Αντίστροφα, πιστεύουμε ότι το ερωτογράφημα το οποίο δεν είναι πορνογράφημα βασίζεται στην ηθελημένη απόκρυψη ενός ικανού μέρους της σεξουαλικής εικόνας και της σεξουαλικής πράξης. Το πορνογράφημα, αντίθετα, βασίζεται στην πλήρη αποκάλυψη, χωρίς μυστήρια, της σεξουαλικής πράξης και εικόνας, του σώματος και των σεξουαλικών οργάνων του.
Μα η γραφή, η λογοτεχνική γλώσσα, είναι εξ ορισμού ελλειπτική και δεν τα δείχνει όλα, άρα είναι πιο κοντά στην απόκρυψη και μετατρέπεται δύσκολα σε πλήρη, γνήσια πορνογραφία.
Πώς μπορεί να αναπαρασταθεί η σεξουαλική πράξη, η σεξουαλική σχέση στον κινηματογράφο; Με το να αποκρύψει ο σκηνοθέτης σημαντικά μέρη, τμήματά της ή να προσπαθήσει να δείξεις τα πάντα; Να επιχειρήσει μια προσέγγιση ντοκιμαντέρ, «άμεσου κινηματογράφου» (cinéma-direct), ή να αποκλείσει κάθε συνάφεια με το ντοκιμαντέρ; Να ωθήσει βίαια την κινηματογράφηση σε νατουραλιστικές κατευθύνσεις (όπου οι από το φιλμ προτεινόμενες εικόνες υποτίθεται ότι είναι αληθινές και αντιστοιχούν με ακρίβεια στην πραγματικότητα της ερωτικής δράσης που αναπαρίσταται) ή ο σκηνοθέτης να προσπαθήσει κατά τμήματα, μικρές ενότητες ή στιγμές, να θέσει υπό αποστασιοποιητική οπτική τις παραγόμενες εντυπώσεις; Ή, καλύτερα, να βασιστεί στο παιχνίδι με τις ταυτίσεις;
Ας θέσουμε το πρόβλημα της επιλογής όσον αφορά την κατασκευή ενός ερωτικού/ερωτολογικού φιλμ, ανάμεσα στην επιδίωξή του να δείχνεται κάθε φορά όσο και ό,τι περισσότερο είναι δυνατόν –ει δυνατόν τα πάντα– και σ’ αυτήν τού να κρύβονται μερικά κομμάτια / εικόνες / πλευρές / δεδομένα τής υπό αντιμετώπιση σεξουαλικής επαφής[1].
Στον κινηματογράφο, για να κατηγοριοποιήσουμε ένα έργο ή ορισμένες σκηνές ως πορνογραφικές, απαιτείται η τήρηση της άμεσης, κυριολεκτικής περιγραφής / αφήγησης / κατάδειξης / αποκάλυψης με λεπτομέρειες, με εξαντλητικές περιγραφές «από κοντά»: πρέπει δηλαδή το υποκείμενο της αφήγησης να πλησιάζει και να παρατηρεί από κοντά την ερωτικοσεξουαλική δράση.
Θεωρούμε πιο ενδιαφέρουσα κι ευφάνταστη μια σκηνοθετική τακτική που παίζει με την αποκάλυψη και την απόκρυψη μερών της σεξουαλικής πράξης, γιατί έτσι το παραγόμενο κινηματογραφικό αποτέλεσμα είναι περισσότερο επεξεργασμένο και καλλιτεχνικό.
Αυτό το πρόβλημα καταλήγει συχνά στη σχέση του σινεμά του ερωτισμού με το ντοκιμαντέρ και τον «άμεσο κινηματογράφο». Το πορνό, συνήθως, επιδιώκει να πείσει πως οι ερωτικές επαφές που επιδεικνύονται αποτελούν μέρος μιας σύλληψης των γεγονότων με ντοκιμαντερίστικο τρόπο και πως δεν υπάρχει καμιά προσποίηση ή παραπλάνηση, καμιά απομάκρυνση από το ακατέργαστο συμβάν. Άλλωστε, γενικά το ντοκιμαντέρ (ο «άμεσος κινηματογράφος») στο σινεμά ερωτισμού δεν λέει αναγκαστικά την αλήθεια για τη σεξουαλικότητα, δεν καταλήγει νομοτελειακά στην ανακάλυψή της, κάποιες φορές τείνει, αντίθετα, προς ένα εξωτερικό κι επιφανειακό βλέμμα, ανασυγκροτώντας μόνο την ορατή πλευρά των πραγμάτων. Επειδή υιοθετεί αυτή την τάση, χάνει τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός πλέγματος «σημείων» που θα αναδείκνυαν σημασίες πιο βαθιές και ουσιώδεις για το ερωτικό περιεχόμενο. Όμως, είναι εξίσου αλήθεια πως ο «άμεσος κινηματογράφος» μπορεί να αφομοιωθεί, να χρησιμοποιηθεί και να διερευνηθεί (ή να διερευνήσει) πολύ δημιουργικότερα στο ερωτικό σινεμά.
Τα ουσιώδη ερωτικά έργα, τα μεστά, επεξεργασμένα μορφικά και σημασιολογικά, καλλιτεχνικά ερωτογραφήματα των δημιουργών βασίζονται στο μεταβαλλόμενο παιχνίδι και στη διαλεκτική της αποκάλυψης και της απόκρυψης της σεξουαλικής πράξης, των ενεργών σεξουαλικών οργάνων και των τριβών και διεισδύσεών τους.
Μια άλλη τάση του λεπτοδουλεμένου στυλιστικά ερωτικού έργου θα ήταν η ροπή προς κάποιου είδους αποστασιοποίηση, το να διαβρώνει και να κριτικάρει έμμεσα ή, κατά στιγμές, να «αποδιαρθρώνει» και να καταστρέφει την αληθοφάνεια, την εντύπωση πραγματικότητας των ερωτικών πράξεων που περιγράφονται. Αυτή η επιδιωκόμενη εντύπωση του πραγματικού έχει σκοπό, τουλάχιστον στο πορνό, να μας κάνει να πιστέψουμε στην αυθυπαρξία και την αυθεντικότητα ενός προκατασκευασμένου θεάματος, στα ανδραγαθήματα «αξιοθαύμαστων» μυθικών σεξουαλικών όντων, σε κατορθώματα τεχνικής (στάσεων) ή βιολογικής σεξουαλικής δύναμης, σε ένα «αληθινό» και ταυτοχρόνως εξαιρετικό θέαμα, ικανό να μας μάθει πολλά για το σεξ, έτσι ώστε να δεχθούμε την «αντικειμενικότητά» του ως πρωτόγονοι ηδονοβλεψίες.
Το αισθητικά μελετημένο ερωτικό σινεμά του δημιουργού μπορεί να εγκαθιδρύσει και μια άλλη σχέση με τον «άμεσο κινηματογράφο». Σε πρώτο επίπεδο, θα ήταν δυνατό να πάρουμε μια απόσταση έναντι των «άμεσα» κινηματογραφημένων σκηνών, να υιοθετήσουμε μια στάση αμφιβολίας απέναντί τους, επειδή μας παρασύρουν να αφεθούμε αφελώς στη νατουραλιστική «αντικειμενικότητά» τους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο θα ήταν ουσιαστικό και σύμφυτο με τον ερωτισμό να επανεισαγάγουμε το «άμεσο σινεμά», να το δούμε πιο βαθυστόχαστα για να φτάσουμε με επιδέξιο τρόπο αλλά και με λεπτότητα στο σαγήνευμα του θεατή, στις διεργασίες ταύτισής του και στη σκοποφιλική του ευχαρίστηση.
Να διευκρινίσουμε πως ακόμα και σε ορισμένα, περισσότερο σοφιστικέ, παλιά φιλμ πορνό, π.χ. γαλλικά, μπορεί να συναντήσουμε την «κατασκευαστική αρχή» της απόκρυψης, αλλά σε ένα μισοχαμένο δεύτερο ή τρίτο επίπεδο: δηλαδή να είναι πολύ πιο αβέβαιη και ισχνή, πολύ λιγότερο ηθελημένη και υπογραμμισμένη απ’ ό,τι στον λεγόμενο «ερωτικό κινηματογράφο του δημιουργού» και πάντα ως εξαίρεση, σχεδόν σαν ατύχημα.
Στις καλλιτεχνικές ταινίες που περιέχουν στα θέματά τους το ερωτικό-σεξουαλικό στοιχείο, λειτουργεί το διπολικό σχήμα:
1) αφενός σκοποφιλική απόλαυση του θεατή,
2) αφετέρου, βλέμμα που παρατηρεί κρατώντας ορισμένες αποστάσεις και τοποθέτηση της απόλαυσης στο πλαίσιο μιας σχέσης αποστασιοποιητικού τύπου, ή παιχνιδιού, ή (απ)άρνησης της απόλαυσης.
Τα πορνογραφήματα
Σχετικά με τα σύντομα πορνό βίντεο στα ειδικευμένα sites για ενηλίκους, μπορούμε να παρατηρήσουμε: τις πλήθος επιλογές που παρέχουν απεικονίζοντας κατά ομάδες, διάφορες, ποικίλες καταστάσεις, πειραματισμούς ή διαστροφές ή στάσεις ή αναζητήσεις. Σεξ μεταξύ ηλικιωμένων, ηδονοβλεψία, επιδειξιμανία, σαδιστικό σεξ, μαζοχιστικό σεξ, λεσβίες, σεξ με νέες κοπέλες, χρήση ως «ηθοποιών» επαγγελματιών και μάλιστα γνωστών στο ειδικευμένο κοινό, ιντερνετικών σταρ του πορνό, ζευγάρια ερασιτεχνών, πλάνα σαν sex tape, αντρική ομοφυλοφιλία, τρανς, στοματικό σεξ, πρωκτικό, σεξ με ζώα, περίτεχνες στάσεις, χρήσεις διαφόρων σεξ βοηθημάτων, δονητών, κ.ά. Αναφορικά με το στυλ του φιλμαρίσματος των βίντεο στα πορνοσάιτ: τα βίντεο έχουν διάρκεια από 2-3 λεπτά έως 20΄ και 25΄. Υπάρχει ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση και άμεση βιντεοσκόπηση· μερικές φορές με υποκειμενικά πλάνα αυτού ή αυτής που βλέπει και κάνει σεξ στη συνήθως γυναίκα/αντικείμενο του ενεργητικού, επιθετικού πόθου.
Επίλογος
H ερωτική κι ερωτολογική διάσταση των καλλιτεχνικών έργων είναι συχνότατα παρούσα στα έργα προσωπικής, ψυχολογικής και υπαρξιακής θεματικής και είναι μια από τις βασικότερες θεματολογίες των έργων τέχνης, αφηγηματικών ή οπτικοακουστικών ή και τα δύο. Δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε… Διότι αποτελεί μια από τις θεμελιωδέστερες συνιστώσες της ανθρώπινης ζωής. Ο ερωτισμός και ο έρωτας αποτελούν ένα χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, μαζί με άλλα εξίσου βασικά. Η λογοτεχνία και το σινεμά θα φτώχαιναν πάρα πολύ εάν τους αφαιρούσαμε την ερωτική / ερωτογραφική / σεξουαλική διάσταση της επιθυμίας, του πόθου, του ερωτισμού και του σεξ… Τι θα μας απέμεναν εάν έφευγαν, εάν έλειπαν φορτισμένα ερωτικά έργα των Λακλός, Μπατάιγ, Χένρι Μίλερ, Μπουκόφσκι, Ντ. Χ. Λόρενς, Μαριβώ, Βοκκάκιου, Απολλιναίρ, Ζενέ, Κλοσόφσκι, Πιερ Λιουίς, Ρετίφ ντε λα Μπρετόν, Ρουσσώ, Γκαίτε, Μαρκησίου ντε Σαντ, Μαζόχ, Μπρυκνέρ, Ζολά, Χένρι Τζέιμς, Κολέτ, Αναΐς Νιν, Έμιλυ Μπροντέ, Ντυράς, των μεγάλων Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Σταντάλ, αλλά και των Εμπειρίκου, Κοσμά Πολίτη, Καραγάτση, Θεοτόκη, Έρσης Σωτηροπούλου, Μαρίας Ευσταθιάδη, κ.ά. Και στον κινηματογράφο των Μπουνιουέλ, Στροχάιμ, Φον Στέρνμπεργκ, Λιούμπιτς, Χωκς, Κιούκορ, Χίτσκοκ και Φριτς Λανγκ, Όρσον Ουέλς, Ντέιβιντ Λιντς, Όσιμα, Ρομέρ, Τρυφφώ, Μωρίς Πιαλά, Παζολίνι, Φελίνι, Φερέρι, Μπερτολούτσι, Βισκόντι, Μιζογκούτσι, Φρίαρς, Μακαβέγιεφ, Κουστουρίτσα, Αλμοδόβαρ, Φασμπίντερ, Κατρίν Μπρεγιά, Σαντάλ Ακερμάν, αλλά και των Δαμιανού, Παπατάκη, Κούνδουρου, Λάνθιμου, Γιάνναρη και εκατοντάδων άλλων (για να συμπεριλάβουμε μόνο πεζογράφους και σκηνοθέτες κινηματογράφου); Θα απέμεναν ψυχροί, δειλοί, σεμνότυφοι υποκριτές.
Ο έρωτας αποτελεί όρο και προϋπόθεση της ζωής και της ανθρώπινης υπαρξιακής διάστασης, έκλαμψης και (κορυφο)γραμμής... Δηλαδή η επιθυμία, ο ερωτισμός, ο έρωτας κι ο πόθος αποτελούν μια θεμελιώδη διάσταση της ζωής, της ύπαρξης και των τεχνών.
[1] Σχηματικά, μπορεί να έχει νόημα ο παραλληλισμός ενός αποσπάσματος του Ζωρζ Μπατάιγ με τις δύο γενικές κατευθύνσεις των ταινιών που έχουν μοτίβο τον ερωτισμό: δηλαδή, από τη μια το πορνό και από την άλλη τον ερωτισμό που είναι περισσότερο δομημένος και δουλεμένος κινηματογραφικά. Και αναφερόμαστε στις καλλιτεχνικές ταινίες ερωτισμού των δημιουργών· στις ταινίες όπως η ερωτική «Τριλογία της ζωής» και το Σαλό του Πιερ Πάολο Παζολίνι, το δίπτυχο των Aυτοκρατοριών των αισθήσεων και …του πάθους, του Ναγκίσα Όσιμα, στα τελευταία φιλμ του Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ κ.ά. (Τονίζουμε πως θα ήταν παραπλανητικό να δούμε αυτή τη δεύτερη κατεύθυνση, των καλλιτεχνικών φιλμ ερωτισμού, ως «κινηματογραφικό είδος».) Η ιδέα του Μπατάιγ είναι πολύ απλή: «Όπως και να έχει το θέμα, εάν ο ερωτισμός είναι η σεξουαλική δραστηριότητα του ανθρώπου, αυτό γίνεται στο βαθμό που η σεξουαλική δραστηριότητα του ανθρώπου διαφέρει από εκείνη των ζώων. Η σεξουαλική δραστηριότητα των ανθρώπων δεν είναι αναγκαστικά ερωτική. Είναι κάθε φορά που δεν είναι στοιχειώδης...» (από το κλασικό πλέον βιβλίο του Ο ερωτισμός που εκδόθηκε το 1957). Ο ανθρώπινος ερωτισμός θέτει υπό κρίση την εσωτερική ζωή και το «είναι». Τον ανθρώπινο ερωτισμό διαφοροποιεί από την ενστικτώδη δραστηριότητα των σωμάτων, η «ψυχολογική αναζήτηση». «Μια αναγκαιότητα που επιτάσσει τη διάνοιξη της εσωτερικότητας στον άλλο, αφήνοντάς την έκθετη και ευάλωτη στον θάνατο “που έχει το νόημα της αλληλουχίας του είναι”» (Μπατάιγ, στο ίδιο). Ο γάλλος στοχαστής προσθέτει ότι «η ουσία του ερωτισμού δίνεται στην αδιάσπαστη σύνδεση της σεξουαλικής ηδονής με το απαγορευμένο. Για τον άνθρωπο, ποτέ το απαγορευμένο δεν παρουσιάζεται χωρίς την εμφάνιση της ηδονής και ποτέ η ηδονή χωρίς την αίσθηση του απαγορευμένου».
Αυτές οι απαγορεύσεις είναι σύμφυτα δεμένες με τις υπερβάσεις τους, τις παραβιάσεις τους. Η απαγόρευση δεν είναι σταθερή, αμετακίνητη κι απροσπέλαστη. Συνοδεύεται από τη δική της υπέρβαση. «Δεν υπάρχει απαγορευμένο που να μην μπορεί να υπερβαίνεται. Συχνά η υπέρβαση είναι δεκτή, συχνά είναι ακόμα και προδιαγραμμένη». «Η εμπειρία οδηγεί στην ολοκληρωμένη και επιτυχή υπέρβαση και η τελευταία, διατηρώντας την απαγόρευση, τη διατηρεί για να αισθάνεται ηδονή εξαιτίας της». Ο Μπατάιγ παρατηρεί και τα εξής: «Η ουσία της σεξουαλικότητας [...] ανακαλεί το αίμα, [...] την ασφυξία, τον αιφνίδιο τρόμο, το έγκλημα, καθετί που καταστρέφει επ’ άπειρον την ανθρώπινη μακαριότητα κι εντιμότητα». Τα εμβλήματα του ερωτισμού είναι η παράβαση, η ανατροπή, η βιαιότητα κι η σιωπηλή φρίκη. Στον Μπατάιγ ο ερωτισμός «συνομιλεί με την παράβαση και αναζητά την υπέρβαση», ακολουθεί τη «λογική της βεβήλωσης». Έχει στο επίκεντρο την υπέρβαση των ορίων της ύπαρξης, της υπέρβασης του νόμου και των κανόνων που διέπουν την κοινωνική ζωή, αλλά και την υπέρβαση των φυσικών περιορισμών του σώματος και του κόσμου. Και κατά συνέπεια, ο ερωτισμός είναι η αποδοχή της ζωής (και η υπέρβαση των απαγορεύσεων) έως το θάνατο και τα όριά του.