνους κάθε λογής: σε νεκρούς, εκτελεσμένους περασμένων εποχών, σε αθώα θύματα που γίνονται ύλη του τηλεοπτικού ρεπορτάζ, σε ζώα. Η αποδραματοποιημένη, όλο χιούμορ και λεπτή αίσθηση της γλώσσας αντιμετώπιση που επιφυλάσσει σε αντικείμενα τόσο «βαριά» ταιριάζουν, ασφαλώς, σε κάποιον που θήτευσε στη σχολή του Στήβενς και του Γουίλιαμς, ταιριάζουν σε έναν συνειδητοποιημένο Αμερικανό. Δεν διαθέτει την πολυτέλεια της αυταπάτης ούτε δικαιούται να επικαλεστεί κάποια δίκαιη εθνική φλέβα. Είναι όμως αποφασισμένος να μην καταφύγει ούτε στη λύση του κυνισμού. Οριακά, δεν είναι καν πικρός, είναι μάλλον θερμός, εραστής, καταφατικός. Η φωνή του –τραχιά από τα χρόνια, ρυθμική δίχως καθόλου στόμφο– και το λοξό χαμόγελό του, η καθαρή, χωρίς θεατρικές διακυμάνσεις ανάγνωσή του, υπογραμμίζουν και ζωογονούν την πρόσληψη του έργου του.

Η βραδιά, ωστόσο, στην κατάμεστη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής δεν κύλησε, δυστυχώς, δίχως μεγάλη δόση από παράσιτα, παρεμβολές, «χιόνια» στην καλόπιστη οθόνη της πρόσληψής μας. Αντιθέτως προς την αρχή του μινιμαλισμού που θα έπρεπε να διέπει κάθε ποιητικό «live» –πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα ιερό και ηλικιωμένο τέρας, όπως ο Σίμικ–, ο συντονιστής της παρουσίασης (Ντίνος Σιώτης) μίλησε με το παραπάνω, βομβαρδίζοντάς μας με ανακατεμένες, ανομοιογενείς πληροφορίες, στις οποίες συμπεριλήφθηκαν, ατάκτως ερριμμένα, το επάγγελμα της συζύγου, οι γραμματολογικοί χαρακτηρισμοί και –οποία αμηχανία!– ποσά στα οποία ανέρχονταν τα χρηματικά έπαθλα των κατά καιρούς βραβεύσεων του καλεσμένου. Τον τελευταίο τον ακούσαμε να απαντά, υπομονετικά και ευγενικά είναι αλήθεια, στις τετριμμένες και, κάπου κάπου επαναλαμβανόμενες, ερωτήσεις: έπρεπε, βεβαίως, να τοποθετηθεί οπωσδήποτε στο φλέγον για την ποίηση του 21ου αιώνα ζήτημα του… υπερρεαλισμού αλλά και να ομολογήσει δημόσια την ορθόδοξη χριστιανική του πίστη και την καταδίκη των νατοϊκών βομβαρδισμών του Βελιγραδίου. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, παραβιάστηκε και κάθε γνωστή –σε μας τουλάχιστον– πεπατημένη κατά τη σκηνοθεσία της απαγγελίας, στην οποία είχαμε εναποθέσει τις ελπίδες μας για μια δικαίωση της βραδιάς. Ακούστηκε, έτσι, πρώτα η μετάφραση και ακολούθως το πρωτότυπο, για κάθε ένα ποίημα ξεχωριστά, σε δυο μέρη, με διάλειμμα ερωτήσεων (εκλαϊκευτικός πασατέμπος, να υποθέσουμε, μην ταλαιπωρηθεί κιόλας το κοινό απ’ την… πολλή την ποίηση;), προκειμένου, δηλαδή, να μη μείνει τίποτε όρθιο από ρυθμό, ενότητα, ατμόσφαιρα, αίσθηση του ανθρώπου και του έργου. Με τον Κωνσταντίνο Τζούμα να δεσπόζει όρθιος στο πόντιουμ και τον φιλοξενούμενο Σίμικ να χάνεται καθιστός. Τον Τζούμα, επιπλέον, να απαγγέλλει με μπόλικη δόση ηθοποιίας και σε έντονα ειρωνικούς (καβαφίζοντες;) τόνους, κουκουλώνοντας τις λέξεις, που μετά βίας ακούγονταν, στη συνέχεια, στο πρωτότυπο, με τον βαθύ, υποβλητικό, πολύ λιτό τρόπο του ίδιου του Σίμικ.

Δεν ήταν λίγοι όσοι από το κοινό εξανέστησαν, κατά το τέλος μάλιστα ηχηρά, χάνοντας την υπομονή τους ή και αποχωρώντας ακόμη, λίγο πριν από τη λήξη. Οι περισσότεροι, ωστόσο, υπήρξαμε υπομονετικοί και ευγενείς, παίρνοντας άλλωστε τον ίδιο τον Σίμικ ως παράδειγμα. Ανταμοιβή μας ό,τι κατορθώσαμε να κερδίσουμε, παρά την κυριαρχία των παρεμβολών, σε μια σκηνοθεσία που, ακούσια μάλλον, εγκατέστησε επιτυχώς όλη τη μεταμοντέρνα συνθήκη των αποσπασματικών-ασυνεχών αναγνώσεων. Τι μάθαμε; Τι αποκομίσαμε στη μοναδική, ίσως, για πολλούς από εμάς, ευκαιρία, να δούμε και ν’ ακούσουμε τον Σίμικ ζωντανό (όπως είχαμε ακούσει, χρόνια πριν, τον Γουόλκοτ, στο πλαίσιο της ίδιας διοργάνωσης;) Ότι ο τρόπος που χωνεύει μέσα της η Αμερική, ως κουλτούρα και ως γλώσσα, την ισχυρότατη υποκειμενικότητα των ποιητών είναι συγκλονιστικός. Ότι η ποίηση ζει, υπάρχει και θριαμβεύει στο μέτρο που μπορεί και στην έκταση που της παραχωρείται. Που της αναλογεί. Ότι η ποίηση έχει το βλέμμα της στραμμένο προς το μέλλον μ’ αυτό τον παράξενο τρόπο που μπορεί να το πράξει η γλώσσα-τέχνη, ανακαλώντας δηλαδή το παρελθόν διαρκώς, ενδογενώς. Γεφυρώνοντας κόσμους, ανθρώπους και καιρούς.

[1] Περισσότερα ποιήματα του Σίμικ στα ελληνικά μπορεί να βρει κανείς στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Ποιητική (φθινόπωρο-χειμώνας 2008), στο τεύχος 27 του περιοδικού Ποίηση (άνοιξη-καλοκαίρι 2006), στην ανθολογία Ξένη ποίηση του εικοστού αιώνα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2007 και, πιο πρόσφατα, στον τόμο Charles Simic, Η μουσική των άστρων, εκδ. κοινωνία των (δε)κάτων, 2010.

Μαρία Τοπάλη

Συγγραφέας, μεταφράστρια και κριτικός. Κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές της Σερβίτσιο Τσαγιού (1999), Λονδίνο και άλλα ποιήματα (2007), Βερμίου Κατάβαση (2010), το θεατρικό μιούζικαλ Ο Χορός της Μεσαίας Τάξης (2012), το βιβλίο Για τέσσερα χέρια (2013) που εξέδωσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Ματσούκα, το Ρέκβιεμ για μια εφηβεία (2017) και την ποιητική συλλογή Μαζί τ' ακούγαμε (2018). Μεταξύ άλλων, έχει μεταφράσει τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρ.Μ. Ρίλκε (2011).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.